Παρασκευή 24 Αυγούστου 2018

Για το Δημόσιο Σχολείο (και την επιστροφή μου σε αυτό)

Πρωτάρης είσαι μόνο μια φορά. Κι εγώ πρωτάρης καθηγητής υπήρξα τη σχολική χρονιά που πέρασε, στο Ημερήσιο (ή 1ο, κι ας μην υπάρχει άλλο) ΕΠΑ.Λ. Θήρας. Δεν πρόκειται να την ξεχάσω εύκολα αυτή τη χρονιά.

Ως μαθητής, πήγα -με πήγαν- στο Δημόσιο Σχολείο. Κι εγώ την κόρη μου στο Δημόσιο την πήγα, όχι τόσο επειδή δεν είχα (και δεν έχω) την οικονομική δυνατότητα για κάτι "καλύτερο", αλλά κυρίως γιατί πιστεύω στη Δημόσια και Δωρεάν Παιδεία, και την υποστηρίζω. Πέρυσι κλήθηκα να την υπηρετήσω επισήμως, 8 χρόνια μετά την επιτυχία μου στον διαγωνισμό 5Π/2008 του Α.Σ.Ε.Π. (περισσότερα εδώ).

Άκουγα πάντα -από φίλους που εργάζονται χρόνια ως αναπληρωτές, αλλά και από δημοσιολογούντες- ότι το Δημόσιο Σχολείο έχει προβλήματα μεγάλα. Είχα την ευκαιρία να τα διαπιστώσω αυτά τα προβλήματα, ιδίοις όμμασι και ωσίν. Κενά στη στελέχωση που αργούν να καλυφθούν -ή δεν καλύπτονται ποτέ-, ανυπαρξία συμβούλων και βοήθειας σε νεο-εισερχόμενους σχετικά με τα καθήκοντα και την ύλη των μαθημάτων που καλούνται να διδάξουν, γραφειοκρατία που καθιστά αργές τις διαδικασίες σε πολλές πτυχές της λειτουργίας των σχολείων -ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό. Αλλά χειρότερη όλων, και συνδεόμενη με τα υπόλοιπα τελικά, είναι η όλη κουλτούρα που επικρατεί στο μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας σχετικά με το τι είναι το Σχολείο, τι εξυπηρετεί, ποιος είναι ο ρόλος του.

Όμως, δίπλα σε όλα αυτά, συνειδητοποίησα και πολλά θετικά, ελπιδοφόρα πράγματα. Στο ΕΠ.Α.Λ. Θήρας, στον 50+-μελή σύλλογό μας, συνάντησα πολλούς ανθρώπους νέους (όχι μόνο ηλικιακά), με όρεξη, με διάθεση να προσφέρουν στα παιδιά και στους συναδέλφους τους, με νέες ιδέες και ικανότητες. Όπως συμβαίνει παντού, υπάρχουν κι εκείνοι που δεν έχουν καταλάβει ποιος είναι ο ρόλος τους (σίγουρα δεν είναι αυτός του θηριοδαμαστή, όπως νομίζεται), ή που τον έχουν ξεχάσει, όμως η συντριπτική πλειοψηφία υπήρξε άξια του ρόλου της, και παράδειγμα για εμένα, που ξεκινούσα εντελώς χαμένος.

Πέρασα μια καλή, αλλά δύσκολη, αγχωτική αλλά πολύ δημιουργική, πρώτη χρονιά στη Σαντορίνη. Το ξεκίνημα σχεδόν εφιαλτικό: για πολλές εβδομάδες πεταγόμουν στις 5 το πρωί, αγωνιώντας βασανιστικά για το πώς θα έμπαινα στην τάξη και πώς θα έλεγα όσα είχα (ή έπρεπε) να πω. Έχανα τα μαλλιά μου, έχανα την ψυχραιμία μου. Εγκλιματίστηκα, όμως, με τον καιρό, και συνειδητοποίησα ότι τα παιδιά χρειάζονταν κάποιον να τους προκαλέσει το ενδιαφέρον και να τους βάλει από πλαϊνές ή πίσω πόρτες στο μάθημα, καθότι είχαν οδηγηθεί στην αδιαφορία από πολύ νωρίς στη σχολική τους ζωή.

