Έχω την εντύπωση πως η πρώτη φορά που έπεσε στην αντίληψή μου το όνομα του Ray Bradbury (1920-2012), ήταν μέσω του Stephen King -στο Περί Συγγραφής, ίσως; Από τότε, βέβαια, υπήρξαν κι άλλες φορές που τον συνάντησα -σε αναφορές φίλων στο Facebook, σε συζητήσεις κλπ. Η τελευταία ήταν πριν κάποιους μήνες, όταν βρισκόμουν στο αγαπημένο βιβλιοπωλείο Αρκτούρος, στην οδό Ευαγγελιστρίας της Σπάρτης, και ρώτησα τον Γιώργο και τον Γιάννη Καλοδήμο τη γνώμη τους για το Φαρενάιτ 451, που αντίκρυσα σε μια από τις στοίβες που υπάρχουν διάσπαρτες μέσα εκεί. Μου είπαν ότι έπρεπε οπωσδήποτε να το διαβάσω.
Το εν λόγω μυθιστόρημα εκδόθηκε πρώτη φορά το μακρινό 1953, έχει συμπληρώσει, δηλαδή, 70 χρόνια ζωής. Θεωρείται πια κλασικό, και αποσπάσματά του έχουν βρει θέση μέχρι και στα αναγνωστικά των μαθητών και μαθητριών στα αμερικανικά σχολεία. Αυτά τα πράγματα δεν συμβαίνουν τυχαία, κι αν περιμένετε να βρείτε κάποια ανορθόδοξη άποψη εδώ, μάλλον χάνετε τον καιρό σας. Όχι ότι δεν θα σταθούμε και σε κάποιες αδυναμίες του, παρακάτω...
Το βιβλίο μοιάζει να αφορμάται από το κλίμα του Μακαρθισμού, μέσα στο οποίο γεννήθηκε, αλλά και από την άνοδο στη δημοφιλία του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης, ως μέσων πληροφόρησης και ψυχαγωγίας. Ο πρωταγωνιστής, Γκάυ Μόνταγκ, είναι ένας πυρονόμος του μέλλοντος, που έχει ως αποστολή του, όχι την πυροπροστασία -που έχει καταστεί πια άχρηστη-, αλλά την καύση των βιβλίων -που θεωρούνται επικίνδυνα, και έχουν κηρυχθεί παράνομα. Η ζωή του αλλάζει όταν συναντά την δεκαεφτάχρονη Κλαρίς ΜακΚλέλλαν, ένα κορίτσι που ζει και σκέφτεται εκτός του πλαισίου της εποχής της. Οι συζητήσεις του μαζί της θα τον κάνουν να αναθεωρήσει το επάγγελμά του, τον γάμο του, τον τρόπο ζωής και την κοσμοθεωρία του.
Στην εποχή του το βιβλίο ίσως ξέφυγε από τα ραντάρ του μεγάλου κοινού, όμως με το πέρασμα των χρόνων είδε τον αριθμό των φίλων του να αυξάνει. Φτάνοντας στο σήμερα, όπου πλήθος βιβλίων περικόπτονται ή
αποβάλλονται εντελώς από σχολικές βιβλιοθήκες, και όπου το ποσοστό των ανθρώπων που διαβάζουν μειώνεται ραγδαία, το
Φαρενάιτ 451 μοιάζει πιο επίκαιρο από ποτέ. Άσχετα αν κανείς συμμερίζεται απόλυτα τους φόβους που εκφράζει, ή όχι.
Ο Bradbury υφαίνει με αδρές γραμμές τη δυστοπική ιστορία του, χρησιμοποιώντας μερικές πολύ γλαφυρές, σχεδόν ποιητικές, περιγραφές. Οι χαρακτήρες του, πάντως, παραμένουν ως επί το πλείστο "σάκοι με κόκαλα": δεν αναπτύσσονται ποτέ ικανοποιητικά, και μοιάζουν να αποτελούν απλώς τα φερέφωνα των "κηρυγμάτων" του. Δεν μπορείς, όμως, να τον κατηγορήσεις για έλλειψη ταλέντου και πάθους -ή για ασάφεια στόχων. Δεν του λείπει ούτε η βαθύτερη αντίληψη των πραγμάτων: η υπεράσπιση των βιβλίων από μέρους του δεν αφορά σε φετιχισμό για τη χειροπιαστή φύση τους, αλλά για αναγνώριση της αξίας του περιεχομένου και της λειτουργίας τους (βλ. και σχετικό απόσπασμα πιο κάτω).
Το Φαρενάιτ 451, στην πολύ ωραία, πλούσια και καλομεταφρασμένη έκδοση της Άγρας, είναι το πρώτο από τα μελλοντολογικά αριστουργήματα της λογοτεχνίας που διαβάζω: δεν έχω αγγίξει ούτε το 1984 του George Orwell, ούτε το Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος του Aldous Huxley. Το βρήκα πολύ ενδιαφέρον, και οπωσδήποτε πολύ διορατικό. Από την άλλη, προτιμώ πάντα την αισιοδοξία, και τη μέθοδο του παραδείγματος, από τη φοβικότητα του υπερβολικά θεοσεβούμενου, και των πύρινων λόγων του. Φυσικά, ποτέ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κάθε δημιούργημα αποτελεί γέννημα μιας συγκεκριμένης εποχής, και ενός συγκεκριμένου τόπου. Αν ο Bradbury μοιάζει να προέβλεψε με ακρίβεια φαινόμενα της εποχής μας, είναι κυρίως επειδή διάβασε άψογα το κλίμα της δικής του.
Αναρωτιέμαι, πάντως, πώς θα είχαν τα πράγματα αν τα διασημότερα μυθιστορήματα επιστημονικής/μελλοντολογικής φαντασίας δεν ήταν αυτά που επικράτησαν τελικά, αλλά κάποια άλλα, που θα μιλούσαν για έναν κόσμο πολύ καλύτερο από τον σημερινό. Υπάρχουν άραγε και τέτοια...;
Έγραφα πάντα με όλη τη δύναμη της φωνής μου και από κάποια κρυφά εσωτερικά κίνητρα. Ακολούθησα τη συμβουλή του καλού μου φίλου Federico Fellini, ο οποίος, όταν τον ρωτούσαν για το έργο του, έλεγε: "Μη μου λέτε τι είναι αυτό που κάνω, δεν θέλω να ξέρω".
Το σπουδαιότερο πράγμα είναι να τραβήξεις μπροστά και να δεις τι μπορεί να αποκαλύψει το πάθος σου.
-----
Είδε τον εαυτό του μέσα στα μάτια της, αιωρούμενο από δύο αστραφτερές σταγόνες γάργαρου νερού, κι ο ίδιος ήταν σκοτεινός και μικροσκοπικός, με τις γραμμές γύρω από το στόμα του κι όλα τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά, λες και τα μάτια της ήταν δύο θαυματουργά κομμάτια από κεχριμπάρι που θα μπορούσαν να τον μαρμαρώσουν και να τον κρατήσουν για πάντα ακίνητο. Το πρόσωπό της, στραμμένο πάνω του πλέον, ήταν ένας εύθραυστος γαλακτώδης κρύσταλλος με ένα απαλό και άσβεστο φως μέσα του. Δεν ήταν όμως το υστερικό φως του ηλεκτρισμού - αλλά τότε... τι; Αλλά το παράξενα οικείο και σπάνιο και μειλίχια κολακευτικό φως του κεριού. Κάποτε, όταν ήταν παιδί, σε μια διακοπή ρεύματος, η μητέρα του είχε βρει κι ανάψει ένα ξεχασμένο κερί και σε αυτό το σύντομο διάστημα συνέβη μια αποκάλυψη, μια φώτιση τέτοια, που ο χώρος έχασε τις απέραντες διαστάσεις του και προέβαλλε οικεία γύρω τους, κι εκείνοι, μητέρα και γιος, μόνοι, μεταμορφωμένοι, παρακαλούσαν να μην επιστρέψει το ρεύμα σύντομα...
