Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2020

Συνέντευξη με τους Neon

Ο Βύρωνας Κατρίτσης, ο Chris Setel και ο Νίκος Γιούσεφ διέγραψαν, ως Neon, μια τροχιά που πρόσφερε πάντα αξιόλογες οπτικές του κοινού τους μουσικού οράματος. Με το Riverbank, που κυκλοφόρησε πρόσφατα, αποφάσισαν να... επιστρέψουν αποχωρώντας: θα είναι το τελευταίο τους άλμπουμ, καθώς στο εξής θα ακολουθήσουν διακριτές πορείες. Στην κουβέντα που έκανα μαζί τους, για λογαριασμό του Avopolis, εξηγούν τα πώς και τα γιατί των εξελίξεων. Πατήστε εδώ για τη συνέχεια.

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2020

Υπογραμμίσεις XXVII: Δημήτρης Πετσετίδης (IV)

Το Μακριά Από Το Ποτάμι είναι το βιβλίο που έγραφε ο Δημήτρης Πετσετίδης όταν έφυγε από τη ζωή, τόσο απροσδόκητα, τη Μεγάλη Παρασκευή του 2017. Νομίζω άκουσα πρώτη φορά για την ύπαρξή του από τον Θανάση Βαλτινό -στον επικήδειό του ανέφερε ότι σε μια συνάντησή τους μιλούσαν για αυτά τα διηγήματα. Κι έκτοτε καρτερούσα την έκδοσή του. Η κόρη του, η Μαρία Πετσετίδη, είχε την καλοσύνη να μου το στείλει ταχυδρομικώς, κι έτσι έγινε το πρώτο βιβλίο που διάβασα μέσα στο 2020.

Το βιβλίο τούτο, όπως και τα περισσότερα του Πετσετίδη, "είναι η μυθοπλασία της μνήμης", όπως αναγράφεται και στο οπισθόφυλλο. Νιώθω πάντα ότι διαβάζω Ιστορία, όποτε βουτάω στα διηγήματα του παλιού δασκάλου μου. Ή, καλύτερα, νομίζω πως τον βλέπω, σε ένα μισοφωτισμένο δωμάτιο, να διαβάζει μεγαλοφώνως, με την τραχιά και ουδέτερη φωνή του, ιστορίες χαμένες στον χρόνο, αλλά όχι ξεχασμένες. Χαραγμένες, από τον πόνο και το αίμα εκείνων που χάθηκαν μέσα στον παραλογισμό, στο συλλογικό ασυνείδητο όσων τις έζησαν, και των παιδιών τους (εδώ ένα σχετικό αξιόλογο κείμενο).

Ο Δημήτρης Πετσετίδης είχε πολλούς εαυτούς: μαθηματικός, σκιτσογράφος, σκακιστής... Θα ήταν το ίδιο αγαπητός στους μαθητές και στους φίλους του, πιστεύω, ακόμα κι αν δεν είχε την επιπλέον ταυτότητα του συγγραφέα. Δεν ξέρω κιόλας πόσοι από τους συμπατριώτες του ασχολήθηκαν ποτέ, σοβαρά ή όχι, με όσα έγραψε. Είναι περίεργοι οι άνθρωποι εκεί κάτω -κι αν δεν είναι, γίνονται-, άσε που "ουδείς προφήτης στον τόπο του". Όπως και να 'χει, στα γραπτά του υπάρχει ένας κόσμος μυστικός, που κανείς έχει πολλά να κερδίσει εξερευνώντας τον.

Συνέλαβαν και δυο γυναίκες, την Ιουλία και την Ισμήνη. Την Ιουλία την κούρεψαν πρώτη και τη διαπόμπευσαν. Στην Κατοχή τραβιότανε μ' έναν Ιταλό λοχαγό· δεν φρόντιζε να κρύβει τις σχέσεις της και αυτό δεν της το συγχώρησαν διάφοροι, οι οποίοι πριν από τον πόλεμο τη λιγουρεύονταν και εκείνη δεν τους έδινε σημασία.
-----
Την άλλη γυναίκα -λίγοι σήμερα θυμούνται το όνομά της- την κούρεψαν και αυτήν. Ήταν τόσο όμορφη που όλοι, νέοι και γέροι της εποχής, ήταν ερωτευμένοι μαζί της. Έμενε σ' ένα διώροφο σπίτι, στη γωνία απέναντι από το ξενοδοχείο "Ταΰγετος".