Πέρασα μια καλή χρονιά, επειδή ήμουν τυχερός. Βρέθηκα σε ένα σχολείο όπου συνάντησα ανθρώπους με τους οποίους όχι μόνο συνεννοήθηκα, αλλά συνεργάστηκα, συζήτησα, γέλασα, κοντραρίστηκα χωρίς παρεξηγήσεις. Απέκτησα εμπειρίες: έγινα υπεύθυνος εργαστηρίου, έπειτα Τομεάρχης 6 εργαστηρίων, πρόβαρα τη σχολική χορωδία στις γιορτές για το Πολυτεχνείο και την 25η Μαρτίου, συνόδευσα τη Γ' Τάξη στην πολυήμερη εκδρομή της στη Θεσσαλονίκη, χειρίστηκα το σύστημα VBI στις Πανελλήνιες Εξετάσεις. Έζησα το οικογενειακό κλίμα του Σχολείου, με τα θετικά και τα αρνητικά του. Και κατάφερα να βγάλω τη χρονιά χωρίς να αποβάλω κάποιον μαθητή από την αίθουσα (κάτι που θεωρώ εύκολη λύση, ως ένα σημείο), παρότι μου δόθηκαν πολλές αφορμές.

Πέρασα μια καλή χρονιά, γεμάτη λάθη. Του χρόνου θα είμαι καλύτερος.

Τετάρτη 15 Αυγούστου 2018

Υπογραμμίσεις XIII: Βύρωνας Κριτζάς

Στο φετινό, δεύτερο βιβλίο του (μετά το πολύ καλό Bob Dylan - 100 Τραγούδια που εκδόθηκε το 2016), ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Βύρωνας Κριτζάς καταπιάνεται με 45 τραγούδια που, όπως υποστηρίζει ο ίδιος, καθρεφτίζουν την Ελλάδα της περιόδου 1990-2017.

Το Οι Ωραίοι Έχουν Χρέη αποδείχθηκε ένα χαλαρό και διαφωτιστικό σε πολλές περιπτώσεις ανάγνωσμα. Παρότι ο Κριτζάς αναίρεσε πολύ γρήγορα εκείνο το "η αυτοβιογραφία μου μπορεί να περιμένει", που μου είχε πει στη συνέντευξη που κάναμε για το Avopolis, εμπλέκοντας πολλές φορές σε υπερβολικό βαθμό τον εαυτό του στην αφήγησή του, καταλήγει σε ουκ ολίγα ενδιαφέροντα συμπεράσματα και καταθέτει πολύ ενδιαφέρουσες ματιές πάνω στα περισσότερα από τα τραγούδια με τα οποία ασχολείται στο πόνημά του.

Νομίζω πως ο Κριτζάς επιτυγχάνει σε μεγάλο βαθμό αυτό που είχε ως στόχο: στις 208 σελίδες του βιβλίου του, τις πολύ όμορφα εικονογραφημένες από τον ταλαντούχο ζωγράφο Αχιλλέα Ραζή, παρελαύνουν όχι μόνο (σχεδόν) όλες οι τάσεις τις οποίες ακολούθησε το τραγούδι μας, αλλά και η ιστορία και οι συνθήκες που αυτό κλήθηκε να συνοδεύσει ή να σχολιάσει. Μπορείς να διαφωνήσεις με το κάπως "ελαφρύ" στυλ γραφής (το οποίο, φαντάζομαι, απαιτείται για να εκδοθείς τη σήμερον ημέρα) ή με κάποια "πολιτικοποιημένα" σχόλιά του, όμως στο τέλος τον παραδέχεσαι τον συγγραφέα. Και αναγνωρίζεις ότι τέτοιου είδους βιβλία λείπουν από την εγχώρια βιβλιογραφία.

Η επανεπισκεψιμότητα, αν σε ενδιαφέρει όντως η μουσική και η σκέψη γύρω από αυτήν, είναι εγγυημένη.