-----
Το βλέμμα του ξαναγύρισε στον τοίχο. Κι ήταν και σαν καθρέφτης επίσης το πρόσωπό της. Αδύνατον· γιατί, πόσους ανθρώπους έχεις γνωρίσει που να εκτρέπουν το φως που εκπέμπεις εσύ ο ίδιος και να σου το επιστρέφουν; Οι άνθρωποι ήταν πιο συχνά -αναζήτησε την κατάλληλη παρομοίωση και βρήκε μία από τη δουλειά του- δαυλοί· δαυλοί με φλόγα που κόρωνε για λίγο και στο τέλος έσβηνε ξέπνοη από τον αέρα. Πόσο συχνά συμβαίνει να διαγράφεται στα πρόσωπα των άλλων ανθρώπων η δική σου έκφραση, η δική σου μύχια, τρεμάμενη σκέψη, και κατόπιν να επιστρέφει πάλι σε σένα;
-----
Ένιωσε το χαμόγελό του να ξεγλιστρά, να λιώνει, να διπλώνεται στα δύο και να χάνεται σαν περιττό λίπος, σαν το υλικό ενός φανταστικού κεριού που έχει κάψει για πολλή ώρα και τώρα καταρρέει και σβήνει. Σκοτάδι. Δεν ήταν ευτυχισμένος. Δεν ήταν ευτυχισμένος. Επανέλαβε αυτές τις λέξεις μέσα του. Αναγνώρισε ότι αυτές οι λέξεις απέδιδαν την πραγματική κατάστασή του. Φορούσε την ευτυχία του σαν μάσκα και η κοπέλα τού είχε πάρει αυτή τη μάσκα, είχε φύγει τρέχοντας προς την αυλή της και δεν υπήρχε τώρα τρόπος να πάει να χτυπήσει την πόρτα της και να τη ζητήσει πίσω.
Χωρίς να ανάψει το φως, φαντάστηκε πώς θα ήταν τώρα το δωμάτιο. Η γυναίκα του ανάσκελα στο κρεβάτι, ξεσκέπαστη και κρύα, σαν ένα σώμα που εκτίθεται πάνω στον τάφο του, με τα μάτια της καρφωμένα στο ταβάνι από αόρατα ατσάλινα νήματα, ακίνητη. Και μέσα στα αυτιά της τα μικρά Κοχύλια, τα μικροσκοπικά κι εφαρμοστά ακουστικά, κι ένας ηλεκτρονικός ωκεανός από ήχους, από μουσική και ομιλίες και μουσική και ομιλίες να ξεβράζεται, να ξεβράζεται στην ακτή του ακοίμητου νου της. Το δωμάτιο ήταν πράγματι άδειο. Κάθε νύχτα ξεβράζονταν εκεί τα κύματα και την παρέσερναν στις τεράστιες παλίρροιες των ήχων, όπου εκείνη αρμένιζε, με διάπλατα τα μάτια, έως το πρωινό. Δεν είχε υπάρξει ούτε μία νύχτα τα τελευταία δύο χρόνια που η Μίλντρεντ δεν είχε κολυμπήσει σε εκείνη τη θάλασσα, που δεν είχε βουτήξει με χαρά σε αυτήν ξανά και ξανά.
-----
Το αίμα της γυναίκας ήταν νέο και φαινόταν να την έχει αναζωογονήσει. Τα μάγουλά της έδειχνα ροδαλά και τα χείλη της, πολύ φρέσκα και ζωηρόχρωμα, έμοιαζαν χαλαρά και ήρεμα. Το αίμα κάποιου άλλου έρρεε εκεί μέσα. Μακάρι να 'ταν όμως κι η σάρκα και το πνεύμα κι η μνήμη κάποιου άλλου. Μακάρι να μπορούσαν να έπαιρναν το μυαλό της, να το πήγαιναν στο καθαριστήριο και να άδειαζαν τις τσέπες του και να το καθάριζαν στον ατμό και να το σιδέρωναν και να το έφερναν πίσω το επόμενο πρωί. Μακάρι...
-----
"Πώς έγινε αυτό; Πώς βρεθήκατε εσείς εκεί; Πώς επιλέξατε αυτό το επάγγελμα και πώς σας ήρθε να σκεφτείτε τη συγκεκριμένη δουλειά; Δεν είστε σαν τους άλλους. Έχω γνωρίσει μερικούς και ξέρω. Όταν μιλάω, με κοιτάτε. Όταν είπα κάτι για το φεγγάρι, χθες βράδυ, κοιτάξατε το φεγγάρι. Οι άλλοι δεν θα το έκαναν ποτέ αυτό. Οι άλλοι θα έφευγαν και θα με άφηναν να μιλάω μόνη μου. Ή θα με απειλούσαν. Κανείς δεν διαθέτει πλέον χρόνο για τον άλλον. Είστε από τους ελάχιστους που με ανέχονται. Γι' αυτό μου φαίνεται παράξενο που είστε πυρονόμος. Απλώς δεν μοιάζει να είναι το σωστό για σας, κατά μία έννοια".
Ο Μόνταγκ ένιωσε το σώμα του να χωρίζεται στα δύο, το ένα θερμό και το άλλο ψυχρό, το ένα απαλό και το άλλο σκληρό, το ένα να τρέμει και το άλλο να μην τρέμει, κι αυτά τα δύο μισά να πιέζουν ασφυκτικά το ένα το άλλο.
-----
"Γιατί δεν είσαι στο σχολείο σου; Σε βλέπω κάθε μέρα να γυρνάς".
"Α, δεν νομίζω ότι τους λείπω. Είμαι αντικοινωνική, λένε. Δεν αφομοιώνομαι. Είναι πολύ περίεργο αυτό, γιατί στην πραγματικότητα είμαι πολύ κοινωνική. Τα πάντα εξαρτώνται από το τι εννοεί ο καθένας κοινωνικότητα, έτσι δεν είναι; Για μένα, κοινωνικότητα είναι να μιλάω σε σας για πράγματα όπως αυτά εδώ". Κούνησε μέσα στη χούφτα της μερικά κάστανα που είχαν πέσει από το δέντρο που είχαν στην αυλή. "Ή να συζητάω για το πόσο παράξενος είναι ο κόσμος. Είναι ωραίο να βρίσκεσαι με άλλους ανθρώπους. Αλλά δεν νομίζω ότι είναι κοινωνικότητα να συγκεντρώνεις κάποιους ανθρώπους σε ένα χώρο και να μην τους αφήνεις να συζητάνε - κάνω λάθος; Μία ώρα μάθημα τηλεόρασης, μία ώρα μπάσκετ ή μπέηζμπωλ ή στίβο, άλλη μία ώρα μεταγραφή ιστορίας ή ζωγραφική από φωτογραφίες, και μετά κι άλλα σπορ. Ξέρετε κάτι όμως; Ποτέ δεν υποβάλλουμε απορίες, ή τουλάχιστον οι περισσότεροι δεν το κάνουν· σου πετάνε απλώς τις απαντήσεις, μπινγκ, μπινγκ, μπινγκ, κι εμείς καθόμαστε εκεί για άλλες τέσσερις ώρες και παρακολουθούμε στην οθόνη τον καθηγητή. Αυτό δεν είναι καθόλου κοινωνικό κατά την άποψή μου. Βλέπεις διαρκώς ένα χωνί και νερό να ρέει από το στόμιο προς τον πυθμένα, κι αυτοί να μας λένε ότι είναι κρασί ενώ δεν είναι. Μας ξεθεώνουν τόσο, που στο τέλος της μέρας δεν έχουμε κουράγιο για τίποτα και το μόνο που μάς απομένει να κάνουμε είναι να πέσουμε για ύπνο ή να πάμε σε ένα Ψυχαγωγικό Πάρκο για να κάνουμε τους νταήδες σε άλλους, να σπάσουμε βιτρίνες στο Βιτρινοθραύστη ή να πάμε να διαλύσουμε αυτοκίνητα με εκείνη τη μεγάλη μεταλλική μπάλα. Ή να βουτήξουμε μέσα στα αυτοκίνητα και να αρχίσουμε τις κόντρες στους δρόμους, για να δούμε ποιος θα το φέρει πιο κοντά στα φανάρια και να παίξουμε το
"ποιος θα κοτέψει πρώτος" ή το "ποιος θα χάσει πρώτος τις ζάντες του". Ναι, ίσως να είμαι αυτό που λένε, το παραδέχομαι. Δεν έχω φίλους. Αυτό υποτίθεται πως αποδεικνύει ότι δεν είμαι φυσιολογική. Αλλά όσα παιδιά ξέρω, είτε ουρλιάζουν, είτε χορεύουν σαν τρελά, είτε πλακώνονται στο ξύλο. Έχετε παρατηρήσει πώς πληγώνει ο ένας τον άλλον στις μέρες μας;"
"Ακούγεσαι πολύ μεγαλύτερη από την ηλικία σου".
