Τετάρτη 25 Μαΐου 2022

Για χιλιοστή φορά

Τα μπλογκ (υποτίθεται ότι) είναι διαδικτυακά ημερολόγια· αυτή τη λειτουργία πρωτίστως υπηρετεί και το παρόν, πάντα με την ελπίδα ότι τα περιεχόμενά του μπορεί να αφορούν και άλλους.

Το άνοιξα, νομίζω, αρχές του 2007 -άρα φέτος θα κλείσει τα 15 του-, και έκανα την πρώτη ανάρτηση τον Σεπτέμβρη εκείνης της χρονιάς. Η παρούσα είναι η χιλιοστή. Με πρόχειρα μαθηματικά, έκανα κατά μέσο όρο 66 αναρτήσεις ανά έτος, 5 ανά μήνα. Η πραγματική εικόνα, βέβαια, είναι αρκετά διαφορετική -είναι η πρώτη φορά που την παρατηρώ: ελάχιστες αναρτήσεις το '07, εξαπλάσιες το '08, διπλάσιες των τελευταίων την επόμενη χρονιά... Υπήρξε μια κορύφωση την τριετία 2014-2016, με άνω των 100 ανά χρονιά, και από εκεί και κάτω επήλθε μια σταδιακή μείωση, και επιστροφή στα μικρά νούμερα του ξεκινήματος. Εν ολίγοις, η μέχρι στιγμής συχνότητα αναρτήσεων ανά ημερολογιακό έτος έχει ακολουθήσει την γκαουσιανή καμπύλη. Για του λόγου το αληθές, σκρολάρετε προς τα κάτω και δείτε το στοιχείο "Αρχειοθήκη ιστολογίου", στα δεξιά.

Δεν το έχω ψάξει βαθύτερα, νομίζω, όμως, ότι όλοι αυτοί οι αριθμοί δεν λένε ακριβώς την αλήθεια. Κι αυτό γιατί εδώ δεν ποστάρω μόνο νέα κείμενα, αλλά προσπαθώ να συγκεντρώνω και όσα έγραψα -και γράφω- αλλού: στον Ορφέα, στο Mix Grill, στο Avopolis, στο MiC... Έτσι, οι πολλές αναρτήσεις είχαν να κάνουν με γνωστοποιήσεις και λινκ, και όχι με ορίτζιναλ περιεχόμενο. Κάτι μου λέει, δηλαδή, ότι η παρουσία μου εδώ υπήρξε πιο σταθερή απ' όσο υπονοούν τα στατιστικά στοιχεία.

Μίλαγα πριν μερικούς μήνες στο τηλέφωνο με τον αγαπημένο φίλο και συνεργάτη Χάρη Συμβουλίδη (εδώ το δικό του, εξαιρετικό μπλογκ), και του έλεγα ότι προσπαθούσα να διαβάσω για να δώσω κάποια λίγα μαθήματα που χρωστούσα για το δεύτερο πτυχίο μου. Μου είπε μπράβο που δεν τα παρατάω, κι ότι αυτή είναι μια πολύ μέταλ στάση, την οποία εκτιμά. Εγώ σχέση ιδιαίτερη με το μέταλ δεν έχω, αλλά η παρατήρηση του φίλου μου με χαροποίησε, και με έκανε να προσέξω κάποια στοιχεία που ήξερα ότι με χαρακτηρίζουν, αλλά δεν τα υπολόγιζα τόσο: την πίστη και την επιμονή.

Δεν τα παρατάει, λοιπόν, το δέντρο μοναχό. Θα συνεχίσει να ξεφουρνίζει ημερολογιακές καταγραφές στο ψηφιακό σύμπαν, αγαπώντας πάντα με πάθος τη μουσική, τη λογοτεχνία, το σινεμά... Και ό,τι ήθελε προκύψει.

* Η παρούσα ανάρτηση, και η ένδειξη στο κοντέρ που γράφει 319.279 επισκέψεις, αφιερώνονται στον άλλο αγαπημένο μου άνθρωπο, τον Χρήστο Χριστοδούλου, που με μύησε στον κόσμο των μπλογκ. Ελπίζω κάποια μέρα να ξανανοίξει το δικό του.