[...] το μοντέρνο τραγούδι εξακολουθούσε να καταγράφει την τρελή πορεία της ζωής μας, τις καμπύλες και τις ευθείες της -και μάλιστα, με μεγαλύτερη ακρίβεια απ' ό,τι, για παράδειγμα, το weird wave του ελληνικού σινεμά. [...] υπάρχουν στιχάκια πρόσφατα τα οποία φανερώνουν αλήθειες για το ποιοι είμαστε (ή ποιοι θέλουμε να είμαστε, ή ποιοι νομίζουμε ότι είμαστε) καλύτερα από οτιδήποτε [...].
-----
Σκέφτομαι πως μια αλήθεια έντιμη κι ελεύθερη σαν του Κηλαηδόνη σήμερα ίσως έμπαινε κάτω από την ταμπέλα του "μαζί τα φάγαμε", με λιντσάρισμα στα social media και συλλογικό κράξιμο. Ευτυχώς, ήδη από τότε δεν έλειπαν οι λοξοί τύποι που σε εποχές πολιτικού φανατισμού καβαλούν το άλογό τους και ξεφεύγουν από το πλήθος, σαν φτωχοί και μόνοι καουμπόηδες, που αποστασιοποιούνται συνειδητά από τη δράση του γουέστερν.
-----
Καθώς χαζεύω τα λικνίσματά τους μέσα στα μαγαζιά, τις φαντάζομαι γυμνές, απαλλαγμένες από τα ρούχα και τα φτιασίδια τους, να υπακούν χωρίς καμιά βαθιά σκέψη ή εκλογίκευση στις προσταγές του κορμιού τους. Μοιάζουν με τα τραγούδια που ακούνε, τα κορίτσια αυτά. Δεν είναι του πνεύματος, είναι του σώματος.
-----
[...] στην ελληνική τέχνη [...] εμφανίζεται συχνά μια μεγάλη παρανόηση περί αξίας. Ποιοτικό θεωρείται μονάχα το "σοβαρό", το οποίο συνήθως δεν αντέχουμε για περισσότερα από πέντε λεπτά, ή το περιφρονούμε ως "κουλτούρα να φύγουμε". Όμως το τραγούδι χορευτικής εκτόνωσης [...] δεν χρειάζεται απαραιτήτως να λύνει γρίφους. Εξυπηρετεί έναν σκοπό - και, ως εκ τούτου, έχει τη σημασία του.
-----
[...] μπορεί σήμερα τα σκονισμένα CD και τα βινύλια να καταλαμβάνουν τα ράφια μας σαν την Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, σπουδαία και άχρηστα ταυτοχρόνως, ωστόσο οι πίστες διατηρούν τον κόσμο τους, το ίδιο και οι μουσικές σκηνές. Τα καλοκαιρινά φεστιβάλ έχουν παλμό, τα πανηγύρια πετάνε σπίθες, οι εγχώριοι καλλιτέχνες συγκεντρώνουν χιλιάδες θεατές στα live τους, πολλές φορές χωρίς καινούριο ή χωρίς δικό τους ρεπερτόριο. Ναι, αν μιλάμε για μουσική, τότε μπορούμε με ασφάλεια να ισχυριστούμε πως το σώμα νίκησε το πνεύμα.
-----
[...] μήπως σε τελευταία ανάλυση, δεν φταίει μονάχα "ο σάπιος κόσμος", αλλά κι εκείνοι που επέλεξαν τη στείρα ρητορική τού "καταδικάζουμε απερίφραστα", χωρίς να προτείνουν εφαρμόσιμες λύσεις;
Νομίζω πως ο Τριπολίτης θα συμφωνούσε πρώτος. Αλλά ίσως τελικά να είναι αυτή ακριβώς η απουσία αυτοκριτικής ένα από τα στοιχεία που ανάγουν το "Ανεμολόγιό" του σε εμβληματικό τραγούδι, φωτογραφία ενός πικραμένου κομμουνιστή των 90's, ο οποίος ήθελε να αλλάξουν όλα χωρίς να αλλάξει ο ίδιος.
-----
Την ίδια εποχή βάλαμε FilmNet, κι ένα βράδυ που λείπανε οι γονείς διακοπές πέτυχα κανονικό πορνό. Σκληρό, ψεύτικο, ακαλαίσθητο, καθόλου δε μ' άρεσε. Ευτυχώς κάποια στιγμή ήρθε το Ίντερνετ και σωθήκαμε. Όλοι μας.
-----
Προσωπικά, αισθάνομαι τυχερός που με τη βοήθεια της Άντζυς Σαμίου κατέβηκα με ομαλό τρόπο "πιο χαμηλά, πιο χαμηλά, πιο χαμηλά", χωρίς να δω από νωρίς τι ακριβώς συμβαίνει εκεί κάτω. Και όπως τότε μου άρεσε να ακούω το τραγούδι της γιατί με έκανε να νιώθω έξυπνος και μεγάλος, σήμερα θαυμάζω το θάρρος μιας mainstream λαϊκής τραγουδίστριας να εκφράσει δημόσια τη σεξουαλική της επιθυμία.
-----
Το τραγούδι αντανακλά την κοινωνία, ασφαλώς. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, λοιπόν, αυτό που ανατέλλει είναι ένας νέος εθνικισμός, του οποίου η φάλτσα κραυγή ενίοτε αγγίζει τα όρια του κιτς.
-----
[...] το "Μια Ελλάδα Φως" πατάει σε μια στρωτή μελωδία που, όταν φτάνει στο ρεφρέν, θες να την τραγουδήσεις. Είναι έξυπνο. Λειτουργεί. Και κυρίως πιάνει τον παλμό της εποχής: την παροδική, όσον αφορά τη μουσική, μόδα, αλλά και τη διαχρονική ανάγκη του Έλληνα να αντλεί δύναμη από το ένδοξο παρελθόν του.