"Μπορεί και να είμαι αρχαία. Με φοβίζουν τα παιδιά της ηλικίας μου. Σκοτώνονται μεταξύ τους. Αυτό γινόταν πάντα; Ο θείος μου λέει πως δεν ήταν έτσι παλιά. Έχουν πυροβολήσει έξι φίλους μου μόνο τον τελευταίο χρόνο. Και δέκα ακόμα έχουν πεθάνει σε κόντρες με αυτοκίνητα. Με φοβίζουν, κι εκείνοι δεν με συμπαθούν επειδή με φοβίζουν. Ο θείος μου λέει ότι ο παππούς του θυμόταν μια εποχή που τα παιδιά δεν σφάζονταν μεταξύ τους. Αλλά αυτό συνέβαινε πριν από πολύ καιρό, όταν τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Τότε πίστευαν στην υπευθυνότητα, λέει ο θείος μου. Και ξέρετε κάτι, εγώ είμαι υπεύθυνη. Μου τις έχουν βρέξει όταν έπρεπε, πριν από χρόνια. Κι επίσης, κάνω τα ψώνια και καθαρίζω μόνη μου το σπίτι".
"Αλλά αυτό που μού αρέσει περισσότερο", συνέχισε η Κλαρίς, "είναι να παρατηρώ τους άλλους ανθρώπους. Υπάρχουν φορές που παίρνω το μετρό και κάθομαι μέσα όλη τη μέρα για να τους κοιτάζω και να τους ακούω. Απλώς θέλω να καταλάβω ποιοι είναι, τι θέλουν και πού πάνε. Καμιά φορά πηγαίνω ακόμα και στα Ψυχαγωγικά Πάρκα και συμμετέχω στις κόντρες με τα αεριωθούμενα αυτοκίνητα, που γίνονται μετά τα μεσάνυχτα στα όρια της πόλης· η αστυνομία δεν ασχολείται, εάν τα αμάξια είναι ασφαλισμένα. Αρκεί να έχει κάνει κάποιος μια καλή ασφάλεια για να είναι όλοι ήσυχοι κι ευτυχισμένοι. Άλλες φορές πάλι τριγυρνάω και ακούω τι λένε στους σταθμούς του μετρό. Ή στήνω αυτί στα καφέ - και ξέρετε κάτι;"
"Τι;"
Οι άνθρωποι δεν κουβεντιάζουν τίποτα".
"Μα, δεν μπορεί!"
"Κι όμως, τίποτε απολύτως. Συνήθως μιλάνε για μάρκες αυτοκινήτων και ρούχων ή για πισίνες και λένε πόσο υπέροχα είναι όλα αυτά! Αλλά όλοι τους λένε τα ίδια πράγματα· κανείς δεν λέει κάτι διαφορετικό από τον άλλον. Και στα καφέ, την περισσότερη ώρα ακούνε αυτά τα τζουκμπόξ που παίζουν τα ίδια ανέκδοτα ή χαζεύουν τον μουσικό τοίχο με όλα αυτά τα έγχρωμα σχέδια που πηγαίνουν πάνω-κάτω, τα οποία όμως δεν έχουν κάτι άλλο πέρα από χρώμα και είναι πάντα αφηρημένα. Το ίδιο και στα μουσεία - έχετε πάει ποτέ; Τα πάντα αφηρημένα. Μόνο αυτά υπάρχουν πλέον. Ο θείος μου λέει ότι κάποτε ήταν διαφορετικά τα πράγματα. Παλιά, οι πίνακες έδειχναν καμιά φορά και πράγματα ή ακόμη και ανθρώπους".
-----
"Εμπρός λοιπόν, άντρες μου, πάμε να τα τσακώσουμε!"
Μεμιάς ξεχύθηκαν πάνω, βουτώντας σε μια μουχλιασμένη μαυρίλα, κραδαίνοντας ασημένια τσεκούρια σε πόρτες που ήταν όμως ξεκλείδωτες και κουτρουβαλώντας σαν παιδάκια που κάνουν σκανταλιές και ουρλιάζουν. "Ε!" Ένα συντριβάνι από βιβλία καταπλάκωσε τον Μόνταγκ, την ώρα που ανέβαινε αναρριγώντας τη σκάλα. Όλα πήγαιναν στραβά! Μέχρι τώρα, όλες τις φορές ήταν σαν να άναβες ένα κερί. Πρώτα ερχόταν η αστυνομία, έφραζε με ταινία το στόμα των θυμάτων και τους πήγαινε δέσμιους στα στιλπνά περιπολικά, τους σκαραβαίους, κι έτσι, όταν έφτανες, έβρισκες το σπίτι άδειο. Δεν έβλαπτες κάποιον άνθρωπο, παρά μόνο πράγματα! Και αφού τα πράγματα δεν μπορούσαν στην πραγματικότητα να νιώσουν ότι τα βλάπτεις, αφού τα πράγματα δεν ένιωθαν τίποτα, αφού τα πράγματα δεν ουρλιάζουν ούτε κλαψουρίζουν, όπως αυτή εδώ η γυναίκα που θα μπορούσε να αρχίσει να ουρλιάζει και να κλαίει, δεν υπήρχε κάτι που θα μπορούσε να ταράξει τη συνείδησή σου αργότερα. Εσύ απλώς καθάριζες. Έκανες τον θυρωρό, ουσιαστικά. Έβαζες τα πράγματα στη θέση τους. Ρίξε κηροζίνη! Ένα σπίρτο, παρακαλώ!
-----
Τα χέρια του ήταν λιμασμένα. Και μάτια του όμως άρχιζαν να αισθάνονται πείνα, σαν να έπρεπε να κοιτάξουν κάτι, οτιδήποτε, τα πάντα.
-----
Έπεσε στο κρεβάτι και η γυναίκα του αναφώνησε, ξαφνιασμένη. Εκείνος ήταν ξαπλωμένος κάπου πολύ μακριά της στο δωμάτιο, σε ένα χειμερινό νησί που χωριζόταν από μια άδεια θάλασσα. Εκείνη του μιλούσε για πολλή ώρα -όπως τουλάχιστον τού φάνηκε- και τού μιλούσε γι' αυτό και το άλλο, αλλά όλα ήταν απλώς λέξεις, σαν τις λέξεις που είχε ακούσει κάποτε από ένα νήπιο σε κάποιο φιλικό σπίτι, ένα δίχρονο παιδί να σχηματίζει προτάσεις, να μιλάει τη δική του γλώσσα, να φτιάχνει ωραίους ήχους στον αέρα. Όμως, ο Μόνταγκ δεν έλεγε τίποτα και έπειτα από κάμποση ώρα, όταν ο ίδιος έβγαζε ακόμα αυτούς τους ασθενείς ήχους, την αισθάνθηκε να κινείται στο δωμάτιο και να πλησιάζει στο κρεβάτι του και να στέκεται από πάνω του και να βάζει διερευνητικά το χέρι της στο μάγουλό του. Ήξερε πως όταν θα τραβούσε το χέρι της από το πρόσωπό του, αυτό θα ήταν υγρό.
-----
Και τη σκέφτηκε ξαπλωμένη στο κρεβάτι, με τους δύο τεχνικούς να στέκονται όρθιοι από πάνω της, χωρίς να σκύβουν με αγωνία, παρά μόνο να στέκονται όρθιοι με τα χέρια διπλωμένα. Και θυμήθηκε ότι αυτό που σκεφτόταν τότε ήταν ότι αν η Μίλντρεντ πέθαινε, εκείνος ήταν βέβαιος ότι δεν θα έκλαιγε. Γιατί θα ήταν σαν να πέθαινε κάποιος άγνωστος, ένα τυχαίο πρόσωπο στο δρόμο, μια φωτογραφία από την εφημερίδα, κι όλο αυτό ξαφνικά τού είχε φανεί τόσο λάθος που είχε βάλει τα κλάματα, όχι για το θάνατο αλλά για τη σκέψη ότι δεν θα θρηνούσε το θάνατο, ένας ανόητος άδειος άντρας πλάι σε μια ανόητη άδεια γυναίκα, όσο το πεινασμένο φίδι την άδειαζε ακόμα περισσότερο.
-----
"Πρέπει να έχουν κάτι τα βιβλία, κάτι που εμείς δεν μπορούμε να φανταστούμε, για να κάνουν μια γυναίκα να παραμείνει μέσα σε ένα σπίτι που καίγεται· πρέπει να υπάρχει κάτι εκεί μέσα. Δεν μένεις έτσι για πλάκα".
"Ήταν ξεροκέφαλη".
