Τετάρτη 15 Αυγούστου 2018

Υπογραμμίσεις XIII: Βύρωνας Κριτζάς

Στο φετινό, δεύτερο βιβλίο του (μετά το πολύ καλό Bob Dylan - 100 Τραγούδια που εκδόθηκε το 2016), ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Βύρωνας Κριτζάς καταπιάνεται με 45 τραγούδια που, όπως υποστηρίζει ο ίδιος, καθρεφτίζουν την Ελλάδα της περιόδου 1990-2017.

Το Οι Ωραίοι Έχουν Χρέη αποδείχθηκε ένα χαλαρό και διαφωτιστικό σε πολλές περιπτώσεις ανάγνωσμα. Παρότι ο Κριτζάς αναίρεσε πολύ γρήγορα εκείνο το "η αυτοβιογραφία μου μπορεί να περιμένει", που μου είχε πει στη συνέντευξη που κάναμε για το Avopolis, εμπλέκοντας πολλές φορές σε υπερβολικό βαθμό τον εαυτό του στην αφήγησή του, καταλήγει σε ουκ ολίγα ενδιαφέροντα συμπεράσματα και καταθέτει πολύ ενδιαφέρουσες ματιές πάνω στα περισσότερα από τα τραγούδια με τα οποία ασχολείται στο πόνημά του.

Νομίζω πως ο Κριτζάς επιτυγχάνει σε μεγάλο βαθμό αυτό που είχε ως στόχο: στις 208 σελίδες του βιβλίου του, τις πολύ όμορφα εικονογραφημένες από τον ταλαντούχο ζωγράφο Αχιλλέα Ραζή, παρελαύνουν όχι μόνο (σχεδόν) όλες οι τάσεις τις οποίες ακολούθησε το τραγούδι μας, αλλά και η ιστορία και οι συνθήκες που αυτό κλήθηκε να συνοδεύσει ή να σχολιάσει. Μπορείς να διαφωνήσεις με το κάπως "ελαφρύ" στυλ γραφής (το οποίο, φαντάζομαι, απαιτείται για να εκδοθείς τη σήμερον ημέρα) ή με κάποια "πολιτικοποιημένα" σχόλιά του, όμως στο τέλος τον παραδέχεσαι τον συγγραφέα. Και αναγνωρίζεις ότι τέτοιου είδους βιβλία λείπουν από την εγχώρια βιβλιογραφία.

Η επανεπισκεψιμότητα, αν σε ενδιαφέρει όντως η μουσική και η σκέψη γύρω από αυτήν, είναι εγγυημένη.

[...] το μοντέρνο τραγούδι εξακολουθούσε να καταγράφει την τρελή πορεία της ζωής μας, τις καμπύλες και τις ευθείες της -και μάλιστα, με μεγαλύτερη ακρίβεια απ' ό,τι, για παράδειγμα, το weird wave του ελληνικού σινεμά. [...] υπάρχουν στιχάκια πρόσφατα τα οποία φανερώνουν αλήθειες για το ποιοι είμαστε (ή ποιοι θέλουμε να είμαστε, ή ποιοι νομίζουμε ότι είμαστε) καλύτερα από οτιδήποτε [...].
-----
Σκέφτομαι πως μια αλήθεια έντιμη κι ελεύθερη σαν του Κηλαηδόνη σήμερα ίσως έμπαινε κάτω από την ταμπέλα του "μαζί τα φάγαμε", με λιντσάρισμα στα social media και συλλογικό κράξιμο. Ευτυχώς, ήδη από τότε δεν έλειπαν οι λοξοί τύποι που σε εποχές πολιτικού φανατισμού καβαλούν το άλογό τους και ξεφεύγουν από το πλήθος, σαν φτωχοί και μόνοι καουμπόηδες, που αποστασιοποιούνται συνειδητά από τη δράση του γουέστερν.
-----
Καθώς χαζεύω τα λικνίσματά τους μέσα στα μαγαζιά, τις φαντάζομαι γυμνές, απαλλαγμένες από τα ρούχα και τα φτιασίδια τους, να υπακούν χωρίς καμιά βαθιά σκέψη ή εκλογίκευση στις προσταγές του κορμιού τους. Μοιάζουν με τα τραγούδια που ακούνε, τα κορίτσια αυτά. Δεν είναι του πνεύματος, είναι του σώματος.