Τρίτη 24 Μαΐου 2022

Υπογραμμίσεις XXXIV: Bruce Chatwin

Καμιά φορά το να αφεθείς στην τύχη και την παρόρμηση μπορεί να σου βγει σε καλό. Δύσκολα θα επέλεγα το βιβλίο κάποιου που έχει χαρακτηριστεί ως "ταξιδιωτικός συγγραφέας" αν δεν βιαζόμουν· αν δεν έψαχνα κάτι μικρό να αρπάξω από τη βιβλιοθήκη φεύγοντας από το σπίτι.

Κι όμως, ο Bruce Chatwin (1940-1989), σε τούτο το ευσύνοπτο πόνημά του, καταθέτει μια σπιρτόζα ματιά, μια γεμάτη χιούμορ, ειρωνεία και διορατικότητα αφήγηση, μια παιγνιώδη διάθεση που γουστάρει το υπονοούμενο και τις επαμφοτερίζουσες διατυπώσεις.

Η έκδοση που έχω, από μια σειρά μυθιστορημάτων που κυκλοφόρησε η εφημερίδα Το Βήμα πριν μια δεκαπενταετία προς 5 ευρώ έκαστο, είναι ο ορισμός του απαράδεκτου, καθώς είναι γεμάτη από τυπογραφικά και ορθογραφικά λάθη· καμιά από τις λέξεις που δικαιούνταν δύο τόνους δεν τους πήρε τελικά... Η μετάφραση όμως είναι καλή, και το βιβλίο κυλάει νεράκι.

Πρέπει να είσαι μεγάλος μάστορας ώστε να κρατήσεις αμείωτο το ενδιαφέρον, αφηγούμενος τη ζωή ενός ψευτο-βαρώνου της Πράγας, που είχε κόλλημα με τις πορσελάνινες φιγούρες. Ακριβώς τέτοιος (φαίνεται πως) υπήρξε ο Chatwin στη σύντομη ζωή του.

[...] η Μάρτα κι ο Όρλικ κάθισαν μόνοι τους, δίπλα δίπλα, και παράγγειλαν στον ατημέλητο σερβιτόρο καπνιστό χοιρινό, κρέπες με τυρί και κρασί.

Στην άλλη άκρη του τραπεζιού, στεκόταν μια τεράστια βαλσαμωμένη αρκούδα, στηριγμένη στα πίσω πόδια, με το στόμα ορθάνοιχτο και τα μπροστινά πόδια τεντωμένα -που την είχε τοποθετήσει εκεί κάποιος που προφανώς διέθετε χιούμορ για να υπενθυμίζει στην πελατεία τον αδερφικό προστάτη της χώρας τους. Στη βάση, μια μπρούντζινη επιγραφή πληροφορούσε ότι την είχε σκοτώσει ένας βοημός βαρόνος, όχι στα όρη Τάρτρα ούτε και στα Καρπάθια, αλλά στο Γιούκον του Καναδά, το 1926. Η αρκούδα ήταν γκρίζλι.

Μετά από κάνα δυο ποτήρια τοκάι, η Μάρτα είχε εμφανώς σταματήσει να κλαίει το νεκρό εργοδότη της. Μετά τα τέσσερα ποτήρια, με ένα ειρωνικό χαμόγελο στο στόμα, φώναζε δυνατά: "Στην υγειά της Αρκούδας!... Στην υγειά της Αρκούδας!"
-----
Μου απάντησε πως η Πράγα εξακολουθούσε να είναι η πιο μυστηριώδης ευρωπαϊκή πόλη, όπου το υπερφυσικό αποτελούσε πάντα πιθανό ενδεχόμενο. Η ροπή των Τσέχων "να υποτάσσονται" σε ανώτερες δυνάμεις δεν αποτελούσε αναγκαστικά αδυναμία. Μάλλον η μεταφυσική άποψη που είχαν για τη ζωή τους ωθούσε να βλέπουν την επιβολή της δύναμης ως κάτι το εφήμερο.

"Θα μπορούσα βέβαια να σε στείλω σ' ένα σωρό διανοούμενους. Ποιητές, ζωγράφους, σκηνοθέτες του κινηματογράφου", είπε. Με την προϋπόθεση πως θα μπορούσα να αντιμετωπίσω ατέλειωτα κλαυθμυρίσματα για το ρόλο του καλλιτέχνη στα απολυταρχικά καθεστώτα ή αν επιθυμούσα να πάω σε κάποιο πάρτυ που θα κατέληγε σε παρτούζα.