"Ήταν το ίδιο λογική με σένα κι εμένα, αν όχι παραπάνω, κι εμείς την κάψαμε".
"Το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω τώρα".
"Όμως, δεν είναι ποτάμι· είναι φωτιά. Έχεις δει ποτέ σου σπίτι να καίγεται; Η φωτιά σιγοκαίει για μέρες. Ε, λοιπόν, αυτή η φωτιά εμένα θα με κυνηγάει για την υπόλοιπη ζωή μου. Θεέ μου! Προσπαθούσα να το σβήσω από το μυαλό μου όλη νύχτα. Έχω τρελαθεί από την προσπάθεια".
"Αυτό θα έπρεπε να το είχες σκεφτεί προτού γίνεις πυρονόμος".
"Να το είχα σκεφτεί! Γιατί, είχα επιλογή; Ο παππούς μου και ο πατέρας μου ήταν πυρονόμοι. Στα όνειρά μου έβλεπα πως έτρεχα ξοπίσω τους".
Στις οθόνες του σαλονιού έπαιζε μια χορευτική μελωδία.
"Σήμερα ήσουν κανονικά στην πρωινή βάρδια" είπε η Μίλντρεντ. "Θα έπρεπε να είχες πάει εδώ και δύο ώρες. Απλώς το επισημαίνω".
"Δεν είναι μόνο ο θάνατος αυτής της γυναίκας" είπε ο Μόνταγκ. "Χθες βράδυ σκεφτόμουν την κηροζίνη που έχω χρησιμοποιήσει αυτά τα δέκα χρόνια. Και σκεφτόμουν επίσης τα βιβλία. Και για πρώτη φορά συνειδητοποίησα ότι υπήρχε ένας άνθρωπος πίσω από καθένα από αυτά τα βιβλία. Ένας άνθρωπος που έπρεπε να επινοήσει την κάθε ιστορία. Ένας άνθρωπος που χρειάστηκε πολύ χρόνο για να την καταγράψει. Και ποτέ μου δεν είχα κάνει αυτή τη σκέψη στο παρελθόν".
-----
"Το ζήτημα δεν είναι να μάς αφήσουν όλους στην ησυχία μας. Χρειάζεται και να ανησυχούμε για τους άλλους πού και πού. Πριν από πόσο καιρό ανησύχησες πραγματικά για κάτι; Για κάτι σημαντικό, για κάτι αληθινό;"
Και μετά από αυτό σταμάτησε να μιλάει, γιατί ήρθε στο νου του το περιστατικό της προηγούμενης εβδομάδας και οι δύο λευκές πέτρες που κοιτούσαν το ταβάνι και το φίδι-αντλία με το βυθοσκοπικό μάτι και οι δύο άντρες με τα ωχρά πρόσωπα και τα τσιγάρα που ήταν διαρκώς κολλημένα στα στόματά τους, ακόμα κι όταν μιλούσαν. Αλλά εκείνη ήταν μια άλλη Μίλντρεντ, εκείνη ήταν μια Μίλντρεντ χωμένη τόσο βαθιά στα ενδότερα αυτής εδώ, και τόσο ανήσυχη, πραγματικά ανήσυχη, που οι δύο αυτές γυναίκες δεν συναντήθηκαν ποτέ. Γύρισε το βλέμμα του από την άλλη μεριά.
-----
"Για πάμε να επιταχύνουμε την εικόνα, Μόνταγκ, γρήγορα. Πατάς, τραβάς, κοιτάς, εστιάζεις, τώρα, κλικ, εδώ, εκεί, αστραπιαία, αλλάζεις, πάνω, κάτω, μέσα, έξω, γιατί, πώς, ποιος, τι, πού, ε; ω! μπαμ! χρατς! Χτυπάς, μπινγκ, μπονγκ, μπουμ! Επιτομή των επιτομών, επιτομή της επιτομής των επιτομών. Και τα πολιτικά; Μονόστηλα, δυο φράσεις, ένας τίτλος! Κι έτσι, μέσα σε αυτή την παραζάλη, τα πάντα χάνονται! Βάλε το κεφάλι ενός ανθρώπου να γυρνάει τόσο γρήγορα μέσα σε αυτή τη δίνη που τροφοδοτείται ανεξάντλητα από τα χέρια των εκδοτών, των χειραγωγών, των τηλεπαρουσιαστών, και θα δεις τότε πώς η φυγόκεντρος αποδιώχνει όλες τις αχρείαστες και χρονοβόρες σκέψεις!"
-----
"Περισσότερα σπορ για όλους, ομαδικό πνεύμα, διασκέδαση, κι έτσι δεν χρειάζεται να σκέφτεσαι, ε; Οργανώνεις, οργανώνεις, και υπερ-οργανώνεις υπερ-υπερ-αθλητικές εκδηλώσεις. Περισσότερη εικονογράφηση στα βιβλία. Περισσότερες φωτογραφίες. Το μυαλό χωνεύει όλο και λιγότερα. Ανυπομονησία. Οι αυτοκινητόδρομοι γεμάτοι από πλήθη κόσμου που πηγαίνουν κάπου, κάπου, κάπου, πουθενά. Οι πρόσφυγες της οδήγησης. Οι πόλεις μεταμορφώνονται σε μοτέλ και οι άνθρωποι κινούνται κατά κύματα σαν νομάδες, από μέρος σε μέρος, ακολουθώντας τις παλίρροιες της σελήνης, και μένουν απόψε στο δωμάτιο όπου κοιμόσουν εσύ το μεσημέρι κι εγώ την προηγούμενη νύχτα".
-----
"Εφόσον τα σχολεία έβγαζαν όλο και περισσότερους δρομείς, άλτες, οδηγούς αγώνων, ανειδίκευτους τεχνίτες, φορτοεκφορτωτές, πιλότους και κολυμβητές αντί για ερευνητές, κριτικούς, γνώστες και ευφάνταστους δημιουργούς, η λέξη "διανοούμενος" απέκτησε ασφαλώς τον αρνητικό χαρακτήρα που της άξιζε. Αυτό που δεν σου είναι οικείο, είναι λογικό να σε τρομάζει. Θα θυμάσαι ασφαλώς κι εσύ από το σχολείο σου εκείνο το αγόρι στην τάξη που ήταν εξαιρετικά "έξυπνο", που σήκωνε πάντα το χέρι για να διαβάσει ή να δώσει τη σωστή απάντηση, ενώ οι υπόλοιποι κάθονταν βουβοί σαν τις μούμιες και τον μισούσαν. Αυτό το έξυπνο αγόρι δεν ήταν που διαλέγατε για να δείρετε ή να βασανίσετε μετά το σχολείο; Μα βέβαια, αυτό διαλέγατε. Πρέπει να είμαστε όλοι ίδιοι. Δεν γεννηθήκαμε όλοι ελεύθεροι και ίσοι, όπως λέει το Σύνταγμα, αλλά γίναμε όλοι ίσοι· κι έτσι είναι όλοι ευτυχισμένοι, αφού δεν υπάρχουν πια βουνά για να συγκρίνεις το ύψος των κορυφών τους. Για να ανακεφαλαιώνουμε λοιπόν! Ένα βιβλίο στο διπλανό σπίτι είναι ένα γεμάτο και οπλισμένο περίστροφο. Το καις. Το αφοπλίζεις. Κάνεις μια τομή στο μυαλό του ανθρώπου αυτού. Ξέρει κανείς ποιο θα μπορούσε να είναι το θύμα ενός πολυδιαβασμένου ανθρώπου; Εγώ πάντως δεν θα άντεχα δίπλα του ούτε δευτερόλεπτο. Έτσι λοιπόν, όταν κάποτε επιτέλους τα σπίτια σε όλο τον κόσμο απέκτησαν πλήρη πυροπροστασία [...] εξέλειψε και ο παλιότερος λόγος ύπαρξης του Σώματος, δηλαδή η πυρόσβεση. Όσοι υπηρετούσαν έως τότε στο Σώμα ανέλαβαν αυτά τα νέα καθήκοντα και έγιναν υπερασπιστές της πνευματικής μας ειρήνης, η δύναμη πυρός του απολύτως κατανοητού και δίκαιου τρόμου της κατωτερότητας: επίσημοι λογοκριτές, δικαστές και εκτελεστές. Αυτό είσαι, Μόνταγκ, κι αυτό είμαι κι εγώ".