Μια νύχτα λοιπόν, το καλοκαίρι του 1940, ο Νίκος Νταραμάκος πήρε μια σκάλα, την έφερε κάτω από το παράθυρό της, ανέβηκε μέχρι το περβάζι και εκεί, αφού κάρφωσε μια λαμπάδα, την άναψε και έφυγε. Τι ομορφιά θα ήταν αυτή ώστε ο Νταραμάκος, κοτζάμ άντρας κι ένας τόσο σοβαρός άνθρωπος, να φτάσει στο σημείο να κάνει μια τέτοια πράξη! Ήταν, το λένε όσοι τη θυμούνται, η ωραιότερη γυναίκα της πόλης.
-----
Καθώς λοιπόν εμφανίστηκε από ψηλά να κατηφορίζει η φιλαρμονική παιανίζοντας, η Ισμήνη είδε τον εαυτό της να προχωράει μπροστά, κουρεμένη με την ψιλή μηχανή. Θόλωσε η ματιά της, κοίταξε κατόπιν τα απέναντι σπίτια σημαιοστολισμένα, τρεμόπαιξαν στο βλέμμα της οι τεράστιες επιγραφές με τα συνθήματα "ΖΗΤΩ ΤΟ ΕΘΝΟΣ, ΖΗΤΩ Ο ΣΤΡΑΤΟΣ, ΖΗΤΩ ΤΟ 1821" και, αφού άνοιξε το στόμα της λες κι ήθελε κάτι να φωνάξει, της ξέφυγε σαν ψίθυρος βαθύς μια φράση: "Ζήτω ο έρωτας".

Ύστερα παραπάτησε και λιποθύμησε στην αγκαλιά της νύφης της.
-----
Και τι λέγεται ακόμη και σήμερα ύστερα από τόσα χρόνια! Αν περάσεις νύχτα από εκείνο το δρόμο που οδηγεί στο παλιό νεκροταφείο, ακούγονται σαν να έρχονται από το βάθος μακρινές φωνές να τραγουδάνε "Έχε γεια, καημένε κόσμε..." και ξεχωρίζει καθαρά η φωνή μιας μάνας, της μοναδικής γυναίκας που σκότωσαν μαζί με το παιδί της.
-----
Λέγεται και μια ιστορία για το σπίτι όπου πέθανε ο Γρηγόρης, την οποία διηγούνται ακόμη οι παλαιότεροι. Εκείνη τη νύχτα, όταν αυτοκτόνησε, το αίμα του πέρασε από μια σχισμή της καμάρας του σπιτιού και έγινε μια μικρή λούμπα στο καλντερίμι που περνάει κάτω από αυτή. Ένας παρωρίτης, καθώς περνούσε από κει, πάτησε στο αίμα. Νύχτα αυγουστιάτικη κι εκείνος σκνίπα στο μεθύσι, έπεσε στο λιακωτό του δικού του σπιτιού να κοιμηθεί χωρίς να ξεντυθεί. Δεν πρόλαβε να κλείσει τα μάτια του και ξαφνικά βλέπει έναν αράπη μπροστά στα πόδια του να προσπαθεί να του βγάλει με το ζόρι τα παπούτσια. Τινάχτηκε επάνω αλαφιασμένος, πουθενά ο αράπης. Κάνει πάλι να ξαπλώσει, να τος ο αράπης να του τα τραβάει. Τρόμαξε ο άνθρωπος, έβγαλε τα παπούτσια του, τα πέταξε στο λιακωτό, μπήκε μέσα στο σπίτι και κοιμήθηκε. Το πρωί που ξύπνησε, έψαξε για τα παπούτσια και δεν τα βρήκε.
-----
Η μητέρα μου και οι θειάδες μου έχουν απέλθει από τον μάταιο κόσμο. Σήμερα δεν γνωρίζω πια ούτε ένα από όσους έχουν απομείνει, απόγονοι του Δικαίου και του Θωμά. Δυο εξαδέρφια μου ζουν μακριά, στην Αμερική, ας όψεται η μετανάστευση που ερήμωσε τα χωριά. Έχουν παιδιά, αλλά ούτε πώς τα λένε δεν μπορώ να θυμηθώ. Παντρεύτηκα και έκτοτε έμπλεξα με άλλα σόγια.

Όλα τα μέλη της παρέας ήμασταν από γειτονικά χωριά και κατοικούσαμε σε νοικιασμένα δωμάτια, οπότε δεν αντιμετωπίζαμε τον κίνδυνο να μας φωνάζουν οι δικοί μας για τα νυχτοπερπατήματά μας. Ο κίνδυνος ήταν να μας πιάσει κανένας καθηγητής. Αλλά αυτοί συνήθως την έστηναν έξω από τους κινηματογράφους, ή έμπαιναν και μέσα, για να πιάσουν κάποιο μαθητή, άσε που πολλοί ξεχνιούνταν και παρέμεναν στην αίθουσα για να χαζέψουν την ταινία.
-----
"Υπάρχει ψυχή; Τι λες, ρε Σταύρο;"

"Όταν ήμουνα μικρός φοβόμουν τη Δευτέρα Παρουσία. Η μάνα μου μου διάβαζε την Αγία Επιστολή και τρόμαζα. Μεγάλος άκουσα ένα μπάρμπα μου να λέει πως κάποιος σοφός είπε: "Θεέ μου, αν υπάρχεις, σώσε την ψυχή μου, αν υπάρχει". Μου άρεσε αυτό. Κοιμήσου τώρα".
-----
"[...] Παίρνει μια ανιψιά μου, καθηγήτρια στο λύκειο, έναν δικό μου στο τηλέφωνο και του λέει ότι ο γιος του έχει δέκα μέρες να πατήσει στο σχολείο. Κατεβαίνει ο άλλος από το χωριό και βρίσκει το γιο του αραγμένο σε μια καφετέρια. "Ρε παιδί μου, γιατί είσαι εδώ; Γιατί δεν πας στο σχολείο; Αλήτης θα μου γίνεις;" Δεν απόσωσε τα λόγια του και τον αρπάζει ο γιος του από το λαιμό. Έτσι καταντήσαμε, κύριε".

