Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2020

Υπογραμμίσεις XXX: Stephen King (IX)

Τον καιρό που ήμουν στη Σαντορίνη είχα βάλει στόχο να διαβάζω ένα βιβλίο τον μήνα. Ίσως το πέτυχα κάποιους μήνες, αλλά τους περισσότερους όχι. Όσο για το 2020, αυτό, μαζί με όλα τα άλλα, πήρε και σήκωσε και αυτή μου την προσπάθεια: η ελληνική έκδοση του Firestarter ήταν μόλις το 5ο βιβλίο που έπιασα στα χέρια μου και ολοκλήρωσα μέσα στη χρονιά.

Την ίδια τύχη ενδεχομένως θα έχει και η προσπάθειά μου να βουλώσω με χρονολογική σειρά τις θεόρατες τρύπες που έχω στη βιβλιογραφία του Stephen King. Π.χ. θα έπρεπε να διαβάσω πρώτα το Rage (1977), το οποίο όμως έχει αποσυρθεί από την κυκλοφορία, ως γνωστόν. Ή θα έπρεπε να ξαναπιάσω το Night Shift (1978), τώρα που εκδόθηκε ξανά στα ελληνικά. Τέλος πάντων, το επόμενο στη σειρά, από εκείνα που δεν είχα διαβάσει, ήταν η Πύρινη Οργή.

Έχω ξαναγράψει για τις διαφορές του "νέου" King, σε σχέση με τον "γέρο". Προτιμώ σαφώς τον δεύτερο, τον έμπειρο, τον σοφό. Ο άλλος, παρότι είναι καλός μάστορας, κάποιες φορές σκοντάφτει, δεν ξέρει να αποφύγει το επουσιώδες, ή να το ντύσει έστω πιο μαστόρικα, για να το περάσει ως απαραίτητο.

Δεν τίθεται θέμα: το απόλαυσα και αυτό το έργο του. Απλώς το ένιωσα να κάνει και μια εμφανή κοιλιά. Δεν βοήθησε και η κάπως... ανέμελη επιμέλεια, που άφηνε άχαρες κάποιες εκφράσεις και προτάσεις. Είναι ένα θέμα αυτό, που νιώθω ότι επιμένει στις νέες εκδόσεις του Κλειδάριθμου.

Κατά τα άλλα, βρίσκει κανείς εδώ πολύ ψωμί σε ό,τι αφορά κάποια από τα αγαπημένα θέματα του συγγραφέα: η εξουσία και οι μέθοδοί της, η ευθύνη του ταλέντου, η σχετικότητα του καλού και του κακού είναι μόνο κάποια από αυτά.

Ανασηκώθηκε αργά, σκουπίζοντας τα τελευταία της δάκρυα. Μέσα στο σκοτάδι, το πρόσωπό της θύμιζε ωχρό φεγγαράκι. Καθώς την κοιτούσε, ένιωσε μια μαχαιριά ενοχών. Θα έπρεπε να βρίσκεται χωμένη αναπαυτικά στο κρεβατάκι της σε κάποιο σπίτι με σταθερά μειούμενο στεγαστικό δάνειο, με ένα αρκουδάκι στην αγκαλιά, έτοιμη να επιστρέψει στο σχολείο το επόμενο πρωί και να αγωνιστεί για τον Θεό, την πατρίδα και τη δευτέρα δημοτικού. Αντ' αυτού, στεκόταν στη λωρίδα έκτακτης ανάγκης ενός αυτοκινητόδρομου στα βόρεια της Νέας Υόρκης, στη μία και τέταρτο το πρωί, κυνηγημένη, γεμάτη ενοχές επειδή είχε κληρονομήσει κάτι από τη μητέρα και τον πατέρα της -κάτι που δεν το είχε ορίσει η ίδια, όπως ακριβώς είχε συμβεί και με το χρώμα των ματιών της. Πώς εξηγείς σ' ένα επτάχρονο ότι ο μπαμπάς και η μαμά χρειάστηκαν κάποτε διακόσια δολάρια και οι άνθρωποι με τους οποίους συνεννοήθηκαν είπαν ότι δεν υπήρχε πρόβλημα αλλά έλεγαν ψέματα;
-----
"Η ζωή είναι λίγη και ο πόνος πολύς και βρισκόμαστε στη γη για να βοηθάμε ο ένας τον άλλο."
-----
Τους κυνηγούσαν εδώ κι έναν χρόνο περίπου. Ήταν σχεδόν αδύνατο να το πιστέψεις, ίσως επειδή δεν έμοιαζε και τόσο με κυνήγι, τουλάχιστον για το διάστημα που ήταν στο Πορτ Σίτι της Πενσυλβάνια και ήταν υπεύθυνος του προγράμματος Αντίο Βάρος. Η Τσάρλι πήγαινε σχολείο στο Πορτ Σίτι, και πώς ήταν δυνατόν να νιώθεις κυνηγημένος όταν είχες σταθερή δουλειά και η κόρη σου πήγαινε στην πρώτη δημοτικού;
-----
Ο Καπ έγειρε πίσω, έπλεξε τα δάχτυλά του και κοίταξε στην άλλη άκρη του γραφείου, τη φωτογραφία του Τζορτζ Πάτον στον τοίχο. Ο Πάτον στεκόταν με τα πόδια ανοιχτά στον πύργο ενός άρματος μάχης, λες και ήταν ο Τζον Γουέιν ή κάτι τέτοιο. "Η ζωή είναι σκληρή αν φανείς λιπόψυχος", είπε στη φωτογραφία του Πάτον και ήπιε μια γουλιά καφέ.
-----
Περπατούσε με αργό, επίσημο τρόπο, που του προσέδιδε ένα περίεργο είδος αξιοπρέπειας, και η αναμφισβήτητη αξιοπρέπεια είναι σπάνιο χαρακτηριστικό σ' έναν άνθρωπο. Ο Καπ, που είχε πρόσβαση στους ιατρικούς φακέλους όλων των πρακτόρων του Πρώτου Τομέα, γνώριζε ότι το αξιοπρεπές βάδισμα του Άλμπερτ ήταν σκέτη απάτη· υπέφερε πολύ από αιμορροΐδες, γι' αυτό και είχε κάνει δύο εγχειρήσεις. Είχε αρνηθεί την τρίτη, επειδή πιθανόν να τον ανάγκαζε να έχει μονίμως στερεωμένο στο πόδι του έναν σάκο κολοστομίας για το υπόλοιπο της ζωής του. Το αξιοπρεπές βάδισμά του πάντα έκανε τον Καπ να σκέφτεται το παραμύθι με τη γοργόνα που ήθελε να γίνει γυναίκα και το τίμημα που πλήρωσε για να αποκτήσει πόδια. Ο Καπ φανταζόταν ότι και το δικό της βάδισμα μάλλον θα ήταν αξιοπρεπές.
-----
"[...] Μιλάμε για την υπόφυση, πλοίαρχε Χόλιστερ. Με εξελικτικούς όρους, πρόκειται για τον παλαιότερο ενδοκρινή αδένα στο ανθρώπινο σώμα. Στα αρχικά στάδια της εφηβείας, διοχετεύει το πολλαπλάσιο του βάρους του σε αδενικές εκκρίσεις στο κυκλοφοριακό μας σύστημα. Πρόκειται για έναν εξαιρετικά σημαντικό αδένα, για έναν τρομακτικά μυστηριώδη αδένα. Αν πίστευα ότι ο άνθρωπος έχει ψυχή, πλοίαρχε Χόλιστερ, θα έλεγα ότι εδρεύει στην υπόφυση."
-----
"Όμως ακόμα και οι αναλύσεις του υπολογιστή σας υποδηλώνουν ότι η μικρή ξεπερνάει το σύμπλεγμά της, πλοίαρχε Χόλιστερ. Διαθέτει την αξιοζήλευτη ικανότητα να το κάνει. Είναι μικρή σε ηλικία και το σύμπλεγμα δεν έχει προλάβει να κατακάτσει και να πήξει σαν τσιμέντο. Άλλωστε έχει και τον πατέρα της! Καταλαβαίνεις τη σημασία αυτού του απλού δεδομένου; Όχι, δεν την καταλαβαίνεις. Ο πατέρας είναι η φιγούρα εξουσίας. Κρατάει τα ψυχικά ηνία κάθε καθήλωσης του κοριτσιού. Στοματική, πρωκτική, γενετήσια· πίσω από καθεμία, σαν σκιώδης μορφή πίσω από μια κουρτίνα, βρίσκεται η πατρική-εξουσιαστική φιγούρα. Για το κορίτσι-παιδί είναι σαν τον Μωυσή· οι νόμοι είναι οι δικοί του νόμοι -αν και η μικρή δεν γνωρίζει από πού τους παρέλαβε- και εκείνος τους εφαρμόζει. Είναι ίσως ο μόνος άνθρωπος σε ολόκληρο τον κόσμο που μπορεί να άρει το μπλοκάρισμα. Τα συμπλέγματά μας, πλοίαρχε Χόλιστερ, πάντα μας προκαλούν τη μεγαλύτερη οδύνη και ψυχική αναστάτωση όταν εκείνοι που μας τα προκάλεσαν πεθαίνουν, καθιστώντας αδύνατο τον διαπληκτισμό... και τη λύτρωση."
-----
"Αγόρασα ένα ψηφιακό ρολόι Seiko από τη μαύρη αγορά της Βενετίας. Είναι συναρπαστικό. Με μικρούς μαύρους αριθμούς που αλλάζουν διαρκώς. Ένα επίτευγμα της τεχνολογίας. Πολλές φορές σκέφτομαι, Καπ, ότι στο Βιετνάμ πολεμήσαμε όχι για να νικήσουμε αλλά για να πραγματοποιήσουμε τεχνολογικά επιτεύγματα. Πολεμήσαμε προκειμένου να δημιουργήσουμε το φτηνό ψηφιακό ρολόι χειρός, το ηλεκτρονικό πινγκ πονγκ που το συνδέεις στην τηλεόραση του σπιτιού, το κομπιουτεράκι τσέπης. Τα βράδια, κοιτάζω το καινούριο μου ρολόι μέσα στο σκοτάδι. Μου λέει ότι πλησιάζω όλο και πιο κοντά στον θάνατο, ένα δευτερόλεπτο τη φορά. Πρόκειται για θετική είδηση."
-----
"Μπαμπά, όταν άρχισα να πηγαίνω σχολείο, μου είπες να μην μπαίνω ποτέ σε αυτοκίνητα αγνώστων." Είχε φορέσει το βρακάκι της και την πράσινη μπλούζα της και τον κοιτούσε με απορία.

Ο Άντι σηκώθηκε από το κρεβάτι, πήγε κοντά της και την έπιασε από τους ώμους. "Μερικές φορές ένας διάβολος που δεν τον ξέρεις είναι προτιμότερος από εκείνον που ξέρεις", της είπε.
-----
Καθώς στέκονταν στο πλάι του δρόμου, αισθανόταν εκτεθειμένος, σαν τους φυλακισμένους με τη ριγέ στολή στα κινούμενα σχέδια. Σταμάτα, σκέφτηκε. Σε λίγο θ' αρχίσεις να νομίζεις ότι βρίσκονται παντού -ένας πίσω από κάθε δέντρο και ένα τσούρμο πίσω από τον επόμενο λόφο. Κάποιος δεν είχε πει ότι η απόλυτη παράνοια και η απόλυτη επίγνωση είναι ένα και το αυτό;
-----
Είχε περάσει σχεδόν ένας χρόνος από τότε που τους καταδίωκαν, και ο Άντι αιφνιδιάστηκε όταν ένιωσε μια αλλόκοτη αίσθηση ανακούφισης, εκτός από τον έντονο φόβο του. Είχε ακούσει ότι ακόμα και στην πιο ακραία κατάσταση, ακόμα κι ένας λαγός στρέφεται μερικές φορές και αντικρίζει τα σκυλιά, επιστρέφοντας σε κάποια πρότερη, λιγότερο μαλθακή περίοδο της φύσης του, ελάχιστα δευτερόλεπτα πριν τον ξεσκίσουν με τα σαγόνια τους.
-----
"Δεν υπάρχει λόγος να βάζεις τέτοια εμπόδια στον εαυτό σου. Θα κάνεις αυτό που πρέπει. Θα κάνεις ό,τι καλύτερο μπορείς. Και τίποτα παραπάνω. Πιστεύω πως το μόνο πράγμα που αρέσει πραγματικά στον Θεό αυτού του κόσμου είναι να ταλαιπωρεί όσους λένε τη λέξη "ποτέ"."
-----
Εκτός από τα παπούτσια, ο Τζον Ρέιμπερντ ενδιαφερόταν μόνο για δύο πράγματα. Το ένα ήταν ο θάνατος. Ο δικός του θάνατος, φυσικά· προετοιμαζόταν για το αναπόφευκτο εδώ και τουλάχιστον είκοσι χρόνια. Το να σπέρνει τον θάνατο ήταν ανέκαθεν η δουλειά του και η μόνη τέχνη στην οποία διέπρεπε. Όσο μεγάλωνε, το ενδιαφέρον του για τον θάνατο γινόταν όλο και πιο έντονο, με τον ίδιο τρόπο που ένας καλλιτέχνης ενδιαφέρεται όλο και πιο πολύ για τα χαρακτηριστικά και τα επίπεδα του φωτός και ένας συγγραφέας "ψηλαφίζει" έναν χαρακτήρα και τις αποχρώσεις του σαν τυφλός που διαβάζει τον κώδικα Μπράιγ. Ουσιαστικά εκείνο που τον ενδιέφερε περισσότερο ήταν η αναχώρηση... η εκπνοή της ψυχής... η έξοδος από το σώμα και από εκείνο που οι άνθρωποι χαρακτηρίζουν ζωή και το πέρασμα σε κάτι άλλο. Πώς ένιωθες όταν ξεγλιστρούσες; Σκεφτόσουν ότι ήταν ένα όνειρο και κάποια στιγμή θα ξυπνούσες; Έβλεπες τον Διάβολο του Χριστιανισμού να σε περιμένει με το δικράνι του, έτοιμος να το μπήξει στην ψυχή σου που ούρλιαζε και να τη μεταφέρει στα βάθη της Κόλασης σαν ένα κομμάτι κρέας από σις κεμπάπ; Ένιωθες κάποια χαρά; Καταλάβαινες ότι χανόσουν; Τι έβλεπαν άραγε τα μάτια των ετοιμοθανάτων;

Ο Ρέινμπερντ ήλπιζε ότι θα είχε την ευκαιρία να το διαπιστώσει από πρώτο χέρι. Στη δουλειά του, ο θάνατος συχνά ήταν γρήγορος και αναπάντεχος, κάτι που συνέβαινε πριν προλάβεις να βλεφαρίσεις. Ήλπιζε πως όταν έφτανε η στιγμή να πεθάνει ο ίδιος, θα είχε χρόνο να προετοιμαστεί και να νιώσει τα πάντα. Όλο και πιο συχνά τώρα τελευταία παρατηρούσε τα πρόσωπα όσων σκότωνε, προσπαθώντας να δει το μυστικό στα μάτια τους.