"Στους μαύρους δεν αρέσει ο Μικρός μαύρος Σάμπο. Κάψτε το. Οι λευκοί δεν αισθάνονται καλά με την Καλύβα του Μπαρμπα-Θωμά. Κάψτε το κι αυτό. Κάποιος έγραψε ένα βιβλίο για τον καπνό και τον καρκίνο στους πνεύμονες; Κι αυτό στενοχώρησε τους καπνιστές; Κάψτε το βιβλίο. Γαλήνη, Μόνταγκ. Ειρήνη, Μόνταγκ. Να πας να τσακωθείς κάπου αλλού. Και καλύτερα μάλιστα στον αποτεφρωτήρα. Οι κηδείες είναι πηγή δυστυχίας και παγανιστικό κατάλοιπο; Εξαφανίστε τις κι αυτές. Πέντε λεπτά αφότου πεθάνει κάποιος, ταξιδεύει προς τον Μεγάλο Καπνοσωλήνα, τους Αποτεφρωτήρες, που εξυπηρετούνται με δρομολόγια ελικοπτέρων σε όλη την επικράτεια της χώρας. Δέκα λεπτά μετά το θάνατο, ο άνθρωπος είναι ένας κόκκος μαύρης σκόνης. Γιατί να ασχολούμαστε με τους νεκρούς, πάνω από τα μνήματά τους; Ας τους ξεχάσουμε. Κάψτε τα όλα, κάψτε τα πάντα. Φωτιά σημαίνει ελπίδα, σημαίνει καθαριότητα".
-----
"Για καλή μας τύχη, σπάνια εμφανίζονται εκκεντρικοί όπως του λόγου της. Έχουμε μάθει πλέον να πνίγουμε τέτοιες συμπεριφορές στην κούνια, νωρίς νωρίς. Δεν μπορείς να χτίσεις ένα σπίτι χωρίς καρφιά και δοκάρια. Αν δεν θέλεις λοιπόν να δεις ένα σπίτι να χτίζεται, κρύψε τα καρφιά και τα δοκάρια. Αν δεν θέλεις να δεις έναν άνθρωπο να γίνεται δυστυχής από την πολιτική, μην του δείχνεις και τις δυο πλευρές ενός ζητήματος, γιατί θα τον μπλέξεις· δείξε του μόνο τη μία. Ή, ακόμα καλύτερα, μην του δείξεις καμία. Κάνε τον να ξεχάσει πως υπάρχει η λέξη "πόλεμος". Πες πως έχεις κυβέρνηση αναποτελεσματική, υδροκέφαλη και φορομπηχτική. Ε, είναι προτιμότερο να εξακολουθείς να έχεις μια τέτοια κυβέρνηση παρά έναν λαό που να ασχολείται διαρκώς με αυτήν. Ειρήνη, Μόνταγκ. Άσε τον κόσμο να κερδίζει σε διαγωνισμούς που τού ζητούν να θυμηθεί τους στίχους γνωστών τραγουδιών ή τις πρωτεύουσες των πολιτειών ή το πόσο καλαμπόκι παρήγαγε η Άιοβα πέρυσι. Φόρτωσέ τους με ανώδυνα δεδομένα, τάισέ τους με ένα κάρο "γεγονότα", που στο τέλος θα νιώσουν χορτασμένοι, αλλά και "φωστήρες" με τόση πληροφορία. Θα νιώσουν τότε ότι σκέφτονται, θα πάρουν μια αίσθηση της κίνησης χωρίς να έχουν κινηθεί ούτε ρούπι. Και θα είναι ευτυχισμένοι, γιατί τέτοιου είδους δεδομένα δεν αλλάζουν. Δεν πρέπει να τους αφήσεις να ασχολούνται με περίεργα πράγματα, όπως η φιλοσοφία ή η κοινωνιολογία. Ο δρόμος αυτός οδηγεί στη μελαγχολία. Ένας άνθρωπος που είναι ικανός να αποσυναρμολογήσει μια τηλεοπτική οθόνη τοίχου και να τη συναρμολογήσει ξανά, και νομίζω ότι οι περισσότεροι άνθρωποι μπορούν να το κάνουν αυτό στις μέρες μας, είναι ευτυχέστερος από όποιον άλλον άνθρωπο πασχίζει να μετρήσει το σύμπαν, με υπολογισμούς, λογαρίθμους και εξισώσεις, γιατί πολύ απλά το σύμπαν δεν γίνεται να μετρηθεί ή να υπολογιστεί χωρίς να κάνει τον άνθρωπο να αισθανθεί μοναχικός, σαν θηρίο. Το ξέρω καλά γιατί το δοκίμασα· να πάει στο διάολο. Αρκεστείτε λοιπόν στα κλαμπ και τα πάρτυ σας, στους ακροβάτες και τους ταχυδακτυλουργούς σας, στα ριψοκίνδυνα σπορ, τα αεριωθούμενα αμάξια και τα διθέσια ελικόπτερά σας, στο σεξ και την ηρωίνη σας, σε ό,τι δηλαδή διεγείρει τα αυτόματα αντανακλαστικά σας. Αν η τραγωδία είναι κακή, αν η ταινία δεν λέει τίποτα, αν το θεατρικό έργο είναι κενό, χορηγήστε μου ήχους από θέρεμιν στη διαπασών. Θα πιστέψω ότι ανταποκρίνομαι στο έργο, έστω κι αν πρόκειται για μια απλή αισθητηριακή αντίδραση στη δόνηση. Αλλά δεν με νοιάζει. Μου αρέσει απλώς η ψυχαγωγία".
-----
"Κύριε Μόνταγκ, έχετε απέναντί σας έναν δειλό. Είδα πού πήγαιναν τα πράγματα πολύ καιρό πριν. Και δεν είπα τίποτα. Είμαι κι εγώ ένας από τους αθώους που θα μπορούσαν να βγουν και να βροντοφωνάξουν όταν ακόμα κανείς δεν θα άκουγε τους "ενόχους", αλλά δεν μίλησα κι έτσι έγινα κι εγώ ο ίδιος ένοχος. Κι όταν τελικά δημιούργησαν την υποδομή για να καίνε τα βιβλία, χρησιμοποιώντας τους πάλαι ποτέ πυροσβέστες, ούρλιαξα μια-δυο φορές και μετά έκανα πίσω, γιατί τότε πλέον δεν υπήρχαν άλλοι να ουρλιάξουν ή να κραυγάσουν μαζί μου. Τώρα είναι πολύ αργά πια".
-----
"Δεν έχετε ανάγκη τα βιβλία, αλλά κάποια από τα πράγματα που περιείχαν κάποτε τα βιβλία. Σήμερα, τα ίδια αυτά πράγματα θα μπορούσαν να υπάρχουν και στις "οικογένειες" στα σαλόνια μας. Η ίδια αφθονία λεπτομερειών και γνώσεων θα μπορούσε να προβάλλεται μέσω των ραδιοφώνων και των τηλεοράσεων, αλλά αυτό δεν γίνεται. Όχι, όχι, δεν είναι τα βιβλία αυτό που αναζητάτε! Πάρτε το απ' όπου μπορείτε να το βρείτε, σε παλιούς δίσκους μουσικής, σε παλιές κινηματογραφικές ταινίες και σε παλιούς φίλους· αναζητήστε το στη φύση και αναζητήστε το στον εαυτό σας. Τα βιβλία ήταν απλώς ένα από τα σκεύη όπου αποθηκεύαμε διάφορα πράγματα που φοβόμασταν ότι μπορεί να τα ξεχνούσαμε. Δεν υπάρχει τίποτα μαγικό μέσα τους. Η μαγεία υπάρχει μόνο σε αυτά που λένε τα βιβλία, στο πώς πήραν τα μπαλώματα του σύμπαντος και έφτιαξαν με αυτά ένα ενιαίο ρούχο".
-----
"Γνωρίζετε γιατί βιβλία όπως αυτό εδώ είναι τόσο σημαντικά; Επειδή έχουν ποιότητα. Και τι σημαίνει η λέξη ποιότητα; Για μένα σημαίνει υφή. Το βιβλίο αυτό έχει πόρους. Έχει ιδιότητες. Το βιβλίο αυτό μπορεί να μπει κάτω από το μικροσκόπιο. Κάτω από το φακό θα ανακαλύπτατε ζωή να ρέει σε άπειρη αφθονία. Όσο περισσότεροι οι πόροι, τόσο περισσότερες και αυθεντικές καταγεγραμμένες λεπτομέρειες ζωής θα βρείτε ανά τετραγωνικό εκατοστό μιας σελίδας, τόσο περισσότερο "λογοτεχνικός" θα είστε. Αυτός είναι ο δικός μου ορισμός, πάντως. Να αναφέρεις λεπτομέρειες. Λεπτομέρειες που έχεις ζήσει. Οι καλοί συγγραφείς πολύ συχνά αγγίζουν τη ζωή. Οι μέτριοι περνούν εν τάχει από δίπλα της. Και οι κακοί τη βιάζουν και την αφήνουν να σαπίσει.
