Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2022

Υπογραμμίσεις XLII: Joël Egloff

Η Σκοτοδίνη είναι βιβλίο που είχε η Σάντη· το είχε διαβάσει δύο φορές και επέμενε πολύ να το διαβάσω κι εγώ. Το έκανα το 2017 και δεν δυσκολεύτηκα να παραδεχτώ ότι είχε δίκιο. Οι σημειώσεις που κρατούσα τότε, χάθηκαν στο ολικό κρασάρισμα που υπέστη το πρώτο μου iPad. Θέλοντας να τις ξαναβρώ και να τις καταγράψω εδώ, έπιασα το βιβλίο για δεύτερη φορά.

Στο εξώφυλλο το έργο τούτο κατηγοριοποιείται ως μυθιστόρημα, όμως πρόκειται ουσιαστικά για νουβέλα. Στην οποία ο Γάλλος συγγραφέας και σεναριογράφος Joël Egloff σκιαγραφεί έναν μελλοντικό(;) κόσμο, μουχρωμένο και τοξικό. Οι ωμές περιγραφές και το πικρό χιούμορ συγκατοικούν με μια ταπεινή ποιητικότητα, συνθέτοντας ένα θεσπέσιο ανάγνωσμα.
Παρ' όλ' αυτά, τη μέρα που θα φύγω, θα νιώσω ένα σφίξιμο στην καρδιά, είμαι βέβαιος. Τα μάτια μου θα μουσκέψουν, είναι σίγουρο. Όπως και να 'χει, οι ρίζες μου είναι εδώ. Έχω καταπιεί όλα τα βαριά μέταλλα, στις φλέβες μου τρέχει υδράργυρος, ο εγκέφαλος έχει χορτάσει μολύβι. Στραφταλίζω μες στο σκοτάδι, κατουράω χρώμα μπλε, τα πνευμόνια μου είναι γεμάτα σαν σακούλες ηλεκτρικής σκούπας, όμως, παρ' όλα αυτά, είμαι βέβαιος ότι τη μέρα που θα φύγω, θα δακρύσω, είναι σίγουρο. Άλλωστε είναι φυσικό, γεννήθηκα και μεγάλωσα εδώ. Ακόμα ξαναβλέπω τον εαυτό μου, μικρό παιδάκι, να πηδάει χωρίς κανένα δισταγμό μέσα σε λιμνούλες από λάδια, να κυλιέται στα νοσοκομειακά απόβλητα. Ακόμα την ακούω, τη γιαγιά, να βάζει τις αγριοφωνάρες για να προσέχω τα πράγματά μου. Και οι φέτες με το γράσο που μου ετοίμαζε για κολατσιό... Και η μαρμελάδα από σαμπρέλα που η γεύση της θύμιζε λιγάκι νεράντζι, στο πιο πικρό...

Έπαιξα εκεί, δίπλα στις σιδηροδρομικές γραμμές, σκαρφάλωσα στους πυλώνες, έκανα μπάνιο στις δεξαμενές όπου γίνεται η καθίζηση. Και αργότερα γνώρισα τον έρωτα μέσα στη μάντρα με τα σαράβαλα, πάνω στα ξεκοιλιασμένα του καθίσματα. Έχω αναμνήσεις που είναι σαν πουλιά μαυρισμένα από μαζούτ, αλλά που ωστόσο είναι αναμνήσεις. Κολλάμε ακόμα και στους πιο άσχημους τόπους. Έτσι συμβαίνει. Σαν την οσμή του καμένου λίπους στον πάτο των τηγανιών.
-----
Δεν μας ενοχλεί τόσο το βουητό των αντιδραστήρων - είμαστε μισόκουφοι, συνεπώς είναι υποφερτό. Δεν είναι ούτε οι δονήσεις, οι τοίχοι που τρέμουν, εκείνο που μας ανησυχεί πάνω απ' όλα είναι τα κομμάτια που χάνουν στη διάρκεια των πτήσεων. Δεν βρισκόμαστε μέσα στο αεροπλάνο, σύμφωνοι, βρισκόμαστε όμως από κάτω. Συνήθως δεν είναι τίποτα σοβαρό, κάποιο μικρό παξιμάδι, μια βίδα, ένα μπουλόνι, πράγματα ακίνδυνα, όμως την περασμένη φορά κάτι σαν ολόκληρη καταπακτή έπεσε από τον ουρανό διαπερνώντας την οροφή και το ταβάνι του δωματίου μου με τρομερό πάταγο.

Από τότε κοιμόμαστε φορώντας κάσκες εργοταξίου, δεν είναι καθόλου άνετο, αλλά μπορώ, από το κρεβάτι μου, να κοιτάζω τον ουρανό, περιμένοντας να με πάρει ο ύπνος. Δεν βλέπω ποτέ αστέρια, ούτε καν φεγγάρι, παρά μόνο τα μικρά άσπρα και κόκκινα φώτα που αναβοσβήνουν και που συχνά τα κοιτάζω για ώρες ολόκληρες.

Δεν βιάζομαι ν' αποκοιμηθώ γιατί ξέρω πως μέσα στον ύπνο μου υπάρχουν σφαχτάρια ακέφαλα που καταφθάνουν, κοπάδια-κοπάδια για να μου ζητήσουνε το λόγο. Κι εγώ, όσο και να τους εξηγώ ότι δεν φταίω σε τίποτα, ότι στη ζωή δεν κάνουμε πάντα εκείνο που θέλουμε, ότι δεν το διάλεξα, χαμένος κόπος, βλέπω καθαρά ότι μου κρατάνε κακία.

Τελικά η νύχτα ξεψυχάει. Αλλά μόλις γλιτώνω από τους εφιάλτες, πρέπει κιόλας να ξαναγυρίσω σ' αυτούς.
-----
Διακοπές πηγαίναμε με τα πόδια, ήταν πιο βολικά. "Τι θα πάμε να κάνουμε στο Πεταουτσνόκ" έλεγε η γιαγιά μου "αφού υπάρχουν τόσα όμορφα πράγματα να δούμε, ακριβώς δίπλα μας;"

Ένα ωραίο πρωί σηκωνόμαστε τα χαράματα, κόβαμε νερό και ηλεκτρικό, σφαλίζαμε το σπίτι, κρύβαμε το κλειδί, και φεύγαμε για να ξεκαλοκαιριάσουμε προς τη μεριά της μονάδας βιολογικού καθαρισμού.

Εκεί πέρα, όπως κάθε χρόνο, ξαναβρίσκαμε τους παλιούς θαμώνες. Μονάχα ανθρώπους της γύρω περιοχής, γείτονες που έρχονταν να κατασκηνώσουν για ν' απολαύσουν λίγο τις χαρές της ζωής. Και εγώ συναντούσα πάλι τους φίλους που είχα αποχωριστεί την παραμονή. Μόλις φτάναμε, γινόμαστε καπνός, εξαφανιζόμαστε μες στα ψηλά χορτάρια, μες στα δασάκια, στα σύδεντρα, και όλη τη μέρα δεν μας ξαναβλέπανε.

Θάλασσα δεν υπήρχε, όμως είχαμε τους ασημόγλαρους. Και από τη στιγμή που αυτά εδώ τα πουλιά προτιμούσαν τη χωματερή από τον ωκεανό, τούτο αποδείκνυε, δίχως άλλο, πως δεν ήμαστε τόσο πολύ άσχημα στα μέρη μας και πως δεν έπρεπε να είναι τόσο πολύ ωραία εκεί κάτω.
-----
Στο δρόμο της επιστροφής ήμουνα φορτωμένος σαν γάιδαρος. Κουβαλούσα την καρέκλα της και την παγωνιέρα, την μπάλα μου, τα βατραχοπέδιλα και τον αναπνευστήρα, ήμουνα γεμάτος τικ, ρουθούνιζα, μυξόκλαιγα, συνάμα μου ξέφευγαν γέλια, μάλιστα τσινούσα κιόλας. Μου τραβούσε ακόμα μια σφαλιάρα για να ηρεμήσω, με απειλούσε πως δεν θα ξαναρχόμαστε αύριο.

"Να ποιο είναι το πλεονέκτημα να πηγαίνεις διακοπές κοντά στο σπίτι σου" έλεγε. "Το βράδυ, τουλάχιστον, μπορείς να κοιμάσαι στο κρεβάτι σου."

Την επομένη, ευτυχώς, ξανασηκωνόμαστε τα χαράματα. Ακόμα μια φορά, κόβαμε νερό και ηλεκτρικό, σφαλίζαμε το σπίτι, κρύβαμε το κλειδί, και πάλι φτου κι απ' την αρχή.

Όταν της μιλάω γι' αυτό σήμερα, όποτε το ξαναθυμάμαι, δεν της λέει και πολλά.

"Πάντως, ήταν ωραίες οι διακοπές στη μονάδα" της κάνω.

"Για τι πράγμα μιλάς;" με ρωτάει.

"Οι διακοπές... ξέρεις καλά τι λέω... στη μονάδα..."

"Πού λες;"

"Στη μονάδα..." επαναλαμβάνω.

Σμίγει τα φρύδια.

"Μα και βέβαια ξέρεις... όταν ήμουνα πιτσιρικάς..."

"Δεν θυμάμαι" κάνει.

Και είναι σαν μια πέτρα που πέφτει μέσα σ' ένα πηγάδι χωρίς πάτο.
Τις αργίες πρέπει οπωσδήποτε ν' αλλάζουμε παραστάσεις.

Γνωρίζω κάποιους που πηγαίνουνε για ψάρεμα, την Κυριακή με το χάραμα, προς τη μεριά του ποταμού που αφρίζει. Ανάμεσα σ' αυτούς είναι και ο Μπορτς. Εκεί πέρα τσιμπάει γερά, λένε. Λίγη σημασία έχουν ο καιρός, το φεγγάρι, δεν χρειάζεται καν δόλωμα, τα ψάρια δεν κάνουνε νάζια, δεν είναι δύσκολα, μπορείς μάλιστα να ξεφωνίζεις ή να και να χοροπηδάς πάνω στην όχθη, αν σου αρέσει, αυτό δεν τα ενοχλεί, το αντίθετο. Και αν κανείς δεν έχει τίποτα να καρφώσει στην άκρη του αγκιστριού του, πάλι δεν πειράζει, περιττό να στενοχωριέται. Αρκεί να ρίξει την πετονιά στο νερό και μέχρι να περάσουν λίγα δευτερόλεπτα, ο φελλός βουλιάζει στα σίγουρα. Εδώ τα ψάρια δεν είναι πιο κουτά από αλλού, δεν πρόκειται γι' αυτό, το μόνο που θέλουνε είναι να τα βγάλεις από το νερό, να τα πάρεις από κει μέσα.
-----
Το ψάρεμα, εμένα, δεν μου λέει τίποτα. Ο Μπορτς προτείνει συχνά να με πάρει μαζί του, όμως εγώ δεν μπορώ. Όχι τόσο για την όψη των ψαριών, αυτό από μόνο του δεν είναι σοβαρό, πάντα θα έβρισκα κάποιον στον οποίο θα τα έδινα και που από πάνω θα ήτανε πολύ ευχαριστημένος, όχι, δεν φταίει αυτό, η αιτία είναι μάλλον το ουρλιαχτό των σκουληκιών όταν τα καρφώνουν στο αγκίστρι, αυτό μου παγώνει το αίμα. Η ακοή μου είναι πολύ ευαίσθητη για τέτοια πράγματα.
-----
Τότε ο νους μου ξαναπηγαίνει σ' αυτό που λέει η γιαγιά, η οποία δεν βρίσκει καθόλου λογικό να μην έχω πάρει αύξηση μετά από τόσα χρόνια. Σκέφτομαι πως αν είχα προνοήσει, σίγουρα θα μπορούσα σήμερα να ήμουν επιστάτης, επιστάτης μεγαλύτερος κι από τον "Δεν πα' να λες", ίσως και υποδιευθυντής ακόμα. Πάντως εκείνο που με παρηγορεί, είναι η σκέψη ότι με ένα μεγάλης αξίας χαρτονόμισμα στην τσέπη, αντί για τα ψιλά μου, δεν θα φαινόμουνα που ξύπνιος μπροστά στο μηχάνημα του καφέ.
-----
Επειδή σκαρφιζόμουνα συνεχώς αναμνήσεις όπου ήμουν μαζί της, κατέληγα να πιστεύω στην ιστορία μας, όμως αυτό δεν με ενθάρρυνε να της μιλήσω, πράγμα περίεργο. Αντίθετα, γινόμουν όλο και περισσότερο αναποφάσιστος. Ήμαστε ευτυχισμένοι έτσι, καλά προφυλαγμένοι μες στο κεφάλι μου. Δεν θα μπορούσαμε να ήμαστε καλύτερα. Ποιος λοιπόν ο λόγος;
-----
Όσο για τα υπόλοιπα, όπως δηλαδή το θέμα της ανθρώπινης ζεστασιάς, σήμερα τα βολεύω με μια κοπέλα από το τεμάχισμα που, επίσης, υποφέρει από έλλειψη δυνατών συγκινήσεων, και την οποία, από καιρό σε καιρό, συνοδεύω όταν επιστρέφει στο σπίτι της, στο τέλος της δουλειάς, μέχρι μέσα και σ' αυτή την ίδια.

Έπειτα, υπάρχουν και τα κορίτσια στην αίθουσα των διαλειμμάτων, στα οποία μπορούμε να βασιζόμαστε για να μας ανυψώνουν το ηθικό και που πότε-πότε πηγαίνω και τα βλέπω για να τα διατηρώ στη μνήμη.

Τη νύχτα μου κρατούν ζεστασιά, χωμένος καθώς είμαι στο κρεβάτι μου, το στοιχειωμένο από πτώματα.
-----
"Ήταν πραγματικά ένας ωραίος τύπος, ε;" κάνω στον Μπορτς θέλοντας λίγο να δω τη γνώμη του
για κείνον.

"Σίγουρα" μου απαντάει "τέτοια παλληκάρια δεν βγαίνουνε πια."

Όμως δεν υπάρχει αληθινός ενθουσιασμός στα εγκώμιά μας. Απουσιάζει ο απαραίτητος τόνος. Λείπει η πεποίθηση, κι αυτό φαίνεται.