Ο θάνατος τον ενδιέφερε.
-----
[...] ο θάνατος επιστρέφει διαρκώς στο μυαλό σου από διαφορετικές πλευρές και διαφορετικές οπτικές γωνίες. Προσπαθείς να το αποφύγεις, δοκιμάζεις να προστατευτείς από τη μία πλευρά και το γεγονός εμφανίζεται μπροστά σου από την άλλη. Ο θάνατος μοιάζει με παίκτη του φούτμπολ, σκέφτηκε, έναν από εκείνους τους θηριώδεις. Ο θάνατος είναι σαν τον Φράνκο Χάρις, τον Σαν Κάνιγχαμ ή τον Μιν Τζο Γκριν. Καταφέρνει διαρκώς να σε γκρεμίζει στην πρώτη γραμμή της άμυνας.

"Όλα θα πάνε καλά", της είπε ενώ την κουνούσε, χωρίς να το πιστεύει ιδιαίτερα, όμως έτσι πρόσταζε το τελετουργικό, έτσι πρόσταζε το Ψαλτήρι, η φωνή του ενήλικα που φώναζε από τα βάθη του μαύρου πηγαδιού των χρόνων στη μίζερη τρύπα μιας παιδικής ηλικίας γεμάτης τρόμο· έτσι έλεγες όταν τα πράγματα πήγαιναν στραβά· ήταν το φωτάκι νυκτός που μπορεί να μην έδιωχνε το τέρας από την ντουλάπα, μα πιθανόν να το κρατούσε σε απόσταση ασφαλείας, έστω για λίγο· μια φωνή χωρίς δύναμη, που όμως ήταν αναγκασμένη να μιλήσει.

"Όλα θα πάνε καλά", της είπε, χωρίς να το πιστεύει ιδιαίτερα, αν και ήξερε, όπως κάθε ενήλικας βαθιά μέσα του, ότι τίποτα δεν πάει καλά, ποτέ. "Όλα θα πάνε καλά."

Ο Άντι έκλαιγε. Ήταν αδύνατο να συγκρατηθεί. Τα δάκρυά του ξεχύθηκαν έτσι όπως την κρατούσε στην αγκαλιά του, όσο πιο σφιχτά μπορούσε.

"Τσάρλι, σου ορκίζομαι ότι με κάποιον τρόπο όλα θα πάνε καλά."
-----
Ένιωσε έναν κόμπο στον λαιμό του και, στην ηλικία των εννιά, ο Άντι γεύτηκε για πρώτη φορά την έντονη, πηχτή σαν χρώμα, γεύση της απέχθειας για τον εαυτό του. Παρατηρούσε μουδιασμένος το ταλαίπωρο θήραμά του, νιώθοντας ότι ο πατέρας και ο παππούς του στέκονταν πίσω του, με τις σκιές τους, να πέφτουν πάνω του -τρεις γενιές ΜακΓκί όρθιοι πάνω από έναν δολοφονημένο σκίουρο σ' ένα δάσος του Βερμόντ. Και πίσω του, ο Πάππος είπε σιγανά: Λοιπόν, τα κατάφερες, Άντι. Πώς σου φαίνεται; Και ξαφνικά κύλησαν στα μάγουλά του τα δάκρυα, και τον κατέκλυσαν, τα καυτά δάκρυα του τρόμου και της συνειδητοποίησης -της συνειδητοποίησης πως άπαξ και έγινε, δεν υπήρχε γυρισμός. Ξαφνικά ορκίστηκε να μη σκοτώσει ποτέ ξανά με το όπλο. Το ορκίστηκε στον Θεό.

Δεν πρόκειται ν' ανάψω άλλες φωτιές, είχε πει η Τσάρλι και στο μυαλό του ο Άντι άκουσε την απάντηση που του είχε δώσει ο Πάππος τη μέρα που πυροβόλησε τον σκίουρο, τη μέρα που ορκίστηκε στον Θεό ότι δεν θα έκανε ποτέ ξανά κάτι τέτοιο: Αυτό να μην το ξαναπείς, Άντι. Ο Θεός λατρεύει να υποχρεώνει κάποιον να αθετεί την υπόσχεσή του. Του μαθαίνει να αντιμετωπίζει με ταπεινότητα τη θέση του στον κόσμο και αίσθηση του αυτοελέγχου.
-----
"Αυτός ο άγνωστος Ζ", είπε ο Χόλστετερ. "Έχεις αναλογιστεί τις πιθανές συνέπειες, αν αποδειχτεί ότι η μικρή δεν αποτελεί στείρο υβρίδιο αλλά κανονική μετάλλαξη;"

Ο Καπ το είχε σκεφτεί, παρόλο που δεν το είπε στον Χόκστετερ. Άγγιζε το ενδιαφέρον ζήτημα της ευγονικής... το δυνητικά εκρηκτικό ζήτημα της ευγονικής, με τις επίμονες συνδηλώσεις περί ναζισμού και ανώτερης φυλής -όλα εκείνα για τα οποία οι Αμερικανοί είχαν πολεμήσει στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο προκειμένου να εξαλειφθούν. Όμως άλλο θέμα ήταν να ανοίξεις ένα φιλοσοφικό πηγάδι και να απελευθερώσεις έναν πίδακα μαλακίας περί σφετερισμού της δύναμης του Θεού, και εντελώς διαφορετικό να παρουσιάσεις εργαστηριακά στοιχεία που να δείχνουν ότι οι απόγονοι γονέων της Μονάδας Έξι ίσως ήταν ανθρώπινοι πυρσοί, μετεωριστές, τηλεπαθητικοί ή τηλεσυναισθηματικοί ή ένας Θεός ξέρει τι άλλο. Τα ιδεώδη μπορούσες εύκολα να τα διατηρήσεις, αρκεί να μην υπήρχαν ισχυρά επιχειρήματα ενάντια στην ανατροπή τους. Τι θα συνέβαινε στη συνέχεια; Εργαστήρια αναπαραγωγής ανθρώπων; Όσο τρελό κι αν ακουγόταν, ο Καπ μπορούσε να το φανταστεί. Πιθανόν να ήταν το κλειδί για τα πάντα. Για την παγκόσμια ειρήνη ή την παγκόσμια κυριαρχία· κι όταν θα ξεφορτωνόσουν τους παραπλανητικούς καθρέφτες της ρητορικής και του στόμφου, δεν ήταν τελικά το ίδιο πράγμα;

Ήταν το κουτί της Πανδώρας. Οι πιθανότητες εκτείνονταν καμιά δεκαριά χρόνια στο μέλλον. Ο Καπ ήξερε ότι, στην καλύτερη περίπτωση, ο ίδιος, ρεαλιστικά, δεν είχε στη διάθεσή του περισσότερους από έξι μήνες, ίσως όμως και να αρκούσαν για να καθορίσει την τακτική -να επιθεωρήσει τη γη όπου θα στρώνονταν οι γραμμές για να κινηθεί ο συρμός. Θα ήταν η κληρονομιά που θα άφηνε στη χώρα και στον κόσμο. Σε σύγκριση με όλα αυτά, οι ζωές ενός κυνηγημένου καθηγητή και της ατημέλητης κόρης του δεν είχαν την παραμικρή αξία.
-----
Ο Καπ έμεινα να παρατηρεί τον Ρέινμπερντ. Κατά τα φαινόμενα, οι σκέψεις του ήταν μοιρασμένες, θυμίζοντας τσίρκο με τρεις πίστες. Ένα μέρος του μυαλού του θαύμαζε το γεγονός ότι πρώτη φορά άκουγε τον Ρέινμπερντ να μιλάει τόσο πολύ. Ένα άλλο προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει ότι αυτός ο μανιακός γνώριζε τα πάντα για τις δουλειές του Εργαστηρίου. Και ένα τρίτο θυμόταν μια κινεζική κατάρα, μια κατάρα που ακουγόταν παραπλανητικά ευχάριστη, μέχρι να καθίσεις και να τη σκεφτείς σοβαρά. Είθε να ζήσεις σε ενδιαφέροντες καιρούς. Τον τελευταίο ενάμιση χρόνο βίωνε μια πραγματικά ενδιαφέρουσα περίοδο. Ένιωθε πως άλλο ένα ενδιαφέρον πράγμα θα τον αποτρέλαινε.
-----
"Κοιτάς το πρόσωπό μου και βλέπεις ένα τέρας. Κοιτάς τα χέρια μου και βλέπεις να τα σκεπάζει το αίμα που εσύ με διέταξες να χύσω. Σου το λέω όμως, Καπ, θα γίνει. Εδώ και δύο χρόνια η μικρή δεν έχει κανένα φίλο. Είχε τον πατέρα της και τίποτ' άλλο. Εσύ τη βλέπεις όπως βλέπεις κι εμένα, Καπ. Είναι η μεγαλύτερή σου αδυναμία. Κοιτάς και βλέπεις ένα τέρας. Μόνο που, στην περίπτωση της μικρής, βλέπεις ένα χρήσιμο τέρας. Κι αυτό ίσως επειδή είσαι λευκός. Οι λευκοί βλέπουν παντού τέρατα. Οι λευκοί κοιτάνε ακόμα και το πουλί τους και βλέπουν ένα τέρας."
-----
Ο Ράμαντεν είχε πει κάποτε ότι τα χρηματοκιβώτια ήταν σαν τις γυναίκες: ανάλογα με τα εργαλεία και τον διαθέσιμο χρόνο, οποιοδήποτε χρηματοκιβώτιο μπορούσε να ανοιχτεί. Υπήρχαν, όπως έλεγε, ζόρικες περιπτώσεις και εύκολες περιπτώσεις, όχι όμως αδύνατες περιπτώσεις.
-----
"Ο πατέρας μου έλεγε πάντα πως σ' έναν διαγωνισμό που πετάνε σκατά ο ένας στον άλλο, σημασία δεν έχει πόσα θα ρίξεις εσύ, αλλά πόσα θα σου ρίξουν."
-----
Ο δόκτορας Χόφεριτζ κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας με έναν αναστεναγμό, έβγαλε ένα πακέτο Camel και άναψε τσιγάρο. Κάπνιζε σε όλη του τη ζωή και, όπως έλεγε κατά καιρούς στους συναδέλφους του, προσωπικά έγραφε στ' αρχίδια του τον παθολόγο του.
-----
"Ναι", είπε τελικά, "έχει σχέση με το περσινό μπλέξιμο. Γι' αυτό κάλεσα εσένα, Καρλ. Έχεις πείρα από μπλεξίματα, τόσο εδώ, όσο και στην παλιά πατρίδα. Ξέρεις τι σημαίνει να μπλέκεις. Και ξέρεις ότι μερικές φορές οι νόμοι είναι καλοί ανάλογα με το ποιος τους εφαρμόζει."
-----
Τα μυστικά, όπως θα μπορούσε να πει ο Καπ στον δόκτορα Χόφεριτζ, είναι ακόμα πιο ασταθή κι από το ουράνιο 235, και η σταθερότητα μειώνεται αναλογικά, κάθε φορά που λέγεται ένα μυστικό. Η Σίρλεϊ ΜακΚένζι κράτησε το μυστικό επί σχεδόν έναν μήνα κι ύστερα το είπε στην καλύτερή της φίλη, την Ορτάνς Μπάρκλεϊ. Η Ορτάνς το κράτησε κρυφό για περίπου δέκα μέρες πριν το πει στη δική της καλύτερη φίλη, την Κριστίν Τρέγκερ. Η Κριστίν το είπε στον σύζυγο και στις καλύτερες φίλες της (και στις τρεις) σχεδόν αμέσως.
-----
Η μικρή πήρε το ασανσέρ για τον δέκατο έκτο όροφο του ουρανοξύστη. Διάφοροι από όσους ήταν στην καμπίνα μαζί της, άντρες και γυναίκες, την παρατηρούσαν με περιέργεια -ένα κοριτσάκι με πράσινη μπλούζα και τζιν παντελόνι, που κρατούσε μια τσαλακωμένη χαρτοσακούλα στο ένα χέρι κι ένα πορτοκάλι Sunkist στο άλλο. Όμως ήταν Νεοϋορκέζοι και η ουσία του πνεύματος της Νέας Υόρκης ήταν να κοιτάς τη δουλειά σου και να επιτρέπεις στους άλλους να κοιτούν τη δική τους.