-----
Τα βιβλία υπάρχουν για να μάς υπενθυμίζουν πόσο ασήμαντοι και ανόητοι είμαστε. Είναι οι πραιτωριανοί τού Καίσαρα, που ψιθυρίζουν στη διάρκεια του Θριάμβου του: "Να θυμάσαι, Καίσαρα, πως είσαι θνητός". Οι περισσότεροι από εμάς δεν μπορούν να γυρνάνε διαρκώς, να μιλάνε σε όλους, να γνωρίζουν όλες τις πόλεις του κόσμου· δεν έχουμε το χρόνο, τα λεφτά ή τους φίλους. Τα πράγματα που αναζητάτε, Μόνταγκ, υπάρχουν στον κόσμο, αλλά ο μόνος τρόπος που έχει ένας απλός άνθρωπος για να δει ποτέ του το ενενήντα εννέα τοις εκατό αυτών των πραγμάτων είναι σε ένα βιβλίο. Μη ζητάτε εγγυήσεις. Και μην περιμένετε να σωθείτε από οποιοδήποτε πράγμα, άνθρωπο, μηχάνημα ή βιβλιοθήκη. Ψάξτε την προσωπική σας σωτηρία, κι αν πνιγείτε, τουλάχιστον θα πεθάνετε γνωρίζοντας ότι εσείς κάνατε την προσπάθεια να βγείτε στην ακτή".
-----
"Εδώ έχει εγκαταλειφθεί ολόκληρη η κουλτούρα. Χρειάζεται να λιώσουμε και να αναπλάσουμε το σκελετό. Προς Θεού, δεν είναι κάτι τόσο απλό σαν να ξαναπιάνεις ένα βιβλίο που είχες αρχίσει να το γράφεις πριν από μισό αιώνα. Μην ξεχνάτε ότι οι πυρονόμοι σπάνια πια είναι απαραίτητοι. Το ίδιο το κοινό σταμάτησε να διαβάζει, με δική του βούληση. Εσείς οι πυρονόμοι προσφέρετε απλώς ένα θέαμα πού και πού, στη διάρκεια του οποίου παραδίδετε κάποιο κτίριο στις φλόγες και ο κόσμος συρρέει για να απολαύσει μια εντυπωσιακή πυρκαγιά· στην πραγματικότητα, όμως, αυτές είναι ήσσονος σημασίας εκδηλώσεις και πάντως διόλου αναγκαίες για τον έλεγχο της κοινωνίας. Είναι τόσο λίγοι αυτοί που θέλουν να επαναστατήσουν πλέον. Και από αυτούς, οι περισσότεροι, όπως εγώ, δειλιάζουν εύκολα. Μπορείτε να χορέψετε πιο γρήγορα από τον Λευκό Κλόουν και να ουρλιάξετε πιο δυνατά από τον κύριο Φιγουρατζή και τις οικογένειες των σαλονιών; Αν μπορείτε, τότε θα τα καταφέρετε, Μόνταγκ. Σε κάθε περίπτωση, χάνετε άσκοπα το χρόνο σας. Ο κόσμος σήμερα διασκεδάζει".
-----
"Όσοι δεν χτίζουν πρέπει να καίνε. Αυτό είναι κάτι τόσο αρχαίο, όσο η ιστορία και η νεανική παραβατικότητα".
-----
Τώρα ήξερε πως ήταν δύο άνθρωποι, πως ήταν, πάνω απ' όλα, ο Μόνταγκ που δεν γνώριζε τίποτα, που δεν αναγνώριζε καν ότι ήταν ένας ανόητος, παρά μόνο το υποπτευόταν. Αλλά ήξερε ότι ήταν επίσης ο ηλικιωμένος άντρας που τού μιλούσε και τού μιλούσε όσο το τρένο διέτρεχε τη νυχτερινή πόλη από το ένα άκρος έως το άλλο με μια ταχύτητα που τού προκαλούσε ζαλάδα. Τις μέρες που θα ακολουθούσαν και τις νύχτες που δεν θα υπήρχε φεγγάρι και τις νύχτες που η γη θα φωτιζόταν από ένα λαμπρό φεγγάρι, ο ηλικιωμένος άντρας θα συνέχιζε να τού μιλάει και να τού μιλάει, σταγόνα σταγόνα, λιθάρι λιθάρι, νιφάδα νιφάδα. Στο τέλος, το μυαλό του θα υπερχείλιζε και δεν θα ήταν πια ο Μόνταγκ, αυτό τού είπε ο ηλικιωμένος άντρας, τον διαβεβαίωσε, τού το υποσχέθηκε. Θα ήταν ένας Μόνταγκ και Φάμπερ μαζί, φωτιά και νερό, και ύστερα, κάποια μέρα, αφότου τα πάντα θα έχουν συγχωνευθεί και σιγοβράσει και δουλευτεί στα σιωπηλά, δεν θα υπάρχει πλέον ούτε φωτιά ούτε νερό, παρά μόνο κρασί. Από δύο ξεχωριστά και αντίθετα πράγματα, θα προκύψει ένα τρίτο. Και κάποια μέρα θα ερχόταν στο νου του ο ανόητος κι εκείνος θα αναγνώριζε τον ανόητο. Ήδη από τώρα μπορούσε να νιώσει την αρχή ενός μακρινού ταξιδιού, την αναχώρηση, την απομάκρυνση από έναν εαυτό του που κάποτε είχε υπάρξει.
-----
"[...] έκανα αυτό το τρομερό πράγμα να χρησιμοποιήσω τα ίδια εκείνα βιβλία από τα οποία είχες γαντζωθεί, για να αντικρούσω κάθε σου χτύπημα, κάθε σου σημείο! Τι προδότες μπορούν να αποδειχθούν τα βιβλία! Εκεί που νομίζεις πως σε υποστηρίζουν, αυτά γυρνάνε και στρέφονται εναντίον σου. Γιατί βλέπεις ότι μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν και οι άλλοι επίσης κι έτσι βρίσκεσαι ξαφνικά χαμένος, στο μέσον του βάλτου, σ' έναν τεράστιο κυκεώνα από ουσιαστικά και ρήματα και επίθετα".
-----
"Ωραία λοιπόν, αυτός είπε αυτά που ήθελε. Κι εσείς τώρα πρέπει να τα χωνέψετε. Θα πω κι εγώ τις δικές μου απόψεις, μέσα στις επόμενες ώρες. Και θα τις χωνέψετε κι αυτές. Και θα προσπαθήσετε να τις κρίνετε και να καταλήξετε στις αποφάσεις σας, για το πού θα επιλέξετε να κάνετε το άλμα σας, ή τη βουτιά σας. Θέλω όμως η απόφαση αυτή να είναι δική σας, και όχι δική μου, ούτε και του πυραγού. Να θυμάστε πάντως ότι ο πυραγός ανήκει στους πιο επικίνδυνους εχθρούς της αλήθειας και της ελευθερίας, στη συμπαγή και ακίνητη αγέλη της πλειοψηφίας. Αχ Θεέ μου, η φοβερή τυραννία της πλειοψηφίας. Ο καθένας μας έχει μια δική του μουσική να παίξει. Και πλέον από εσάς εξαρτάται να επιλέξετε από ποιο αυτί θα ακούτε".
-----
"Τι έχει λοιπόν η φωτιά και μάς είναι τόσο αγαπητή; Ασχέτως της ηλικίας μας, τι είναι αυτό που μάς τραβάει σε αυτήν;" Ο Μπήτυ έσβησε τη φλόγα και την άναψε πάλι. "Είναι η αέναη κίνηση· αυτό που ήθελε να επινοήσει ο άνθρωπος αλλά τελικά δεν τα κατάφερε. Ή η σχεδόν αέναη κίνηση. Αν την αφήσεις να καίει ανεξέλεγκτα, θα μπορούσε να μάς κάψει ζωντανούς. Τι είναι η φωτιά; Είναι ένα μυστήριο. Οι επιστήμονες μάς αραδιάζουν μπούρδες με την τριβή και τα μόρια. Αλλά ουσιαστικά δεν γνωρίζουν. Η πραγματική ομορφιά της είναι ότι καταστρέφει την ευθύνη και τις συνέπειες. Όταν ένα πρόβλημα καταντά βάρος, γίνεται επαχθές, το ρίχνουμε στο φούρνο. Τώρα λοιπόν, Μόνταγκ, εσύ είσαι ένα βάρος. Και η φωτιά θα με απαλλάξει από το βάρος σου, καθαρά, γρήγορα, σίγουρα· δεν θα υπάρχει τίποτα για να σαπίσει αργότερα. Απολυμαντική, καλαίσθητη, πρακτική".