Σε μια κοινωνία [...] που ο πατριωτισμός σταμπάρεται εύκολα ως εθνικισμός, το να αγαπάς τη χώρα σου χωρίς να το τραγουδάς, αλλά και χωρίς να ντρέπεσαι γι' αυτό, μοιάζει σήμερα δυσκολότερο από ποτέ.
-----
Πέρα από την κλισέ ερώτηση "έχεις σκεφτεί να φύγεις έξω;", υπάρχει και η κλισέ άποψη ότι "το εξωτερικό σού ανοίγει τα μάτια". Προσωπικά, έχω δει πολλούς ανθρώπους οι οποίοι έζησαν έξω και τα μάτια τους είναι πιο κλειστά κι από τα μάτια της Νατάσας Μποφίλιου όταν τραγουδάει. Ένα scroll down στο timeline του Facebook, μια ερωτική σχέση, ένα στρυφνό αφεντικό μπορούν, πολλές φορές, να σου μάθουν περισσότερα για τη ζωή από ένα Erasmus. Ομοίως, ένα τραγούδι του Πορτοκάλογλου μπορεί να σου μεταδώσει πιο ουσιαστικά το αίσθημα αγάπης για την πατρίδα από μια έπαρση της ελληνικής σημαίας.
-----
[...] ο Ορφέας Περίδης, ένας από τους σημαντικότερους τραγουδοποιούς της γενιάς του, ένας δημιουργός που έγραψε σοβαρό λαϊκό τραγούδι για το ευρύ κοινό, ξανάγινε αυτό που ήταν πριν από τη "Φωτοβολίδα" και τις μετέπειτα επιτυχίες του: ένας ευγενικός τροβαδούρος χαμηλών ντεσιμπέλ, ο οποίος τραγουδούσε για λίγους. Αυτό που ήταν έγινε ξανά, μέσα απ' τη δικιά μας τη ματιά.
-----
Μολονότι συχνά ακαταλαβίστικο, στις καλές του στιγμές το έντεχνο προσπάθησε κι αυτό το έρμο να μας πει πέντε πράγματα για το ποιοι είμαστε, από πού ερχόμαστε, προς τα πού πηγαίνουμε, τι μας φταίει που κάποια βράδια δεν μπορούμε να κοιμηθούμε.
-----
[...] οι πιο χαρούμενοι τελικά είναι όσοι αντέχουν τη μοναξιά τους και την κοντρολάρουν. [...] Αυτούς που βλέπετε να είναι κάθε βράδυ έξω, αυτούς θα πρέπει να παρηγοράτε. Δεν αντέχουν το βάρος του εαυτού τους και το περιφέρουνε, μπας και τους βοηθήσει κανείς να το σηκώσουν.
-----
Κάτι [...] παράδοξοι τύποι διασκέδαζαν πάντα τα πλήθη στη νεότερη Ελλάδα, για να εισπράξουν μετά περιφρόνηση επειδή δεν ήταν "ποιοτικοί". Τι παρεξήγηση κι αυτή, τι χυδαία μεταβίβαση ευθύνης!
-----
Στο αιώνιο ερώτημα αν η κότα έκανε το αυγό ή το αυγό την κότα, καλλιτέχνες και κοινό μπορούν να αποδίδουν αέναα ο ένας στον άλλον ευθύνες για τα όσα δεινά περνά το τραγούδι.
-----
Άραγε οι τόσες χιλιάδες κόσμου που χόρεψαν τη "Ρόζα" ήταν πράγματι απογοητευμένοι αριστεροί, ξεχασμένοι στου αιώνα την παράγκα; Ή μήπως τακτοποιημένοι μικροαστοί, που ζητούσαν ένα ιδεολογικό άλλοθι για να ξεδιπλώσουν τις χορευτικές αρετές τους εισπράττοντας παλαμάκια; Εξέφρασε πράγματι τη μουδιασμένη, ηττημένη Αριστερά που δεν ήξερε κομπιούτερ το τραγούδι αυτό; Ή την κουλτούρα της μαζικής διασκέδασης των ύστερων πασοκτζήδων του εκσυγχρονισμού;
-----