Και τούτο είναι ο λόγος που, σιγά-σιγά, ξανοιγόμαστε κάπως και αναγκαζόμαστε να παραδεχτούμε πως αν κάποιος πεθάνει, δεν γίνεται αυτομάτως περισσότερο συμπαθητικός, ενώ φτάνουμε στο σημείο να ομολογήσουμε ότι πραγματικά δεν τον εκτιμούσαμε και τόσο πολύ, ούτε ο ένας ούτε ο άλλος. Και πάλι λίγα λέω, τον σιχαινόμαστε κυριολεκτικά, γιατί σίγουρα ήτανε μια μεγάλη λέρα. Στην μπαμπεσιά ο πρώτος. Ένας κάλπικος παράς πρώτης γραμμής.
-----
Υπάρχει πάντα μια ώρα που δεν λέει ποτέ να τελειώσει. Μοιάζει τόσο με όλες τις άλλες, ώστε δεν φυλαγόμαστε απ' αυτήν. Κι έπειτα παγιδευόμαστε μέσα της και βουλιάζουμε αργά. Βλέπουμε την όχθη τής απέναντι πλευράς, όμως μας φαίνεται ότι ποτέ δεν θα φτάσουμε εκεί. Μάταια κοπιάζουμε, θα έλεγε κανείς μάλιστα πως όλο κι απομακρυνόμαστε, όσο ο χρόνος περνάει.

Καθώς τα δευτερόλεπτα κολλάνε στα πόδια μας, καθώς σέρνουμε το κάθε λεπτό σαν σιδερένια μπάλα, φανταζόμαστε ότι έξω οι μέρες και οι νύχτες παρελαύνουν, ότι οι εποχές φεύγουν και ξανάρχονται κι ότι, εμάς, μας έχουνε ξεχάσει εδώ.
-----
Το πρωί δεν μοιάζει με την ιδέα που έχουμε για το πρωί. Αν δεν είμαστε εξασκημένοι, δεν το ξεχωρίζουμε καν. Η διαφορά με τη νύχτα είναι ανεπαίσθητη, πρέπει κανείς να είναι πολύ παρατηρητικός. Είναι μόλις έναν τόνο πιο φωτεινό. Ακόμα και οι γέρικοι κόκκορες δεν μπορούν πια να το ξεχωρίσουν.

Κάποιες μέρες, ο φωτισμός της πόλης δεν σβήνει. Ο ήλιος ωστόσο έχει αναγκαστικά ανατείλει, είναι εκεί, κάπου πάνω από τον ορίζοντα, πίσω από τις ομίχλες, τους καπνούς, τα βαριά σύννεφα και τις σκόνες που αιωρούνται.

Φαντάσου μια πολική νύχτα με βρομόκαιρο. Οι ωραίες μας μέρες μοιάζουν με τούτο δω.

- Joël Egloff, Η Σκοτοδίνη, μετάφραση Βλάση Καμάρα, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον Της Εστίας, 2008 (πρώτη έκδοση 2005)

* Φωτογραφία από εδώ

Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2022

Υπογραμμίσεις XLI: Πάνος Καρνέζης

Το πρώτο μυθιστόρημα του Πάνου Καρνέζη μού το δώρισε η ξαδέρφη μου η Ντίνα, για τα γενέθλιά μου, το 2007. Πάντα μού έκανε κλικ το ονοματεπώνυμο του συγγραφέα -είναι κατάλληλο για καριέρα, ας πούμε- κι όλο έλεγα να το πιάσω, αλλά ποτέ δεν "τύχαινε". Φέτος, το αποφάσισα· το σκηνικό του βιβλίου είναι η μικρασιατική καταστροφή και η επέτειος των 100 χρόνων σίγουρα βοήθησε.

Ο Καρνέζης είναι ενδιαφέρουσα περίπτωση συγγραφέα, εξ αρχής, από την άποψη ότι είναι ένας Έλληνας που γράφει στα αγγλικά, κι έπειτα μεταφράζει ο ίδιος τα βιβλία του για την ελληνική αγορά. Το γεγονός αυτό "χτυπάει" σε αρκετά σημεία του Λαβύρινθου -μιλάω για την αρχική έκδοση, από τα Ελληνικά Γράμματα, που έχω στα χέρια μου. Χωρίς, δηλαδή, να γνωρίζω την προαναφερθείσα ιδιαιτερότητα, βρήκα στο βιβλίο διάσπαρτα μικροπροβλήματα στην έκφραση και στη σύνταξη, τα οποία έμοιαζαν αδικαιολόγητα. Ενδεχομένως σε μετέπειτα εκδόσεις -πλέον το βιβλίο κυκλοφορεί από τον Πατάκη- αυτά να έχουν διορθωθεί.

Πέρα από αυτό, πάντως, ο Καρνέζης αναδεικνύεται, από το ντεμπούτο του κιόλας, σε ικανότατο μυθιστοριογράφο: όχι μόνο στήνει μια πολυπρόσωπη ιστορία με ενδιαφέρουσα πλοκή και ανατροπές, όχι μόνο καταφέρνει να προσδώσει βάθος στους χαρακτήρες του, αλλά μεταφέρει και πλήθος εικόνων με παραστατικότητα και τεχνική δεινότητα, ενώ καταφέρνει να εισάγει -από την πίσω πόρτα- πλήθος φιλοσοφικών προβληματισμών και παρατηρήσεων. Οι 450 σελίδες του έργου μπορεί να μην κύλησαν εξίσου ομαλά, όμως η τελική αίσθηση είναι σαφώς θετική.
Του έκανε εντύπωση το πώς στο μέσο αυτής της πιο δύσκολης στιγμής οι άνδρες του σκέφτονταν τη μαύρη αγορά.

"Όταν βουλιάζει το καράβι", βρήκε την εξήγηση, "τα ποντίκια βγαίνουν στο κατάστρωμα".
-----
"Αν τα σκυλιά μιλούσαν [...] θα μας μάθαιναν ταπεινοφροσύνη".

Ο σκύλος χτύπησε το χώμα με την ουρά του μερικές φορές. Ο ταγματάρχης Πορφύριος γύρισε το κεφάλι και κοίταξε το ζώο με δυσπιστία. Δεν μπορούσε να το φανταστεί σαν ένα ον ηθικά ανώτερο. Αλλά σεβόταν το ένστικτό του να αντιμετωπίζει το κακό απλώς σαν ένα φυσικό συμβάν - σαν κάτι που δεν μπορούσε να αποτρέψει, αλλά μπορούσε να ξεφύγει απ' αυτό. Ένας σκύλος είναι σαν ένας ξένοιαστος τρελός, σκέφτηκε. Έσπρωξε το πηλίκιό του πιο πάνω κι ετοιμάστηκε να παρακολουθήσει τη δύση σαν να ήταν μια θεατρική παράσταση.
-----
"Δεν πρέπει να αφήνουμε τα προσωπικά μας πάθη να επηρεάζουν τη μεγαλοψυχία μας."
-----
"Αυτός ο πόλεμος..."

"Όλοι κάποιο σταυρό κουβαλάμε", αποκρίθηκε ο ιερέας, όπως συνήθιζε να λέει σε ανάλογες περιπτώσεις.

"Ένα σταυρό", επανέλαβε ο μέραρχος και επιστράτευσε όσο χιούμορ είχε απομείνει στην καρδιά του. "Στην ηλικία μου δε θα 'πρεπε να σηκώνω βάρη, πάτερ".

"Η ανηφόρα του Γολγοθά είναι απότομη".

Ο μέραρχος χασκογέλασε.

"Δεν είναι η ανηφόρα που με ανησυχεί, πάτερ, αλλά η σταύρωση μετά".

Ο δούλος του Θεού μπορούσε να προσφέρει μόνο ένα χαμόγελο.

"Φυσικό είναι να φοβάστε. Αλλά η σωτηρία μπορεί να περιμένει στην επόμενη γωνία".

"Αυτός ο Κρανίου Τόπος δεν έχει γωνίες".
-----
"Και με τον πόλεμο, κύριε καθηγητά;"

"Τον πόλεμο; Εσύ πρέπει ν' ανακαλύψεις το εμβόλιο γι' αυτό".

Ο ανθυπίατρος γέλασε πικρόχολα.

"Δεν υπάρχει εμβόλιο κατά της ανοησίας, κύριε καθηγητά".

Ο γέρος σήκωσε τους ώμους και θύμισε στον νεαρό μία απ' τις πιο διάσημες επιτυχίες του.

"Α, ναι. Αυτό είχαν πει και για τη λύσσα".
-----
"Το αποκαλούν το θέατρο του πολέμου [...] αλλά μού φαίνεται πως μάλλον μοιάζει με τσίρκο".
-----
Ο ήλιος δεν είχε ακόμα φανεί. Μια γραμμή από γαλάζιο φως απλωνόταν αργά στον ορίζοντα, όπου ένας πορφυρός ουρανός άνοιγε σαν βαριά αυλαία. Τα όρνια δεν είχαν φτάσει ακόμα, ο αέρας είχε ησυχάσει, το χώμα ήταν ακόμα δροσερό - μια σύντομη στιγμή ηρεμίας που δινόταν σαν φάρμακο μόνο μια φορά την ημέρα.
-----
Ο μέραρχος παρακολούθησε από την καρότσα να μουλάρια να περνούν, χώνοντας τα κεφάλια τους στις ταΐστρες από λινάτσα που είχαν περασμένες στο λαιμό. Με τα χαλινάρια τους έδιναν την εντύπωση μιας παράταξης αθώων στην εξέδρα της αγχόνης, φορώντας κουκούλες και θηλιές. Η ζωή, όπως έδειχναν τα πράγματα, ήταν ένα τεράστιο προνόμιο που είχε παραχωρήσει κάποιος ηγεμόνας, ο οποίος ήθελε να το ανακαλέσει όταν αντιλήφθηκε την υπερβολή της δωρεάς του.
-----
"Η λωποδυσία είναι μια ενασχόληση για περιόδους ειρήνης".
-----
Ήταν σχεδόν μεσημέρι κι η ζέστη στεκόταν στον αέρα σαν βαριά κουρτίνα. Στα λίγα δέντρα, τα τζιτζίκια εξέπεμπαν ένα βόμβο σαν απελπισμένο ραδιοτηλεγραφικό μήνυμα. Ο ηλικιωμένος αξιωματικός έβαλε το χέρι αφήλιο κι αγνάντεψε το ήσυχο τοπίο. Πέρα από τις καμπούρες μιας λοφοσειράς διέκρινε κάτι ερείπια - ένας αρχαίος ναός; Πολύ πιθανόν. Η Μικρασία ήταν διάσπαρτη από αυτούς. Ήταν οι σκόρπιες σελίδες ενός βιβλίου που κανένας δεν ήθελε να διαβάσει.
-----
Οι δύο άνδρες στέκονταν στον ήλιο σαν αριθμοί σε μια εξίσωση που δεν είχε λύση. Ήταν μεγαλοφυής ιδέα να θεμελιωθεί μια θρησκεία στην πλήρη αποδοχή της εγκόσμιας δυστυχίας: καμιά υπόσχεση δε χρειάζεται έτσι να εκπληρωθεί σε τούτη τη ζωή.
-----
"Θα 'ρθει μια μέρα που ο κόσμος θα αρρωσταίνει μόνο όταν εμείς οι γιατροί τού λέμε. Μέχρι τότε, είμαστε ανοιχτά όλο το εικοσιτετράωρο".
-----
Έσπασε ένα κομμάτι γαλέτα, το βούτηξε στη φασολάδα και μάσησε αργά. Όλα στον τρόπο που έτρωγε έδειχναν άνθρωπο που είχε ήσυχη τη συνείδηση. Δεν ήταν φαρισαίος - γνώριζε ακριβώς τους περιορισμούς του χαρακτήρα του και τις ικανότητές του. Αλλά ήξερε επίσης πως έκανε ό,τι μπορούσε κάτω απ' τις παρούσες συνθήκες. Ήταν αυτό το σπάνιο είδος ανθρώπου που δεν είναι υπεύθυνος για την ασχήμια του κόσμου κι έτσι μπορεί να κοιμάται ήσυχος ακόμα και μες στο πιο καυτό καζάνι της Κόλασης - ότι θα κατέληγε ποτέ εκεί αυτός. Μόνο που ίσως η θεϊκή καρδιά του, άσπιλη κι άψογη σε πρώτη ματιά σαν κρύσταλλο Βοημίας, μπορούσε να κρύβει το ελάττωμα της αναλγησίας που μερικές φορές σχετίζεται με την τελειότητα, σκέφτηκε ο συνταγματάρχης Νέστωρ. Αλλά ποιος μπορούσε να πει πως ο ηλικιωμένος αξιωματικός αυτή τη στιγμή δε φθονούσε απλώς τον κατώτερό του εξαιτίας των δικών του αδυναμιών;
-----
"Για κοίτα", αναρωτήθηκε. "Προς στιγμήν νόμισα πως φορούσα τη στολή κάποιου άλλου".

Ο ανθυπίατρος σήκωσε τα μάτια απ' την καραβάνα.

"Θα μπορούσε να 'ταν χειρότερα. Να νομίζετε πως είστε κάποιος άλλος που φορά τη στολή σας".
-----
[...] πίστευε ανέκαθεν πως το ανθρώπινο ον και το περιβάλλον του χωρίζονται μονάχα από μια λεπτή, διαπερατή μεμβράνη, μέσα απ' την οποία οι συμφορές περνούν απ' τη μια στην άλλη κατεύθυνση. Πώς μπορούσε να διατηρήσεις κάποιος υγιές το πνεύμα όταν τα πάντα γύρω του γίνονταν κομμάτια; Ήταν η επιστημονική αρχή της όσμωσης.
-----
"Δεν υπάρχει έλλειψη από προσφορές όταν κάποιος θέλει να πεθάνει. Είναι η επιθυμία να συνεχίσει να ζει κανείς που βάζει τον κόσμο σε μεγάλους μπελάδες".
-----
Η ζωή ήταν σαν βράχος στις πλάτες κάποιου που επιχειρεί να περάσει κολυμπώντας ένα χείμαρρο - τι θα γινόταν αν αφηνόταν απλώς στο ρεύμα; Κοίταξε στον ορίζοντα: δεν υπήρχε τίποτα. Η λήθη - ήταν, έπρεπε να παραδεχτεί, μια τρομαχτική σκέψη. Το άλογο τέντωσε το λαιμό του και μάσησε μερικά φύλλα, αλλά ο δεκανέας τράβηξε απότομα τα ηνία με κακεντρέχεια. Ο ταγματάρχης σκυθρώπιασε.