-----
Ένας τεράστιος πίδακας φωτιάς εκτοξεύτηκε και τύλιξε τα βιβλία και τα πέταξε στον τοίχο. Ο Μόνταγκ προχώρησε στην κρεβατοκάμαρα, τράβηξε δύο φορές τη σκανδάλη και τα δύο ενωμένα κρεβάτια τινάχτηκαν ψηλά, με ένα μεγάλο υπόκωφο μουρμουρητό, με περισσότερη κάψα και πάθος και φως απ' ό,τι φανταζόταν πως είχαν μέσα τους. Έκαψε τους τοίχους της κρεβατοκάμαρας και τα έπιπλα, επειδή ήθελε να αλλάξει τα πάντα, τις καρέκλες, τα τραπέζια και, μέσα στην τραπεζαρία, τα μαχαιροπίρουνα και τα πιάτα, οτιδήποτε υποδήλωνε ότι είχε ζήσει εδώ, σε αυτό το άδειο σπίτι με μια παράξενη γυναίκα που θα τον είχε ξεχάσει το επόμενο πρωινό, που είχε φύγει και σχεδόν τον είχε ήδη ξεχάσει, με τους ήχους από το Ράδιο-Κοχύλι να ρέουν μέσα και πάνω της, μέσα και πάνω της, καθώς ταξίδευε στην πόλη, ολομόναχη. Κι όπως και πριν, ήταν ωραίο να καίει, ένιωθε τον εαυτό του να αναβλύζει μέσα από τη φωτιά, να αρπάζει, να διαρρηγνύει, να σκίζει στα δύο με τη φωτιά και να βάζει στην άκρη το ανόητο πρόβλημα. Εφόσον λοιπόν δεν υπήρχε λύση, τότε δεν θα υπήρχε ούτε και το πρόβλημα πλέον. Η φωτιά ήταν ό,τι καλύτερο για τα πάντα!
-----
"Ήταν πολύ ανόητο εκ μέρους σου να γυρνάς και να διαβάζεις ποίηση δεξιά κι αριστερά, σαν να μην τρέχει τίποτα. Φέρθηκες σαν ανόητος ψηλομύτης. Δώσε σε κάποιον λίγους στίχους και θα πιστέψει ότι είναι ο Κύριος της Δημιουργίας. Νομίζεις πως μπορείς να περπατήσεις πάνω στο νερό με τα βιβλία σου. Σου λέω λοιπόν ότι ο κόσμος μπορεί να ζήσει μια χαρά και χωρίς αυτά. Κοίτα μόνο πού σε οδήγησαν εσένα: στο βούρκο μέχρι το λαιμό. Αν ανακατέψω το βούρκο με μικρό μου δαχτυλάκι, θα πνιγείς!"
-----
Επέπλεε πια σε ύπτια θέση, όταν η βαλίτσα γέμισε νερό και βούλιαξε· ο ποταμός ήταν πράος και ράθυμος, αφήνοντας πίσω του τους ανθρώπους που έτρωγαν ίσκιους για πρωινό και ατμό για μεσημεριανό και αναθυμιάσεις για δείπνο. Ο ποταμός ήταν πολύ πραγματικός· τον συγκρατούσε άνετα και τού έδινε επιτέλους το χρόνο, την ξενοιασιά, να αναλογιστεί αυτόν το μήνα, αυτόν το χρόνο και όλα τα χρόνια της ζωής του. Άκουσε την καρδιά του να χτυπάει αργά. Οι σκέψεις του σταμάτησαν να τροφοδοτούνται από το αίμα του.
Είδε το φεγγάρι να κατεβαίνει χαμηλά στον ουρανό τώρα. Το φεγγάρι και το φως του φεγγαριού, που τι το προκαλούσε; Ο ήλιος, ασφαλώς. Και τι φωτίζει τον ήλιο; Η δική του φωτιά. Και ο ήλιος συνεχίζει, μέρα με τη μέρα, να καίει και να καίει. Ο ήλιος και ο χρόνος. Ο ήλιος και ο χρόνος και η φωτιά. Η φωτιά. Το ποτάμι τον γύρισε απλά στα πλάγια προς στιγμήν. Η φωτιά. Ο ήλιος και κάθε ρολόι πάνω στη Γη. Συνδέθηκαν όλα μεταξύ τους και έγιναν ένα πράγμα στο μυαλό του. Μετά από τόσο πολύ χρόνο πλεύσης στη στεριά και τόσο λίγο χρόνο πλεύσης στο ποτάμι, ήξερε γιατί δεν θα έπρεπε να βάλει ποτέ ξανά φωτιά στη ζωή του.
Ο ήλιος έκαιγε κάθε μέρα. Έκαιγε το Χρόνο. Ο κόσμος έτρεχε σε έναν κύκλο και γυρνούσε γύρω από τον άξονά του και ο χρόνος ήταν απασχολημένος να καίει τα χρόνια και τους ανθρώπους, χωρίς καμία βοήθεια από αυτόν. Έτσι λοιπόν, αν εκείνος έκαιγε πράγματα με τους πυρονόμους και ο ήλιος έκαιγε το Χρόνο, αυτό σήμαινε ότι τα πάντα θα καίγονταν!
Ένας από αυτούς θα έπρεπε να σταματήσει να καίει. Ο ήλιος δεν μπορούσε, βεβαίως. Έτσι λοιπόν φαινόταν ότι θα έπρεπε να το κάνουν ο Μόνταγκ και οι άνθρωποι με τους οποίους δούλευε μαζί μέχρι πριν από λίγες ώρες. Κάπου θα έπρεπε να ξεκινήσει εκ νέου η διάσωση και η αποθήκευση και κάποιος θα έπρεπε να κάνει τη διάσωση και τη διατήρηση, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, σε βιβλία, σε αρχεία, σε ανθρώπινα κεφάλια, με όποιον τρόπο, αρκεί να ήταν ασφαλής, μακριά από έντομα, σκόρους, σκουριά και υγρασία, κι από ανθρώπους με σπίρτα. Ο κόσμος είχε γεμίσει από πυρκαγιές κάθε είδους και μεγέθους. Τώρα, ήρθε η ώρα να πιάσουν δουλειά και οι πυροσβέστες.
-----
Τώρα η ξερή οσμή σανού και η κίνηση του νερού τον έκαναν να σκεφτεί τον ύπνο του ανάμεσα σε φρέσκο σανό σε κάποιο μοναχικό αχυρώνα μακριά από τις πολύβουες λεωφόρους, πίσω από μια ήσυχη αγροικία και κάτω από έναν αρχαίο ανεμόμυλο που ο βόμβος του ήταν σαν ένας ήχος των χρόνων που είχαν περάσει από πάνω του. Είχε μείνει όλη τη νύχτα στη σοφίτα του αχυρώνα κι άκουγε από μακριά ζώα και έντομα και δέντρα, την ελάχιστη κίνηση, το κάθε σάλεμα.