Του "Διθέσιου" οι ρόδες σε άλλον δρόμο κυλάνε. Άθελά τους ίσως, ασυνείδητα, τραγούδια σαν κι αυτό θα οδηγήσουν τον ελληνικό στίχο σε έναν αστικό νταλκά της μεγαλούπολης, ο οποίος παίρνει πολύ στα σοβαρά τον εαυτό του και εκδηλώνεται με δυσνόητες εκφράσεις ξεγυμνώματος ψυχής που ψηλαφούν την ποίηση χωρίς να την κατακτούν. Εδώ θα πατήσουν συγκεκριμένες δημοφιλείς τραγουδίστριες των επόμενων δεκαετιών, εδώ και μια διαστρεβλωμένη αντίληψη περί ποιότητας, που εξωθεί την ελαφρότητα της σχολής Κηλαηδόνη στο περιθώριο, ως κάτι παρωχημένο και ασήμαντο.
-----
Νομίζω πως οι άνθρωποι που θέτουν έναν σκοπό στη ζωή τους (επαγγελματικό, δημιουργικό) και βυθίζονται σε αυτόν, τείνουν να γίνονται απότομοι στα κοντινά τους πρόσωπα και συχνά αντιμετωπίζουν δυσκολίες στις σχέσεις τους. Τύποι απόμακροι, μοναχικοί, κυκλοθυμικοί, λιγομίλητοι, τύποι που ξεχνάνε να σε πάρουν τηλέφωνο, δεν το σηκώνουν όταν τους παίρνεις εσύ και μοιάζουν να συντηρούν ένα υπερτροφικό Εγώ, χαρίζουν την αγάπη τους με άλλους τρόπους.
-----
[...] πόσο τρυφερό, πόσο ειλικρινές, ο άνθρωπος που κάποτε μιλούσε για υπόγειες διαδρομές και πονηρούς πολιτευτές και κοινότητες να αποζητά τώρα μονάχα τη συζυγική κατανόηση, βρίσκοντας την έμπνευσή του μέσω αυτής αλλά και μέσα σ' αυτήν;
-----
Αγάλι αγάλι, η παράδοση γίνεται το νέο "μαύρο", κατευθύνοντας το κοινό προς μια νέα μαζικότητα που θα οδηγήσει στα λαϊκά προσκυνήματα του Χαρούλη. Από τον Θανάση ξεκίνησε όμως. [...] Ο "Πεχλιβάνης" περνάει στο καλλιεργημένο κοινό αριστερής νοοτροπίας που έχει ήδη διαμορφωμένες πολιτικές απόψεις και ζητάει τραγούδια να τις σιγοντάρουν, περνάει σε αυτούς που είδαν φως και μπήκαν, περνάει στο μισο-ξεκούρδιστο μπαγλαμαδάκι του περιπλανώμενου μουσικού που τραγουδάει στην άκρη του πεζοδρομίου με μαύρες πατούσες. Αντίθετα με την "Πριγκιπέσα" του Μάλαμα, ο "Πεχλιβάνης" δεν περνάει στα μπουζουξίδικα, γιατί κουβαλάει κάτι πρωτόγονο και άκαμπτο.
-----
[...] εξακολουθούν να υφίστανται μια κριτική ότι μαϊμουδίζουν, την ώρα που η ξενομανία τους επαληθεύεται σε διάφορες πτυχές της ζωής τους (στον τρόπο που μιλάνε, στο ντύσιμο, στα στέκια τους) και επομένως είναι μια ειλικρινής, γενικότερη στάση. Το αγγλόφωνο τραγούδι, που βγαίνει μπροστά το 2001 με αιχμή του δόρατος το "Fake" των Raining Pleasure, fake δεν είναι. Μπορεί να μην εξελίσσει την ελληνική μουσική, μπορεί στο μεγαλύτερο μέρος του να μην εκφράζει την ελληνική κοινωνία μέσα από τα θέματα που θίγει, την εκφράζει ωστόσο μέσα από την ίδια την επιλογή της αγγλικής γλώσσας, τον μιμητισμό των ξενόφερτων τρόπων.
-----
Για τους περισσότερους, τα φοιτητικά χρόνια είναι περίοδος πολιτικής αφύπνισης. Για μένα ήταν η περίοδος που σιχάθηκα την πολιτική, βλέποντας από πρώτο χέρι τον χυδαίο προσηλυτισμό της, τα πρώτα μικρά ρουσφέτια, αλλά και κάτι απόπειρες φοιτητικών συνελεύσεων, θεατρικές παραστάσεις με ηθοποιούς χωρίς ταλέντο.
-----