Stephen King, Πύρινη Οργή, μετάφραση Αντώνη Καλοκύρη, εκδόσεις Κλειδάριθμος, 2017 (πρώτη έκδοση 1980)

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2020

Gimme 10: Οι φιλοξενούμενοι XXXII

Φτάνουμε αισίως στην 32η πεντάδα καλλιτεχνών που φιλοξενήθηκαν στη στήλη Gimme 10. Στήλη την οποία επιμελούμαι για πάνω από 10 χρόνια πλέον, στην πάντα φιλόξενη ηλεκτρονική διεύθυνση του Mix Grill.





Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2020

Νοείται αφιέρωμα στον Lennon, με τραγούδια του McCartney; Μη βιαστείτε να απαντήσετε...

Στις 8 Δεκεμβρίου συμπληρώθηκαν 40 χρόνια από τη δολοφονία του John Lennon. Νωρίτερα, στις 9 Οκτωβρίου, είχαν συμπληρωθεί τα 80χρονα από τη γέννησή του. Με αυτές τις αφορμές έγιναν -και πάλι- δεκάδες αναφορές και αφιερώματα, σε όλη την υφήλιο, στον σπουδαίο καλλιτέχνη και ακτιβιστή. Έχει πάντα αξία η επιστροφή στο έργο του Lennon, κι ετούτο το μπλογκ έχει πολλάκις υποσχεθεί κάτι μεγάλο και ουσιώδες για το θέμα. Επιφυλάσσομαι...

Εδώ όμως θα μας απασχολήσει ένα πολύ συγκεκριμένο αφιέρωμα, ελληνικής εμπνεύσεως και υλοποίησης, το οποίο υπέπεσε, δυστυχώς, σε κάποια ουσιώδη σφάλματα. Πρόκειται για το αφιέρωμα με τον ωραίο τίτλο "All you need is Lennon!", που διοργάνωσε ο ραδιοφωνικός σταθμός Kosmos 93,6 (δείτε εδώ τη σχετική ανάρτηση). Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά: "Δέκα αγαπημένοι Έλληνες καλλιτέχνες ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του Kosmos να προτείνουν στους ακροατές τον δικό τους John Lennon διασκευάζοντας ένα τραγούδι του. Με έμπνευση από την απλότητα και τη δύναμη των τραγουδιών του έδωσαν την προσωπική τους, σύγχρονη ερμηνεία."

Δεν είναι στόχος μου να συζητήσω εδώ το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα του εν λόγω εγχειρήματος. Κι αυτό γιατί του καλλιτεχνικού αποτελέσματος προηγούνται οι επιλογές -εν προκειμένω, των τραγουδιών που διασκεύασαν οι προσκεκλημένοι καλλιτέχνες- οι οποίες, σε τρεις περιπτώσεις, υπήρξαν εντελώς άκυρες. Συγκεκριμένα, αναφέρομαι στις επιλογές της Νατάσσας Μποφίλιου ("Eleanor Rigby"), της Ανδριάνας Μπάμπαλη ("For No One"), και της Μαρίας Παπαγεωργίου ("Blackbird").

"Πού είναι το πρόβλημα;", θα αναρωτηθεί κάποιος που δεν γνωρίζει πολλά από την ιστορία του Lennon και των Beatles. Πράγματι, όλα τα προαναφερθέντα τραγούδια φέρουν φαρδιά-πλατιά την υπογραφή "John Lennon - Paul McCartney". Έλα όμως που στην πραγματικότητα και τα τρία είναι συνθέσεις του McCartney...

Πιο αναλυτικά, τα "For No One" και "Blackbird" είναι συνθέσεις στις οποίες ο Lennon δεν είχε καμιά απολύτως συνεισφορά: δεν συμμετείχε ως συνθέτης/στιχουργός, δεν συμμετείχε ούτε καν στην ηχογράφησή τους. Στο πρώτο (από το άλμπουμ Revolver του 1966) παίζουν μόνο ο McCartney και ο Ringo Starr (συν ο εξωσυγκροτηματικός (sic) Alan Civil), ενώ το δεύτερο (από το The Beatles του 1968) αποτελεί ουσιαστικά μια σόλο εκτέλεση από τον McCartney.

Σχετικά με το "Eleanor Rigby" (επίσης από το Revolver), τα πράγματα δεν είναι το ίδιο ξεκάθαρα, ομολογουμένως. Ο Lennon, σε συνέντευξή του, είχε διεκδικήσει την πατρότητα μεγάλου μέρους των στίχων. Όμως άλλες μαρτυρίες αναφέρουν ότι οι στίχοι, πέραν του πρώτου κουπλέ που είχε αρχικά ο McCartney, δουλεύτηκαν ομαδικά, με τη συμβολή του Lennon, αλλά και των Starr, George Harrison και Pete Shotton (παιδικός φίλος του Lennon). Πλέον, και αυτό το τραγούδι αποδίδεται σε πολύ μεγάλο ποσοστό στον Paul McCartney, ο οποίος βεβαίως το ερμηνεύει στην ηχογράφηση, με τους Lennon και Harrison να περιορίζονται στα δεύτερα φωνητικά.

Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ο μεγαλύτερος φαν του Lennon και των Beatles, ούτε και να έχει πιστοποιητικό γνώσης λεπτομερειών της ιστορίας τους, προκειμένου να συμμετάσχει σε ένα σχετικό αφιέρωμα. Χρειάζεται όμως να το ψάξει λίγο -κάτι που στην εποχή μας γίνεται γρήγορα και σχετικά εύκολα- έτσι ώστε ο επιθυμούμενος φόρος τιμής όντως να αποτιθεί. Κι αυτό ισχύει όχι μόνο για τις τρεις καλλιτέχνιδες, αλλά και για τους διοργανωτές: δεν επιτρέπεται άνθρωποι του ραδιοφώνου, που υποτίθεται ότι έχουν γνώση και αγάπη για το αντικείμενο με το οποίο καταπιάνονται, να πέφτουν σε τέτοιες ευδιάκριτες λούμπες. Υπήρχαν εκατοντάδες άλλα τραγούδια, που όντως γράφτηκαν και τραγουδήθηκαν από τον John Lennon, που θα μπορούσαν να προταθούν ως εναλλακτικές.

Εκτός αν όντως για κάποιους, ο "δικός τους John Lennon" είναι ο Paul McCartney.

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2020

Εμπρός, στη Σπάρτη

Στη μέχρι τώρα ζωή μου, άλλαξα πολλά σπίτια, έζησα σε πολλούς τόπους: Γεράκι, Αμβούργο, Σπάρτη, Χανιά, Αιγάλεω, Ζωγράφου, Σαντορίνη... Αν με ρωτούσε κανείς, θα έλεγα ότι θέλω να μείνω σε ένα μέρος μέχρι να πεθάνω. Αλλά κάθε φορά που τόλμησα να το πω στον εαυτό μου, η ζωή μού γέλασε κατάμουτρα.

Η πιο παλιά μετακόμιση που θυμάμαι έγινε μια φθινοπωρινή μέρα του 1985, τότε που η μάνα μου μάς έβαλε όλους στο άσπρο Peageaut 304 και μάς πήγε από το Γεράκι στη Σπάρτη. Έξω έβρεχε∙ μέσα μου έβρεχε.

Βροχή έριξε και φέτος, μια Κυριακή, κι ας ήταν 9 του Αυγούστου, τότε που το εξαιρετικά επιτήδειο συνεργείο μεταφορών της Δέλτα Transfer πήρε το νοικοκυριό μας και το σήκωσε. Ήταν κομματάκι αποκαρδιωτικό να συνειδητοποιείς πόσο αργός ήσουν, όλα εκείνα τα μερόνυχτα που ξεροστάλιαζες πάνω από δεκάδες κούτες, στοιβάζοντας με προσοχή το βιός σου. Ενώ τούτοι οι κύριοι, μια πενταμελής πολυεθνική ομάδα, ανέγγιχτοι από τη σημασία του κάθε αντικειμένου, για πότε τα πέταγαν όλα μέσα στα κουτιά, για πότε τα στοίβαζαν στο φορτηγό που περίμενε πέντε ορόφους κάτω, ούτε τα μάτια σου δεν προλάβαινες να ανοιγοκλείσεις.

Το σχέδιο να μετακομίσουμε στη Σπάρτη γεννήθηκε πριν 10 χρόνια. Η Ελένη ήταν μωρό στο καρότσι, και με τη Σάντη αρχίζαμε να συνειδητοποιούμε πόσο καθόλου δεν μας έπαιρνε υπόψη της η γειτονιά των Άνω Ιλισίων όπου ζούσαμε. Αν θέλαμε να κάνουμε μια βόλτα, δεν βρίσκαμε πεζοδρόμιο που να μην είναι είτε στενό, είτε σπασμένο, είτε κατειλημμένο από παρκαρισμένο αμάξι. Στην πρώτη εξόρμηση στη Σπάρτη, διαπιστώσαμε πόσο πιο εύκολη ήταν η ζωή, στις απλές, βασικές λειτουργίες της: πεζοδρόμια απέραντα, πόλη μια σταλιά. Όλες οι δουλειές σε χρόνο dt, όλες οι βόλτες ξεκούραστες -βουνό, θάλασσα, όλα δίπλα μας.

Το Ελληνικό Κράτος έχει, βεβαίως, τη δική του άποψη, και τους δικούς του τρόπους. Κι από τη στιγμή που είπαμε να το προσπαθήσουμε -διόλου εύκολη η απόφαση, ακόμα και σε θεωρητικό επίπεδο- μάς έβαλε πλείστα όσα εμπόδια. Τα χρόνια περνούσαν, η ιδέα ερχόταν κι έφευγε, οι προσπάθειες έμεναν άκαρπες, στο τέλος έμπαινε στη μέση κι εκείνο το "πού να τρέχεις τώρα" που είναι σύμμαχος της σκουριάς και της παραίτησης. Ώσπου ήρθε η κινητικότητα στο Δημόσιο από τη μια, και μια πρόσκληση για αποσπάσεις εκπαιδευτικών στις Περιφερειακές Διευθύνσεις Εκπαίδευσης από την άλλη, να μας ξεκουνήσει τελικά.

Τρία χρόνια χρειάστηκε να μείνω μακριά από την οικογένειά μου, υπηρετώντας το Δημόσιο Σχολείο. Τώρα χρειάζεται να μείνω μακριά από εκείνο που με ενδιαφέρει κυρίως να κάνω, προκειμένου να επανασυνδεθώ με τα αγαπημένα μου πρόσωπα. Δουλειά γραφείου, καθημερινό δρομολόγιο Σπάρτη-Τρίπολη και πίσω. Ελπίζω μόνο για προσωρινά.

Από τη Σπάρτη έφυγα στα 18 μου, χωρίς να το θέλω και τόσο -είπαμε, δεν τις επιλέγω τέτοιες αλλαγές. Χρειάστηκε να δω άλλους τόπους κι άλλους ανθρώπους, για να αντιληφθώ τα κουσούρια της νοοτροπίας που διαιωνίζεται εντός της, για να φανούν οι στρεβλώσεις που κρύβονται πίσω από τους αλφαδιασμένους δρόμους. Τώρα επιστρέφω, γνωρίζοντας καλά τα συν και τα πλην.

"Επιστροφή στη Σπάρτη", έλεγα να είναι και ο τίτλος τούτης της ανάρτησης. Ώσπου συνειδητοποίησα ότι στην πραγματικότητα δεν μπορείς να επιστρέψεις∙ ποτέ, πουθενά. Μόνο εμπρός μπορείς να προχωράς, επιλέγοντας το πόσο συχνά -και με τι διάθεση- θα κοιτάς πίσω.

Εμπρός, λοιπόν, στη Σπάρτη. Με την Αθήνα να ξαναπαίρνει τη θέση της ως εκείνος ο μακρινός τόπος, που είναι γεμάτος φίλους, συγγενείς και κρυφές ομορφιές∙ που έχει να προσφέρει άπειρες δυνατότητες και επιλογές. Ή έστω την ψευδαίσθηση αυτών.

* Φωτογραφία: Κυριακή Ήμελλου

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2020

Υπογραμμίσεις XXIX: Heinrich Böll

Το βιβλίο Οι Απόψεις Ενός Κλόουν επέμενε η Σάντη να το διαβάσω. Για χρόνια μου μιλούσε γι' αυτό, από τότε που το δανείστηκε από το ΚΕΠ Κερατσινίου, από ένα πίσω γραφείο όπου βρισκόταν παρατημένο. Τελικά της το πήρα δώρο, κι αφού το διάβασε πρώτα εκείνη ξανά, το έπιασα κι εγώ.

Είχε δίκιο -κι ας μην προκύπτει κάτι τέτοιο από το γεγονός ότι για να διατρέξω τις μόλις 252 σελίδες του χρειάστηκα γύρω στους 6 μήνες. Προς υπεράσπισή μου, δεν συνέβησαν λίγα σε αυτό το διάστημα, στη ζωή την οικογενειακή μας, αλλά και γενικότερα, ως γνωστόν.

Το βιβλίο εκδόθηκε το 1967, όμως η αίσθηση που αναδίδει είναι πιο παλιακή, αλλά συνάμα διαχρονική. Ο κλόουν Χανς Σνηρ περιγράφει γλαφυρά, με χιούμορ, (αυτο)σαρκασμό, θάρρος και θράσος, το πώς οδηγήθηκε στον ξεπεσμό, αφού έχασε τη μοναδική του αγάπη και αρνήθηκε να συμβιβαστεί με την υποκρισία της μεταπολεμικής γερμανικής κοινωνίας. Πρόκειται για έργο διάσημο, ίσως όχι τόσο στα μέρη μας, το οποίο διαθέτει μήκη, πλάτη και βάθη που κάποτε (και) τρομάζουν. Στα συν της συγκεκριμένης έκδοσης η εξαιρετική μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη.