Διαμαρτυρήθηκα. Δεν νόμιζε πως υπερβάλλει;

"Όχι", είπε κουνώντας το κεφάλι. "Δεν νομίζω".

Θα ήταν ο τελευταίος που θα κακολογούσε κάποιον που κινδυνεύει να πάει καταναγκαστικά έργα γιατί δημοσίευσε ένα ποίημα σε ξένη εφημερίδα. Αλλά, κατά την άποψή του, οι πραγματικοί ήρωες αυτής της αφόρητης κατάστασης ήταν άνθρωποι που δεν έβγαζαν άχνα εναντίον του Κόμματος ή του Καθεστώτος -και εντούτοις έμοιαζαν να έχουν κλεισμένο μέσα στο μυαλό τους ολόκληρο το δυτικό πολιτισμό.

"Η σιωπή τους αποτελεί τελεσίδικη ύβρη κατά του Καθεστώτος, γιατί κάνουν σαν να μην υπάρχει".

Πού αλλού θα έβρισκε κανείς, όπως είχε βρει εκείνος, έναν εισπράκτορα του τραμ που να είναι βαθύς γνώστης του Ελισαβετιανού Θεάτρου; Ή έναν οδοκαθαριστή που να έχει γράψει φιλοσοφικά σχόλια στα Αποσπάσματα του Αναξίμανδρου;

Τελειώνοντας, παρατήρησε πως το όραμα του Μαρξ για μια εποχή ατέλειωτης αργίας, είχε, κατά κάποιο τρόπο, βγει αληθινό. Το Καθεστώς, στην προσπάθειά του να σβήσει κάθε "ίχνος ατομικισμού", προσέφερε στο νοήμον άτομο απεριόριστο χρόνο να ονειρευτεί τις ιδιωτικές και αιρετικές του σκέψεις.
-----
"Το αντικείμενο που βρίσκεται στη βιτρίνα ενός μουσείου [...] είναι αναγκασμένο να υφίσταται την αφύσικη κατάσταση του ζώου που ζει σε ζωολογικό κήπο. Σε οποιοδήποτε μουσείο το αντικείμενο πεθαίνει -από έλλειψη αέρα κι από τα βλέμματα του κοινού- ενώ η ιδιόκτητη συλλογή παρέχει στον ιδιοκτήτη το δικαίωμα και την ανάγκη της αφής. Όπως το μικρό παιδί απλώνει το χέρι να πιάσει το αντικείμενο που ονοματίζει, έτσι και ο ένθερμος συλλέκτης, με βλέμμα που βρίσκεται σε αρμονία με την αφή, αποκαθιστά στο αντικείμενο το ζωοδοτικό άγγιγμα του κατασκευαστή του. Ο εχθρός του συλλέκτη είναι ο έφορος μουσείων. Σε ιδανικές συνθήκες, θα έπρεπε τα μουσεία να λεηλατούνται κάθε πενήντα χρόνια κι οι συλλογές τους να κυκλοφορούν ελεύθερα..."
-----
Πολιτικά, ο Ουτς ήταν ουδέτερος. Υπήρχε μια άτολμη πλευρά στο χαρακτήρα του που τον έκανε να ανέχεται όλες τις ιδεολογίες, φτάνει να τον άφηναν στην ησυχία του. Υπήρχε και μια ξεροκέφαλη πλευρά που τον έκανε να μην ανέχεται τις φοβέρες. Απεχθανόταν τη βία, αλλά χαιρόταν με τις θεομηνίες που γέμιζαν την αγορά με καινούρια έργα τέχνης. "Οι πόλεμοι, τα πογκρόμ και οι επαναστάσεις", συνήθιζε να λέει, "αποτελούν εξαιρετικές ευκαιρίες για τον συλλέκτη".
-----
Ως πολίτης του Ράιχ δέχτηκε την προσάρτηση της Σουδητίας, αν και χωρίς ενθουσιασμό. Ωστόσο, η κατοχή της Πράγας τον έκανε να συνειδητοποιήσει ότι ο Χίτλερ σύντομα θα εξαπέλυε πόλεμο κατά της Ευρώπης. Συνειδητοποίησε ακόμα, με βάση την αρχή ότι οι εισβολείς πάντοτε την παθαίνουν, πως η Γερμανία στο τέλος θα έχανε.
-----
Η Επανάσταση, βέβαια, όριζε την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας, χωρίς ποτέ να προσδιορίζει τα λεπτά όρια ανάμεσα στην ιδιοκτησία (που ήταν βλαβερή για την κοινωνία) και τα αγαθά οικιακής χρήσεως (που δεν ήταν). Ο πίνακας ενός μεγάλου ζωγράφου θα μπορούσε να καταταχθεί στον εθνικό πλούτο, και να δημευτεί -και υπήρχαν οικογένειες στην Πράγα που φύλαγαν τους Ματίς και τους Πικάσο τους τυλιγμένους μέσα στα δοκάρια του ματώματος. Αλλά η πορσελάνη; Την πορσελάνη μπορούσε κάλλιστα να την κατατάξει κανείς στα πιατικά του σπιτιού. Επομένως, εφόσον δεν έβγαινε λαθραία από τη χώρα, θεωρητικά δεν είχε καμιάν αξία. Αν άρχιζαν να κάνουν κατάσχεση σε πήλινα αγαλματάκια, η ιστορία θα μπορούσε να καταντήσει εφιάλτης για τις διοικητικές υπηρεσίες:

"Φαντάσου να αρχίσεις να κάνεις κατάσχεση στα άπειρα γύψινα αγαλματάκια του Λένιν..."
-----
Ο κατάλογος ήταν πολύγλωσσος: στα τσέχικα, τα ρώσικα, τα γερμανικά, τα γαλλικά και τα αγγλικά. Αλλά ο συντάκτης της αγγλικής σελίδας είχε κάνει λάθος, κι αντί για "carp" (κυπρίνος) είχε γράψει "crap" (σκατά). Με την επικεφαλίδα ΣΚΑΤΑ, ο κατάλογος περιλάμβανε "Σκατά σούπα με πάπρικα", "Σκατά γεμιστά", "Σκατά με μπύρα", "Σκατά τηγανιτά", "Σκατά κεφτεδάκια", "Σκατά a la juive"...
-----
Ομολόγησε πως τον είχε μαγέψει η ζωτικότητα της μύγας. Ήταν του συρμού στους συναδέλφους του εντομολόγους -και ιδίως στα μέλη του Κόμματος- να επικροτούν τη συμπεριφορά των κοινωνικών εντόμων: του μυρμηγκιού, της μέλισσας, της σφήκας και άλλων ειδών των Υμενοπτέρων, τα οποία οργανώνονται σε πειθαρχημένες κοινωνίες.

"Η μύγα όμως", είπε ο Όρλικ, "είναι αναρχική".

"Σσστ! έκανε ο Ουτς. "Μη λες αυτή τη λέξη!"

"Ποια λέξη;"

"Αυτή τη λέξη".

"Ναι! Ναι!", ο Όρλικ ανέβασε τη φωνή μια οκτάβα πιο πάνω. "Θα τη λέω. Η μύγα είναι αναρχική. Έχει ανεξάρτητο χαρακτήρα. Η μύγα είναι ένας Δον Ζουάν".

Τα τέσσερα παχιά μέλη του Κόμματος, προς τα οποία απευθυνόταν αυτό το ξέσπασμα, ήταν πάρα πολύ απασχολημένα για να πάρουν χαμπάρι: ξερογλείφονταν περιμένοντας να φάνε και τη δεύτερη πέστροφα που τους καθάριζε εκείνη τη στιγμή ο σερβιτόρος βγάζοντας από το ψάρι τη ραχοκοκαλιά και το μπλε του δέρμα.

"Δεν ανήκω στο Λαό", είπε ο Όρλικ. "Έχω αριστοκρατικό αίμα".
-----
"Ο τυραννισμένος γίγαντας", πρόσθεσε χωρίς πεποίθηση, "είναι το έμβλημα του κατατρεγμένου λαού μας".

Παρατήρησα αστειευόμενος πως η αγάπη για τους γίγαντες αποτελεί συνήθως σύμπτωμα παρακμής: η εποχή εκείνη που έχει κάνει ιδανικό της τον Ηρακλή Φαρνέζε είναι σίγουρο ότι θα έχει κακό τέλος.