Τηρουμένων των αναλογιών, τα Δεκεμβριανά ήταν το Πολυτεχνείο της γενιάς μας - και μολονότι το "Σιγά Μην Κλάψω" γράφτηκε πολύ πριν από τα γεγονότα, με κάποιον τρόπο τα φωτίζει, τα εμπεριέχει. Διέδωσε μια κραυγή προσωπικής ελευθερίας που αντήχησε στον συλλογικό νου, παρακινώντας μια γενιά να κρατήσει απόσταση από τον φόβο κάθε εξουσίας.
-----
Οι μεγάλοι έχουν να το καυχιούνται ότι ο χασάπης τούς γνωρίζει προσωπικά και τους δίνει το καλύτερο κρέας. Μας λένε πως οι καιροί είναι δύσκολοι, γι' αυτό να μάθουμε γλώσσες, να κάνουμε μεταπτυχιακά, σεμινάρια. Μιλούν για "εξασφάλιση". Θέλουν να μας δουν τακτοποιημένους με μια καλή δουλειά και μια καλή κοπέλα, τη στιγμή που ο βασικός μισθός δε φτάνει ούτε για να κεράσουμε αυτή την κοπέλα δυο ποτά. Ο χασάπης μας δίνει καλό κρέας γιατί μας ξέρει, αλλά όποιος δεν μας ξέρει μας πιάνει κορόιδα - και μάλλον εδώ βρίσκεται το πρόβλημα.
-----
Με βασικά όπλα του τον ελιγμό στα μουσικά είδη και ένα νεύρο το οποίο τινάζει ψηλά την εκάστοτε μελωδία, ο Νίκος Καρβέλας υπήρξε από τη Μεταπολίτευση και μετά ο πιο ακριβής μεταφραστής της δυτικής ποπ/ροκ στο εδώ και τώρα της Ελληνίδας που θέλει να ξεδώσει, ένας hitmaker αέναα φλεγόμενος από την ίδια του την έφεση στις επιτυχίες. Παρά τη σουξεδιάρικη λογική της, η τέχνη του δε στερείται ευαισθησίας ή ταλέντου - και παρέμεινε φτηνή για να πουλιέται και να αγοράζεται απ' όλους, ακριβώς όπως τα πρόστυχα μαύρα εσώρουχα που ο ίδιος ύμνησε.
-----
Αυτό είναι η τέχνη μάλλον. Η παρηγοριά σου και η μικρή η διαφορά σου από τους άλλους. Ένα κουσούρι τού να βλέπεις τη ζωή σαν ταινία, σαν τραγούδι ή σαν πίνακα ζωγραφικής, για να αντλείς δύναμη και να αποφεύγεις την πραγματικότητα. Μια ιδιαιτερότητα όμορφη μεν, αλλά και καταστροφική όταν τη νιώθεις να σε αποξενώνει από τον διπλανό σου.
-----
[...] το πατροπαράδοτα λαϊκό τραγούδι στέκει [...] αμέτοχο, άβουλο. Τσουγκρίζει τα ποτήρια του στο "Στην υγειά μας" κι αντί να μιλήσει στους 20άρηδες, γλεντάει το ένδοξο παρελθόν του στα χαμόγελα ηθοποιών που ανταλλάσσουν καλαμπούρια. Όταν πια σοβαρεύει, αναζητά έναν νέο Μπιθικώτση, τη στιγμή που δεν υπάρχει ούτε ένας νέος Θεοφάνους να του δώσει έναν νέο "Παλιόκαιρο".
-----
Σε καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα ο κόσμος δεν ανταποκρίνεται τόσο ένθερμα στο τραγούδι του τόπου του.
-----
Δεν μπορούμε να το εκφράσουμε με λόγια, δε χρειάζεται κιόλας, αλλά ξέρουμε πως εμείς που αγαπάμε κάτι άυλο όπως η μουσική παραπατάμε ξέμπαρκοι σε ένα διαρκές χανγκόβερ μέσα στην πραγματικότητα, για να έρθουν κάτι μεθυσμένες στιγμές σαν κι αυτή που όλα αποκτούν το νόημά τους. Σταματάμε να μιλάμε και ακούμε το τραγούδι.
-----
Αποχαιρετώ το παρελθόν έχοντας περισώσει μέσα μου ό,τι αγάπησα σ' αυτό. Μέσα μου θα τη βρω τη λύση. Σιγά μην περίμενα από τους πολιτικούς και τους θρύλους του παρελθόντος.