"Μην το κάνεις αυτό. Τα άλογα είναι ένα ευγενές είδος. Δυστυχώς, όμως, όποιος εφηύρε τη μοτοσικλέτα τής έδωσε μουλαρίσιο κεφάλι".
-----
Ήρθε με το κουτί πρώτων βοηθειών, που δεν περιείχε τίποτα περισσότερο από ένα μπουκάλι αιθέρα κι ένα μπουκάλι καθαρό οινόπνευμα, ένα κομμάτι βρόμικο βαμβάκι και κάμποσους παλιούς, λεκιασμένους επιδέσμους που είχαν πλυθεί άπειρες φορές. Το κουτί ήταν σαν τα φορητά ιερά σκεύη ενός ιεραποστόλου: αντικείμενα που είχαν περισσότερο συμβολική παρά θεραπευτική αξία. Δεν ήταν μόνο η πίστη στη θρησκεία, αλλά κι εκείνη στην επιστήμη που μπορούσε να θεραπεύσει, είχε ανακαλύψει ο ανθυπίατρος στη διάρκεια της παρατεταμένης μαθητείας του στο μέτωπο.
Μετά το θάνατό του, το σπίτι θα περνούσε στην αδελφή του. Χαιρόταν που θα υπήρχε κάποιος απ' την οικογένεια που θα ζούσε όταν αυτός θα είχε πια φύγει, αλλά δεν μπορούσε να μην αναρωτηθεί: η αδελφή του τον θεωρούσε ήδη νεκρό; Μια αίσθηση ναυτίας τον κυρίευσε όταν σκέφτηκε την πιθανότητα να διαγραφεί απ' τη μνήμη ενός αγαπημένου προσώπου. Για να εξαγνίσει τη δυσάρεστη σκέψη, παραδέχτηκε πως είναι ματαιοδοξία να θεωρεί κανείς τον εαυτό του κρίσιμο γρανάζι σε μια κολοσσιαία και πολύπλοκη μηχανή που θα έπαυε να λειτουργεί αν αυτό αφαιρούνταν.

Σκέφτηκε κι άλλο την πατρίδα. Σύγκρινε την αντοχή της παλιάς του εκκλησίας με την προχειρότητα του αυτοσχέδιου παρεκκλησιού που είχε φτιάξει εδώ στην Ανατολία και για πρώτη φορά από την απόβαση κατάλαβε πόσο ανέφικτο ήταν το εγχείρημα που είχε αναλάβει το εκστρατευτικό σώμα: ήταν εισβολείς. Ακόμα κι αυτός ήξερε πως η μία μετά την άλλη οι αυτοκρατορίες διαλύονταν, αργά αλλά αδυσώπητα: οι Γάλλοι, οι Αψβούργοι, οι Οθωμανοί... Κι όμως ήταν τώρα που η πατρίδα είχε πάει στον πόλεμο, κοιτώντας με λαχτάρα πίσω στο δικό της, πολύ παλιό αλλά αξέχαστο, αυτοκρατορικό παρελθόν.
-----
Ο καταυλισμός δεν έμοιαζε πιο αληθινός από δυσδιάστατα σκηνικά σε σκηνή θεάτρου. Ο ταγματάρχης σκέφτηκε πως ήταν μια ταιριαστή παρομοίωση: κι εκείνος ήταν ηθοποιός σε μια παράσταση που είχε κατέβει άρον άρον, παρά τη δική του γενναία ηθοποιία. Κι αυτή η στολή... Έβαλε τα χέρια του στις τσέπες - αγαπούσε το στρατό, αλλά η εκστρατεία τον είχε κάνει να νιώθει πως φορούσε ένα φτηνιάρικο θεατρικό κοστούμι.
-----
Ήταν νέος για ταγματάρχης κι ακόμα περισσότερο για επιτελάρχης, αλλά η μαχαιριά από μια ξιφολόγχη που είχε δεχτεί στο πρόσωπο, στην αρχή της εκστρατείας, του έδινε ένα αυστηρό ύφος. Η καρδιά του έκρυβε μια ακόμα πιο βαθιά πληγή: από την αρχή πίστευε πως αυτός ο πόλεμος ήταν άσκοπος. Αλλά ήταν στρατιώτης κι είχε συμμορφωθεί με τις διαταγές - σαν παιδί που ο αυστηρός πατέρας το διατάζει να φάει όλο το φαγητό του. Άδειασε το ποτήρι του κι αμέσως το ξαναγέμισε. Η κίτρινη σκόνη που τον σκέπαζε απ' την κορυφή ως τα νύχια τον έκανε να μοιάζει σαν σέπια φιγούρα σε παλιά φωτογραφία.
-----
Όταν ο ηρωισμός, η θρησκευτική πίστη κι ο πατριωτισμός αποτύγχαναν, ήταν η πειθαρχία που πρόσφερε μια κάποια παρηγοριά: η απόδειξη πως υπήρχε ακόμα τάξη στο σύμπαν. Πόσο μάλλον όταν αυτή η τάξη μπορούσε να επιτευχθεί με τόσο μικρό κόστος: γυάλισε ένα ζευγάρι λασπωμένες αρβύλες, αντικατάστησε μερικά κουμπιά που έχουν φύγει, ράψε μια σκισμένη επωμίδα.
-----
Η εξαφάνιση του ευνουχισμένου αλόγου είχε βαθιά επίδραση πάνω του. Δεν ήταν μόνο το γεγονός ότι τώρα ήταν πεζός - αν κι αυτό σίγουρα συνεισέφερε στη δυστυχία του. Η αλήθεια ήταν πως ένιωθε και μοναξιά. Μόνο τώρα κατάλαβε πως το ζώο τού πρόσφερε μια ανεκτίμητη, κάτω απ' τις παρούσες συνθήκες, αίσθηση συντροφικότητας - κάποιος μπορούσε να προσφέρει σε εκείνο λίγη απ' τη στοργή που απαγορεύει το πρωτόκολλο του ανδρισμού. Ακόμα κι ο ιερέας είχε σκύλο, σκέφτηκε ο δεκανέας, και τι να πει για το μάγειρα που σκόρπιζε τα αποφάγια μετά το συσσίτιο και καθόταν να χαζέψει με τις ώρες τα ποντίκια που έρχονταν να φάνε; Ένιωσε ντροπή που είχε μεταχειριστεί το άλογο με περιφρόνηση και σκληρότητα - ήταν ένα δώρο που το είχαν πάρει πίσω από ένα αχάριστο παιδί.
-----
Η μυρωδιά του λίπους και του κρεμμυδιού έκανε το στόμα του υγρό. Ένιωθε ευτυχισμένος. Ήταν ένας άνθρωπος με απλά γούστα και βρισκόταν στην ευτυχή θέση να μπορεί να τα ικανοποιήσει ακόμα κι εκεί στον ερημότοπο. Είχε τη συνετή άποψη πως εκείνοι που επιμένουν να βγάζουν το λίπος και τη βρόμα στον αφρό της ζωής αναπόφευκτα θα πεινάσουν - αυτός, απ' την άλλη, έπαιρνε ό,τι εκείνη είχε να του προσφέρει με ευγνωμοσύνη.
-----
Πότε θα τελειώσει αυτό το μαρτύριο; ρώτησε ο ταγματάρχης Πορφύριος το είδωλό του στον καθρέφτη - ένα κοφτερό κομμάτι γυαλί βαμμένο απ' τη μια πλευρά με ασημί μπογιά που είχε αρχίσει να ξεφλουδίζει. Μπροστά του έβλεπε μια έκφραση αδιάλλακτης δυσαρέσκειας: τα ζαρωμένα φρύδια, η βαθιά ρυτίδα στη ράχη της μύτης, το επίμονο χείλος που στράβωνε στο άκρο του. Όπως όλοι οι άνδρες που εξουσιάζουν, είχε κι αυτός σμιλέψει το πρόσωπό του ολομόναχος, υπομονετικά και σχολαστικά, τα πρώτα χρόνια του ως αξιωματικός. Αλλά αυτή εδώ η στρυφνή έκφραση δεν του άρεσε κι άρχισε να τρίβει το πρόσωπό του με τα γεμάτα κάλους χέρια του, σαν κάποιος που προσπαθεί να σβήσει ένα σκίτσο που δεν πέτυχε.
-----
Πότε θα ξαναδώ την πατρίδα; αναρωτήθηκε άξαφνα. Είχε κάνει το καθήκον του, ακόμα κι αν διαφωνούσε με την εκστρατεία - ήταν το χρέος του στους άνδρες του που τον έκανε να παραμένει στο πόστο του. Αλλά τώρα ο πόλεμος είχε χαθεί και ενώ οι στρατηγοί ήταν στα σπίτια τους, αυτός βρισκόταν ακόμα σ' αυτή την αφιλόξενη χώρα. Αυτή η μοίρα δεν του άξιζε. Ο ταγματάρχης Πορφύριος ένιωσε σαν κάποιον που πάει νωρίς στο σταθμό, αλλά το τρένο του έχει ήδη φύγει.
-----
"Ακόμα κι οι αξιωματικοί είναι καμιά φορά άνθρωποι, υπολοχαγέ".

Αλλά η πανοπλία του αεροπόρου ήταν άτρωτη στα ξύλινα βέλη τέτοιου σαρκασμού.

"Η εμπειρία μου μ' έχει πείσει για το αντίθετο", απάντησε.

Η θρασύτητά του κατάφερε μόνο να εντείνει το θυμό του ταγματάρχη. Μέχρι εκείνη τη στιγμή η περιφρόνησή του για την αριστοκρατία ήταν κάτι όχι παραπάνω από μια αφηρημένη έννοια: η μπουρζουαζία, το κράτος, οι ξένες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Τώρα, επιτέλους, αποκτούσε πρόσωπο. Να ένας άνθρωπος να εκφράσει ο ταγματάρχης όλη του την αγανάκτηση. Στους μεγάλους επαναστατικούς ηγέτες έδειχνε εδώ κι αρκετό καιρό τη λατρεία του - αλλά ένα δόγμα χρειάζεται και θεούς και δαίμονες. Είχε νυχτώσει τώρα ολόγυρα στον καταυλισμό. Οι αστερισμοί ήταν μερικές φωτεινές κουκίδες στις ίριδες των δύο ανδρών: δεν ήταν αρκετές να φανερώσουν τα συναισθήματα που κρύβονταν πίσω από τα μάτια τους, αλλά έφταναν να γίνουν ένας ξεκάθαρος στόχος για να εξασκηθεί ο καθένας στη σκοποβολή. Ο ταγματάρχης Πορφύριος σημάδεψε κι έριξε άλλη μια προσβολή.

"Οι πόλεμοι", δήλωσε, "έχουν καταντήσει κυνηγετικές εξορμήσεις για την αναψυχή της άρχουσας τάξης".
-----
Ακίνητος και πεσμένος μπρούμυτα όπως ήταν και κάτω από τα στρώματα του ατμού, έδινε την εντύπωση ενός πτώματος τυλιγμένου σε σάβανο. Έπειτα από μια στιγμή αδράνειας ανακάθισε κι άρχισε να ψαχουλεύει τα σημάδια της ωριμότητας πάνω στο σώμα του. Υπήρχαν κάποια δώρα που τα χρόνια τού είχαν προσφέρει απλόχερα: τρίχες στα ρουθούνια, πλαδαρό δέρμα κάτω από κάθε μπράτσο, ένα τεράστιο ακορντεόν σε αντάλλαγμα της κάποτε επίπεδης κοιλιάς του. Το μόνο πράγμα με το οποίο η ζωή δεν είναι σφιχτοχέρα, συλλογίστηκε, είναι το ξίγκι.
-----
"Δεν έχω περάσει ακόμη από χωριό που να μην έχει γίνει κάποτε ένα θαύμα", είπε.

Ο ξενοδόχος ξεκούμπωσε τις μανσέτες και σήκωσε τα μανίκια του.

"Στην περίπτωσή μας υπάρχει αδιάσειστη απόδειξη. Το αποτύπωμα των σανδαλιών του αγίου φαίνεται ακόμα σ' ένα βράχο δίπλα στο δρόμο - πρέπει να γράψεις γι' αυτό".

Ο πολεμικός ανταποκριτής έβαλε τα χέρια στις τσέπες. Το όνειρο να γίνει διάσημος είχε τελικά παραχωρήσει τη θέση του στο γνωστό εφιάλτη τού να μείνει για πάντα ένας ασήμαντος ρεπόρτερ που θα πληρώνεται με το κομμάτι.

"Αναρωτιέμαι πώς στην ευχή, αν και κάθε μέρα κάπου γίνεται κι ένα θαύμα, το έθνος πάει απ' το κακό στο χειρότερο", είπε.

"Ο Θεός μάς δοκιμάζει, γιατί μας αγαπά περισσότερο απ' τους άλλους".
-----
Η γυναίκα ζάρωσε το μέτωπο σε μια έκφραση συμπόνοιας. Σκεφτόταν συχνά πως ο κόσμος ήταν ένα ρολόι όπου άνθρωποι σαν αυτήν και τον Γιουσούφ ήταν μικρά γρανάζια κάτω απ' τους δείκτες. Έδειξε στην κατεύθυνση του μπροστινού κήπου.

"Τα τριαντάφυλλα μυρίζουν τώρα υπέροχα. Μπορείς να αναστήσεις και νεκρούς, Γιουσούφ".

Ο κηπουρός ανασήκωσε τους ώμους.

"Το μυστικό είναι η κοπριά των βουβαλιών - όσο περισσότερο το σκατό τόσο περισσότερο και το άρωμα".
-----
Έπρεπε να περάσουν περισσότερα από τρία χρόνια στη Μικρασία για να πέσουν οι εθνικιστές και θρησκευτικές του παρωπίδες και να προσέξει τη φτώχεια και την απελπισία εκείνου του άλλου μέρους του πληθυσμού - θα ένιωθε λιγότερη έκπληξη αν είχε ανακαλύψει μια καινούργια ήπειρο. Κατάλαβε πως οι αιτίες που οδήγησαν στις ανείπωτες πράξεις βίας του εχθρού ήταν ο φόβος κι η αγανάκτηση που αναδίδονταν απ' το τέλμα αυτής εδώ της ασύμμετρης κοινωνίας. Λες και δεν έχουμε διαπράξει κι εμείς αρκετά εγκλήματα, σκέφτηκε, ξαναφέρνοντας στο νου με σύγκρυο τις εκτελέσεις των αμάχων. Πράγματι, συμπέρανε, ο εχθρός ήταν τελικά τόσο ανθρώπινος -ή απάνθρωπος- όσο κι αυτοί οι ίδιοι.

"Όχι μόνο το δεξί", είπε κουνώντας το κεφάλι, "αλλά και τα δυο μου τα μάτια πρέπει να 'ναι γυάλινα, για να μην το 'βλεπα ως τώρα".