-----
[...] στην ελληνική τέχνη [...] εμφανίζεται συχνά μια μεγάλη παρανόηση περί αξίας. Ποιοτικό θεωρείται μονάχα το "σοβαρό", το οποίο συνήθως δεν αντέχουμε για περισσότερα από πέντε λεπτά, ή το περιφρονούμε ως "κουλτούρα να φύγουμε". Όμως το τραγούδι χορευτικής εκτόνωσης [...] δεν χρειάζεται απαραιτήτως να λύνει γρίφους. Εξυπηρετεί έναν σκοπό - και, ως εκ τούτου, έχει τη σημασία του.
-----
[...] μπορεί σήμερα τα σκονισμένα CD και τα βινύλια να καταλαμβάνουν τα ράφια μας σαν την Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, σπουδαία και άχρηστα ταυτοχρόνως, ωστόσο οι πίστες διατηρούν τον κόσμο τους, το ίδιο και οι μουσικές σκηνές. Τα καλοκαιρινά φεστιβάλ έχουν παλμό, τα πανηγύρια πετάνε σπίθες, οι εγχώριοι καλλιτέχνες συγκεντρώνουν χιλιάδες θεατές στα live τους, πολλές φορές χωρίς καινούριο ή χωρίς δικό τους ρεπερτόριο. Ναι, αν μιλάμε για μουσική, τότε μπορούμε με ασφάλεια να ισχυριστούμε πως το σώμα νίκησε το πνεύμα.
-----
[...] μήπως σε τελευταία ανάλυση, δεν φταίει μονάχα "ο σάπιος κόσμος", αλλά κι εκείνοι που επέλεξαν τη στείρα ρητορική τού "καταδικάζουμε απερίφραστα", χωρίς να προτείνουν εφαρμόσιμες λύσεις;
Νομίζω πως ο Τριπολίτης θα συμφωνούσε πρώτος. Αλλά ίσως τελικά να είναι αυτή ακριβώς η απουσία αυτοκριτικής ένα από τα στοιχεία που ανάγουν το "Ανεμολόγιό" του σε εμβληματικό τραγούδι, φωτογραφία ενός πικραμένου κομμουνιστή των 90's, ο οποίος ήθελε να αλλάξουν όλα χωρίς να αλλάξει ο ίδιος.
-----
Την ίδια εποχή βάλαμε FilmNet, κι ένα βράδυ που λείπανε οι γονείς διακοπές πέτυχα κανονικό πορνό. Σκληρό, ψεύτικο, ακαλαίσθητο, καθόλου δε μ' άρεσε. Ευτυχώς κάποια στιγμή ήρθε το Ίντερνετ και σωθήκαμε. Όλοι μας.
-----
Προσωπικά, αισθάνομαι τυχερός που με τη βοήθεια της Άντζυς Σαμίου κατέβηκα με ομαλό τρόπο "πιο χαμηλά, πιο χαμηλά, πιο χαμηλά", χωρίς να δω από νωρίς τι ακριβώς συμβαίνει εκεί κάτω. Και όπως τότε μου άρεσε να ακούω το τραγούδι της γιατί με έκανε να νιώθω έξυπνος και μεγάλος, σήμερα θαυμάζω το θάρρος μιας mainstream λαϊκής τραγουδίστριας να εκφράσει δημόσια τη σεξουαλική της επιθυμία.
-----
Το τραγούδι αντανακλά την κοινωνία, ασφαλώς. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, λοιπόν, αυτό που ανατέλλει είναι ένας νέος εθνικισμός, του οποίου η φάλτσα κραυγή ενίοτε αγγίζει τα όρια του κιτς.
-----
[...] το "Μια Ελλάδα Φως" πατάει σε μια στρωτή μελωδία που, όταν φτάνει στο ρεφρέν, θες να την τραγουδήσεις. Είναι έξυπνο. Λειτουργεί. Και κυρίως πιάνει τον παλμό της εποχής: την παροδική, όσον αφορά τη μουσική, μόδα, αλλά και τη διαχρονική ανάγκη του Έλληνα να αντλεί δύναμη από το ένδοξο παρελθόν του.

Σε μια κοινωνία [...] που ο πατριωτισμός σταμπάρεται εύκολα ως εθνικισμός, το να αγαπάς τη χώρα σου χωρίς να το τραγουδάς, αλλά και χωρίς να ντρέπεσαι γι' αυτό, μοιάζει σήμερα δυσκολότερο από ποτέ.