Βύρωνας Κριτζάς, Οι Ωραίοι Έχουν Χρέη. Και 44 Ακόμα Τραγούδια Που Καθρεφτίζουν Την Ελλάδα Από Το 1990 Έως Το 2017, εκδόσεις Πατάκη

Παρασκευή 10 Αυγούστου 2018

Διάλογος με την κόρη μου XLII

Προχτές το πρωί, καθώς άλειφα βούτυρο και μαρμελάδα σε μια μεγάλη φέτα ψωμί:
- Όλο αυτό θα φας;
- Τι να κάνω ρε Ελένη, έχω μεγάλη κοιλιά.
- Δεν τρως πολύ επειδή έχεις μεγάλη κοιλιά. Το αντίθετο γίνεται: έχεις μεγάλη κοιλιά επειδή τρως πολύ.

Δευτέρα 6 Αυγούστου 2018

Θανάσης Παπακωνσταντίνου, Σωκράτης Μάλαμας: βαθιά, συγκοινωνούντα πηγάδια

Είχα πολλά χρόνια να βρεθώ σε συναυλία του Θανάση Παπακωνσταντίνου (αν δεν με γελούν η μνήμη μου και το αρχείο του μπλογκ, από τον Ιούνιο του 2010) κι έτσι η εμφάνισή του, παρέα με τον Σωκράτη Μάλαμα, στη Σκάλα Λακωνίας, την Παρασκευή 3 Αυγούστου, είχε μπει από νωρίς στους στόχους του φετινού μου καλοκαιρινού προγράμματος.

Ενώπιον ενός κοινού περίπου 2.000 ατόμων, οι δύο σημαντικοί τραγουδοποιοί παρουσίασαν μια χορταστική παράσταση, τετράωρης διάρκειας παρακαλώ, στην οποία χώρεσαν πολλά από τα πλέον αγαπημένα τραγούδια τους. Άψογος φωτισμός και ηχητική απόδοση, και φυσικά μια καλοκουρδισμένη μπάντα, φρόντισαν για την τήρηση των υψηλών στάνταρ, που ούτως ή άλλως απαιτείται πλέον από ονόματα του δικού τους στάτους.

Από το ξεκίνημα κιόλας της συναυλίας, έγινε σαφές ότι ο πιο κεφάτος ήταν ο Μάλαμας: ο τρόπος που αλληλεπιδρούσε με το κοινό, οι ιστορίες που αφηγήθηκε, ο στεντόρειος τρόπος που τραγούδησε, αλλά και όσα έπιαναν τα μικρόφωνα από τα count-ins και τα σχόλια που υποτίθεται ότι δεν έπρεπε να ακούσουμε, όλα μαρτυρούσαν την όρεξη και την ορμή του. Ο Παπακωνσταντίνου, από την άλλη, ήταν αρκετά συγκρατημένος, ενδεχομένως και κουρασμένος. Μοιράστηκε κι εκείνος, βέβαια, κάποιες σκέψεις του, αλλά και κάποιες χαρακτηριστικά αυτοσαρκαστικές ιστορίες (κάποιος παρκαδόρος κάποτε τον άφησε να παρκάρει γιατί ήταν "ο μπουζουξής του Σαββόπουλου", ενώ τη συγκεκριμένη βραδιά ένας από τους μουσικούς άκουσε μια κυρία να λέει στο τηλέφωνο ότι "παίζει ο Μάλαμας κι ένας άλλος"), όμως η επικοινωνία του εκείνο το βράδυ έγινε κυρίως μέσω των ερμηνειών του.

Ερμηνευτικά συνέδραμαν, βέβαια, και οι Φώτης Σιώτας και Ιουλία Καραπατάκη. Ο πρώτος, παλιά καραβάνα στις εμφανίσεις των δύο τραγουδοποιών, παλιά καραβάνα γενικότερα πλέον, υπήρξε άρτιος αλλά και πλούσιος συναισθηματικά (στα "Σαν Παιδί", "Αερικό", και στα δεύτερα φωνητικά). Η δεύτερη ήταν καλή μεν, με σαφείς αδυναμίες δε. Διαθέτοντας μια χροιά που ταιριάζει στον κόσμο και των δύο τραγουδοποιών, υπήρξε σαφώς καλύτερη στα σωκρατικά τραγούδια, καθώς δεν βρήκε ποτέ την ευαισθησία που απαιτείται για τα θανασικά. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να καταφέρει στη συνέχεια να διαχωρίσει την τονική άνοδο από την αύξηση της έντασης. Ξεχώρισαν επίσης ο εξαιρετικός σολίστ Δημήτρης Λάππας, που είχε και γενέθλια εκείνο το βράδυ ("το να παίζω με αυτούς τους ανθρώπους είναι το καλύτερο δώρο") και η πάγια πια συμμετοχή του Αλέξανδρου Κτιστάκη, με το συγκλονιστικό "Η Ουρά Του Αλόγου", το οποίο αποτέλεσε αναμενόμενα στιγμή ανάτασης.