Υπάρχει βέβαια ένα -προσωρινά- δραστικό μέσο, το οινόπνευμα, αλλά η οριστική θεραπεία λέγεται Μαρί, κι η Μαρί με παράτησε. Και ο κλόουν που το ρίχνει στο πιοτό, κατρακυλάει πιο γρήγορα κι από μεθυσμένο μάστορη που γκρεμίζεται απ' τα κεραμίδια.

Όταν παίζω μεθυσμένος, εκτελώ στα κουτουρού κινήσεις που δικαιώνονται μόνο από την ακρίβειά τους, και πέφτω στην οδυνηρότερη γκάφα που μπορεί να διαπράξει ένας κλόουν: γελάω με τα ευρήματά μου. Φριχτός εξευτελισμός. Όταν είμαι ξεμέθυστος, το άγχος με πνίγει ως τη στιγμή που βγαίνω (τις περισσότερες φορές σπρωχτός) στη σκηνή, και η "στοχαστική, κυριαρχημένη ευθυμία" που διακρίνουν κάποιοι κριτικοί, "πίσω από την οποία ακούς το χτύπο της καρδιάς", δεν είναι παρά η απελπιστική μου αδιαφορία καθώς μεταμορφώνομαι σε μαριονέτα· και το χειρότερο: το νήμα κάποτε σπάει και σωριάζομαι κάτω διαλυμένος. Κάτι τέτοιο θα παθαίνουν και οι καλόγεροι που κάνουν διαλογισμό. Η Μαρί ήταν βουτηγμένη ως το λαιμό στα μυστικιστικά αναγνώσματα, και θυμάμαι πως πετούσε συχνά τις λέξεις "κενό" και "τίποτα".
-----
Η σιωπή είναι σπουδαίο όπλο· πάντα, από τα σχολικά μου χρόνια, σώπαινα πεισματικά όταν με πήγαιναν στο διευθυντή ή στο συμβούλιο των καθηγητών.
-----
Στο διαμέρισμά μου όλα έχουν το χρώμα της σκουριάς: πόρτες, ξύλινες επενδύσεις, εντοιχισμένες ντουλάπες· στο μαύρο καναπέ θα ταίριαζε πολύ μια γυναίκα με κόκκινη ρόμπα της σκουριάς· δε τα 'ταν άσκημη ιδέα, αλλά εκτός απ' τη μελαγχολία, τους πονοκεφάλους, την αδιαφορία και τη μυστηριώδη ικανότητα να καταλαβαίνω μυρωδιές απ' το τηλέφωνο, το μεγαλύτερο βάσανό μου είναι η ροπή προς τη μονογαμία· υπάρχει μόνο μία γυναίκα με την οποία μπορώ να κάνω ό,τι κάνουν οι άντρες στις γυναίκες: η Μαρί· κι από τότε που μου 'φυγε, ζω σαν καλόγερος, αλλά δεν είμαι καλόγερος. Σκέφτηκα να πάρω το δρόμο, να πάω στο παλιό μου σχολείο και να ζητήσω τη συμβουλή των αγίων πατέρων, μα όλοι αυτοί οι μασκαράδες, που θεωρούν τον άντρα πολυγαμικό ζώο (εξ ου και υπερασπίζονται τόσο ένθερμα τη μονογαμία), θα με περνούσαν για τέρας, κι η συμβουλή τους δε θα 'ταν τίποτ' άλλο, παρά μια έμμεση υπόδειξη να στραφώ σε περιοχές όπου, κατά τη γνώμη τους, ο έρωτας αγοράζεται.
-----
Το ξέρω, είναι δύσκολο να πιστέψεις σ' αυτή τη θρησκεία. Ανάστασις πάσης σαρκός και αιώνιος ζωή. Η Μαρί μου διάβαζε συχνά τη Βίβλο. Είναι δύσκολο να τα πιστέψεις όλ' αυτά. Αργότερα, διάβασα ακόμη και Κίρκεγκωρ (ανάγνωσμα ψυχωφελές για επίδοξους κλόουν), ήταν δύσκολος αλλά δε με κούρασε. Δεν ξέρω αν υπάρχουν άνθρωποι που ξεσηκώνουν σχέδια του Πικάσο ή του Κλέε για να κεντήσουν πετσετάκια, όμως εκείνο το βράδυ σκέφτηκα πως όλοι οι "προοδευτικοί καθολικοί" του Κύκλου ξεσήκωναν τα πετσετάκια τους απ' τον Θωμά τον Ακινάτη, τον Φραγκίσκο της Ασίζης, τον Μποναβεντούρα και Λέοντα τον Δέκατο Τρίτο -κουρέλια, που φυσικά δε σκέπαζαν τη γύμνια τους, μια και όλοι οι παρευρισκόμενοι (εκτός από μένα) έβγαζαν τουλάχιστον χίλια πεντακόσια μάρκα το μήνα. Όμως κι εκείνοι ήταν τόσο αμήχανοι, που αργότερα άρχισαν να δείχνουν την ξιπασιά και τον κυνισμό τους, με μόνη εξαίρεση τον Τσύπφνερ, που όλη αυτή η ιστορία του 'χε σπάσει τα νεύρα, κι αναγκάστηκε να μου ζητήσει τσιγάρο. Ήταν το πρώτο τσιγάρο της ζωής του, το κάπνισε αδέξια, χωρίς να το κατεβάζει, και πρόσεξα πως ένιωθε καλύτερα όταν έκρυβε το πρόσωπό του πίσω από προπετάσματα καπνού. Ήμουν τα χάλια μου κι έφταιγε η Μαρί, που είχε πανιάσει κι έτρεμε καθώς ο Κίνκελ μάς έλεγε το ανέκδοτο με τον τύπο που έβγαζε πεντακόσια μάρκα το μήνα και τα βόλευε καλά, κι όταν έπιασε τα χίλια πρόσεξε πως τα 'φερνε δύσκολα, αλλά το μεγάλο ζόρι άρχισε όταν έπιασε τις δύο χιλιάδες, και στο τέλος, όταν έφτασε στις τρεις χιλιάδες, πρόσεξε πως πάλι τα βόλευε καλά, και τότε αποκρυστάλλωσε την πείρα του στο εξής γνωμικό: "Ως τα πεντακόσια το μήνα όλα πάνε πρίμα, αλλά απ' τα πεντακόσια ως τις τρεις χιλιάδες, κλαφ' τα!" Ο Κίνκελ δεν ήξερε τι έλεγε: σαχλαμάριζε φουμάροντας το χοντρό πούρο του, έπινε το κρασάκι του και καταβρόχθιζε μπατόν σαλέ με τυρί, βυθισμένος σε ολύμπια μακαριότητα, ώσπου ακόμη κι ο πατήρ Ζόμερβιλντ, ο πνευματικό καθοδηγητής του Κύκλου, άρχισε να χάνει την υπομονή του και τον παρέσυρε σε άλλο θέμα. Νομίζω πως πέταξε επίτηδες τη λέξη "αντίδραση", ο Κίνκελ τσίμπησε το δόλωμα, πήρε φωτιά, κι έκοψε την αγόρευσή του πάνω που προσπαθούσε να μας πείσει πως τα αυτοκίνητα των δώδεκα χιλιάδων μάρκων είναι φτηνότερα από τ' άλλα που κάνουν τεσσεράμισι χιλιάδες, κι ως κι η γυναίκα του ανάσανε, παρόλο που, με την αβυσσαλέα της αφέλεια, τον έβλεπε θεό.
-----
Η έγνοια των δικών μου για τα ιερά γερμανικά χώματα μου φαίνεται γελοία από μια πολύ ενδιαφέρουσα άποψη, προπάντων όταν αναλογίζομαι πως ένα σεβαστό ποσοστό μετοχών του λιγνίτη βρίσκεται στα χέρια της οικογένειάς μου εδώ και δυο γενιές. Εβδομήντα χρόνια τώρα, οι Σνηρ θησαυρίζουν από τις ανασκαφές που υφίσταται καρτερικά το ιερό γερμανικό χώμα: δάση, χωριά και κάστρα σωριάζονται σαν τα τείχη της Ιεριχούς στο στόμα της φαγάνας.
-----
Η τάφρος μου πέρασε μεσ' απ' τις τριανταφυλλιές, στο αγαπημένο παρτέρι του παππού, έφτασε ως το αντίγραφο του Απόλλωνα του Μπελβεντέρε, κι απολάμβανα προκαταβολικά τη στιγμή που το μαρμάρινο άγαλμα θα υπέκυπτε στον ανασκαφικό μου ζήλο· βιάστηκα όμως να χαρώ· το άγαλμα καταστράφηκε από ένα αγοράκι με φακίδες, Γκέοργκ το λέγανε. Τινάχτηκε στον αέρα, μαζί με τον Απόλλωνα, όταν εκπυρσοκρότησε κατά λάθος το μπαζούκας του. Ο Χέρμπερτ Κάλικ σχολίασε το ατύχημα λακωνικότατα: "Πάλι καλά που ήταν ορφανός".
-----
Έχω βέβαια παραιτηθεί προ πολλού από κάθε συζήτηση περί χρήματος ή τέχνης. Όπου συναντηθούν αυτά τα δυο, η συζήτηση σκαλώνει: η τέχνη πληρώνεται πάντα παραπάνω ή παρακάτω απ' την αξία της.
-----
Παίρνω τα πάντα όπως έρχονται, και με βλέπω να πεθαίνω στο δρόμο. Η Μαρί είχε άλλα στο μυαλό της· όλο για "μηνύματα" μου μιλούσε, τα πάντα είχαν μήνυμα, ακόμη κι η δουλειά μου· μ' έβρισκε τόσο πρόσχαρο, τόσο θρήσκο με τον τρόπο μου, τόσο αγνό, και ούτω καθεξής. Είναι φοβερό τι μπορεί να κατεβάσει το κεφάλι των καθολικών. Ουτ' ένα ποτήρι καλό κρασί δεν μπορούν να πιουν, χωρίς να τους μπει κάποια στραβή ιδέα: αισθάνονται υποχρεωμένοι να "συνειδητοποιήσουν", πάση θυσία, πόσο καλό είναι το κρασί και γιατί. Σε όλα τα σχετικά με τη "συνείδηση", δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτε απ' τους μαρξιστές. Πριν από μερικούς μήνες αγόρασα μια κιθάρα, κι η Μαρί έφριξε όταν της είπα πως θα φτιάχνω δικά μου τραγούδια, λόγια και μουσική, και θα τα τραγουδώ. Είπε πως "δεν ήταν του επιπέδου μου", κι εγώ της είπα πως κάτω απ' το επίπεδο του δρόμου υπάρχει μόνο ο υπόνομος, αλλά εκείνη δεν κατάλαβε, κι όταν μιλώ με αλληγορίες δε μ' αρέσει να τις εξηγώ. Αυτές, όποιος τις πιάσει, τις έπιασε. Δεν είμαι ερμηνευτικός τύπος.
-----
Στο σχολείο δεν είδα προκοπή. Ήταν σίγουρα λάθος να με βάλουν να σπουδάσω παραπάνω απ' όσο επιβάλλει ο νόμος· εδώ που τα λέμε, ακόμα κι η υποχρεωτική εκπαίδευση μου 'πεφτε πολλή. Ποτέ όμως δεν έριξα το φταίξιμο στους καθηγητές -μόνο στους γονείς μου. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, αυτή η έμμονη ιδέα τού "ας πάρει τουλάχιστον το απολυτήριο του γυμνασίου", αποτελεί πρόβλημα που θα μπορούσε κάλλιστα ν' απασχολήσει την Κεντρική Επιτροπή των Ενώσεων για τη Γεφύρωση των Φυλετικών Αντιθέσεων. Στην ουσία είναι πρόβλημα ρατσισμού: τι άλλο μας επιβάλλει να ξεχωρίζουμε τις φυλές των πτυχιούχων, των μη πτυχιούχων, των δασκάλων, των καθηγητών, των ακαδημαϊκών, των μη ακαδημαϊκών;
-----
Ξανασκέφτηκα τον πατέρα της Μαρί. Όλοι τον είχαν για κομμουνιστή, αλλά μετά τον πόλεμο, που έβαλε υποψηφιότητα για δήμαρχος, οι κομμουνιστές φρόντισαν να μην εκλεγεί, και κάθε φορά που υποστήριζα πως Ναζί και κομμουνιστές είναι μία φάρα, γινόταν έξω φρενών κι έλεγε: "Άκου, νεαρέ μου: άλλο είναι να πέφτεις στον πόλεμο που κήρυξε μια σαπουνοβιομηχανία, κι άλλο για την ιδέα που πιστεύεις".
-----
Έξω είχε αρχίσει κιόλας να φωτίζει. Κρύωνα, και το φτωχικό δωμάτιο της Μαρί με πλάκωνε. Οι Ντέρκουμ είχαν πάρει από καιρό την κάτω βόλτα, και στη Βόννη έλεγαν πως για τον ξεπεσμό τους έφταιγε ο "πολιτικός φανατισμός" του πατέρα της Μαρί. Είχαν ένα τυπογραφειάκι, έναν μικρό εκδοτικό οίκο κι ένα βιβλιοπωλείο, αλλά τώρα τους έμενε μόνο το μαγαζάκι με τα χαρτικά, που πούλαγε και ζαχαρωτά στα μαθητούδια. Μια φορά ο πατέρας μου είπε: "Βλέπεις πού καταντάει ο άνθρωπος απ' το φανατισμό του; Κι όμως, μετά τον πόλεμο, ο γερο-Ντέρκουμ είχε κάθε ευκαιρία ν' αποκτήσει δική του εφημερίδα ως πρώην διωχθείς από το καθεστώς". Το περίεργο είναι πως ο γερο-Ντέρκουμ δε μου 'χε φανεί ποτέ φανατικός, αλλά πιθανόν ο πατέρας μου να μπέρδευε το φανατισμό με τη συνέπεια. Ο πατέρας της Μαρί δεν πούλαγε προσευχητάρια, παρόλο που έτσι θα μπορούσε να βγάλει κάτι παραπάνω, ιδίως τις Κυριακές των Πρώτων Μεταλήψεων.
-----
Κάποτε, ο πατέρας της μου είχε πει: "Η φτώχεια είναι φριχτή, αλλά το χειρότερο είναι να καταντάς εκεί που καταντούν οι περισσότεροι". "Κι ο πλούτος;" τον ρώτησα· "πώς είναι;" Είχα κοκκινήσει. Με κοίταξε διαπεραστικά, κοκκίνισε κι εκείνος, και μου 'πε: "Κι ο πλούτος είναι φριχτός, νεαρέ μου, εκτός κι αν πάψεις να σκέφτεσαι. Ξέρεις τι θα 'κανα αν βαστούσαν ακόμα τα κότσια μου κι αν πίστευα ακόμη πως μπορεί να γίνει κατιτί σ' αυτό τον κόσμο;" "Όχι" του λέω. "Θα 'φτιαχνα" μου λέει, και κοκκίνισε πάλι, "μια οργάνωση που θα φρόντιζε τα παιδιά των πλουσίων. Μόνο οι βλάκες θεωρούν αντικοινωνικούς τους φτωχούς".
-----
Τούτο το πρωί πρωτόδα πόσο καθημερινή ήταν η κουζίνα, κι ας την ήξερα τόσο καλά· ίσως και να κατάλαβα πρώτη φορά τι θα πει καθημερινότητα: να κάνεις πράγματα χωρίς να τα θέλεις.
-----
Την έβρισκα τρομαχτική και μεγαλειώδη αυτή την καθημερινότητα, με την καφετιέρα τα ψωμάκια και την ξεπλυμένη γαλάζια ποδιά της Μαρί πάνω απ' το πράσινο φουστάνι, και σκέφτηκα πως μόνο οι καθημερινές γυναίκες είναι αυτονόητες σαν το κορμί τους.
-----
Μπροστά στο μάτι του γείτονα, τύφλα να 'χει το μάτι του σατανά.
-----
Ήταν δύσκολο να φύγω από κοντά της, με πήγε ως την πόρτα του μαγαζιού, την άνοιξε, και τότε τη φίλησα, για να μας δει από απέναντι ο  Σμιτς και η γυναίκα του. Γούρλωσαν κάτι μάτια, σαν έκπληκτα ψάρια που ανακαλύπτουν ξαφνικά πως έχουν καταπιεί από ώρα το αγκίστρι.
-----
Ξέρω πως ο δάσκαλος της ωδικής είχε δίκιο όταν μας έλεγε πως ο Μότσαρτ είναι θεϊκός, ο Μπετόβεν μεγαλειώδης, ο Γκλουκ ανεπανάληπτος και ο Μπαχ επιβλητικός· το ξέρω. Τον Μπαχ τον φαντάζομαι πάντα σαν τριαντάτομη Κατήχηση που σ' αφήνει με το στόμα ανοιχτό. Όμως ο Σούμπερτ και ο Σοπέν είναι γήινοι σαν κι εμένα, και μ' αρέσουν πολύ.
-----
"Οι σημερινές μέθοδοι παραείναι ήπιες" μου φώναξε, "παραείναι ήπιες!"