Ο Ουτς μου ανταπάντησε με την ιστορία του Φρειδερίκου Γουλιέλμου της Πρωσίας, ο οποίος είχε κάνει κάποτε συλλογή πραγματικών γιγάντων -σχεδόν διανοητικά καθυστερημένοι οι περισσότεροι- για να πυκνώσει τις τάξεις των Γρεναδιέρων του Πότσνταμ.
-----
Όλοι αυτοί οι μύθοι άφηναν τελικά να εννοηθεί ότι ο κατασκευαστής του γκόλεμ έχει γίνει γνώστης των απόκρυφων μυστικών: αλλά, με τον τρόπο αυτό, παραβιάζει το Θείο Νόμο. Μια μορφή κατασκευασμένη από τον άνθρωπο αποτελεί βλασφημία. Το γκόλεμ, και μόνο με την παρουσία του, εξέπεμπε μια προειδοποίηση κατά της ειδωλολατρίας -και εκλιπαρούσε επίμονα να το καταστρέψουν.

"Θα λέγατε λοιπόν", ρώτησα, "πως η συλλογή έργων τέχνης αποτελεί ειδωλολατρική πράξη;"

"Ja! Ja!", έκανε χτυπώντας το στήθος του. "Και βέβαια! Και βέβαια! Γι' αυτό ακριβώς εμείς οι Εβραίοι... και σ' αυτό το ζήτημα θεωρώ τον εαυτό μου Εβραίο... είμαστε τόσο καλοί σ' αυτό! Γιατί είναι απαγορευμένο...! Γιατί είναι αμαρτία...! Γιατί είναι επικίνδυνο...!"
-----
Εκείνη άρχισε να αδειάζει το καλάθι της κι ο Ουτς άρχισε να σκέφτεται το πράγμα διαφορετικά. Ζαλιζόταν από την πείνα. Μήπως την είχε παρεξηγήσει;  Ίσως να του προσέφερε κάτι.

Είχε ετοιμάσει ένα χαμόγελο ευγνωμοσύνης για όταν θα 'ρχόταν η ώρα. Κι ύστερα, σαν σκύλος δίπλα στο τραπέζι του αφέντη του, την παρακολούθησε να καταβροχθίζει δυο σφιχτά αυγά, ένα σνίτσελ, ένα σάντουιτς με ζαμπόν, μισό κρύο κοτόπουλο και μερικές φέτες λουκάνικο με σκόρδο. Τα βοήθησε να κατέβουν κάτω όλ' αυτά μ' ένα μπουκάλι μπύρα, πλατάγισε τα χείλη της και συνέχισε, αφηρημένη, να χώνει ανάμεσά τους φέτες μαύρο ψωμί.
-----
[...] αναλογίστηκε την παράλογη κατάσταση στην οποία βρισκόταν. Να τος κι αυτός, ένας ακόμα μεσήλικας, κεντροευρωπαίος πρόσφυγασ που περιφερόταν ανερμάτιστος μέσα σ' έναν εχθρικό κόσμο. Και το χειρότερο, ο πιο άχρηστος απ' όλους τους πρόσφυγες, ένας εστέτ!
-----
Κοίταξε πάλι, γεμάτος ζήλεια, τους ανθρώπους που έκαναν πικνίκ στην απέναντι όχθη. Μια νεαρή μητέρα έτρεξε να σώσει το παιδί της, που είχε μπουσουλίσει ως την άκρη της ποταμιάς. Θα του άρεσε να ήταν μαζί τους: να μοιραστεί τις χοντροφτιαγμένες σπιτικές πίτες τους που σίγουρα θα είχαν κάποια γεύση! Ή μήπως είχε χάσει τη γεύση του;

Ο λογαριασμός ήταν μεγαλύτερος απ' ό,τι περίμενε. Έφυγε κακοδιάθετος. Ένιωθε φουσκωμένος, και λίγο ζαλισμένος.