-----
Πέρα από την κλισέ ερώτηση "έχεις σκεφτεί να φύγεις έξω;", υπάρχει και η κλισέ άποψη ότι "το εξωτερικό σού ανοίγει τα μάτια". Προσωπικά, έχω δει πολλούς ανθρώπους οι οποίοι έζησαν έξω και τα μάτια τους είναι πιο κλειστά κι από τα μάτια της Νατάσας Μποφίλιου όταν τραγουδάει. Ένα scroll down στο timeline του Facebook, μια ερωτική σχέση, ένα στρυφνό αφεντικό μπορούν, πολλές φορές, να σου μάθουν περισσότερα για τη ζωή από ένα Erasmus. Ομοίως, ένα τραγούδι του Πορτοκάλογλου μπορεί να σου μεταδώσει πιο ουσιαστικά το αίσθημα αγάπης για την πατρίδα από μια έπαρση της ελληνικής σημαίας.
-----
[...] ο Ορφέας Περίδης, ένας από τους σημαντικότερους τραγουδοποιούς της γενιάς του, ένας δημιουργός που έγραψε σοβαρό λαϊκό τραγούδι για το ευρύ κοινό, ξανάγινε αυτό που ήταν πριν από τη "Φωτοβολίδα" και τις μετέπειτα επιτυχίες του: ένας ευγενικός τροβαδούρος χαμηλών ντεσιμπέλ, ο οποίος τραγουδούσε για λίγους. Αυτό που ήταν έγινε ξανά, μέσα απ' τη δικιά μας τη ματιά.
-----
Μολονότι συχνά ακαταλαβίστικο, στις καλές του στιγμές το έντεχνο προσπάθησε κι αυτό το έρμο να μας πει πέντε πράγματα για το ποιοι είμαστε, από πού ερχόμαστε, προς τα πού πηγαίνουμε, τι μας φταίει που κάποια βράδια δεν μπορούμε να κοιμηθούμε.
-----
[...] οι πιο χαρούμενοι τελικά είναι όσοι αντέχουν τη μοναξιά τους και την κοντρολάρουν. [...] Αυτούς που βλέπετε να είναι κάθε βράδυ έξω, αυτούς θα πρέπει να παρηγοράτε. Δεν αντέχουν το βάρος του εαυτού τους και το περιφέρουνε, μπας και τους βοηθήσει κανείς να το σηκώσουν.
-----
Κάτι [...] παράδοξοι τύποι διασκέδαζαν πάντα τα πλήθη στη νεότερη Ελλάδα, για να εισπράξουν μετά περιφρόνηση επειδή δεν ήταν "ποιοτικοί". Τι παρεξήγηση κι αυτή, τι χυδαία μεταβίβαση ευθύνης!
-----
Στο αιώνιο ερώτημα αν η κότα έκανε το αυγό ή το αυγό την κότα, καλλιτέχνες και κοινό μπορούν να αποδίδουν αέναα ο ένας στον άλλον ευθύνες για τα όσα δεινά περνά το τραγούδι.
-----
Άραγε οι τόσες χιλιάδες κόσμου που χόρεψαν τη "Ρόζα" ήταν πράγματι απογοητευμένοι αριστεροί, ξεχασμένοι στου αιώνα την παράγκα; Ή μήπως τακτοποιημένοι μικροαστοί, που ζητούσαν ένα ιδεολογικό άλλοθι για να ξεδιπλώσουν τις χορευτικές αρετές τους εισπράττοντας παλαμάκια; Εξέφρασε πράγματι τη μουδιασμένη, ηττημένη Αριστερά που δεν ήξερε κομπιούτερ το τραγούδι αυτό; Ή την κουλτούρα της μαζικής διασκέδασης των ύστερων πασοκτζήδων του εκσυγχρονισμού;
-----
Του "Διθέσιου" οι ρόδες σε άλλον δρόμο κυλάνε. Άθελά τους ίσως, ασυνείδητα, τραγούδια σαν κι αυτό θα οδηγήσουν τον ελληνικό στίχο σε έναν αστικό νταλκά της μεγαλούπολης, ο οποίος παίρνει πολύ στα σοβαρά τον εαυτό του και εκδηλώνεται με δυσνόητες εκφράσεις ξεγυμνώματος ψυχής που ψηλαφούν την ποίηση χωρίς να την κατακτούν. Εδώ θα πατήσουν συγκεκριμένες δημοφιλείς τραγουδίστριες των επόμενων δεκαετιών, εδώ και μια διαστρεβλωμένη αντίληψη περί ποιότητας, που εξωθεί την ελαφρότητα της σχολής Κηλαηδόνη στο περιθώριο, ως κάτι παρωχημένο και ασήμαντο.