"Φυσικά" του λέω. "Έπρεπε να πέφτει περισσότερο ξύλο στα σχολεία".

"Εμ βέβαια!" φώναξε ενθουσιασμένος.

"Ναι" του λέω, "ιδίως οι δάσκαλοι χρειάζονται περισσότερο ξύλο".
-----
Τη λαχανίλα την ήξερα καλά από τότε, στο οικοτροφείο. Ένας παπάς μάς εξήγησε μάλιστα κάποτε ότι το λάχανο κατευνάζει τις ορμές. Και μόνο η ιδέα πως μπορεί να κατευναστούν με το ζόρι οι ορμές, δικές μου και ξένες, μου 'φερνε αηδία. Όλοι τους εκεί χάμω σκέφτονται νύχτα μέρα το "σαρκικό πόθο", και μέσα στην κουζίνα έχει σίγουρα μια καλόγρια που κανονίζει το διαιτολόγιο, το κουβεντιάζει με το διευθυντή, κι ύστερα κάθονται κι οι δυο τους και κοιτάζονται, χωρίς να μιλούν, και ξαναπερνούν νοερά τα φαγητά του καταλόγου: τούτο ερεθίζει, το άλλο κατευνάζει. Η σκηνή είναι σαφώς πορνογραφική, όπως και το καταραμένο το ποδόσφαιρο που παίζαμε για να κουραστούμε και να μη σκεφτόμαστε τα κορίτσια, γι' αυτό δεν το χώνεψα το ποδόσφαιρο, κι όταν φαντάζομαι τον αδερφό μου να τρώει λάχανο για να κατευνάσει τις ορμές του, έτσι μου 'ρχεται να μπουκάρω στο κολέγιο και να τους περιχύσω τα λάχανά τους με βιτριόλι. Ο σκοπός αυτών των παιδιών είναι αρκετά δύσκολος και χωρίς λάχανο· θα 'ναι τρομερό να μαθαίνεις κάθε μέρα διάφορα ακαταλαβίστικα σαν την ανάσταση πάσης σαρκός και την αιώνιο ζωή, να βολοδέρνεις στην άμπελο του Κυρίου, και να μη βλέπεις να βγαίνει τίποτα χειροπιαστό, πανάθεμά το! Μου τα 'χε εξηγήσει κάποτε ο Χάινριχ Μπέλεν, που μας φέρθηκε πολύ εντάξει τότε με την αποβολή της Μαρί. Τον εαυτό του τον χαρακτήριζε "εργάτη στην άμπελο του Κυρίου", αλλά "εργάτη ανειδίκευτο όσον αφορά την έφεση και την αμοιβή".
-----
Ήταν βράδυ, σ' ένα ξενοδοχείο στο Αννόβερο, από κείνα τ' ακριβά ξενοδοχεία όπου παραγγέλνεις ένα φλιτζάνι καφέ και σου το φέρνουν μισό. Σε κάτι τέτοια ξενοδοχεία είναι όλα τόσο σικ, που το γεμάτο φλιτζάνι θεωρείται χυδαίο, κι οι σερβιτόροι ξέρουν τι είναι σικ, το ξέρουν καλύτερα κι από τους άλλους σικ που παρασταίνουν την πελατεία. Σ' αυτά τα ξενοδοχεία νιώθω σα να βρίσκομαι σ' ένα πολύ ακριβό και πληκτικό οικοτροφείο [...].
-----
Ένιωσα αμήχανα, όχι για μένα, αλλά για κείνην· η δική της θέση ήταν δύσκολη· η δική μου, απλώς, θλιβερή.
-----
"Κοιτάξτε" της λέω, "υπάρχουν και περιπτώσεις που ο καθένας δείχνει ανθρωπιά -έστω για να φανεί συνεπής προς την ιδεολογία του".
-----
"Μα, που να πάρει η ευχή" του λέω, "γι' αυτό με πονάει η ιστορία, γιατί ανήκω στο αντρικό φύλλο -κι όσο για τα εφτά παιδιά, έχουμε καιρό. Η Μαρί είναι είκοσι πέντε χρονών".

"Όταν λέω άντρας" μου κάνει, "εννοώ πως οι άντρες πρέπει να δέχονται την πραγματικότητα, όποια κι αν είναι".

"Πολύ χριστιανική κουβέντα" του λέω.
-----
"Ελάτε, κύριε Σνηρ, μη γίνεστε γελοίος. Δεν είμαστε στο μεσαίωνα".

"Μακάρι να 'μαστε στο μεσαίωνα" του λέω, "γιατί τότε θα μπορούσαμε να συζούμε χωρίς γάμο και χωρίς να την τρώνε οι τύψεις. Μα πού θα πάει; Θα ξαναγυρίσει.".

"Στη θέση σας δε θα 'μουν και τόσο βέβαιος, κύριε Σνηρ" είπε ο Κίνκελ. "Φαίνεται πως δεν έχετε μεταφυσική υποδομή, κι αυτό είναι πολύ κακό".

"Όσο είχα τη Μαρί, όλα πήγαιναν ρολόι, γιατί νοιαζόταν για την ψυχή μου, αλλά τώρα που την καταφέρατε με το πες πες να νοιαστεί για τη δική της ψυχή, αρχίζω ν' ανησυχώ εγώ για την ψυχή της, κι ας μην έχω μεταφυσική υποδομή.


"Οι καθολικοί μου δίνουν στα νεύρα" του λέω, "γιατί είναι άδικοι".

"Και οι προτεστάντες;" με ρώτησε γελώντας.

"Αυτοί με αηδιάζουν με τα συνειδησιακά τους φούμαρα".

"Και οι άθεοι;"¨Γέλασε πάλι.

"Τους βαριέμαι, γιατί όλο για το Θεό μιλάνε".

"Εγώ είμαι κλόουν" του λέω, "και μάλιστα καλός, παρά την τωρινή μου φήμη. Και υπάρχει ένα καθολικό πλάσμα που το χρειάζομαι επιτακτικά: η Μαρί -αλλά μου την κλέψατε".
-----
[...] για το παιδί, το κοινότοπο είναι μεγαλειώδες, άγνωστο, πάντα τραγικό, χωρίς καμία τάξη. Το παιδί δεν ξέρει τι θα πει "σχόλη"· η σχόλη αρχίζει απ' τη στιγμή που ενστερνίζεσαι την "αρχή της τάξεως".
-----
Η σχόλη είναι καθιερωμένη ακόμη και για τους γιατρούς -τώρα τελευταία και για τους παπάδες. Αυτό με τσαντίζει πολύ· δεν έπρεπε να έχουν σχόλη, γιατί έτσι θα καταλάβαιναν καλύτερα τους καλλιτέχνες.
-----
Τους εστέτ είναι καλύτερα να τους σκοτώνεις με ανεκτίμητα έργα τέχνης, για ν' αγανακτούν με την ιεροσυλία, ακόμη και την ώρα που ξεψυχούν.
-----
Οι ατζέντηδες έχουν επιμονή και ατσάλινα νεύρα, όταν τους λες για την "ευαισθησία της καλλιτεχνικής ψυχής" συγκινούνται όσο και με τον τίτλο "Ζυθοποιΐα Ντόρτμουντ Α.Ε.", κι αν δοκιμάσεις να τους μιλήσεις σοβαρά περί τέχνης και καλλιτεχνικών, χαραμίζεις τα λόγια σου. Γνωρίζουν επίσης καλά πως ακόμη και ο ασυνείδητος καλλιτέχνης έχει χίλιες φορές περισσότερη συνείδηση από τον ευσυνείδητο ατζέντη, και διαθέτουν ένα ακαταμάχητο όπλο: τη βεβαιότητα πως ο καλλιτέχνης ξέρει μόνο μία δουλειά και τίποτ' άλλο: ζωγραφίζει πίνακες, κάνει τον κλόουν ανά την επικράτεια, λέει τραγούδια, λαξεύει "μνημεία" στην πέτρα ή στο γρανίτη. Ο καλλιτέχνης είναι σαν τη γυναίκα που ξέρει μόνο ν' αγαπάει, και γι' αυτό πέφτει θύμα του πρώτου καθάρματος που θα βρεθεί μπροστά της. Οι καλλιτέχνες και οι γυναίκες προσφέρονται ιδεωδώς για εκμετάλλευση, και κάθε ατζέντης είναι, κατά βάθος, νταβατζής -από ένα ως ενενήντα εννιά τα εκατό.
-----
"Ο κοσμάκης ψυχοπλακώνεται με τους κλόουν που είναι για λύπηση. Είναι σαν γκαρσόνια που σου φέρνουν την μπίρα σου με αναπηρική καρέκλα".
-----
Ωραίο που είναι το ζεστό μπάνιο, σχεδόν σαν τον ύπνο.
-----
"Σας ακούω" μου λέει, "και μένω κατάπληκτος. Κύριε Σνηρ, είστε πολύ ωμός".

"Να πάρει ο διάολος, πάτερ" του λέω, "μήπως κι η διαδικασία που καταλήγει στη γέννηση των παιδιών δεν είναι ωμή; Αν όμως σας βολεύει καλύτερα, ας μιλήσουμε για τον πελαργό... Όλα όσα λέγονται από του άμβωνος ή από καθέδρας γι' αυτή την ωμή διαδικασία, είναι υποκρισίες. Κατά βάθος, τη θεωρείτε κτηνωδία, και τη νομιμοποιείτε με το γάμο ως στοιχειώδη άμυνα απέναντι στη φύση, ή πάλι κάνετε τα στραβά μάτια, και χωρίζετε τη σωματική διάσταση της πράξης αυτής από την άλλη της διάσταση, χωρίς να καταλαβαίνετε πως ίσα ίσα η "άλλη" διάσταση είναι η πιο περίπλοκη. Η γυναίκα που υφίσταται τις ορέξεις του νόμιμου συζύγου της δεν είναι σκέτο σώμα, όπως δεν είναι σκέτο σώμα ούτε ο αισχρότερος μπεκρής που πηγαίνει στην πουτάνα, ούτε βέβαια η πουτάνα. Παίζετε μ' αυτή την ιστορία σα να 'ναι πασχαλιάτικο βεγγαλικό, αλλά κρατάτε στα χέρια σας δυναμίτη".

"Κύριε Σνηρ" είπε σβησμένα, "μένω άναυδος. Βλέπω πως έχετε μελετήσει το πρόβλημα σε βάθος".