Και είχε καταλήξει σ' ένα θλιβερό συμπέρασμα: ότι η τρυφηλή ζωή είναι τρυφηλή μόνο κάτω από αντίξοες συνθήκες.
-----
Όσο πιο πολύ εξέταζε τα διάφορα ενδεχόμενα, τόσο πιο καθαρή του φαινόταν η λύση. Όχι πως θα 'ταν ευτυχισμένος στην Τσεχοσλοβακία. Θα τον παρενοχλούσαν, θα τον απειλούσαν, θα τον προσέβαλλαν. Θα 'πρεπε να σουρθεί σαν το σκουλήκι. Θα 'πρεπε να συμφωνεί με κάθε τους λέξη. Θα μιλούσε με τον ασυνάρτητο, ασύντακτο ρητορικό τρόπο που χρησιμοποιούσαν εκείνοι. Θα μάθαινε "να ζει μέσα στο ψέμα".

Η Πράγα όμως ήταν μια πόλη που ταίριαζε στη μελαγχολική του ψυχοσύνθεση. Το μόνο που μπορούσε να επιθυμήσει κανείς σε τέτοιους καιρούς ήταν μια κατάσταση ήσυχης μελαγχολίας! Και για πρώτη φορά ένιωσε, χωρίς ιδιαίτερη προθυμία, κάποιο θαυμασμό για τους Τσέχους συμπατριώτες του: όχι για την απόφασή τους να ψηφίσουν μαρξιστική κυβέρνηση... Και οι βλάκες το 'χαν καταλάβει πια πως μαρξισμός ήταν μια φιλοσοφία όλο ελιγμούς! Εκείνο που θαύμαζε ήταν η λιτότητα της επιλογής τους.
-----
Όλοι στην αγορά γελούσαν, παζάρευαν, έδιναν, έπαιρναν, αποδεικνύοντας πέρα από κάθε αμφιβολία, ό,τι και να 'λεγαν οι ζηλωτές του συστήματος, πως το εμπόριο ήταν από τις πιο φυσικές και ευχάριστες απολαύσεις της ζωής, που δεν μπορούσε κανείς να την καταργήσει όπως δεν μπορούσε να καταργήσει και τον έρωτα...
-----
Κοίταξε εξεταστικά το πεισματάρικο μικρό του στόμα, και είπε, "Όχι!"