-----
Νομίζω πως οι άνθρωποι που θέτουν έναν σκοπό στη ζωή τους (επαγγελματικό, δημιουργικό) και βυθίζονται σε αυτόν, τείνουν να γίνονται απότομοι στα κοντινά τους πρόσωπα και συχνά αντιμετωπίζουν δυσκολίες στις σχέσεις τους. Τύποι απόμακροι, μοναχικοί, κυκλοθυμικοί, λιγομίλητοι, τύποι που ξεχνάνε να σε πάρουν τηλέφωνο, δεν το σηκώνουν όταν τους παίρνεις εσύ και μοιάζουν να συντηρούν ένα υπερτροφικό Εγώ, χαρίζουν την αγάπη τους με άλλους τρόπους.
-----
[...] πόσο τρυφερό, πόσο ειλικρινές, ο άνθρωπος που κάποτε μιλούσε για υπόγειες διαδρομές και πονηρούς πολιτευτές και κοινότητες να αποζητά τώρα μονάχα τη συζυγική κατανόηση, βρίσκοντας την έμπνευσή του μέσω αυτής αλλά και μέσα σ' αυτήν;
-----
Αγάλι αγάλι, η παράδοση γίνεται το νέο "μαύρο", κατευθύνοντας το κοινό προς μια νέα μαζικότητα που θα οδηγήσει στα λαϊκά προσκυνήματα του Χαρούλη. Από τον Θανάση ξεκίνησε όμως. [...] Ο "Πεχλιβάνης" περνάει στο καλλιεργημένο κοινό αριστερής νοοτροπίας που έχει ήδη διαμορφωμένες πολιτικές απόψεις και ζητάει τραγούδια να τις σιγοντάρουν, περνάει σε αυτούς που είδαν φως και μπήκαν, περνάει στο μισο-ξεκούρδιστο μπαγλαμαδάκι του περιπλανώμενου μουσικού που τραγουδάει στην άκρη του πεζοδρομίου με μαύρες πατούσες. Αντίθετα με την "Πριγκιπέσα" του Μάλαμα, ο "Πεχλιβάνης" δεν περνάει στα μπουζουξίδικα, γιατί κουβαλάει κάτι πρωτόγονο και άκαμπτο.
-----
[...] εξακολουθούν να υφίστανται μια κριτική ότι μαϊμουδίζουν, την ώρα που η ξενομανία τους επαληθεύεται σε διάφορες πτυχές της ζωής τους (στον τρόπο που μιλάνε, στο ντύσιμο, στα στέκια τους) και επομένως είναι μια ειλικρινής, γενικότερη στάση. Το αγγλόφωνο τραγούδι, που βγαίνει μπροστά το 2001 με αιχμή του δόρατος το "Fake" των Raining Pleasure, fake δεν είναι. Μπορεί να μην εξελίσσει την ελληνική μουσική, μπορεί στο μεγαλύτερο μέρος του να μην εκφράζει την ελληνική κοινωνία μέσα από τα θέματα που θίγει, την εκφράζει ωστόσο μέσα από την ίδια την επιλογή της αγγλικής γλώσσας, τον μιμητισμό των ξενόφερτων τρόπων.
-----
Για τους περισσότερους, τα φοιτητικά χρόνια είναι περίοδος πολιτικής αφύπνισης. Για μένα ήταν η περίοδος που σιχάθηκα την πολιτική, βλέποντας από πρώτο χέρι τον χυδαίο προσηλυτισμό της, τα πρώτα μικρά ρουσφέτια, αλλά και κάτι απόπειρες φοιτητικών συνελεύσεων, θεατρικές παραστάσεις με ηθοποιούς χωρίς ταλέντο.
-----
Τηρουμένων των αναλογιών, τα Δεκεμβριανά ήταν το Πολυτεχνείο της γενιάς μας - και μολονότι το "Σιγά Μην Κλάψω" γράφτηκε πολύ πριν από τα γεγονότα, με κάποιον τρόπο τα φωτίζει, τα εμπεριέχει. Διέδωσε μια κραυγή προσωπικής ελευθερίας που αντήχησε στον συλλογικό νου, παρακινώντας μια γενιά να κρατήσει απόσταση από τον φόβο κάθε εξουσίας.