Συνέχισε να παρακολουθεί το πλήθος των μουσουλμάνων να ασχολείται με το στοιχειωμένο επάγγελμά του. Του θύμιζαν σχόλιο γραμμένο με ανεξίτηλο μελάνι στο περιθώριο μιας σελίδας: μια απείθαρχη σημείωση δίπλα στην τελετουργική παράταξη του τυπωμένου κειμένου, μερικές φορές χρήσιμη μα πιο συχνά ενοχλητική κι αδύνατον να σβηστεί. Χρειάστηκε μόνο άλλη μια στιγμή για να πειστεί απόλυτα: αυτό ήταν το απολωλός ποίμνιό του. Μπορούσε, επιτέλους, να γίνει ο ιεραπόστολος του μάταιου ονείρου της νιότης του. Πρόβαρε τις λέξεις χαμηλόφωνα: "Απόστολος πάσης Ανατολίας". Ακούστηκε μεγαλοπρεπές.
-----
"Η δημοκρατία δεν θα κρατήσει για πολύ", είπε. "Ποιος θέλει να χάνει τον καιρό του γεμίζοντας μια κάλπη χαρτιά, όταν μια σφαίρα μπορεί να πετύχει το ίδιο αποτέλεσμα;"
-----
"Η Κόλαση είναι για πλούσιους και φονιάδες".
-----
Ήταν σαν δυο άνθρωποι που κοιτάζουν το ίδιο κέντημα από αντίθετες όμως πλευρές: εκείνη την εντυπωσίαζε ο ρομαντισμός της ανθρώπινης παρόρμησης, ενώ το μόνο που μπορούσε να δει εκείνος ήταν χαλαρές κλωστές κι άσχημοι κόμποι.
-----
"Η αγάπη είναι τραγούδι που βγαίνει από μέσα σου".
-----
"Η αρετή", είπε ο παπα-Συμεών. "Τι ποντίκι κι αυτό. Προσπάθησε να το πιάσεις και θα σου ξεφύγει. Άσ' το να φύγει και κάθε νύχτα θα 'ρχεται να σου ροκανίζει τ' αυτιά".
-----
"Οι μύθοι είναι σαν άγρια θηρία", είπε ο συνταγματάρχης Νέστωρ. "Το φυσικό τους περιβάλλον είναι οι εξωτικές ερημιές, αλλά όλοι εμείς οι μορφωμένοι τούς αντικρίζουμε μονάχα μες στο κλουβί".
-----
"Να μη σ' αγαπάει κανένας, να τι είναι κόλαση, αγαπητοί μου συμπολίτες!"
-----
Ο υπολοχαγός Κίμων έφτυσε τα απομεινάρια της πικρής ουσίας που είχε στο στόμα. Πίστευε πως σε κανέναν δεν άξιζε να πεθάνει για τα πιστεύω του - όσο αφελή κι αν ήταν αυτά. Γιατί περισσότερο αφελή τα νόμιζε παρά επικίνδυνα. Πράγματι, η λέξη "μπολσεβίκος" δεν προκαλούσε σε αυτόν το φόβο που προκαλούσε σε άλλους. Πίστευε με σιγουριά πως ήταν ευκολότερο να γυρίσει κανείς ανάποδα τις πυραμίδες της Αιγύπτου παρά να καταργήσει τις κοινωνικές τάξεις - κι ήταν αρκετά πλούσιος για να μπορεί να αγοράσει ένα εισιτήριο πρώτης θέσης έξω απ' τη χώρα, αν τα πράγματα έφταναν ποτέ εκεί. Βέβαια, υπήρχε η πρόσφατη κατάσταση στη Ρωσία, αλλά αυτό σίγουρα δε θα κρατούσε πολύ.
-----
"Είναι συχνά πιο υγιές για την ψυχή να πιστεύει ένα ψέμα απ' το να ψάχνει την αλήθεια".

Πάνος Καρνέζης, Ο Λαβύρινθος, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 2004

* Φωτογραφία από εδώ

Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2022

Κάτι Καλό Να Ακούσω; II: Bob Dylan, Demetria, Θέμος Σκανδάμης

Δεύτερη τριάδα συμμετοχών μου στη μηνιαία συλλογική στήλη του MiC Music Portal, με δισκο-/τραγουδο-προτάσεις. Τα δύο ελληνικά άλμπουμ θα φιγουράρουν στη λίστα μου με τα καλύτερα ελληνικά του 2022· της Demetria μάλιστα σε ιδιαίτερα υψηλή θέση κατάταξης.



Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2022

Είδα τον Νίκο Πορτοκάλογλου στη Βαμβακού

Φωτογραφία: Πελαγία Καρανικόλα (από εδώ)

Η Βαμβακού είναι ένα όμορφο χωριό της Λακωνίας, με ιστορία που πάει πίσω πολλούς αιώνες. Βρίσκεται κρυμμένο στα δάση της δυτικής πλευράς του Πάρνωνα, σε υψόμετρο 903 μέτρων, και σε απόσταση 37 χιλιομέτρων από τη Σπάρτη. Παρότι στο παρελθόν γνώρισε περιόδους μεγάλης ακμής, κατά τον 20ό αιώνα η Βαμβακού άρχισε να εγκαταλείπεται από τους κατοίκους της, με αποτέλεσμα σχεδόν να ερημώσει: στην απογραφή του 2011 καταγράφηκαν μόλις 88 ψυχές.

Κόντρα σε αυτή την εξέλιξη κινείται εδώ και μερικά χρόνια μια ομάδα νέων ανθρώπων που κατάγονται από το χωριό, έχοντας ως όχημα τον οργανισμό Vamvakou Revival. Με στήριξη από το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος -ο διάσημος εφοπλιστής καταγόταν από τον οικισμό- η ομάδα επιχειρεί να ξαναδώσει ζωή στην περιοχή, έχοντας ως πρώτο στόχο την προσέλκυση επισκεπτών, και στη συνέχεια την εκ νέου κατοίκηση του χωριού, την πλήρη λειτουργία σχολείου κλπ. Οι προσπάθειές τους φαίνεται να βρίσκουν ανταπόκριση: ήδη στο χωριό λειτουργούν κάποιες επιχειρήσεις εστίασης και φιλοξενίας, και πραγματοποιούνται τακτικά διάφορες δράσεις (πολιτιστικές, εκπαιδευτικές, περιηγητικές κλπ.).

Το Σάββατο 3 Δεκεμβρίου ήταν η μέρα που προγραμματίστηκε να γίνει το άναμμα του χριστουγεννιάτικου δέντρου στην πλατεία της Βαμβακούς, και η διοργάνωση κατάφερε να εξασφαλίσει μια δωρεάν για το κοινό εμφάνιση του Νίκου Πορτοκάλογλου. Το γεγονός έφερε στο χωριό ένα μεγάλο πλήθος κόσμου, παρά τις αντίξοες καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν.

Η συναυλία του δημοφιλούς τραγουδοποιού -και τηλεπαρουσιαστή, πιο πρόσφατα- ήταν, πάντως, προγραμματισμένη ως κλείσιμο μιας βραδιάς που περιλάμβανε πολλά περισσότερα. Το ξεκίνημα έγινε με διάφορες δράσεις για τα παιδιά, ενώ στη συνέχεια παρακολουθήσαμε ένα ζογκλερικό σόου με φωτιές. Έπειτα ακούσαμε κάλαντα και χριστουγεννιάτικα τραγούδια από την καλά προβαρισμένη και συγκινητική Χορωδία Ευρωπαϊκής Μουσικής του Μουσικού Σχολείου Σπάρτης, με υπεύθυνους τους καθηγητές Κώστα Γιαξόγλου, Θεανώ Ανδρικοπούλου και Παναγιώτα Τσαλαβούτα. Ακούστηκαν τα "Carol Of The Bells" (ουκρανικά κάλαντα), "Κάλαντα Ικαρίας", "Hallelujah" (Leonard Cohen), "Happy Xmas (War Is Over)" (John Lennon/Yoko Ono), καθώς και τα παραδοσιακά μας κάλαντα των Χριστουγέννων -τα τελευταία, αφού πρώτα μετρήσαμε αντίστροφα για το άναμμα του δέντρου. Σημειώνω απλώς ότι στη σύνθεση της χορωδίας υπήρχε και κάποια Ελένη, κι ότι κάποιος μπαμπάς στο κοινό βούρκωσε κάτι φορές...
Για το κυρίως πιάτο της όλης γιορτής ομολογώ πως δεν είχα μεγάλες προσδοκίες: δηλαδή πόσα, έλεγα μέσα μου, να (μπορεί να) δώσει ένας 65χρονος ροκάς, σε μια τέτοια περίσταση, τη στιγμή που πια απασχολείται κυρίως ως τηλεπαρουσιαστής -έστω κι αν στον ρόλο του αυτόν εξακολουθεί να κραδαίνει κιθάρα; Η εξέλιξη της συναυλίας επεφύλασσε ένα γερό χαστούκι για τις σκέψεις μου αυτές.

Κατ' αρχάς, ο Πορτοκάλογλου είχε μαζί του μια πλήρη μπάντα, ενώ εγώ φανταζόμουν ότι δεν θα κουβαλούσε κόσμο για μια εμφάνιση στη μέση του πουθενά. Οι Ευγενείς Αλήτες ήταν, λοιπόν, σε απαρτία: η διακριτική αλλά ουσιώδης Κατερίνα Λιάκη (πλήκτρα, φωνή), ο επικοινωνιακός και στιβαρός Βύρων Τσουράπης (μπάσο, φυσαρμόνικα, φωνή), ο καταιγιστικός και ακριβής Θανάσης Τσακιράκης (τύμπανα, φωνή), και ο αριστοτέχνης και πολυτεχνίτης Ηλίας Λαμπρόπουλος (τρομπέτα, βιολί, γκάιντα, φωνή). Όσο για τον αρχηγό, αυτός κρατούσε τους γνωστούς, πρωταγωνιστικούς ρόλους του σε κιθάρα και μικρόφωνο, ενώ είχε ως παρτενέρ τη Βίκυ Καρατζόγλου (φωνή, κρουστά).
Για σχεδόν δύο ώρες η κομπανία αυτή απέδωσε σε απίστευτα υψηλό επίπεδο, με το κομμάτι της ηχοληψίας να κρατάει τον δικό της ρόλο επίσης πολύ ψηλά. Η λογική σε πολλά σημεία ακολούθησε εκείνη του τηλεοπτικού Μουσικού Κουτιού, με κομμάτια του Πορτοκάλογλου να γίνονται ευφάνταστα medley με γνωστά ελληνικά και ξένα στάνταρ, και τη ροή να μην πέφτει πουθενά, διατηρώντας σταθερά μια παιχνιδιάρικη και χορευτική διάθεση.

Στιγμιότυπα που αξίζει να αναφερθούν: 1. Ο Πορτοκάλογλου αφιέρωσε το "Ό,τι Δε Σε Σκοτώνει" σε όσους νιώθουν να έχουν πέσει σε ένα σερί γκαντεμιάς· θα μπορούσε αυτό να εκληφθεί -εντάξει, με λίγη φαντασία ίσως- ως μια μικρούλα, τόση δα κριτική από μεριάς του στη διακυβέρνηση Μητσοτάκη. 2. Λίγο αργότερα, κάλεσε το κοινό να αποφασίσει διά βοής αν το επόμενο κομμάτι θα ήταν ένα νησιώτικο ρέγγε ή ένα ηπειρώτικο μπλουζ. Η δεύτερη επιλογή κέρδισε κατά κράτος, κι έτσι ακούσαμε το "Μωρή Κοντούλα Λεμονιά" ζευγαρωμένο με το "Hoochie Coochie Man". 3. Έπειτα από εκκλήσεις του κοινού για "κι άλλο, κι άλλο", ήρθε ως encore "Το Καλοκαιράκι", κι αυτό έληξε με μία μακρά coda, με τον Πορτοκάλογλου να επισημαίνει τον σουρεαλισμό της ανάκρουσης του συγκεκριμένου τραγουδιού στον συγκεκριμένο χώρο και χρόνο.
Ο Πορτοκάλογλου παραμένει εξαιρετικός περφόρμερ, και μάλιστα η βραδιά μού υπενθύμισε -για άλλη μια φορά- ότι κανένα στούντιο, κανένα σετ καμερών, καμιά ικανή σκηνοθετική ομάδα δεν μπορεί να υποκαταστήσει αυτό που βιώνεται επί τόπου. Τουτέστιν, ο τηλεοπτικός Πορτοκάλογλου δεν πιάνει μία μπροστά στον επί σκηνής και διά ζώσης βιούμενο ανατολίτη ροκά. Αποστομωτικός είναι η λέξη που ταιριάζει -και από την άποψη ότι το στόμα μου βρέθηκε κάμποσες φορές να βολοδέρνει στο πλακόστρωτο της πλατείας.
Για τη Βίκυ Καρατζόγλου έχω επίσης καλά λόγια να γράψω. Αν δεν με γελά η μνήμη μου, ήταν η πρώτη φορά που την είδα ζωντανά, κι έχω να πω πως είναι καθόλα εντυπωσιακή η παρουσία της -από όλες τις απόψεις. Πρόκειται για ερμηνεύτρια χαμαιλεωντικών ικανοτήτων, που σε ένα live σαν το συγκεκριμένο αποδεικνύεται ιδιαίτερα χρήσιμη. Έγινε, ας πούμε, άνετα η αντι-Αρβανιτάκη στο "Τι Λείπει", μια πιο σθεναρή Μπάμπαλη στο "Γίνε Κομμάτια (Νυχτερινό Ρέγγε)", και μια άψογη δεύτερη φωνή σε μυριάδες σημεία της βραδιάς. Νομίζω ότι βρίσκεται στην απόλυτα ώριμη φάση της η Καρατζόγλου, κι ότι χρειάζεται επειγόντως να βρει ρεπερτόριο το οποίο να αναδεικνύει την προσωπικότητά της. Γιατί, αν κρίνω από τα δύο νέα κομμάτια της που είπε εκείνο το βράδυ, το να επιχειρήσει να παίξει στην επικράτεια της Νατάσσας Μποφίλιου δεν ξέρω πόσο μπορεί να την βοηθήσει. Επιφυλάσσομαι, σε κάθε περίπτωση, να ακούσω ολόκληρο το φετινό της δισκογράφημα (3' + Κάτι, Panik Oxygen).
Όσο για τον Βύρωνα Τσουράπη, τρίτο όνομα στις αφίσες των φετινών συναυλιών του Πορτοκάλογλου, εκτός από πολύ καλός μπασίστας και βοκαλίστας, είναι και μια πολύ δραστήρια και επικοινωνιακή περσόνα. Έχει κι αυτός δικό του, (σχετικά) πρόσφατο δίσκο (Λέξεις Μακρόσυρτες, 2021), από τον οποίο μάς παρουσίασε το τραγούδι "Μη Λυπάσαι". Το τραγούδι δεν ξεφεύγει από τα τετριμμένα ρέγγε στερεότυπα· αλλά και το δικό του πόνημα μπαίνει στα υπόψη.
Ο Νίκος Πορτοκάλογλου συμπλήρωσε φέτος 40 χρόνια δισκογραφικής παρουσίας. Σίγουρα έχουν πολλά αλλάξει από τότε που το πρώτο άλμπουμ των Φατμέ τον έβαζε στον χάρτη του ελληνικού τραγουδιού. Οπωσδήποτε, το δεύτερο μισό αυτής της μακράς περιόδου δεν υπήρξε εφάμιλλο του πρώτου, είτε ποσοτικά είτε ποιοτικά. Κάτι τέτοιο είναι αναμενόμενο ίσως: ελάχιστοι στην ιστορία κατάφεραν να διατηρήσουν τη φούρια της νιότης. Το γνωρίζει σίγουρα ο ίδιος αυτό, και οι επιλογές της setlist το αποδεικνύουν: πέρα από το πρόσφατο "Ένα Νέο Καλό", ό,τι άλλο ακούστηκε στη Βαμβακού προερχόταν από το 2003 και πίσω...
Σε κάθε περίπτωση, σε ό,τι αφορά το σανίδι, η πρόταση του Νίκου Πορτοκάλογλου παραμένει όχι απλώς τίμια, αλλά πολλά παραπάνω από αυτό. Με τον απόλυτα αναγνωρίσιμο ήχο του, με τη δωρική ερμηνεία του, με το κατασταλλαγμένο πάθος του για αυτό που κάνει, εξακολουθεί να πορεύεται. Όσο η φλόγα αυτή συνεχίζει να καίει, θα παραμένει ζωντανή και η ελπίδα ότι θα αναζωπυρωθεί κάποτε η πυρκαγιά της έμπνευσης.