Δεν θ' ακολουθούσε κι αυτός το ρεύμα της προσφυγιάς. Δεν θα καθόταν να παραπονιέται μέσα σε νοικιασμένα δωμάτια. Ήξερες πως όσο ολέθρια ήταν η κομμουνιστική ρητορεία, άλλο τόσο ήταν και η αντικομμουνιστική. Δεν θα εγκατέλειπε την πατρίδα του. Δεν θα τους έκανε τη χάρη!
-----
Γύρω στα τέλη του Απρίλη, η δυσφορία του για το καθεστώς έφτανε σε σημείο βρασμού: για την ανικανότητά του, και τίποτα περισσότερο -το θεωρούσε κοινοτοπία να παραπονιέται για την κολεκτιβοποίηση.
-----
Στο γνωστό γαλάζιο δωμάτιο, ο δόκτωρ Φραγκφούρτερ ξετύλιξε το αντικείμενο από τα αλλεπάλληλα χαρτιά μέσα στα οποία ήταν τυλιγμένο, και το ακούμπησε στην κομόντ, με το σεβασμό ιερέα που επιδεικνύει το Άγιο Δισκοπότηρο. Ο Ουτς με το ζόρι κρατήθηκε να μη συγκρίνει τη μαργαριταρένια του λάμψη με την τραχιά επιδερμίδα του εμπόρου. Έτσι ήταν όμως η ζωή! Οι ασχημότεροι άνθρωποι αγαπούσαν τα ωραιότερα πράγματα.
-----
Ο Λάιμπνιτς -που είχε την πεποίθηση ότι αυτός ο κόσμος είναι ο καλύτερος που υπάρχει- πίστευε ότι η πορσελάνη είναι το καλύτερο υλικό του κόσμου τούτου.
-----
Το έβρισκε ανόητο να προβάλλουμε σε παλαιότερες εποχές τις υλιστικές ανησυχίες της δικής μας εποχής. Η αλχημεία, με εξαίρεση τους πιο κοινούς εφαρμοστές της, δεν υπήρξε ποτέ μια τεχνική για τον αέναο πολλαπλασιασμό του πλούτου. Ήταν μυστικιστική άσκηση. Η αναζήτηση του χρυσού και η αναζήτηση της πορσελάνης αποτελούσαν τις δυο όψεις του ενός και μοναδικού νομίσματος: την ανακάλυψη της ουσίας της αθανασίας.
-----
Οι κινέζοι αλχημιστές [...] δίδασκαν πως ο χρυσός είναι "το σώμα των θεών". Οι Χριστιανοί, με τη μανία τους να απλουστεύουν τα πάντα, τον εξομοίωσαν με το Σώμα του Χριστού: την τέλεια, αναλλοίωτη ουσία, ένα ελιξίριο που μπορούσε να σε τραβήξει από τα Σαγόνια του Θανάτου.
-----
Τα αντικείμενα [...] είναι ανθεκτικότερα απ' τους ανθρώπους. Τα αντικείμενα είναι ο αναλλοίωτος καθρέφτης μέσα στον οποίο βλέπουμε τον εαυτό μας να αποσυντίθεται. Τίποτε δεν σε γερνάει περισσότερο από μια συλλογή έργων τέχνης.
-----
Και καθώς ο Ουτς στριφογύριζε το αγαλματάκι στο φως του κεριού, συνειδητοποίησα πως είχα κάνει λάθος στην εκτίμησή μου γι' αυτόν. Συνειδητοποίησα ότι χόρευε κι ο ίδιος. Ότι, γι' αυτόν, ο πραγματικός κόσμος ήταν αυτός εδώ ο κόσμος με τα πορσελάνινα ανθρωπάκια. Κι ότι, δίπλα σ' αυτά, η Γκεστάπο, η Μυστική Αστυνομία, κι άλλοι τέτοιοι χούλιγκανς ήταν απλοί τενεκέδες. Και τα γεγονότα αυτού του ζοφερού αιώνα -οι βομβαρδισμοί, οι "Blitzkrieg", τα στρατιωτικά πραξικοπήματα, οι εκκαθαρίσεις- αποτελούσαν για κείνον, μακρινούς ενοχλητικούς θορύβους.
-----
[...] πάντοτε η ιστορία μάς δείχνει το μέλλον, και είναι πάντα γεμάτη καπρίτσια και εκπλήξεις. Το μέλλον, αυτό καθαυτό, είναι νεκρή περιοχή γιατί προς το παρόν δεν υπάρχει.
-----
Οι Τυρρανίδες στήνουν από μόνες τους το θάλαμο της αντήχησής τους. Έναν κενό χώρο όπου συγκεχυμένα σήματα βουίζουν άσκοπα. Όπου κάποιος ψίθυρος ή υπαινιγμός προκαλεί τον πανικό: και έτσι, τελικά, ο μηχανισμός της καταστολής το πιθανότερο είναι να διαλυθεί, όχι με πόλεμο ούτε μ' επανάσταση, αλλά από έναν ανεπαίσθητο θόρυβο, ή τη φωνή των φύλλων που πέφτουν...
-----
Όταν κανείς αναπλάθει μια ιστορία, όσο πιο άγριο είναι το κυνηγητό, τόσο πιθανότερο είναι να οδηγήσει σε κάποιο αποτέλεσμα.
-----
Ή μήπως επρόκειτο για περίπτωση εικονοκλασίας; Μήπως, παράλληλα με την τάση να λατρεύουμε τις εικόνες -πράγμα που ο Μπωντλαίρ αποκαλούσε "μοναδικό μου, πρωτόγονό μου πάθος"- υπάρχει και μια αντίρροπη τάση να τις κάνουμε θρύψαλα; Μήπως οι εικόνες, πράγματι, απαιτούν από μόνες τους την καταστροφή τους;

Bruce Chatwin, Ουτς, μετάφραση Τερέζας Βεκιαρέλη, εκδόσεις Το Βήμα Βιβλιοθήκη, 2007 (πρώτη έκδοση 1988)

Πέμπτη 5 Μαΐου 2022

Gimme 10: Οι φιλοξενούμενοι XXXVIII

Ιδού ακόμη πέντε συμμετοχές καλλιτεχνών, που φιλοξενήθηκαν στη στήλη Gimme 10, την οποία επιμελούμαι στο Mix Grill από το 2009. Εδώ βρισκόμαστε στους πρώτους μήνες του 2016.





Οι... "300" ηρωικοί αναγνώστες