Για μια μικρή κωμόπολη της Λακωνίας, μια τέτοια συναυλία δεν μπορεί παρά να αποτελέσει σταθμό. Και για αυτόν τον λόγο, αξίζουν μπράβο στην ομάδα Utopia, που τόλμησε και πέτυχε την πραγματοποίησή της, αλλά και στον Δήμο Ευρώτα, που συνέδραμε με τις απαραίτητες οικονομικές διευκολύνσεις. Καλή η Πέγκυ Ζήνα σε ρεπερτόριο Μίκη Θεοδωράκη, άγιος και ο Ματθαίος Γιαννούλης (αναφέρομαι ενδεικτικά σε δύο ονόματα που εμφανίζονταν εκείνες τις μέρες στα γύρω μέρη), αλλά μια μουσική παράσταση με ηλεκτρισμό, ηλεκτρονικές απολήξεις και με τραγούδια που δεν τα λες και εύκολα, αποτελεί ανάσα για τους μικρούς, ανήσυχους πυρήνες της επαρχίας.

Εκείνο, πάντως, που κυρίως κρατώ από τη συγκεκριμένη συναυλία (πέραν της θύμησης του αδικοχαμένου φίλου μου Γιώργου Μαυρομανωλάκη -πόσα από αυτά τα τραγούδια άκουσα πρώτη φορά από εκείνον;- και του ξελαρυγγιάσματός μου από το ακατάπαυστο τραγούδι) είναι η πυρηνική αντίδραση ανάμεσα στους δύο τραγουδοποιούς, της οποίας υπήρξα μάρτυρας. Είχα εκεί μπροστά μου δύο προσωπικότητες σαφέστατα συγγενικές, αλλά συνάμα τόσο διαφορετικές και αντίρροπες. Στη σκέψη μου, οι δύο μουσικοί φάνταζαν σαν δύο βαθιά, συγκοινωνούντα πηγάδια. Το ένα ανάβλυζε γάργαρο, δροσερό και διάφανο νερό -το έπινες και ξεδίψαγες αμέσως. Το άλλο έβγαζε κι εκείνο νερό που μπορούσε να σε ξεδιψάσει, όμως αυτό είχε κάθε φορά άλλο χρώμα και άλλη γεύση, πάντοτε κάπως απροσδιόριστη.

Από τη μια ο Μάλαμας, ένας μάλλον "τσιμεντωμένος" δημιουργός, με τους τρόπους και τις προτιμήσεις του "κλεισμένες" πια. Κι από την άλλη ο Παπακωνσταντίνου, που πειράζει συνεχώς τα τραγούδια του, τα οποία κρατούν πάντα καλά κρυμμένα τα μυστικά και τα μυστήριά τους. Στιβαρός, γήινος και άνετος ο πρώτος, γεμάτος αμφιβολία, ηλεκτρισμό και διερωτήσεις ο δεύτερος.

Η συνάντησή τους; Θυελλώδης.

Setlist:
1. Τειρεσίας
2. Με Το Κρασί Στο Αίμα
3. San Michele
4. Κάτω Απ' Το Μαξιλάρι
5. Σκέψη Μου Ξημερωμένη
6. Τα Παιδιά Μες Στην Πλατεία
7. Για Την Ελλάδα
8. Είχα Τον Κήπο Της Εδέμ
9. Αγρύπνια
10. Όνειρο
11. Ευτυχείς, Λυπημένοι Και Πότες
12. Της Σιωπής
13. Όλα Ζουν Αν Τα Θυμάσαι
14. Φεϊρούζ
15. Σαμπάχ
16. Σιμούν
17. Σαν Παιδί
18. Πουλί Σε Δέντρο Αρχοντικό
19. Του Ανέμου Το Φτερό
20. Ορυχεία
21. Ηλιόπετρα
22. Νεράιδα
23. Τίποτα Δε Χάθηκε
24. Οι Τρεις Ανθοί
25. Αερικό
26. Παλιά Πληγή
27. Όταν Χαράζει
28. Το Γράμμα
29. Το Τραγούδι Του Μεθυσμένου
30. Ο Κήπος
31. Η Τράτα
32. Τα Ξωτικά
33. Να Βάλω Τα Μεταξωτά
34. Έπιασε Βροχή
35. Το Ζητιανόξυλο
36. Τρία Ρουμπαγιάτ
37. Δρόμο Άλλαξε Ο Αέρας
38. Η Καλύβα
39. Τα Παξιμάδια
40. Ανδρομέδα
41. Τσιγάρο Ατέλειωτο
42. Πριγκιπέσα
43. Άσε Τα Ψέματα
44. Τα Πάγια
45. Πεχλιβάνης
46. Διάφανος
47. Μιλώ Για Σένα
48. Η Ουρά Του Αλόγου
49. Στην Αμερική
50. Αποσπερίτης
51. Έρημα Κορμιά
52. Στην Κοιλάδα Των Τεμπών

* Φωτογραφίες: Κυριακή Ήμελλου

Οι... "300" ηρωικοί αναγνώστες