"Άναυδος!" φώναξα. "Έπρεπε να σας αφήνουν άναυδο τα ασυλλόγιστα κτήνη που νομίζουν πως η γυναίκα είναι ιδιοκτησία τους. [...] Απ' τη στιγμή που ανακάλυψα πως ανήκω στο ανδρικό φύλο, μόνο αυτό σκέφτομαι -κι εσείς μένετε άναυδος;"

"Αγνοείτε ωστόσο παντελώς τι σημαίνει Δίκαιο και Νόμος. Όσο περίπλοκα κι αν είναι αυτά τα ζητήματα, διέπονται από κάποιους κανόνες".

"Α, ναι" του λέω, "έχω πάρει μια γεύση απ' τους κανόνες σας. Βάζετε τη φύση με το ζόρι σ' ένα δρόμο που τον βαφτίσατε μοιχεία, κι όταν η φύση επεμβαίνει στο γάμο, κοιτάτε να τα μπαλώσετε όπως όπως. Αμαρτία εξομολογημένη, ουκ έστιν αμαρτία -και τα λοιπά. Ο Νόμος ρυθμίζει τα πάντα".

Γέλασε, και το γέλιο του μου φάνηκε χυδαίο. "Κύριε Σνηρ" μου λέει, "καταλαβαίνω πού βρίσκεται το πρόβλημά σας. Είστε μονογαμικός σαν γαϊδούρι".

"Έχετε μαύρα μεσάνυχτα από ζωολογία" του λέω, "οπότε περιττεύει να σας θυμίσω τον homo sapiens".
-----
Φαίνεται πως η αμηχανία είναι η μόνη δυνατότητα επικοινωνίας των γονιών με τα παιδιά τους.
-----
"Δηλαδή, εγώ πώς νομίζεις ότι ένιωσα όταν ήρθε ο Λέο και μου ΄πε πως θα γίνει καθολικός; Πόνεσα, όπως τότε που πέθανε η Εριέτα. Αν μου 'λεγε ότι θα γίνει κομμουνιστής, θα πονούσα λιγότερο, γιατί αυτό όλο και κάπως το καταλαβαίνω, θέλω να πω, όταν είσαι νέος, μπορείς να ονειρεύεσαι άπιαστα πράγματα, κοινωνική δικαιοσύνη και τα λοιπά και τα λοιπά. Αλλά καθολικός!" Έσφιξε τη ράχη της πολυθρόνας και κούνησε το κεφάλι του. "Όχι. Όχι. Όχι αυτό".
-----
Ήταν πολύ πνευματώδης, όλοι το 'ξεραν πως ήταν πνευματώδης, κι αισθανόταν υποχρεωμένος να το δείχνει διαρκώς. Είναι μαρτύριο τέτοια ζωή.
-----
Το κακό με τους κριτικούς δεν είναι πως κριτικάρουν: αντιμετωπίζουν άκριτα τον εαυτό τους -και χωρίς χιούμορ.
-----
"Βρήκε κι ο Χάινριχ τον μπελά του, γιατί ο προϊστάμενος εφημέριος δεν ήξερε πως κάνω πρόβα κάθε μέρα, και του 'πε πως "η αγάπη για τον πλησίον έχει και τα όριά της".
-----
Κάθε φορά που ερχόταν επιταγή του παππού, μ' έπιανε η ψυχή μου. Ήταν λεφτά και δεν ήταν λεφτά, σατανική εφεύρεση, και πάντως δε μας έδινε ποτέ αυτό που μας έλειπε πραγματικά: μετρητά στο χέρι.
-----
Το χρήμα ήταν σαν το "σαρκικό πόθο". Κανένας δεν το κουβέντιαζε καθαρά, ούτε καν το σκεφτόταν· άλλοτε το "εξαΰλωναν" -όπως έλεγε η Μαρί για το σαρκικό πόθο των παπάδων- κι άλλοτε το θεωρούσαν χυδαίο, χωρίς ποτέ να βλέπουν σε τι μπορούσε να μεταφραστεί τώρα δα: σε φαγητό, ταξί, ένα πακέτο τσιγάρα, ένα δωμάτιο με μπάνιο.
-----
Στο κάτω κάτω, σε μια ταραγμένη μητέρα μπορείς να ν' ανεχτείς και να συγχωρέσεις κάποια πράγματα, αλλά ο Καρλ ήξερε καλά πως δεν είμαι έκφυλος. Η σχέση μας χάλασε εντελώς ηλίθια, γιατί στο βάθος ο Καρλ έβρισκε "μεγαλειώδη" την "ελεύθερη ζωή" μου, κι εγώ στο βάθος ένιωθα να με γοητεύει ο δικός του μικροαστισμός. Ποτέ δεν κατάφερα να του εξηγήσω πόσο θανάσιμη ρουτίνα ήταν η ζωή μου, πόσο σχολαστικά κυλούσε με τρένα, ξενοδοχεία, πρόβες, παραστάσεις, Γκρινιάρη και μπίρα, και πόσο μ' άρεσε η δική του ζωή, ακριβώς για το μικροαστισμό της. Φυσικά, θα νόμιζε πως επίτηδες δεν κάναμε παιδιά, πως οι αποβολές της Μαρί ήταν "ύποπτες", αλλά δεν ήξερε πόσο αγαπούσαμε τα παιδιά.
-----
Όσο περίμενα στην κουζίνα και στο μπάνιο για να τον αφήσω να κλάψει μόνος, είχα ελπίσει πως θα τον συγκινούσα τόσο, που θα μου χάριζε ένα μεγάλο ποσόν, χωρίς άθλιους όρους, αλλά τώρα διάβαζα στα μάτια του ότι δεν μπορούσε. Δεν ήταν ρεαλιστής, ούτε κι εγώ ήμουν, και ξέραμε κι οι δυο πως όλοι οι άλλοι ήταν ρεαλιστές μέσα στη βλακεία τους, ηλίθιοι σαν ανδρείκελα που πιάνουν χίλιες φορές το γιακά τους, και δεν ανακαλύπτουν το νήμα που τα κρατά κρεμασμένα.
-----
Πολύ μπερδεμένη ιστορία ο σαρκικός πόθος, και θλιβερή, πρέπει να 'ναι αιώνιο μαρτύριο για τους πολυγαμικούς· τους μονογαμικούς πάλι -όπως εγώ- τους αναγκάζει να φέρονται πάντα με λανθάνουσα αγένεια, γιατί οι περισσότερες γυναίκες τσαντίζονται όταν δεν υπάρχει Έρωτας, όπως λένε. Έδειχνε να θίγεται ως και η κυρία Μπλότερτ, γυναίκα θρήσκα κατά τα άλλα, βράχος ηθικής. Πολλές φορές, αντιμετωπίζω με κατανόηση ακόμη και τους σάτυρους που φιγουράρουν κάθε τόσο στις εφημερίδες, και φρίττω όταν αναλογίζομαι πως υπάρχουν πράγματα σαν το "συζυγικό καθήκον". Κάτι τέτοιοι γάμοι είναι καταδικασμένοι, αφού κράτος και εκκλησία υποχρεώνουν ρητά τη γυναίκα "να το κάνει". Η συμπόνια δεν εξασφαλίζεται με νομοθετικά διατάγματα.
-----
Οι γυναίκες ξέρουν να εκφράζουν ή να υποκρίνονται με τα χέρια τους τόσα πολλά, που μπροστά τους τα χέρια των αντρών μοιάζουν με στραβοκολλημένα κούτσουρα. Τα αντρικά χέρια είναι φτιαγμένα για χειραψίες, για ξύλο, και φυσικά για πυροβολισμούς και υπογραφές. Τα αντρικά χέρια είναι φτιαγμένα για να χαιρετούν, να δέρνουν, να πυροβολούν ή για να υπογράφουν λογιστικές επιταγές -και, βέβαια, για να δουλεύουν, μα τίποτ' άλλο. Τα γυναικεία χέρια δεν είναι πια χέρια: αλείφουν βούτυρο στο ψωμί, παραμερίζουν μια τούφα μαλλιά απ' το μέτωπο. Κανένας θεολόγος δε σκέφτηκε ακόμη να περιλάβει στο κήρυγμά του τα γυναικεία χέρια των Ευαγγελίων: η Βερενίκη, η Μαγδαληνή, η Μάρθα, η Μαρία -τα Ευαγγέλια είναι γεμάτα γυναικεία χέρια που δείχνουν τρυφερότητα στον Χριστό. Όμως οι θεολόγοι προτιμούν να μιλούν για νόμους, αρχές ηθικής τάξεως, τέχνη και κράτος. Στην ιδιωτική του ζωή -αν μπορούμε να την πούμε έτσι- ο Χριστός συναναστρεφόταν μόνο γυναίκες. Τους χρειαζόταν βέβαια και τους άντρες, γιατί οι άντρες έχουν κάποια σχέση με την εξουσία, όπως ο Κάλικ, τους κόβει από οργάνωση και παρόμοιες μπούρδες. Τους χρειαζόταν όμως όπως χρειάζεται κανείς μεταφορείς για να κάνει μετακόμιση, για τις χοντρές δουλειές, κι ύστερα, ο Πέτρος ήταν τόσο γλυκός, το ίδιο κι ο Ιωάννης, αυτούς δεν μπορείς να τους πεις άντρες, ενώ ο Παύλος ήταν πολύ αρρενωπός, όπως αρμόζει σε Ρωμαίο.
-----
Δεν μπορείς να επαναλάβεις ποτέ τις στιγμές, ούτε να τις αναμεταδόσεις.
-----
Της λέω, τους κομμουνιστές μπορώ να τους καταλάβω όταν προγραμματίζουν "πρότυπα γεύματα" ή χρόνους φθοράς των μαντιλιών και παρόμοιες αηδίες, γιατί στο κάτω κάτω οι κομμουνιστές δεν επικαλούνται το υποκριτικό άλλοθι του Υπερφυσικού, και πάντως μου φαίνεται απίστευτο πως κάτι χριστιανοί σαν τον άντρα της μετράνε τα πάντα σαν τρελοί -κι εκείνη μου απάντησε πως είμαι πορωμένος υλιστής και πως δε θα καταλάβω ποτέ τι σημαίνει θυσία, πόνος, πεπρωμένο και μεγαλείο της φτώχειας. Ο Καρλ Έμοντς δε μου δίνει ποτέ την αίσθηση της θυσίας, του πόνου, του πεπρωμένου και του μεγαλείου της φτώχειας. Πληρώνεται καλά, κι από το πεπρωμένο και το μεγαλείο απομένει μόνο ένας αδιάκοπος εκνευρισμός, γιατί όλο κάθεται και τα λογαριάζει και ξέρει πως ποτέ δε θα του φτάσουν τα λεφτά να πιάσει πιο άνετο σπίτι. Τώρα, συνειδητοποιώντας πως ο Καρλ Έμοντς ήταν ο μόνος απ' όπου μπορούσα να ζητήσω δανεικά, είδα καθαρά την κατάστασή μου. Ήμουν πανί με πανί.
-----
Την αντικειμενική σημασία της τέχνης, όπως την αποκαλούν οι άλλοι, την έχω γραμμένη στα παλιά μου τα παπούτσια, μα θα 'ταν χυδαίο να διακωμωδώ το εποπτικό συμβούλιο σ' έναν τόπο όπου δεν υπάρχουν εποπτικά συμβούλια.
-----
Οι δημοσιογράφοι όλο "σκαλίζουν" και "μυρίζονται", και παντού και πάντα θα συναντήσεις τον τύπο του κακεντρεχούς, που δεν μπορεί να το χωνέψει πως ούτε καλλιτέχνης είναι ούτε έχει τα φόντα να γίνει έστω φιλότεχνος της προκοπής, κι επειδή και η όσφρησή του είναι ανύπαρκτη, προτιμά ν' αραδιάζει βλακείες, μπροστά σε νόστιμα κοριτσόπουλα κατά προτίμηση, αρκετά αφελή ακόμη για να αποθεώνουν τον κάθε ρυπαρογράφο, μόνο και μόνο επειδή έχει "βήμα" σε κάποια φυλλάδα και "ασκεί επιρροή". Υπάρχουν μυστήριες και καμουφλαρισμένες μορφές πορνείας, που μπροστά τους η πραγματική πορνεία είναι τίμιο επάγγελμα: αυτή τουλάχιστον δε σου τρώει τζάμπα τα λεφτά σου.
-----
Εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσα να την περιγράψω ούτε να την κρεμάσω παράσημο στο λαιμό μου. Όλοι κουβαλούν τα παράσημα των ηρωικών τους στιγμών καρφιτσωμένα στο στήθος ή κρεμασμένα στο λαιμό, μα είναι υποκρισία ν' αρπάζεσαι απ' το παρελθόν. Τις δικές σου στιγμές δεν τις ξέρει κανείς.
-----
Δεν πίστευε τίποτ' άλλο, πέρα από μερικούς ανθρώπους, ενώ οι υπόλοιποι πιστεύουν κατά κανόνα σε κάτι παραπάνω: στο Θεό, στο αφηρημένο χρήμα, σε πράγματα που λέγονται Έθνος ή Γερμανία.
-----
Τραβήχτηκα απ' τον καθρέφτη. Το είδωλο που έβλεπα εκεί μέσα μου άρεσε πολύ, ούτε στιγμή δε μου πέρασε απ' το νου πως έβλεπα τον εαυτό μου. Το είδωλο δεν ήταν πια κλόουν. Ήταν ένας νεκρός που έκανε τον πεθαμένο.
-----
Έπρεπε να το περιμένω: οι χριστιανοί είναι ανελέητα δίκαιοι στο θέμα της ιδιοκτησίας. Δε χρειαζόταν ν' ανοίξω τα συρτάρια. Όλα όσα μου ανήκαν θα ήταν εκεί. Όλα όσα της ανήκαν θα έλειπαν. Το πιο σπλαχνικό θα 'ταν να πάρει μαζί της και τα δικά μου πράγματα -όμως εδώ, στην ντουλάπα μας, όλα είχαν μοιραστεί σωστά, με μια θανάσιμη δικαιοσύνη. Σίγουρα θα με λυπόταν μαζεύοντας όσα μου τη θύμιζαν, και σίγουρα θα 'κλαιγε, θα 'χυνε δάκρυα σαν τις γυναίκες στις ταινίες με τα διαζύγια, που λένε: "Ποτέ δε θα ξεχάσω πόσα ζήσαμε μαζί".
-----
Τότε, για πρώτη φορά, κατάλαβα πόσο φριχτά είναι τα αντικείμενα που αφήνει πίσω του όποιος φεύγει ή πεθαίνει. Η μάνα μου έκανε μια προσπάθεια να φάει, το δίχως άλλο ήθελε να μας πει: η ζωή συνεχίζεται, ή κάτι τέτοιο, όμως εγώ το ήξερα καλά, δε συνεχίζεται η ζωή, μόνο ο θάνατος συνεχίζεται.
-----
Ο καλλιτέχνης κουβαλάει πάντα μαζί του το θάνατο, όπως ο καλός παπάς τη Σύνοψή του.
-----
"Όποιος τραγουδάει, δεν πεθαίνει" έλεγε πάντα η κυρία Βίνεκεν, και "Όποιος έχει όρεξη, έχει ζωή μπροστά του". Εγώ τραγουδούσα και πεινούσα.
-----
Αν ο αιώνας μας χρειάζεται κάποιο όνομα, πρέπει να τον πούμε Αιώνα της Πορνείας. Οι άνθρωποι έχουν μάθει φαρσί τη γλώσσα της πόρνης. Κάποτε πέτυχα τον Ζόμερβιλντ μετά από μια τηλεοπτική συζήτηση ("Υπάρχει θρησκευτικό αίσθημα στη Μοντέρνα Τέχνη;") και με ρώτησε αμέσως: "Πώς σας φάνηκα; Καλός ήμουν;" Το ίδιο ακριβώς ρωτάει κι η πόρνη τον πελάτη που φεύγει. Δεν έμενε παρά να προσθέσει: "Συστήστε με και στους φίλους σας".
-----
Το επαγγελματικό ένδυμα είναι η καλύτερη προστασία, σε φυλάει απ' τα θανάσιμα πλήγματα που δέχονται μόνο οι άγιοι και οι ερασιτέχνες.
------
Υπάρχει καλύτερο για τον επαγγελματία παρά να βρεθεί ανάμεσα σε ερασιτέχνες;