Setlist:
1. Χωρίς Αμορτισέρ/Whole Lotta Love/Με Σκότωσε Γιατί Την Αγαπούσα/Μπλέξαν Οι Γραμμές Μας
2. Τι Έχει Μείνει Απ' Τη Φωτιά/Start Me Up
3. Ταξίδι
4. Ένα Νέο Καλό
5. Πες Το Κι Έγινε
6. Ένα Κάτι
7. Γίνε Κομμάτια (Νυχτερινό Ρέγγε)
8. Κλείνω Κι Έρχομαι
9. Ό,τι Δε Σε Σκοτώνει
10. Μετρώ Τα Κύματα
11. Μαζί Θα Φύγουμε Καρδιά Μου
12. Μη Λυπάσαι
13. Μωρή Κοντούλα Λεμονιά/Hoochie Coochie Man
14. Δίψα
15. Τι Λείπει
16. Να Με Προσέχεις
17. Θάλασσά Μου Σκοτεινή
18. Τα Καράβια Μου Καίω
19. Πάνω Απ' Τα Σύννεφα
Encore
20. Το Καλοκαιράκι

Update 27/12/2022:

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2022

Διονύσης Σαββόπουλος - 8+3 βιβλία

Εδώ και μερικά χρόνια έχω ξεκινήσει μια έρευνα για το ελληνικό τραγούδι, με σκοπό να αποκαλύψω τα παρασκήνια κάποιων σημαντικών άλμπουμ της ιστορίας του. Διακαής πόθος μου, στο πλαίσιο αυτό, είναι να γράψω και ένα κεφάλαιο για τον δίσκο Τραπεζάκια Έξω (1983), του Διονύση Σαββόπουλου. Τα τελευταία 10+ χρόνια, έχω επικοινωνήσει κάμποσες φορές με τον αγαπημένο καλλιτέχνη, με διάφορες αφορμές, αλλά υπήρξε πάντοτε από τη μεριά του ένας δισταγμός να συναντηθούμε. Θα ελπίζω -και θα προσπαθώ- μέχρι τέλους. Στο μεταξύ, πριν κάποιο καιρό, (ξανα)έριξα μια ματιά στη διαθέσιμη βιβλιογραφία για το έργο (και τις ημέρες) του δημιουργού.

Ο Σαββόπουλος παραμένει -εξ επιλογής του- ανενεργός ως τραγουδοποιός, προτιμώντας να υπάρχει στον 21ο αιώνα κυρίως ως περφόρμερ και ως δημόσιο πρόσωπο. Οι παρεμβάσεις του συχνά τον έχουν βάλει στο στόχαστρο πολλών, προπάντων των αριστερών πεποιθήσεων ακροατών και δημοσιολόγων. Δυστυχώς, η μπάλα παίρνει και τα τραγούδια του, τα οποία κάποιοι βάζουν στον ντορβά, προκειμένου να τα επανανοηματοδοτήσουν, και να τα χωρέσουν στην προκρούστεια, μπουρδολογική θεωρία τους περί σύμπλευσης προσώπου και έργου.

Τα τραγούδια του Σαββόπουλου, βεβαίως, δεν έχουν ανάγκη υπεράσπισης απέναντι σε τέτοιου είδους προσπάθειες, καθότι είναι αλεξίσφαιρα· επιβίωσαν πολλάκις, άλλωστε, ακόμα και κόντρα στις εκούσιες(;) τρικλοποδιές που δέχτηκαν από τον ίδιο τους τον δημιουργό. Μέσα στα χρόνια, έβρισκαν πάντα ακροατήριο, κάποτε μεγάλο, άλλοτε πιο μαζεμένο. Αλλά έβρισκαν και πρόθυμους μελετητές, έτοιμους να φωτίσουν τις λιγότερο προφανείς πλευρές τους. Όχι όσους θα έπρεπε, βέβαια, δεδομένης της ποιότητάς τους...

Θα κινήσω το κατά δύναμη χρονολογικά για τούτο το σύντομο σημείωμα πάνω σε όσα διάβασα, οπότε ξεκινώ με τις εκδόσεις της Ιθάκης, με τις παρτιτούρες, τους στίχους και τις συνεντεύξεις του Σαββόπουλου, ανά δίσκο ή ομάδα δίσκων. Οι τρεις τόμοι διαρθρώνονται ως εξής: 1. Η Ρεζέρβα (1981), 2. Φορτηγό - 10 Χρόνια Κομμάτια (1982), 3. Το Περιβόλι Του Τρελού - Μπάλλος - Βρώμικο Ψωμί (1984). Στην κατοχή μου έχω τον πρώτο και τον τρίτο, τους απόκτησα, μάλιστα, πρόσφατα, όταν τους βρήκα ξεχασμένους στο μουσικό κατάστημα του Σπύρου Καπάκου, στη Σπάρτη. Πρόκειται για εκδόσεις που είναι πια εξαντλημένες, αλλά καθόλα πολύτιμες για τον μελετητή.
Περιέχουν, κατ' αρχάς, τις παρτιτούρες και τους στίχους των τραγουδιών του, έτσι όπως ο ίδιος ο Σαββόπουλος ενέκρινε τότε να τυπωθούν. Έχει το ενδιαφέρον του το γεγονός ότι εκείνη την εποχή δεν υπήρχε στην Ελλάδα τυπογραφική μέθοδος να αποτυπωθούν οι παρτιτούρες, κι έτσι αυτές έχουν σχεδιαστεί στο χέρι από τον Σάββα Ζάννα. Ακόμα πιο μεγάλη αξία έχουν οι φωτογραφίες και οι συνεντεύξεις που αναδημοσιεύονται εδώ. Όλο αυτό το υλικό είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικό ως προς την κατανόηση της σκέψης του Σαββόπουλου. Το πιο σημαντικό από τα δικά μου συμπεράσματα είναι το ότι ο τραγουδοποιός υπήρξε διαχρονικά ένας κάπως εριστικός χαρακτήρας στον λόγο του, και όχι κάποιος που απλώς άλλαξε μεγαλώνοντας. Υπάρχουν φυσικά διαφορές ανάμεσα στον νεανία εμπρηστή και στον βετεράνο δημογέροντα, όμως διαπιστώνεται σαφώς μια κάποια συνέχεια και συνέπεια.
Τη σειρά αυτή των βιβλίων ήρθε να συνεχίσει η Lyra, το 2006, σε συνεργασία με τις εκδόσεις Πολύτροπον, κυκλοφορώντας τον τόμο Διονύσης Σαββόπουλος: Στίχοι - Παρτιτούρες - Συνεντεύξεις (1983-2000), καλύπτοντας τα άλμπουμ Τραπεζάκια Έξω (1983), Το Κούρεμα (1989), Μη(ν) Πετάξεις Τίποτα (1994) και Ο Χρονοποιός (1999). Η έκδοση είναι σαφώς πιο ογκώδης και πολυτελής σε σχέση με τις προηγούμενες, είναι εξίσου πολύτιμη, επίσης εξαντλημένη, και έχει, δυστυχώς αντίστοιχα ελαττώματα στη βιβλιοδεσία της: όσο και να τα προσέξεις τα συγκεκριμένα βιβλία, αργά ή γρήγορα οι κόλλες θα ξεραθούν, και οι σελίδες θα αρχίσουν να σκορπούν...
Τη μοναδική -αν είναι ποτέ δυνατόν!- μέχρι σήμερα βιογραφία του Σαββόπουλου την έγραψε ο δημοσιογράφος Κώστας Μπλιάτκας, και έχει τίτλο Διονύσης Σαββόπουλος: Υπόγεια Διαδρομή (Ιανός, 1999). Η συγκεκριμένη έκδοση αποτελεί, κατά την άποψή μου, μια μεγάλη χαμένη ευκαιρία: ενώ ο Μπλιάτκας είχε πρόσβαση και στον ίδιο τον Σαββόπουλο, αλλά και σε μέλη της οικογένειας, και του φιλικού και συνεργατικού κύκλου του, απέτυχε στο να γράψει μια ουσιαστική και αποκαλυπτική πραγματεία. Αντιθέτως, αρκέστηκε να παραθέσει τις διάφορες μαρτυρίες, παραλείποντας την όποια αφήγηση και αφήνοντας να αιωρούνται διάφορες αοριστολογίες και δημοσιογραφικές κοινοτοπίες. Παρά ταύτα, το βιβλίο του είναι απαραίτητο στον μελετητή, λόγω του πλήθους φωτογραφιών και ντοκουμέντων, και φυσικά λόγω των πολύτιμων μαρτυριών.
Το καλύτερο βιβλίο που γράφτηκε μέχρι σήμερα για τον Σαββόπουλο φέρει την υπογραφή του Δημήτρη Καράμπελα και έχει τίτλο Διονύσης Σαββόπουλος: Ποιητική, Παράδοση, Πνεύμα (Μεταίχμιο, 2003). Πρόκειται για ένα δοκίμιο που εστιάζει κυρίως σε όσα αναφέρει ο υπότιτλος, πράγμα που σημαίνει ότι η μουσική κάπου χάνεται μέσα στο όλο οικοδόμημα -όχι, πάντως, στον βαθμό που υπαινίσσεται το εξαιρετικό κατά τα άλλα κείμενο που έγραψε κάποτε ο Άρης Καραμπεάζης. Δεδομένου του προαναφερθέντος κειμένου, και παρότι δεν συμφωνώ με όλα τα συμπεράσματα στα οποία αυτό καταλήγει, δεν βρίσκω πολλά να προσθέσω εδώ, πέραν του να σημειώσω ότι για οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο, όχι μόνο για το έργο του Σαββόπουλου αλλά και για το (ελληνικό) τραγούδι γενικότερα, το πόνημα αυτό είναι κάτι παραπάνω από απαραίτητο.
Σχεδόν σε συγχρονισμό με το βιβλίο του Καράμπελα ήρθε η έκδοση του συνόλου των στίχων του τραγουδοποιού, που φέρει τον τίτλο Η Σούμα 1963-2003 (Ιανός, 2003). Πρόκειται ουσιαστικά για την ενημερωμένη εκδοχή του Τα Λόγια Από Τα Τραγούδια (Ίκαρος, 1976), εμπλουτισμένη με κείμενα και συνεντεύξεις, φωτογραφίες, αλλά και ψήγματα από τις παρτιτούρες (στο πάνω μέρος κάθε σελίδας). Περιλαμβάνονται εδώ επίσης αδισκογράφητοι στίχοι, από ζωντανές εμφανίσεις και παραστάσεις, συνθέτοντας έναν πολύτιμο τόμο. Ο οποίος (φαίνεται πως) λειτούργησε ως ορόσημο στην ιστορία του Σαββόπουλου: ο αέρας ολοκλήρωσης, κλεισίματος λογαριασμών, που φέρει ως εγχείρημα, είτε αποκάλυψε μια προειλημμένη απόφαση είτε έδωσε μια ιδέα στον Σαββόπουλο για το πώς έπρεπε να (μην) συνεχίσει.
Πιο πρόσφατη προσθήκη στη σαββοπουλική βιβλιογραφία αποτελεί το βιβλίο του δημοσιογράφου Χριστόφορου Κάσδαγλη για τον δίσκο Το Βρώμικο Ψωμί, που αποτελεί μέρος της σειράς 33 1/3, με βιβλία για ιστορικά άλμπουμ της διεθνούς και εγχώριας δισκογραφίας (Οξύ, 2022). Ο Κάσδαγλης εκκινεί από την παρουσία του ανάμεσα στο κοινό των θρυλικών εμφανίσεων του Σαββόπουλου στο Κύτταρο, τον Νοέμβριο του 1972, και συνεχίζει ανιχνεύοντας διάφορες πλευρές της ιστορίας του άλμπουμ. Οπωσδήποτε το βιβλίο του συνεισφέρει πληροφορίες και συμπεράσματα, και διαβάζεται ευχάριστα. Με προβλημάτισαν όμως κάποιες επιλογές του, όπως εκείνη να μην επιδιώξει -το ομολογεί ο ίδιος- μια συνέντευξη με τον Σαββόπουλο, φοβούμενος την απόρριψη(;). Όμως νομίζω ότι καλύτερο από το να υποθέτει κανείς, είναι να μπορεί αυτή την απόρριψη να την καταθέσει ως γεγονός, προς εξαγωγή συμπερασμάτων. Συνολικά, ένιωσα ότι το εν λόγω πόνημα προέκυψε κατώτερο των προσδοκιών μου. Μια αναλυτική περιδιάβαση των αστοχιών αλλά και των ατού του βιβλίου -δοσμένη με το γνωστό, άτεχνο, προσβλητικό, και ενοχλητικό τελικά για μένα, στιλ του Φώντα Τρούσα- βρίσκετε εδώ.
Το 2009 συμπληρώνονταν 40 χρόνια από την κυκλοφορία του δίσκου Το Περιβόλι Του Τρελλού (Lyra, 1969), και ο Σαββόπουλος, για να το γιορτάσει, διοργάνωσε ένα κολοσσιαίο πολυθέαμα, που έτρεξε για μέρες στην Αθήνα, με συναυλίες, εκθέσεις, προβολές, ομιλίες κ.ά. Ως πρόγραμμα του όλου μεγαλεπήβολου εγχειρήματος -λυπάμαι που δεν το παρακολούθησα τότε...-, αλλά και ως εκδοτικό παράρτημά του, ήρθε ο πολυτελής συλλογικός τόμος Διονύσης Σαββόπουλος: Του '60 Οι Εκδρομείς (Sui Generis Publications Α.Ε., 2009), σε επιμέλεια του Λάμπρου Λιάβα. Έχουμε να κάνουμε εδώ με ένα αφιέρωμα συνολικά στα '60s, που περιλαμβάνει κείμενα όχι μόνο για τη μουσική της εποχής, αλλά και για όλες τις άλλες τέχνες (θέατρο, σινεμά, αρχιτεκτονική, μόδα κλπ.), συν ιστορικό χρονολόγιο, και άλλα πολλά. Το τελικό πρόσημο είναι θετικό, παρότι δεν είναι ίδιας ποιότητας όλα τα κείμενα. Αυτό προφανώς δεν είναι ένα βιβλίο για τον Σαββόπουλο, αλλά οι αναφορές στον ίδιο και στο έργο του είναι πολλές και ποικίλες.