"Εσύ θα παίρνεις σύνταξη από την Αμερική".

"Ναι, δούλεψα είκοσι πέντε χρόνια κει 'σα πέρα. Όλη μέρα και κάμποσες φορές όλη νύχτα. Ο άλλος είχε γραφτεί στην ΕΠΟΝ -μόνο που γράφτηκε- και πήρε σύνταξη πως έκανε αντίσταση. Εμένα ο πατέρας μου είχε έξι παιδιά, τέσσερα αγόρια και δυο κορίτσια. Του είπαν να γραφτεί, είπε "Δεν γράφουμαι".
"Όλοι φταίνε, όλοι μαζί τα κάνανε αυτά που γίνηκαν τότε. Και οι μεν και οι δε. Στο χωριό μου βγάλανε τα μάτια του μαστρο-Θανάση κι ύστερα τον σκοτώσανε. Και ποιος ήτανε ο λόγος; Είπε στο καφενείο πως δεν άντεχε να βλέπει το κακό που γίνηκε στην εκκλησία. Κι ο άλλος σκότωσε και κρέμασε το παιδάκι, δώδεκα χρονών. Γιατί είχε πατέρα αντάρτη".
-----
Έχω την εντύπωση ότι ο καθένας μας γίνεται από μικρό παιδί, με τον καιρό, δέσμιος του ονόματός του. Δεν γνωρίζω τι έχουν αποφανθεί οι ψυχολόγοι, αλλά νομίζω ότι το όνομα ασκεί πολύ μεγάλη επίδραση στη διαμόρφωση του χαρακτήρα. Ξέρω ανθρώπους που καμαρώνουν για το μικρό τους όνομα ή για το επώνυμό τους και άλλους που ντρέπονται να το προφέρουν. Το χειρότερο όμως που μπορεί να πάθει κανείς είναι να του κολλήσουν κάποιο υβριστικό παρατσούκλι.
-----
Όταν ξημέρωσε, αντίκρισα την πρώτη εικόνα της πρωτεύουσας από τη θέση του συνοδηγού εκείνου του φορτηγού. Η ματιά μου έψαχνε την Ακρόπολη με τον Παρθενώνα, αλλά μόνο μαυρισμένες πολυκατοικίες έβλεπα.
-----
Μετά έφυγα για την επαρχία κι όταν μου δινόταν η ευκαιρία έλεγα με καμάρι ότι είχα φίλο τον Αλέξανδρο. Κάμποσοι νέοι δεν γνώριζαν ποιος είναι, άλλοι δεν θεωρούσαν το γεγονός και τόσο σημαντικό. Βλέπεις η περιοχή απ' όπου κατάγομαι και στην οποία επέστρεψα ήταν ανέκαθεν άκρως συντηρητική. Τόσο που πολλοί να θεωρούν ήρωα το δικτάτορα και δολοφόνο τον Αλέξανδρο!
-----
Τώρα που στην πόλη αυτή τις νύχτες, αν και έχει ξαστεριά, δεν φαίνεται ούτε ένα αστέρι, νοσταλγώ τα βράδια του καλοκαιριού, όταν, ξαπλωμένοι στην κορυφή του γεφυριού, πάνω στη μεγάλη καμάρα, λέγαμε ιστορίες και ακούγαμε πότε τον μπαρμπα-Τηλέμαχο, πότε τον Λούη να τραγουδάνε, ενώ έλαμπε ψηλά ο ουρανός γεμάτος άστρα. Και φαινόταν πεντακάθαρος ο Ιορδάνης ποταμός, έτσι ονόμαζε η γιαγιά Μαριγώ το πλήθος εκείνο των αστεριών που έμοιαζε με τεράστιο ποτάμι από τη μια άκρη του ουράνιου θόλου μέχρι την άλλη. Κι ήταν ο ουρανός σαν μια τεράστια στέγη που σκέπαζε τα σπίτια μας και τους αλευρόμυλους, χτισμένα στο βάθος της χαράδρας που στη μέση της κυλούσε τα γάργαρα νερά του το ποτάμι.
-----
Την τελευταία φορά μού τηλεφώνησες από το νοσοκομείο για να μου πεις ότι αρνήθηκες να σου κάνουν εγχείρηση. "Είδα τ' αγγόνια μου που μεγαλώσαν και τα χάρηκα. Θέλω να πάω στη μάνα μου", είπες. Και ότι λυπόσουν μόνο επειδή θα σε έθαβαν μακριά από τους μύλους και από το ποτάμι, μακριά από κει π' ανθίζουν τα κλαδιά κι οι στράτες λουλουδίζουν.

Δημήτρης Πετσετίδης, Μακριά Από Το Ποτάμι, εκδόσεις Καστανιώτη, 2019

Οι... "300" ηρωικοί αναγνώστες