Heinrich Böll, Οι Απόψεις Ενός Κλόουν, μετάφραση Τζένης Μαστοράκη, εκδόσεις Γράμματα, 1986 (πρώτη έκδοση 1967)

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2020

Gimme 10: Οι φιλοξενούμενοι XXXI

 Η στήλη Gimme 10 ξεκίνησε με προτροπή του Γιώργου Μπαλιώτη και αρχικά φιλοξενούσε δικές μου λίστες με τραγούδια γύρω από ένα συγκεκριμένο θέμα. Γρήγορα κατάλαβα ότι κάτι τέτοιο θα εξαντλούνταν σύντομα, κι έτσι ο Μπαλιώτης μού βρήκε τη λύση: γιατί να μην καλείται κάθε εβδομάδα ένας καλλιτέχνης, που θα επιλέγει και σχολιάζει 10 δικές του αγαπημένες επιλογές;

Κάπως έτσι, η στήλη τρέχει για πάνω από δεκαετία πλέον, έχοντας παρουσιάσει στους αναγνώστες του Mix Grill καλλιτέχνες από όλο το φάσμα του εγχώριου, αλλά και του διεθνούς, μουσικού σκηνικού, αλλά και από διάφορες βαθμίδες αναγνωρισιμότητας.

Εδώ θα βρείτε την 31η πεντάδα, καθώς ανατρέχω με χρονολογική σειρά στις δημοσιεύσεις:

Mechanimal

Μιρέλα Πάχου

Πάνος Ράπτης

My Drunken Haze

Ξένια Ροδοθεάτου

Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2020

Διάλογος με την κόρη μου L

Πριν λίγο, στο αυτοκίνητο, διάλογος με τον παππού:

- Τι μέρα είναι σήμερα;

- Σάββατο.

- Τι;! Τόσο γρήγορα περνάει το Σαββατοκύριακο; Θα ήθελα να είχα πέντε μέρες.

- Ε, τα Χριστούγεννα πάλι. Είναι και η 28η, δεν έχει παρέλαση, οπότε θα κάτσεις σπίτι.

- Σιγά μην πήγαινα στην παρέλαση. Το πιο βαρετό πράγμα μετά την εκκλησία.

Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2020

Θυμήθηκα τον Θεοδόση

 

Κυριακάτικη εκδρομή σε απόμερη παραλία, έπειτα στάση για φαγητό με θέα τη θάλασσα, κάτω από μια μουριά. Στα πόδια μας ένας πανέμορφος γάτος, που θα τον συμπαθούσε ακόμα και κάποιος που δεν είναι ιδιαίτερα φίλος του είδους -καλή ώρα. "Τον λένε Θεοδόση", μάς είπε το αφεντικό. Κι εγώ θυμήθηκα ξανά έναν παλιό μου συμμαθητή που είχε το ίδιο όνομα.

Ο Θεοδόσης ήρθε με μεταγραφή στο σχολείο μας. Πρέπει να ήτανε στην Γ΄, ή στη Δ΄ Δημοτικού, σίγουρα ήταν στο 4ο Δημοτικό Σχολείο Σπάρτης, στα μέσα της δεκαετίας του '80. Εμφανισιακά θύμιζε τον Freddie Mercury -θα μας τον θύμιζε, δηλαδή, αν νογάγαμε τότε από ξένη μουσική. Μεγάλα, πεταχτά δόντια, αδύνατος σαν οδοντογλυφίδα. Δεν ήταν καλός στην ανάγνωση, θυμάμαι ότι χάναμε την υπομονή μας όποτε ερχόταν η σειρά του να διαβάσει μέσα από το βιβλίο.

Πρέπει να είχε δεχτεί μπόλικο bullying ο Θεοδόσης. Εκείνες τις εποχές, βέβαια, πουθενά δεν ακουγόταν ο όρος, έχω δει μπροστά στα μάτια μου απίστευτους εξευτελισμούς παιδιών, συνήθως αδύναμων ή ιδιαίτερων, οι οποίοι απλώς συνέβαιναν, και δεν έτρεχε και τίποτα. Ήμασταν αγόρια, κι όλα έμοιαζαν να είναι όπως έπρεπε να είναι, μεταξύ αγοριών.

Μια μέρα, στην ώρα της γυμναστικής, θα κάναμε χορό. Σχηματίζοντας τον κύκλο, κανείς δεν ήθελε να βρεθεί δίπλα στον Θεοδόση, κανείς δεν ήθελε να τον πιάσει απ' το χέρι. Πήγα εγώ και τον έπιασα.

Η μνήμη είναι περίεργο κι αβέβαιο μέρος. Νομίζεις ότι θυμάσαι κάτι, αλλά πολλές φορές το κρατάς έτσι όπως θα ήθελες να έχει συμβεί, ή όπως το διαστρέβλωσες, επιστρέφοντας εκεί ξανά και ξανά. Θέλησα άραγε από μόνος μου να πάω δίπλα στον Θεοδόση; Μήπως πήγα σπίτι, τα αφηγήθηκα στους γονείς μου κι εκείνοι με συμβούλεψαν να του σταθώ; Δεν το έκανα ποτέ, παρότι το σκέφτηκα;

Το μόνο σίγουρο είναι πως οι γονείς όντως με παρότρυναν να κάνω παρέα με τον Θεοδόση, κι έτσι κι έγινε. Πήγα κάποιες φορές στο σπίτι του, που ήταν απέναντι από το δικό μας, γνώρισα τα αδέρφια του -πολυμελής οικογένεια-, παίξαμε Κάστρα Και Πολιορκητές.

Τον θυμάμαι τον παλιό μου συμμαθητή τον Θεοδόση. Κι αναρωτιέμαι τι να απέγινε, κι αν κατάφερε να βγει αλώβητος από τη σκληρότητα που δείχνουν οι άνθρωποι σε αγαθά πρόσωπα σαν και το δικό του.

Τρίτη 4 Αυγούστου 2020

Διάλογος με την κόρη μου XLIX

Χτες, στο πατρικό μου σπίτι, στη Σπάρτη, καθώς μετακινούσα τα βινύλια του πατέρα μου, έκανα ένα επαινετικό σχόλιο για το εύρος του ρεπερτορίου. Οπότε η Ελένη ρώτησε:
- Κι όλα αυτά ελληνικά ε;
- Όχι, έχει και ξένα.
- Ευτυχώς!
- Γιατί το λες;
- Γιατί τα ελληνικά, εκτός από του Κηλαηδόνη και μερικά ακόμα, δεν έχουνε μελωδία. Και μπορείς να το καταλάβεις πολύ εύκολα.

Εκκολαπτόμενη μουσικοκριτικός, ετών 10.

Τετάρτη 29 Ιουλίου 2020

Ο Morrissey, ο Καραμπεάζης, και μια εφαρμογή της Θεωρίας του Χάους

Στις 17 Νοεμβρίου 2017, ο Steven Patrick Morrissey κυκλοφόρησε το 11ο στούντιο άλμπουμ του ως σόλο καλλιτέχνης. Low In High School ο τίτλος του, 12 τα τραγούδια που περιείχε. Ένα τέτοιο γεγονός, λόγω της εμβέλειάς του, πάντοτε πυροδοτεί άλλα, μικρότερης σημασίας συνήθως, γεγονότα. Εδώ εξιστορείται μια αλυσίδα εν Ελλάδι εξελίξεων, η οποία μπορεί να μην έχει παρά ελάχιστη σημασία, έχει όμως την πλάκα της.

Εκείνο τον καιρό έγραφα στο Avopolis, είχα όμως μετακομίσει και στη Σαντορίνη, όπου υπηρετούσα την πρώτη μου χρονιά ως εκπαιδευτικός, στο Ημερήσιο ΕΠΑ.Λ. του νησιού. Ήταν μια περίοδος ιδιαίτερα δύσκολη, από όλες τις απόψεις.

Δεν θυμάμαι αν εγώ πρότεινα στον αρχισυντάκτη Χάρη Συμβουλίδη να αναλάβω την κριτική για το Low In High School, ή αν μου το ανέθεσε εκείνος. Θυμάμαι, όμως, πως ο δίσκος μού άρεσε, κυρίως μουσικά, αλλά μου άφηνε και μια αίσθηση αποπροσανατολισμού ως προς το στιχουργικό κομμάτι: ένιωθα ότι εντός του μεταφέρονταν πολλά αντιφατικά, μεταξύ τους, μηνύματα. Έγραψα, λοιπόν, μια κριτική που συνδύαζε το συμπαθητικό 6άρι της βαθμολογίας με μια ιδιαιτέρως δηκτική, σε κάποια σημεία της, αναφορά στη σύγχρονη εκδοχή της περσόνας Morrissey. 

Είναι εύκολο, ομολογουμένως, και συχνά διασκεδαστικό, να γράφεις τέτοιες κριτικές, ειδικά όταν ξέρεις ότι το "θύμα" είναι απίθανο να τις διαβάσει ποτέ. Βέβαια, τον ρόλο της υπεράσπισης συχνά τον αναλαμβάνουν οι φαν. Κι άμα είναι και πιο ειδικοί στο θέμα από εσένα, την πάτησες.

Λίγες ώρες, λοιπόν, μετά τη δημοσίευση του κειμένου μου, στις 22 Δεκεμβρίου 2017, ο Άρης Καραμπεάζης ανάρτησε στον τοίχο του στο Facebook το παρακάτω ποστ (κλικ στην εικόνα για μεγέθυνση):

Ήταν ένα χειρουργικά βιτριολικό ποστ, ένα αμένσιοτο που χτυπούσε σε πολλά περισσότερα, πέραν των προφανών, σημεία. Κι αυτά τα κείμενα, βέβαια, γράφονται εύκολα -έχω γράψει του λόγου μου κάμποσα-, καθότι έχει ιδιαίτερη πλάκα να τα σκαρώνεις. Ειδικά αφού δεν αναφέρουν ονομαστικά τον στόχο τους, κι αφού η θέση μπροστά στην οθόνη και το πληκτρολόγιο προσφέρει μιαν ασφάλεια και μιαν αίσθηση "άκακου" -η οποία, όμως, συνήθως απέχει από την πραγματικότητα.

Εγώ άργησα να το πάρω πρέφα το θέμα, καθότι εκείνη την ημέρα ταξίδευα από το νησί για Αθήνα, για να περάσω τις γιορτές με τους δικούς μου. Το είδα την επομένη, και, περιττό να πω, μού χάλασε τρομερά τη διάθεση. Δεν ήταν τόσο τα 45 like που είχαν πέσει, ούτε το αναμενόμενο πανηγυράκι από κάτω, στα 53 σχόλια. Ήταν περισσότερο ότι το είχε γράψει ο Καραμπεάζης, ένας από τους μετρημένους στα δάχτυλα των δύο χεριών μουσικογραφιάδες που διαβάζω πάντα -και που, αν έχετε σώας τας φρένας, πρέπει να διαβάζετε κι εσείς.