Ένα ακόμα βιβλίο, που δεν αφορά αποκλειστικά στον Σαββόπουλο, είναι το 1880ο τεύχος του περιοδικού Νέα Εστία (Μάρτιος 2019), το οποίο περιλαμβάνει αφιέρωμα στον τραγουδοποιό, σε  επιμέλεια του Φώτη Βασιλείου. Πρόκειται για πολύ αξιόλογο και χορταστικό αφιέρωμα (καταλαμβάνει 140 από τις 350 σελίδες του τόμου), με ποικίλα άρθρα και δοκίμια. Και πάλι είναι ο Δημήτρης Καράμπελας που κάνει τη διαφορά, αλλά το εγχείρημα αξίζει στο σύνολό του.

Δυστυχώς, δεν μπορώ να γράψω το ίδιο και για τη συλλογή διηγημάτων του Μιχάλη Σπέγγου, που φέρει τον τίτλο Μ' Αεροπλάνα Και Βαπόρια (Ιανός, 2005). Το μικρού σχήματος βιβλίο έχει στο εξύφυλλό του φωτογραφία του Σαββόπουλου, και φέρει τον υπότιτλο "δέκα μικρά κεφάλαια κι ένα μεγάλο εμπνευσμένα από τον Διονύση Σαββόπουλο". Πρόκειται για μικρές αφηγήσεις που έχουν ως soundtrack -ή ως επίκεντρο κάποιες φορές- στίχους και τραγούδια του θεσσαλονικιού τραγουδοποιού. Φοβάμαι πως από την ανάγνωση δεν έμεινε καμιά άλλη αίσθηση, πλην της ειλικρινούς απορίας...

Πέρα από τα παραπάνω, υπάρχουν σίγουρα και άλλες σχετικές εκδόσεις. Π.χ. ξέρω ότι η Νέα Εστία είχε ξανακάνει παλαιότερα σχετικό αφιέρωμα. Επίσης, έχω αναφερθεί το 2008 σε άλλο αφιέρωμα, από το περιοδικό Manifesto. Σε κάθε περίπτωση, κάθε άλλο παρά εξαντλημένο θεωρώ το πεδίο της μελέτης του έργου του Σαββόπουλου, και ελπίζω να υπάρξουν νέες πηγές σύντομα.

* Φωτογραφία από εδώ

Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2022

Gimme 10: Οι φιλοξενούμενοι XL

Φτάσαμε αισίως στην 40ή πεντάδα καλλιτεχνών που φιλοξενήθηκαν στο Gimme 10. Οι συγκεκριμένες αναρτήσεις έγιναν από τον Μάιο μέχρι και τον Ιούνιο του 2016.

Έχω αρχίσει να αναρωτιέμαι, πάντως, αν η εν λόγω στήλη είναι μία από τις μακροβιότερες της εγχώριας διαδικτυακής ιστορίας, σε ό,τι αφορά τα μουσικά site τουλάχιστον. Μιλάμε για αδιάλειπτη παρουσία, από το 2009 μέχρι και σήμερα. Αν κανείς/καμιά κρατάει στατιστικά, ας σφυρίξει.

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2022

Καινούργιοι Δίσκοι Στο Grill I: Lia Hide, Echo Train, Saske

Είμαι της άποψης ότι κάθε άλμπουμ -και κάθε τραγούδι ακόμη, γιατί όχι;- είναι κατ' ουσία ένας ολόκληρος κόσμος, που "σηκώνει" σελίδες επί σελίδων σχολιασμού, ανάλυσης και αποτίμησης. Ως εκ τούτου, δεν είμαι υπέρ των κριτικών εν είδει τηλεγραφήματος.

Από την άλλη, έτσι ως έχουν τα πράγματα στον μουσικό τύπο -όπου μιλάμε ουσιαστικά για αποκλειστικά ερασιτεχνική ενασχόληση, με συγκεκριμένες συνέπειες στην ποσότητα, ενδεχομένως και στην ποιότητα, των κειμένων- η τρομακτικά μεγάλη πλειοψηφία των κυκλοφοριών μένει σταθερά χωρίς κάλυψη.

Με αυτά τα δεδομένα, και εμπνεόμενος από το Κάτι Καλό Να Ακούσω; του MiC Music Portal, αλλά και -ακόμα περισσότερο- από εκείνο που έκανε για πολλά χρόνια ο Αργύρης Ζήλος στο Αθηνόραμα, πρότεινα στην ομάδα του Mix Grill να φτιαχτεί μια στήλη όπου σε τακτά χρονικά διαστήματα θα καταπιανόμαστε εν συντομία με νέα άλμπουμ, ελληνικά και ξένα. Ελπίζοντας ότι δεν πάμε να διορθώσουμε μια αδικία με μια άλλη...

Και εγένετο Καινούργιοι Δίσκοι Στο Grill· όπου ανά δύο εβδομάδες ρίχνουμε στα... κάρβουνα τον κόπο των καλλιτεχνών, και τον κοιτάμε πώς... περπατάει. Υπάρχει ένα υποτιθέμενο όριο των 50 λέξεων, που συνήθως καταστρατηγείται. Από την πλευρά μου, το ξανάγραψα, παλεύω για τη λακωνικότητα. Είναι μια πρόκληση αυτή, που τη βρίσκω πολύ γόνιμη: μπορεί να είναι αδύνατο να καταγράψεις την αλληλουχία σκέψεων που σε οδηγεί στο συμπέρασμα, όμως αυτό το τελευταίο μπορείς άνετα να το περιγράψεις.


Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2022

Κάτι Καλό Να Ακούσω; I: Jan Van, Sandy Denny, Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης

Στο MiC Music Portal ντεμπούταρα πέρυσι, ανήμερα της γιορτής μου, στα πλαίσια της μηνιαίας στήλης Κάτι Καλό Να Ακούσω;, που τρέχει αρκετά χρόνια πια στο σάιτ. Εκεί, κάθε συντάκτης/συντάκτρια προτείνει έναν δίσκο πρόσφατης -ή όχι και τόσο πρόσφατης- εσοδείας, επιλέγοντας ένα κομμάτι από αυτόν, και προσθέτοντας κάποια σχόλια. Από καιρού εις καιρόν, τρέχουν και θεματικά επεισόδια της στήλης, με τραγούδια συγκεκριμένης θεματολογίας. Προσωπικά, όσες φορές συμμετείχα μέχρι στιγμής, επέλεξα αυστηρά εγχώριους δίσκους (πλην των θεματικών περιπτώσεων) και προσπάθησα να τηρήσω, κατά το δυνατό, το υποτιθέμενο όριο λέξεων (50-70)· λάτρης της λακωνικότητας γαρ.

Εδώ, λοιπόν, θα μαζεύω, ανά τρεις, τις συμμετοχές μου στην εν λόγω στήλη, τονίζοντας την εκάστοτε επιλογή μου. Στους συνδέσμους υπάρχουν, φυσικά, οι συμμετοχές όλων των συντακτών. 



Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2022

Συνέντευξη με την Demetria

Το Pillow Shifter, το τέταρτο άλμπουμ της Demetria, είναι από εκείνα που απόλαυσα πραγματικά φέτος. Ο κόσμος της νεαρής δημιουργού εκπέμπει φως αλλά και μυστήριο, και τα τραγούδια είναι γεμάτα μελωδικούς γάντζους και γοητευτικά αμαλγάματα αναφορών. Τη συνέντευξη μαζί της τη συζήταγα καιρό με τον Χρήστο Αλεξόπουλο, τον ιθύνοντα νου της Puzzlemusik, αλλά οι διάφορες ατυχίες μάς καθυστέρησαν. Σήμερα, επιτέλους, η κουβέντα μας δημοσιεύεται στο Mix Grill.


Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2022

Υπογραμμίσεις XL: Harper Lee

Το Όταν Σκοτώνουν Τα Κοτσύφια μού το έκαναν δώρο η Σάντη και η Ελένη, το 2015, για τη γιορτή μου. Με περίμενε υπομονετικά στο ράφι όλα αυτά τα χρόνια.

Μου φαίνεται πολύ ενδιαφέρον το γεγονός ότι η Harper Lee ήταν, για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της, η συγγραφέας του ενός βιβλίου. Αλλά τι βιβλίου, ε; Όχι μόνο της απέφερε το βραβείο Πούλιτζερ, αλλά έκτοτε καταχωρήθηκε στις κλασικές στιγμές της νεότερης αμερικανικής λογοτεχνίας· ήταν κι αυτό σε εκείνη τη λίστα που ανέφερα σε προηγούμενο ποστ. Αλλά, ακόμα και το δεύτερο βιβλίο της, το Βάλε Ένα Φύλακα, που κυκλοφόρησε λίγο πριν τον θάνατό της, ουσιαστικά αποτελεί ένα πρώτο ντραφτ του πρώτου. Άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία για τη συγγραφέα και το έργο της: υπήρξε παιδική φίλη και συνεργάτις του Truman Capote, έδωσε ελάχιστες συνεντεύξεις στη ζωή της, οι The Boo Radleys πήραν το όνομά τους από έναν εκ των (αφανών) ηρώων του διάσημου πονήματός της.

Η ανάγνωση -ως συνήθως...- υπήρξε κάπως περιπετειώδης και τράβηξε σε χρόνο. Όχι τόσο -ή μόνο- επειδή μεγάλο μέρος της πραγματοποιήθηκε και πάλι σε νοσοκομειακές βάρδιες, αλλά κυρίως γιατί στο πρώτο του μισό το βιβλίο κυλάει κάπως ανιαρά, με περιγραφές της καθημερινότητας στον αμερικανικό νότο των 1930s. Είναι, όμως, τελικά απαραίτητο όλο αυτό, ώστε να μπορέσει ο αναγνώστης να μπει στο κλίμα του δεύτερου μέρους, και να εκπλαγεί ευχάριστα από την ένταση και τη συγκίνηση όσων περιγράφονται. Νομίζω είναι ετούτο ένα βιβλίο που αξίζει να προτείνεται σε νέους και εφήβους: το χιούμορ και η ευαισθησία του τρόπου της Lee κάνει τα θέματά του πιο απτά και ενδιαφέροντα από οποιοδήποτε κήρυγμα περί ανοχής στη διαφορετικότητα.
Η κάθε μέρα βαστούσε είκοσι τέσσερις ώρες, μα έμοιαζε να βαστάει περισσότερο. Δεν υπήρχε βιάση, γιατί δεν είχες πουθενά να πας, τίποτα ν' αγοράσεις, κι ούτε και χρήματα για να τ' αγοράσεις, τίποτε να δεις πέρα από τα σύνορα της κομητείας Μέικομπ. Αλλά ήταν και εποχή μιας κάποιας αισιοδοξίας για μερικούς από τους κατοίκους της κομητείας Μέικομπ: τους είχαν μάθει τελευταία πως δεν είχαν να φοβούνται τίποτε πέρα από τον ίδιο το φόβο.
-----
Αυτή τη στιγμή την περίμενα με μια λαχτάρα που δεν την είχα ξανανιώσει για τίποτε άλλο στη ζωή μου. Τους προηγούμενους χειμώνες περνούσα ατέλειωτες ώρες σκαρφαλωμένη στο σπιτάκι του δέντρου να κοιτάζω τον περίβολο του σχολείου, κατασκοπεύοντας τα σμήνη των παιδιών με ένα τηλεσκόπιο που μου είχε δώσει ο Τζεμ, μαθαίνοντας τα παιχνίδια τους, παίρνοντας κρυφά μέρος στις μικροατυχίες και στους μικροθριάμβους τους. Πώς και πώς έκανα να μπω κι εγώ στον κόσμο τους.
-----
Μετά πήγε στο μαυροπίνακα κι αφού έγραψε το αλφάβητο με τεράστια κεφαλαία γράμματα γύρισε σ' εμάς και ρώτησε: "Ξέρει κανένας σας τι είναι αυτά εδώ;"