-----
Προχώρησαν κατά μήκος της όχθης του ποταμού, με κατεύθυνση νότια. Ο Μόνταγκ προσπάθησε να δει τα πρόσωπα των ανθρώπων, τα πρόσωπα που θυμόταν από παλιά, χαρακωμένα και κουρασμένα, στο φως της φωτιάς. Αναζητούσε μια ζωηράδα, μια αποφασιστικότητα, ένα θρίαμβο πάνω στο αύριο που δεν φαινόταν να βρίσκεται εκεί. Ίσως να είχε φανταστεί ότι τα πρόσωπά τους θα έκαιγαν και θα άστραφταν από τη γνώση που κουβαλούσαν, ότι θα έφεγγαν όπως φέγγουν τα φανάρια, με το φως μέσα τους. Όμως, όλο το φως είχε έρθει από την υπαίθρια φωτιά κι αυτοί οι άνθρωποι δεν έμοιαζαν διόλου διαφορετικοί από οποιουσδήποτε άλλους που είχαν τρέξει έναν μεγάλο αγώνα, είχαν επιδοθεί σε μια μεγάλη αναζήτηση, είχαν δει ωραία πράγματα να καταστρέφονται, και τώρα, που ήταν πια πολύ αργά, συγκεντρώθηκαν για να περιμένουν τη λήξη του πάρτυ και το σβήσιμο των φώτων. Δεν ήταν καθόλου βέβαιοι ότι τα πράγματα που κουβαλούσαν μέσα στα κεφάλια τους θα μπορούσαν ίσως να κάνουν κάθε μελλοντικό ξημέρωμα να φέγγει με ένα αγνό φως, δεν ήταν σίγουροι για τίποτα πέρα από το ότι τα βιβλία ήταν σε αρχεία πίσω από τα γαλήνια μάτια τους, ότι τα βιβλία περίμεναν, με τις σελίδες τους άκοπες, τους πελάτες που μπορεί να έρχονταν μετά από χρόνια, να τις ξεφυλλίσουν άλλοι με καθαρά και άλλοι με βρόμικα δάχτυλα.
-----
"Όταν ήμουν παιδί πέθανε ο παππούς μου, που ήταν γλύπτης. Ήταν επίσης ένας ευγενέστατος άνθρωπος που είχε πολλή αγάπη μέσα του να δώσει στον κόσμο, και ήταν αυτός που συνέβαλε να καθαριστούν οι φτωχογειτονιές στην πόλη μας· και μάς έφτιαχνε επίσης παιχνίδια και έκανε εκατομμύρια πράγματα στη ζωή του· είχε πάντα κάτι να κάνει με τα χέρια του. Και όταν πέθανε, ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι δεν έκλαιγα καθόλου γι' αυτόν, αλλά για όλα όσα είχε κάνει. Έκλαιγα γιατί δεν θα τα έκανε ποτέ ξανά, δεν θα σμίλευε ποτέ ξανά κάποιο κομμάτι ξύλο, δεν θα μας βοηθούσε να μεγαλώσουμε περιστέρια στην αυλή, δεν θα έπαιζε βιολί με τον τρόπο που έκανε, δεν θα μας έλεγε ανέκδοτα με τον τρόπο που τα έλεγε. Ήταν σαν κι εμάς και όταν πέθανε, όλες οι ενέργειες νέκρωσαν και δεν υπήρχε κανείς να τις κάνε με τον τρόπο που τις έκανε εκείνος. Ήταν μοναδικός. Ήταν ένας σημαντικός άνθρωπος. Δεν ξεπέρασα ποτέ τον θάνατό του. Σκέφτομαι συχνά πόσα υπέροχα ξυλόγλυπτα δεν είδαν ποτέ το φως επειδή πέθανε. Πόσα αστεία λείπουν από τον κόσμο και πόσα οικόσιτα περιστέρια δεν γνώρισαν το άγγιγμά του. Διαμόρφωσε τον κόσμο. Έκανε πράγματα για τον κόσμο. Τη νύχτα που έφυγε για πάντα, ο κόσμος έγινε φτωχότερος κατά δέκα εκατομμύρια εξαίρετες πράξεις".
-----
"Ο καθένας μας πρέπει να αφήνει κάτι πίσω του όταν πεθαίνει, έλεγε ο παππούς μου. Ένα παιδί ή ένα βιβλίο ή έναν πίνακα ή ένα σπίτι ή έναν χτισμένο τοίχο ή ένα ζευγάρι παπούτσια χειροποίητα. Ή έναν κήπο καλλιεργημένο. Κάτι που να το έπιασες με το χέρι σου, με όποιον τρόπο, έτσι ώστε η ψυχή σου να έχει κάπου να πάει όταν πεθάνεις και όταν οι άνθρωποι κοιτάζουν εκείνο το δέντρο ή το λουλούδι που φύτεψες, να είσαι εκεί. Δεν έχει σημασία το τι κάνεις, έλεγε, παρά μόνο να αλλάζεις κάτι από αυτό που ήταν πριν το αγγίξεις σε κάτι που να σου μοιάζει αφότου το αφήσεις από τα χέρια σου. Η διαφορά ανάμεσα στον άνθρωπο που απλώς κουρεύει το γκαζόν και στον πραγματικό κηπουρό είναι στο άγγιγμα, έλεγε. Ο πρώτος θα μπορούσε και να μην ήταν εκεί καθόλου· ο κηπουρός θα είναι εκεί για πάντα".
-----
"Να έχεις τα μάτια σου ορθάνοιχτα, μου έλεγε, να ζεις σαν να επρόκειτο να πεθάνεις τα επόμενα δέκα δευτερόλεπτα. Να δεις τον κόσμο. Είναι πιο φανταστικός από οποιοδήποτε όνειρο έχεις κάνει ή πληρώσει ποτέ σε εργοστάσια. Μη ζητάς εγγυήσεις, μη ζητάς ασφάλεια, δεν υπήρξε ποτέ τέτοιο ζώο. Κι ακόμα κι αν υπήρχε, θα σχετιζόταν με τη μεγάλη οκνηρία που κρέμεται από ένα δέντρο όλη μέρα κάθε μέρα, περνώντας όλη τη ζωή της κοιμώμενη. Στο διάολο να πάει αυτή, είπε, κούνα το δέντρο και πέτα κάτω τη μεγάλη οκνηρία".
-----
"Υπήρχε ένα χαζοπούλι που λεγόταν φοίνικας, πολύ πριν από την εποχή του Χριστού, το οποίο κάθε λίγους αιώνες έφτιαχνε μια πυρά και καιγόταν μέσα σε αυτήν. Πρέπει να ήταν πρωτοξάδελφος του Ανθρώπου. Όμως, κάθε φορά που καιγόταν, πρόβαλλε μέσα από τις στάχτες του, αναγεννιόταν ξανά. Και φαίνεται σαν να κάνουμε το ίδιο πράγμα κι εμείς, ξανά και ξανά, αλλά εμείς έχουμε ένα διαολεμένο πράγμα που ο φοίνικας δεν το είχε ποτέ. Εμείς ξέρουμε τη διαολεμένη χαζομάρα που μόλις κάναμε. Εμείς ξέρουμε όλες τις διαολεμένες χαζομάρες που έχουμε κάνει εδώ και χίλια χρόνια και εφόσον το ξέρουμε και το έχουμε πάντα δίπλα μας και μπορούμε να το δούμε, κάποια μέρα θα σταματήσουμε να φτιάχνουμε τις καταραμένες νεκρώσιμες πυρές και να πηδάμε μέσα τους. Με κάθε γενιά μαζεύονται όλο και λίγο περισσότεροι άνθρωποι που θυμούνται ακόμα".
-----
"Και κρατήστε μέσα σας τούτο: Δεν είστε σημαντικοί. Δεν είστε τίποτα. Κάποια μέρα το φορτίο που κουβαλάμε μπορεί να βοηθήσει κάποιον. Αλλά ακόμα κι όταν είχαμε στα χέρια μας τα βιβλία, πριν από πολύ καιρό, δεν κάναμε χρήση όσων παίρναμε από αυτά. Ολοένα προσβάλλαμε τους νεκρούς. Ολοένα φτύναμε στους τάφους όλων εκείνων των δύσμοιρων που είχαν πεθάνει πριν από εμάς. Θα συναντήσουμε αρκετούς μοναχικούς ανθρώπους μέσα στην προσεχή εβδομάδα και στον προσεχή μήνα και στον προσεχή χρόνο. Και όταν θα μας ρωτάνε τι κάνουμε, μπορείτε να τους λέτε: Θυμόμαστε. Έτσι μόνο θα κερδίσουμε στο βάθος του χρόνου. Και κάποια μέρα θα θυμόμαστε τόσο πολύ που που θα φτιάξουμε το μεγαλύτερο μηχανικό φτυάρι στην ιστορία του κόσμου και θα σκάψουμε τον μεγαλύτερο τάφο όλων των εποχών και θα θάψουμε εκεί μέσα τον πόλεμο και θα τον σκεπάσουμε. Πάμε τώρα, έχουμε να φτιάξουμε πρώτα ένα εργοστάσιο καθρεφτών και να βγάζουμε μόνο καθρέφτες για τον επόμενο χρόνο και να καθόμαστε με τις ώρες να κοιτάμε μέσα τους".
Ray Bradbury, Φαρενάιτ 451, μετάφραση Βασίλη Δουβίτσα, εκδόσεις Άγρα, 2018 (πρώτη έκδοση 1953)