Η πρώτη μου σκέψη ήταν να παίξω αντεπίθεση, γράφοντας κάποιο αιχμηρό σχόλιο από κάτω. Έπειτα σκέφτηκα ότι ίσως θα "πονούσε" περισσότερο αν το έπαιζα -γιατί δεν ήμουν- ψύχραιμος. Κι έτσι έγραψα το παρακάτω, το οποίο παραμένει ως τελευταίο σχόλιο του ποστ (κλικ για μεγέθυνση):

Η φαγωμάρα, όμως, δεν υποχωρούσε: μέχρι και με τη γυναίκα μου τσακώθηκα, παραμονή Χριστουγέννων, εξαιτίας της κακής μου διάθεσης. Έπρεπε κάπως πιο έντονα να αντιδράσω, κάπως να ξεσπάσω. Το πώς, το βρήκα σχεδόν στον ύπνο μου, ξημερώνοντας Χριστούγεννα: δίπλα στα βιντεάκια με Θανάση Παπακωνσταντίνου, θα ανέβαζα κι ένα με Morrissey. Και θα 'κανα κι ένα δικό μου αμένσιοτο.

Σηκώθηκα πολύ πρωί, πριν από όλους τους άλλους -ήμασταν κάμποσοι από το σόι στο σπίτι στη Σαλαμίνα, για να γιορτάσουμε μαζί. Βρήκα τα ακόρντα και τους στίχους του τραγουδιού "Spent The Day In Bed", που ήταν το αγαπημένο μου μέσα από το Low In High School, κλείστηκα στην κρεβατοκάμαρα των γονιών μου με την κουτσή κιθάρα του αδερφού μου, κι έφτιαξα, μέσα σε πολύ λίγη ώρα, το παρακάτω:

Κι έπειτα το πόσταρα στο Facebook, ως εξής (κλικ για μεγέθυνση):

Φυσικά, μόνο εκείνοι που γνώριζαν τα προηγούμενα μπορούσαν να καταλάβουν τι σήμαινε όλο αυτό. Εγώ, πάντως, το είχα βγάλει από μέσα μου. Και συνέχισα τη ζωή μου, χωρίς να ασχοληθώ ξανά με το συγκεκριμένο βίντεο. Κι ας έβλεπα ότι σιγά σιγά τα views ανέβαιναν...

Ώσπου, 2,5 χρόνια μετά, ήρθε στο inbox ένα "συγχαρητήρια!" από τον Βύρωνα Κριτζά -ένας ακόμα από εκείνους που οφείλετε να διαβάζετε. Τον ευχαρίστησα, αλλά δεν ήξερα για ποιον λόγο με συνέχαιρε. Τελικά είχε συμβεί το αδιανόητο: ο Morrissey είχε, με κάποιον τρόπο, ανακαλύψει το βίντεο, και το είχε ανεβάσει στο προσωπικό του μπλογκ, μαζί με άλλα από διάφορα μέρη του κόσμου, σε ένα ποστ με τίτλο "I TRAVELED TO A MYSTICAL TIME ZONE BUT I MISSED MY BED SO I CAME STRAIGHT HOME":

Κάπως έτσι, μια αλυσίδα γεγονότων που ξεκίνησε από έναν δίσκο του Morrissey, έκλεισε(;) από τον ίδιο.

Ευτυχώς, να λέτε, που δεν ανακάλυψε ακόμα εκείνη την κριτική μου...

* Φωτογραφία Morrissey από εδώ

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2020

Πολύ Μεγάλες Αλήθειες XL

Χωρίς πολλά λόγια, χτυπώντας στο ψαχνό, λέγοντας τα πράγματα όπως τα νιώθω...

Εάν όλα έχουν ήδη γραφτεί, τότε τίποτα δεν έχει ακόμα γραφτεί._

Τρίτη 21 Ιουλίου 2020

Περί Πίστεως

Είμαι από εκείνα τα παιδιά που οι γονείς τους τα έγραψαν στο ωδείο, χωρίς να τα ρωτήσουν. Εκείνη την πρώτη μέρα -τρίτη δημοτικού πήγαινα- η μάνα μου σχεδόν με έσυρε μέχρι εκεί, κι εγώ έκλαιγα. Δεν ήξερα γιατί έπρεπε να πάω, ήθελα απλώς να παίξω μπάλα.

Πέρασαν πολλά χρόνια για να μπορέσω να εκτιμήσω εκείνη την απόφαση των δικών μου. Ασχέτως αν δεν νοσταλγώ καθόλου τις ώρες που πέρασα μέσα στις επίσημες διεργασίες εκμάθησης της μουσικής. Ήταν μάλλον άχαρα όλα, γεμάτα ορισμούς, και χωρίς καθόλου παιχνίδι. Υπήρχε μια αυστηρότητα που καθόλου δεν ταίριαζε με τις μελωδίες, οι οποίες συχνά με έκαναν να βουρκώνω.

Ένα από τα πράγματα που με ζόριζαν ιδιαιτέρως μέσα σε εκείνο το πλαίσιο ήταν οι "επιδείξεις" που γίνονταν προς το τέλος της κάθε σχολικής χρονιάς. Ξέρετε, εκείνες όπου μαζεύονταν όλοι οι γονείς, τα αδέρφια και λοιποί συγγενείς, για να "καμαρώσουν" τα παιδάκια που σκάλιζαν το πιάνο. 25 τόσα χρόνια μετά, δεν έχω πάρει είδηση να έχει αλλάξει κάτι σε όλο αυτό: εξακολουθούν τα παιδιά που βγαίνουν στη σκηνή να μη γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους το κάνουν. Το μόνο που ήξερα εγώ τότε ήταν ότι έπρεπε όλα να είναι άψογα. Κι αγχωνόμουν πολύ.

Τα κατάφερνα καλά γενικά, και στις επιδείξεις, και στις εξετάσεις. Και κατάφερνα να αποσπώ από τη δασκάλα μου, την κυρία Φωτεινή Δημάκου-Σακκέτα, επαίνους, λεκτικούς αλλά και πρακτικούς: ήταν κάμποσες οι φορές που έπαιζε μαζί μου στο πιάνο, και κατάφερνα να την ακολουθώ απόλυτα. Μια μέρα που μάς άκουσε ο σύζυγός της μπαίνοντας, φάνηκε αληθινά έκπληκτος βλέποντας εμένα, κι όχι κάποιο αστέρι του ωδείου, δίπλα της.

Υπάρχει όμως ένα περιστατικό, από την επίδειξη του 1991 μάλλον, που με σημάδεψε βαθιά. Είχα για εκείνη τη βραδιά, αλλά και για τις εξετάσεις που θα ακολουθούσαν, να ετοιμάσω τη σονατίνα αρ. 6 του Friedrich Kuhlau (1786-1832), από το βιβλίο 12 Sonatine, Op. 20, 55, 59, Per Pianoforte. Για την ακρίβεια, είχα να παίξω μόνο τις τρεις πρώτες σελίδες, το Allegro con spirito μέρος, της Op. 55, N.3. Η πρώτη σελίδα ήταν μονής αρίθμησης, άρα είτε έπρεπε να βρω τρόπο να γυρνώ "αναίμακτα" τη σελίδα καθώς έπαιζα, είτε να την αποστηθίσω και να έχω ανοιχτό το βιβλίο στις δύο επόμενες. Φυσικά η αποστήθιση ήρθε πολύ εύκολα, κι έτσι κατέληξα στη δεύτερη επιλογή.

Τη μεγάλη μέρα, οι μαθητές και οι μαθήτριες περιμέναμε στις αίθουσες του ωδείου, που αποτελούσαν τα παρασκήνια για την περίσταση. Ώσπου να έρθει η σειρά μας να μπούμε στην παραδίπλα μεγάλη αίθουσα, όπου είχαν στηθεί καρέκλες για το κοινό, να καθίσουμε στο πιάνο και να ιδρώσουμε ενώπιόν του.

Ήμασταν όμως πολλά παιδιά, το πρόγραμμα μεγάλο, η ώρα δεν περνούσε. Οπότε ανέλαβαν δράση ο Κώστας Γιαξόγλου και ο Γρηγόρης Αθανασιάδης, από τους μεγαλύτερους σε ηλικία μαθητές του ωδείου. Ο πρώτος στο πιάνο, ο δεύτερος στο τραγούδι, άρχισαν να ξεδιπλώνουν το ρεπερτόριό τους από τζαζ, μπλουζ και ροκ εντ ρολ επιτυχίες. Κι οι υπόλοιποι το διασκεδάζαμε. Εγώ ήμουν όλο χαμόγελο, μέχρι που ψιλοχόρευα κιόλας -κάτι ιδιαιτέρως τολμηρό για τον πολύ ντροπαλό τότε εαυτό μου.

Μ' αυτά και μ' αυτά, η αναμονή έγινε πολύ ελαφρύτερη, σχεδόν ξεχάστηκε το "ικρίωμα" που μάς περίμενε. Ώσπου κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι η αυτοσυγκέντρωσή μου είχε πάει περίπατο -κι η ώρα μου πλησίαζε. Τότε άρχισα να αμφιβάλλω: κι αν ξεχνούσα κάτι από την πρώτη σελίδα, έτσι που είχα αφεθεί και ευθυμήσει; Μήπως να τη διάβαζα κι αυτήν από μέσα και να έπαιρνα ένα δευτερόλεπτο για να τη γυρίσω; Αυτό αποφάσισα τελικά. Κι ήταν μοιραίο λάθος.

Μπήκα στην τιγκαρισμένη αίθουσα, προχώρησα στον στενό διάδρομο ανάμεσα στα καθίσματα, κάθισα μπροστά στο όρθιο πιάνο. Ξεκίνησα. Κι έπαιξα άψογα την πρώτη σελίδα. Γύρισα. Συνέχισα.

Οι σελίδες όμως, που είχαν "κάτσει" καιρό σε συγκεκριμένη θέση, αλλά τώρα είχαν "πατηθεί" ώστε να σταθούν ανοιγμένες διαφορετικά, άρχισαν, καθώς έπαιζα, να γυρνούν αργά πίσω... Ώσπου επέστρεψε μπροστά μου η πρώτη σελίδα, αποκρύβοντάς μου όσα έπρεπε να έχω μπροστά μου εκείνη τη στιγμή.

Πάγωσα. Προσπάθησα να τις ισιώσω, όμως εκείνες επέμειναν. Έχασα τον βηματισμό μου, σταμάτησα. Επενέβη η κυρία Σόνια Φιλιπποπούλου, μια από τις δασκάλες, που καθόταν εκεί δίπλα: κράτησε τις σελίδες στη θέση τους για να τελειώσω ό,τι είχα αρχίσει.

Τα είχα σκατώσει. Ελάχιστοι ίσως από το κοινό παρακολουθούσαν πραγματικά, ακόμα λιγότεροι όντως θα κατάλαβαν, όμως εγώ το ήξερα καλά. Κι ούτε το κάπως προσποιητό μπράβο της δασκάλας μου καθώς έβγαινα, ούτε τα λόγια των γονιών μου καθώς περπατούσαμε έπειτα για το σπίτι, μπόρεσαν να με παρηγορήσουν. Πρόβαλα, βέβαια, διάφορα άσχετα, προσπάθησα, ως παιδί που ήμουν, να ρίξω το φταίξιμο σε άλλα πράγματα (κυρίως στο ότι εκείνη η Clavinova που είχαμε δεν ήταν κατάλληλη για εξάσκηση), όμως μέσα μου ήξερα ότι έφταιγα μονο εγώ.

Είχα λιγοψυχήσει. Δεν πίστεψα ότι μπορούσα. Αμφέβαλα ότι θα θυμόμουν εκείνες τις λίγες σειρές, τις οποίες είχα προβάρει εκατοντάδες φορές και ποτέ δεν είχα ζοριστεί να παίξω από στήθους.

Η μνήμη είναι περίεργο μέρος, κι ευμετάβλητο. Κάθε που το επισκέπτεσαι, αλλάζει η διαρρύθμιση. Όμως, εκείνη η μοιραία στιγμή που με πλήγωσε τόσο, απαθανατίστηκε και από τον παρόντα φωτογράφο. Και να 'μαι εγώ, ακίνητος, με τις σελίδες μπροστά μου να χορεύουν, τη στιγμή που συνειδητοποιώ ότι το παιχνίδι χάνεται, ανήμπορος, με τα χέρια κολλημένα στα πλήκτρα.

Είναι κορνιζαρισμένη αυτή η φωτογραφία, από τη μάνα μου. Βρίσκεται στο σπίτι στη Σαλαμίνα, ακουμπισμένη πάνω στην παλιά Clavinova. Αρκετά κρυμμένη απ' τα μάτια μου, ώστε να μη χρειάζεται να την αντικρίζω συχνά, αλλά όχι τόσο ώστε να ξεχάσω διά παντός όσα με διαπέρασαν κάποτε.

Δεν ξέρω αν μαθαίνεται το να πιστεύεις στον εαυτό σου, το να τον εμπιστεύεσαι. Σίγουρα παίζει κάποιο ρόλο η στήριξη των άλλων, όμως μάλλον θα πρέπει να βιώσεις κάποιες επιτυχίες σου, ώστε να ξέρεις ότι μπορείς να πετύχεις πράγματα. Όπως κάθε αληθινή πίστη, είναι κάτι που χτίζεται μέσα από εμπειρίες, μέσα από δοκιμές, κι έπειτα από κάμποσες τούμπες που θα φας.

Στην περίπτωσή μου αυτές οι τελευταίες υπήρξαν πολλές. Αλλά το μεγάλο μάθημα το πήρα από τη συγκεκριμένη μία.

Τρίτη 30 Ιουνίου 2020

Gimme 10: Οι φιλοξενούμενοι XXX

Ιδού η 30ή πεντάδα καλλιτεχνών που φιλοξενήθηκαν στο Gimme 10. Μιλάμε δηλαδή για 150 ερμηνευτές/μουσικούς/συνθέτες/τραγουδοποιούς/συγκροτήματα που έδωσαν το παρών στον χώρο που μου παραχωρεί το Mix Grill για την εβδομαδιαία αυτή στήλη. Και βρισκόμαστε μόλις στο 2014...





Οι... "300" ηρωικοί αναγνώστες