Όλοι ξέραμε· οι περισσότεροι από τους μαθητές της πρώτης είχαν μείνει από την προηγούμενη χρονιά.
-----
Δεν το 'χα κάνει σκόπιμα που είχα μάθει να διαβάζω, μα κάπως είχε γίνει και είχα φτάσει να κυλιέμαι παρανόμως στο βούρκο των εφημερίδων. Τις ατέλειωτες ώρες που είχα περάσει στην εκκλησία -να 'ταν τότε που είχα μάθει; Δε θυμόμουν εποχή που να μην μπορούσα να διαβάσω τους ύμνους. Τώρα που με είχαν αναγκάσει να το σκεφτώ, το διάβασμα ήταν κάτι που μου είχε έρθει έτσι, από μόνο του, όπως είχα μάθει να δένω τις τιράντες της φόρμας μου δίχως να κοιτάζω πίσω ή να δένω τα κορδόνια των παπουτσιών μου σε φιόγκους. Δεν μπορούσα να θυμηθώ πότε ήταν που χωρίστηκαν οι γραμμές πάνω από το κινούμενο δάχτυλο του Άτικους σε λέξεις τα βράδια που κουλουριαζόμουν στην αγκαλιά του ενώ εκείνος διάβαζε φωναχτά το οτιδήποτε... από τα νέα της ημέρας μέχρι νομοσχέδια ή τα ημερολόγια του Λορέντζο Ντόου. Το διάβασμα δεν το αγάπησα παρά μόνο όταν άρχισα να φοβάμαι μην το χάσω.
-----
Τα κληρονομικά και οι φόροι αποτελούσαν μια από τις πολλές σκοτούρες του κυρίου Κάνινγκαμ. Πέρα από την κληροδοτημένη του γη, η υπόλοιπη ήταν υποθηκευμένη και ό,τι μετρητά έβγαζε πήγαιναν στους τόκους. Αν κρατούσε το στόμα του καταπώς έπρεπε κλειστό, ο κύριος Κάνινγκαμ θα μπορούσε να προσληφθεί στα δημόσια έργα, όμως η γη του θα ερημωνόταν αν την άφηνε και προτιμούσε να πεινάσει προκειμένου να κρατήσει τα κτήματά του και να ρίχνει την ψήφο του εκεί όπου αυτός ήθελε. Ο κύριος Κάνινγκαμ, έλεγε ο Άτικους, ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος και αποφασισμένος να μη σκύψει το κεφάλι του σε κανέναν.
-----
"Δεν μπορείς ποτέ να καταλάβεις πραγματικά τον άλλο αν δεν κάτσεις πρώτα να σκεφτείς τα πράγματα από τη δική του σκοπιά... [...] αν δεν μπεις πρώτα στο πετσί του να δεις πώς σκέφτεται".
-----
"Σκάουτ, είναι τέτοια η φύση της δουλειάς μας, που ο κάθε δικηγόρος αναλαμβάνει τουλάχιστον μια υπόθεση στη ζωή του που τον επηρεάζει προσωπικά. Κι αυτή εδώ θαρρώ πως για μένα είναι τέτοιου είδους υπόθεση. Ίσως ν' ακούσεις μερικά άσχημα λόγια στο σχολείο γύρω απ' αυτή την ιστορία, μα θέλω να σου ζητήσω να μου κάνεις μια χάρη, αν μπορείς: να κρατάς μοναχά ψηλά το κεφάλι σου και χαμηλωμένες τις γροθιές σου. Ό,τι και να 'ρθουν να σου πουν, μην τους αφήσεις να σε παρασύρουν σε καβγά. Προσπάθησε να τους αντιμετωπίσεις και με το μυαλό σου για μια φορά... είναι καλό μυαλό, έστω κι αν κλοτσάει στο σχολείο".

"Άτικους, θα την κερδίσουμε την υπόθεση;"

"Όχι, γλυκιά μου".

"Τότε, γιατί..."

"Το γεγονός και μόνο πως είμαστε από την αρχή σχεδόν σίγουροι ότι θα τη χάσουμε δε θα μας εμποδίσει να κάνουμε μια προσπάθεια", είπε ο Άτικους.
-----
"Είναι διαφορετικά τώρα", μου είπε. "Τώρα δεν πολεμάμε τους Γιάνκηδες, πολεμάμε τους φίλους μας. Όμως να το θυμάσαι, όσο άσχημη τροπή κι αν πάρουν τα πράγματα, οι φίλοι μας συνεχίζουν να 'ναι φίλοι μας και ο τόπος ετούτος συνεχίζει να 'ναι τόπος μας".
-----
"Πριν και πάνω απ' όλα, ο πατέρας σας είναι άνθρωπος μ' ευγενική ψυχή. Το να 'σαι καλός στο σημάδι είναι ένα δώρο του Θεού, ένα ταλέντο -ναι, σύμφωνοι, χρειάζεται εξάσκηση για να το τελειοποιήσεις, αλλά πάντως είναι ταλέντο. Και ταλέντο διαφορετικό από το να παίζεις καλά πιάνο, ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Πιστεύω πως ίσως να πέταξε πέρα το όπλο του όταν συναισθάνθηκε πως αυτό το ταλέντο του μπορούσε να προκαλέσει και κακό. Και πιστεύω ακόμα πως θα αποφάσισε ότι δε θα τραβούσε άλλη φορά τη σκανδάλη εκτός κι αν τον ανάγκαζαν τα πράγματα να το κάνει, όπως έγινε σήμερα".

"Κανονικά θα 'πρεπε να το χαίρεται και να 'ναι περήφανος..." είπα.

"Κανένας άνθρωπος με μυαλό δε νιώθει ποτέ περήφανος για τις ικανότητές του", μου αντιγύρισε η δεσποινίς Μόντι.
-----
"Κοίτα, το μόνο που μπορώ να πω είναι πως, άμα μεγαλώσετε εσύ κι ο Τζεμ, ίσως να καταλάβετε τι γίνεται σήμερα, ίσως να νιώσετε πως έπραξα σωστά. Η υπόθεση τούτη, η υπόθεση του Τομ Ρόμπινσον, έχει να κάνει με την ανθρώπινη συνείδηση... Σκάουτ, δε θα μπορούσα να πηγαίνω στην εκκλησία και να προσεύχομαι στο Θεό αν δεν έκανα μια προσπάθεια να βοηθήσω αυτό τον άνθρωπο".

"Άτικους, δε γίνεται, πρέπει να 'σαι λάθος..."

"Για εξήγησέ μου το, σε παρακαλώ".

"Να, ο πιο πολύς κόσμος φαίνεται να πιστεύει πως έχει δίκιο και πως εσύ είσαι λάθος..."

"Είναι δικαίωμά τους να το πιστεύουν αυτό που λες, όμως για να 'μαι καλά με τον άλλο κόσμο πρέπει να τα 'χω πρώτα καλά τον εαυτό μου, Σκάουτ. Αν υπάρχει κάτι για το οποίο δεν ισχύει η αρχή της πλειοψηφίας, είναι η συνείδηση του ανθρώπου".
-----
"Σκάουτ", με διέκοψε ο Άτικους, "το "αραπάκιας" είναι μια από τις λέξεις που δε σημαίνουν τίποτε απολύτως -σαν και το "μυξιάρης". Είναι δύσκολο να σου εξηγήσω· το 'βγαλαν κάποιοι αμόρφωτοι, ανάξιοι λόγου άνθρωποι για να θίγουν όποιον τους φαίνεται ότι βάζει τους μαύρους πάνω από τους λευκούς. Κι έπειτα το πήρε κι άλλος κόσμος, κόσμος σαν κι εμάς, και διαδόθηκε πια σαν μια ανόητη βρισιά που την πετάς στον άλλο για να του κολλήσεις, υποτίθεται, τη ρετσινιά".

"Τότε, δεν είσαι στ' αλήθεια αραπάκιας, ε;"

"Με την έννοια πως αγαπάω τους μαύρους, και βέβαια είμαι. Κάνω το κατά δύναμη ν' αγαπάω όλο τον κόσμο, πράγμα που δεν είναι πάντα εύκολο. Κοίτα, μωρό μου, ό,τι και να σε πει ο άλλος για να σε πληγώσει, στην ουσία δε θίγει εσένα. Το μόνο που πετυχαίνει είναι να δείξει πόσο φτωχός είναι ο ίδιος μέσα του. Γι' αυτό μην κάθεσαι και σκας με την κυρία Ντιμπόζ. Άσ' την, έχει κι αυτή τα δικά της, η άμοιρη".
-----
"Αυτή η γυναίκα διέθετε κάτι που ήθελα να το δεις... ήθελα να δεις τι είναι αληθινό κουράγιο, που δεν είναι να κρατάς ένα όπλο στο χέρι και να κάνεις τον άντρα. Κουράγιο είναι να ξέρεις να ξεκινάς έναν αγώνα καταδικασμένο απ' την αρχή, κι ωστόσο να τον ξεκινάς και να τον φτάνεις ως το τέλος, ό,τι κι αν συμβεί. Πολύ σπάνια νικάς, όμως μερικές φορές γίνεται κι αυτό. Η κυρία Ντιμπόζ νίκησε, και ήταν ολοκληρωτική η νίκη της. Σύμφωνα με τα "πιστεύω" της, πέθανε δίχως να είναι υποχρεωμένη για οτιδήποτε σε κανέναν και σε τίποτα. Ήταν ο πιο θαρραλέος άνθρωπος που 'χω γνωρίσει στη ζωή μου".
-----
Το γεγονός πως είχα ένα μόνιμο αρραβωνιάρη με αποζημίωνε κάπως για την απουσία του: δεν είχα καθίσει ποτέ να το σκεφτώ, αλλά καλοκαίρι ήταν ο Ντιλ, να καπνίζει τσιγάρα με σπάγκο πλάι στη λιμνούλα· καλοκαίρι ήταν τα γρήγορα φιλιά που μου 'δινε ο Ντιλ στα πεταχτά όποτε δεν έβλεπε ο Τζεμ. Κοντά του, η ζωή ήταν μια ρουτίνα, δίχως αυτόν γινόταν αβάσταχτη. Παρέμεινα δυστυχής για δύο μέρες.
-----
Στο κοιμητήριο, μερικοί τάφοι είχαν πάνω παλιές, ετοιμόρροπες ταφόπετρες· οι πιο καινούριοι περιβάλλονταν από ζωηρόχρωμα γυαλιά και σπασμένα μπουκάλια Κόκα Κόλας. Κάποιοι άλλοι προστατεύονταν από αλεξικέραυνα, που υποδήλωναν ότι οι νεκροί που κείτονταν εκεί δεν αναπαύονταν εν ειρήνη. Υπολείμματα καμένων κεριών έστεκαν στους σταυρούς των παιδικών τάφων. Ήταν ένα χαρούμενο νεκροταφείο.
-----
Το κήρυγμά του ήταν μια έντονη καταγγελία της αμαρτίας, μια αυστηρή επανάληψη του αποφθέγματος που ήταν αναρτημένο πίσω του: προειδοποίησε το ποίμνιό του για τα κακά του ποτού, της χαρτοπαιξίας και της συνεύρεσης με ξένες γυναίκες. Οι λαθρέμποροι οινοπνευματωδών προκαλούσαν αρκετά προβλήματα στο συνοικισμό, μα οι γυναίκες ήταν χειρότερες. Για μια ακόμα φορά, όπως μου είχε συμβεί συχνά και στη δική μου εκκλησία, βρέθηκα να μου εκθέτουν το δόγμα περί του πόσο υποδεέστερα ηθικώς πλάσματα ήταν οι γυναίκες, πράγμα που φαινόταν να απασχολεί όλους τους κληρικούς.
-----
[...] μερικές φορές πρέπει να ψεύδεται κανείς, και ιδιαίτερα αν πρόκειται για κάτι για το οποίο δεν περνάει από το χέρι του να κάνει τίποτα.
-----
Η θεία έλεγε ότι ήξερε πάντα πολύ καλά ποιο ήταν το καλό της οικογένειας και υπέθετα πως ο ερχομός της στο σπίτι μας σήμαινε ότι εμείς δεν ξέραμε ποιο ήταν το καλό μας.
-----
Την εποχή που πήγαινε η θεία Αλεξάνδρα στο σχολείο, σε κανένα σχολικό βιβλίο δεν αναφερόταν η περίπτωση του να αμφιβάλεις κάποια στιγμή για τον εαυτό σου, κι έτσι η θεία δεν την είχε διόλου υπόψη της. Δε βαριόταν ποτέ και, με το που θα της δινόταν η παραμικρή ευκαιρία, άρχιζε να κάνει χρήση των βασιλικών της προνομίων: να οργανώνει, να συμβουλεύει, να φοβερίζει και να προειδοποιεί.

Έψαχνε επί τούτου να βρει να πει τον κακό λόγο για όλα τα άλλα σόγια της πόλης, υποδηλώνοντας έτσι την ανωτερότητα του δικού μας σογιού, συνήθεια που τον Τζεμ τον διασκέδαζε περισσότερο παρά τον ενοχλούσε: "Θα 'πρεπε να προσέχει λιγάκι η θείτσα μας πώς μιλάει -άμα πιάσεις τους κατοίκους του Μέικομπ έναν έναν, οι περισσότεροι θα βγουν να 'χουν συγγένεια μαζί μας".
-----
Ποτέ δεν καταλάβαμε την ενασχόλησή της με την κληρονομικότητα. Δεν ξέρω από πού μου είχε δημιουργηθεί η εντύπωση πως σωστοί άνθρωποι ήταν εκείνοι που έκαναν στη ζωή τους ό,τι καλύτερο μπορούσαν σύμφωνα με το μυαλό που κουβάλαγαν, αλλά η θεία Αλεξάνδρα ήταν της άποψης, που την εξέφραζε πλαγίως πάντα, πως όσο περισσότερα χρόνια νεμόταν κάποιος ένα συγκεκριμένο κομμάτι γης τόσο σωστότερος γινόταν.
-----
Ο Ντιλ είχε ακούσει για κάποιον που είχε μια βάρκα και πήγαινε μ' αυτή σ' ένα νησί που το τύλιγε πάντα η καταχνιά και που ήταν γεμάτο μωράκια -παράγγελνες όποιο ήθελες...

"Δεν είναι αλήθεια. Η θεία μου 'πε πως τα μωράκια τα ρίχνει ο Θεός από την καμινάδα. Ή, τουλάχιστον, κάτι τέτοιο κατάλαβα". Για μια φορά στη ζωή της, η εξήγηση της θείας Αλεξάνδρας δεν ήταν ιδιαίτερα σαφής.

"Σε πληροφορώ πως δεν είναι διόλου έτσι. Τα μωρά τα φτιάχνουν οι άνθρωποι, ο ένας με τον άλλο. Όμως είναι κι αυτός ο κύριος που σου λέω -έχει ένα σωρό μωράκια, που τον περιμένουν όλα να τους δώσει ζωή. Τα ξυπνάει φυσώντας τα μια φορά στο πρόσωπο..."

Ο Ντιλ ταξίδευε ξανά. Πράγματα πανώρια στροβιλίζονταν στο ονειροπόλο του μυαλό. Όσο να διαβάσω εγώ ένα βιβλίο, εκείνος μπορούσε να έχει τελειώσει δύο, μα προτιμούσε τη μαγεία των δικών του επινοημάτων -την ενασχόληση με το δικό του, απαλά φωτισμένο κόσμο, έναν κόσμο όπου τα μωρά κοιμούνταν προσμένοντας να 'ρθει η ώρα τους να τα μαζέψουν όπως μαζέυει κανείς τα κρινάκια στους αγρούς. Ήταν σαν να έλεγε αργά στον εαυτό του ένα παραμύθι για να τον πάρει ο ύπνος και να παρέσερνε κι εμένα μαζί του, αλλά μέσα στη γαλήνη του νησιού του υψώθηκε ξάφνου η ξέθωρη εικόνα ενός γκρίζου σπιτιού με λυπημένες καφετιές πόρτες.