-----
Οι μεγάλοι έχουν να το καυχιούνται ότι ο χασάπης τούς γνωρίζει προσωπικά και τους δίνει το καλύτερο κρέας. Μας λένε πως οι καιροί είναι δύσκολοι, γι' αυτό να μάθουμε γλώσσες, να κάνουμε μεταπτυχιακά, σεμινάρια. Μιλούν για "εξασφάλιση". Θέλουν να μας δουν τακτοποιημένους με μια καλή δουλειά και μια καλή κοπέλα, τη στιγμή που ο βασικός μισθός δε φτάνει ούτε για να κεράσουμε αυτή την κοπέλα δυο ποτά. Ο χασάπης μας δίνει καλό κρέας γιατί μας ξέρει, αλλά όποιος δεν μας ξέρει μας πιάνει κορόιδα - και μάλλον εδώ βρίσκεται το πρόβλημα.
-----
Με βασικά όπλα του τον ελιγμό στα μουσικά είδη και ένα νεύρο το οποίο τινάζει ψηλά την εκάστοτε μελωδία, ο Νίκος Καρβέλας υπήρξε από τη Μεταπολίτευση και μετά ο πιο ακριβής μεταφραστής της δυτικής ποπ/ροκ στο εδώ και τώρα της Ελληνίδας που θέλει να ξεδώσει, ένας hitmaker αέναα φλεγόμενος από την ίδια του την έφεση στις επιτυχίες. Παρά τη σουξεδιάρικη λογική της, η τέχνη του δε στερείται ευαισθησίας ή ταλέντου - και παρέμεινε φτηνή για να πουλιέται και να αγοράζεται απ' όλους, ακριβώς όπως τα πρόστυχα μαύρα εσώρουχα που ο ίδιος ύμνησε.
-----
Αυτό είναι η τέχνη μάλλον. Η παρηγοριά σου και η μικρή η διαφορά σου από τους άλλους. Ένα κουσούρι τού να βλέπεις τη ζωή σαν ταινία, σαν τραγούδι ή σαν πίνακα ζωγραφικής, για να αντλείς δύναμη και να αποφεύγεις την πραγματικότητα. Μια ιδιαιτερότητα όμορφη μεν, αλλά και καταστροφική όταν τη νιώθεις να σε αποξενώνει από τον διπλανό σου.
-----
[...] το πατροπαράδοτα λαϊκό τραγούδι στέκει [...] αμέτοχο, άβουλο. Τσουγκρίζει τα ποτήρια του στο "Στην υγειά μας" κι αντί να μιλήσει στους 20άρηδες, γλεντάει το ένδοξο παρελθόν του στα χαμόγελα ηθοποιών που ανταλλάσσουν καλαμπούρια. Όταν πια σοβαρεύει, αναζητά έναν νέο Μπιθικώτση, τη στιγμή που δεν υπάρχει ούτε ένας νέος Θεοφάνους να του δώσει έναν νέο "Παλιόκαιρο".
-----
Σε καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα ο κόσμος δεν ανταποκρίνεται τόσο ένθερμα στο τραγούδι του τόπου του.
-----
Δεν μπορούμε να το εκφράσουμε με λόγια, δε χρειάζεται κιόλας, αλλά ξέρουμε πως εμείς που αγαπάμε κάτι άυλο όπως η μουσική παραπατάμε ξέμπαρκοι σε ένα διαρκές χανγκόβερ μέσα στην πραγματικότητα, για να έρθουν κάτι μεθυσμένες στιγμές σαν κι αυτή που όλα αποκτούν το νόημά τους. Σταματάμε να μιλάμε και ακούμε το τραγούδι.
-----
Αποχαιρετώ το παρελθόν έχοντας περισώσει μέσα μου ό,τι αγάπησα σ' αυτό. Μέσα μου θα τη βρω τη λύση. Σιγά μην περίμενα από τους πολιτικούς και τους θρύλους του παρελθόντος.

Βύρωνας Κριτζάς, Οι Ωραίοι Έχουν Χρέη. Και 44 Ακόμα Τραγούδια Που Καθρεφτίζουν Την Ελλάδα Από Το 1990 Έως Το 2017, εκδόσεις Πατάκη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Οι... "300" ηρωικοί αναγνώστες