"Ντιλ;"

"Μμ;..."

"Γιατί λες να μην το 'σκασε ποτέ από το σπίτι του ο Μπου Ράντλεϊ;"

Ο Ντιλ στέναξε βαθιά και γύρισε από την άλλη.

"Μπορεί να μην είχε ποτέ πού να πάει..."
[...] έφτασε ένα οχτάχρονο παιδί για να τους ξαναφέρει στα συγκαλά τους, έτσι δεν είναι;" συνέχισε ο Άτικους. "Κι αυτό αποδεικνύει κάτι -ότι μπορεί να σταματήσει τελικά μια αγέλη από ξέφρενα κτήνη, για τον απλό λόγο πως παραμένουν κατά βάθος άνθρωποι. Χμ... ίσως να χρειαζόμαστε ένα σώμα αστυνομίας φτιαγμένο από παιδιά... γιατί εσείς τα παιδιά ήσαστε που κάνατε χτες βράδυ τον Γουόλτερ Κάνινγκαμ να μπει στη θέση μου για ένα λεπτό. Πράγμα που στάθηκε αρκετό".
-----
"Ο Τόμας Τζέφερσον είπε κάποτε πως όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ίσοι, θεωρία που δεν παύουν να την επαναλαμβάνουν οι Γιάνκηδες και οι αξιωματούχοι της Ουάσινγκτον. Υπάρχει στις μέρες μας, και κυρίως φέτος, στα 1935, μια τάση να γίνεται αλόγιστη χρήση της θεωρίας αυτής από μερικούς ανθρώπους που κρίνουν πως μπορεί να έχει εφαρμογή σε οποιονδήποτε τομέα και οποιοδήποτε ζήτημα. Το πιο γελοίο παράδειγμα που μου έρχεται στο νου είναι το ότι οι υπεύθυνοι της παιδείας στη χώρα μας επιμένουν να προωθούν τα καθυστερημένα ή τεμπέλικα παιδιά μαζί με τους επιμελείς μαθητές. Καθώς όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ίσοι, μας λένε οι εκπαιδευτικοί μας, τα παιδιά που μένουν πίσω υποφέρουν από φρικτά αισθήματα κατωτερότητας. Όμως το ξέρουμε πως δε γεννιούνται ίσοι όλοι οι άνθρωποι, τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που θέλουν μερικοί να μας κάνουν να πιστέψουμε. Υπάρχουν άνθρωποι περισσότερο και λιγότερο έξυπνοι, άνθρωποι που ξεκινάνε στη ζωή με ευκαιρίες που δεν τις έχουν όλοι, γυναίκες που φτιάχνουν καλύτερα γλυκίσματα από τις γειτόνισσές τους -άνθρωποι χαρισματικοί, με ξεχωριστά ταλέντα.

Μα υπάρχει και κάτι σ' αυτή τη χώρα σε σχέση προς το οποίο όλοι οι άνθρωποι έχουν γεννηθεί ίσοι -υπάρχει ένας ανθρώπινος θεσμός που κάνει τον φτωχό ίσο με τον Ροκφέλερ, τον ανόητο ίσο με τον Αϊνστάιν και τον αμόρφωτο ίσο με κάθε πρύτανη του πανεπιστημίου. Ο θεσμός αυτός, κύριοι, είναι το δικαστήριο. Μπορεί να είναι το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών ή το ταπεινότερο ειρηνοδικείο του κράτους ή αυτό εδώ το αξιότιμο δικαστήριο που υπηρετείτε τούτη τη στιγμή. Τα δικαστήριά μας έχουν τις ατέλειές τους, όπως και ο κάθε ανθρώπινος θεσμός, όμως στην πατρίδα μας τα δικαστήρια προσπαθούν να εκδικάζουν αντικειμενικά τις υποθέσεις και για τα δικαστήριά μας όλοι οι άνθρωποι έχουν γεννηθεί ίσοι.

Δεν είμαι τόσο ιδεαλιστής, ώστε να πιστεύω ακράδαντα στην ακεραιότητα του συστήματος των ορκωτών δικαστηρίων -δεν τα βλέπω ως το ιδανικό μου, ως τα μόνα που μπορούν να απονέμουν δικαιοσύνη τα βλέπω".
-----
[...] υπάρχουν στον κόσμο μερικοί άνθρωπο που είναι γεννημένοι για να επωμίζονται όλα τα δύσκολα φορτία που εμείς οι άλλοι αποφεύγουμε".
-----
[...] το να κρατάς όπλο είναι σαν να προκαλείς τον άλλο να σου ρίξει".
-----
Όσο μεγαλώνεις τόσο περισσότερα θα βλέπουν τα μάτια σου. Το μόνο μέρος όπου θα 'πρεπε να βρίσκει ο άνθρωπος ακριβοδίκαιη αντιμετώπιση, οποιοδήποτε χρώμα του ουράνιου τόξου κι αν έχει το κορμί του, είναι το δικαστήριο. Όμως, δυστυχώς, οι ένορκοι έχουν το συνήθειο να κουβαλάνε τις προκαταλήψεις τους και μέσα στα δικαστήρια. Όσο θα μεγαλώνεις, θα βλέπεις λευκούς ν' αδικούν νέγρους κάθε μέρα της ζωής σου, μα θα σου πω κάτι, και να μην το ξεχάσεις ποτέ -όποτε κάνει ένας λευκός αδικία σ' έναν μαύρο, όποιος και να είναι, όσα λεφτά και να 'χει, απ' όσο καλή οικογένεια και να κατάγεται, ο λευκός αυτός είναι ένα χαμένο κορμί".

Ο Άτικους μιλούσε ήσυχα, αλλά οι δυο τελευταίες λέξεις του ήχησαν βροντερά στ' αυτιά μας. Σήκωσα το κεφάλι και τον είδα να έχει μια έκφραση παθιασμένη. "Για μένα, δεν υπάρχει τίποτα πιο αισχρό από έναν αχρείο λευκό που κοιτάζει να εκμεταλλευτεί την αμορφωσιά των μαύρων. Ας μην κοροϊδευόμαστε -τα όσα γίνονται συσσωρεύονται ολοένα και κάποια μέρα θα τα πληρώσουμε όλα μαζί. Ελπίζω μόνο να μη γίνει αυτό στις μέρες των παιδιών σας".
-----
"Αν υπάρχει ένα μόνο είδος ανθρώπων, γιατί δεν μπορούν να τα βρουν μεταξύ τους; Αν είναι ίσοι όλοι, γιατί δε χωνεύουν ο ένας τον άλλο; Σκάουτ, νομίζω ότι αρχίζω να καταλαβαίνω κάτι. Θαρρώ ότι αρχίζω να καταλαβαίνω γιατί έμεινε ο Μπου Ράντλεϊ κλεισμένος σπίτι του τόσο καιρό... Είναι επειδή θέλει να κάθεται μέσα".
-----
Μου φαινόταν ότι οι γυναίκες σαν να ζούσαν κάπως με το φόβο των αντρών, σαν να μην τους πολυαποδέχονταν κι ούτε να τους ενέκριναν. Όμως εμένα μ' άρεσαν οι άντρες. Όσο και να 'βριζαν και να 'πιναν και να χαρτόπαιζαν και να μύριζαν καπνό, όσο αγροίκοι και να 'ταν, είχαν κάτι που ενστικτωδώς μου άρεσε... Δεν ήταν...

"Υποκριτές, κυρία Πέρκινς, τρομερά υποκριτές", έλεγε η κυρία Μεριγουέδερ.
-----
"Δεν μπορώ να πω ότι τα εγκρίνω όλα όσα κάνει, Μόντι, μα είναι αδερφός μου και θέλω απλώς να μάθω πότε θα τελειώσει τούτη η ιστορία, αν είναι να τελειώσει ποτέ". Η φωνή της δυνάμωσε: "Τον έχει διαλύσει. Δεν το πολυδείχνει, αλλά τον έχει διαλύσει. Τον έχω δει να... Τι άλλο θέλουν απ' αυτόν, Μόντι, τι άλλο θέλουν;"

"Τι θέλει ποιος, Αλεξάνδρα;" ρώτησε η δεσποινίς Μόντι.

"Ποιος; Το Μέικομπ. Όλοι εδώ πέρα· τον αφήνουν μετά χαράς μα φορτώνεται μονάχος του ό,τι φοβούνται οι ίδιοι να επωμισθούν, μήπως και χαλάσουν τη βολή τους. Τον αφήνουν να καταστρέφει την υγεία του κι εκείνοι το μόνο που κάνουν είναι να κρατάνε απέξω την ουρίτσα τους".

"Πάψε, θα σ' ακούσουν", είπε η δεσποινίς Μόντι. "Το σκέφτηκες ποτέ αλλιώς, Αλεξάνδρα; Είτε το ξέρει το Μέικομπ είτε όχι, τον σεβόμαστε περισσότερο από κάθε άλλον. Τον εμπιστευόμαστε ότι θα κάνει το σωστό".

"Ποιοι;" Η θεία Αλεξάνδρα δε θα το φανταζόταν ποτέ πως επαναλάμβανε ένα ερώτημα που το είχε θέσει επί λέξει και ο δωδεκάχρονος ανιψιός της.

"Οι μετρημένοι στα δάχτυλα κάτοικοι του Μέικομπ που πιστεύουν πως το δίκαιο δεν γράφει πάνω Μόνο Για Λευκούς· οι μετρημένοι στα δάχτυλα κάτοικοι του Μέικομπ που πιστεύουν πως η απονομή της δικαιοσύνης είναι για όλους, όχι μονάχα για μας. Οι μετρημένοι στα δάχτυλα κάτοικοι του Μέικομπ που έχουν την ταπεινοφροσύνη να σκέφτονται όποτε βλέπουν ένα νέγρο: "Θα μπορούσα να 'μαι εγώ στη θέση του"". Η φωνή της δεσποινίδας Μόντι ξανάπαιρνε το γνώριμο, κοφτό της τόνο. "Οι μετρημένοι στα δάχτυλα κάτοικοι του Μέικομπ που βαστάνε από σόι -αυτοί!"
-----
Η θεία Αλεξάνδρα με κοίταξε από την άλλη άκρη του δωματίου και μου χαμογέλασε. Μου έδειξε με τα μάτια ένα δίσκο με μπισκότα πάνω στο τραπέζι και μου έκανε κρυφά νόημα. Πήρα με προσοχή το δίσκο στα χέρια και πλησίασα την κυρία Μεριγουέδερ. Με το πιο ευγενικό μου ύφος, τη ρώτησα αν ήθελε κανένα μπισκοτάκι. Στο τέλος τέλος, αν μπορούσε η θεία να σταθεί σαν κυρία μια τέτοια στιγμή, το ίδιο μπορούσα κι εγώ.
-----
Ο Άτικους είχε χρησιμοποιήσει ό,τι όπλο είχε και δεν είχε στα χέρια του, μέσα στα πλαίσια του ελεύθερου πολιτεύματός μας, για να σώσει τον Τομ Ρόμπινσον, όμως στα κρυφά δικαστήρια της ανθρώπινης καρδιάς δεν υπήρχε θέμα εκδίκασης. Ο Τομ ήταν ξεγραμμένος από τη στιγμή που είχε ανοίξει η Μαγιέλα Γιούελ το στόμα της κι είχε βάλει τις φωνές.
-----
Ένας μανιακός από τη μια και εκατομμύρια Γερμανοί από την άλλη. Εγώ το 'βλεπα πως θα ήταν πολύ απλό να πιάσουν οι πολλοί τον Χίτλερ και να τον κλείσουν μέσα, αντί να τον αφήνουν να τους μαντρώνει εκείνους. Κάτι άλλο θα συνέβαινε -θα ρωτούσα τον πατέρα μου να μου πει.

Τον ρώτησα και μου αποκρίθηκε πως δεν μπορούσε να μου απαντήσει γιατί δεν την ήξερε την απάντηση.

"Σύμφωνοι, αλλά τον Χίτλερ κάνει να τον μισούμε;"

"Όχι, κανέναν δεν κάνει να μισούμε".

"Άτικους", του είπα, "ειλικρινά, δεν το καταλαβαίνω. Η δεσποινίς Γκέιτς μας έδωσε να καταλάβουμε με τον τρόπο της πως αυτά που κάνει ο Χίτλερ είναι τρομερά".

"Και με το δίκιο της η γυναίκα".

"Ναι, όμως..."

"Τι;"

"Τίποτα". Τον άφησα κι έφυγα. Δεν ήμουν διόλου σίγουρη αν θα μπορούσα να του εκφράσω με λόγια το αόριστο αίσθημα που με πλημμύριζε.
-----
"Τζεμ, πώς γίνεται να μισούν τον Χίτλερ κι από την άλλη να 'ναι τόσο κακοί με τους δικούς μας ανθρώπους, εδώ, στον ίδιο μας τον τόπο;..."
-----
Ο άνθρωπος το συνηθίζει να έχει αντιδράσεις της καθημερινότητας ακόμα και κάτω από τις πιο παράξενες συνθήκες.
-----
Εκεί που γύριζα στο σπίτι, έκανα τη σκέψη: ο Τζεμ κι εγώ θα μεγαλώναμε, όμως δε μας είχαν μείνει και πολλά να μάθουμε, πέρα ίσως από την άλγεβρα.
-----
"Και τον κυνηγούσαν και δεν μπορούσαν ποτέ να τον πιάσουν, γιατί δεν τον ήξεραν στην όψη και, Άτικους, όταν τον γνώρισαν τελικά και τον είδαν πώς ήταν, φάνηκε πως δεν τους είχε κάνει τίποτε απ' όλ΄αυτά που νόμιζαν... Τίποτα δεν είχε κάνει, Άτικους, ήταν καλός..."

Ο Άτικους με σκέπαζε χαμογελώντας μου.

"Οι πιο πολλοί άνθρωποι καλοί αποδεικνύονται, Σκάουτ -όταν τελικά τους γνωρίζεις και τους βλέπεις πώς είναι".


Harper Lee, Όταν Σκοτώνουν Τα Κοτσύφια, μετάφραση Βικτωρίας Τράπαλη, εκδόσεις Bell, 2018? (πρώτη έκδοση 1960)

* Φωτογραφία από εδώ

Οι... "300" ηρωικοί αναγνώστες