Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2024

Υπογραμμίσεις XLVII: Νίκος Βεργέτης

Το Χόλι Μάουντεν, το πρώτο βιβλίο του Νίκου Βεργέτη, έφτασε στα χέρια μου με έναν μάλλον ασυνήθιστο τρόπο. Ήταν καλοκαίρι του 2020, πιθανότατα η τελευταία μου μέρα στο ΕΠΑ.Λ. Θήρας -άρα η 2 Ιουλίου, που λογικά είχα εφημερία-, και το αμάξι ήταν ήδη φορτωμένο με όλα μου τα πράγματα, αφού η επιστροφή μου τον προσεχή Σεπτέμβρη στο συγκεκριμένο σχολείο έμοιαζε αμφίβολη. Βγαίνοντας για να φύγω το μεσημέρι, βρήκα το βιβλίο σφηνωμένο κάτω από τους υαλοκαθαριστήρες.

Κατάλαβα αμέσως ποιος -ή, καλύτερα, ποια- το είχε αφήσει εκεί: ήταν η καλή φίλη Πέννυ Ανέστη, με την οποία γνωριστήκαμε μέσα από τη ΜΟΥ.Σ.ΣΑ. και την Κινηματογραφική Λέσχη Θήρας -της οποίας Λέσχης η ίδια ήταν (και παραμένει) κινητήρια δύναμη. Στα δικά της χέρια έφτασε μέσω πρότασης από τον Παντελή Ροδοστόγλου, του βιβλιοπωλείου Πολιτεία. Δεν ξέρω αν είχε εξαρχής σκοπό να μου το χαρίσει, πάντως το έκανε τελικά, νιώθοντας απέναντί μου μια υποχρέωση -άγνωστο γιατί. Τέλος πάντων, χαμένος όπως είμαι σε διαβάσματα για το ελληνικό τραγούδι, και με τη βουλιμία μου για τη βιβλιογραφία του Stephen King πάντα ασίγαστη, άφησα το βιβλίο για όλα αυτά τα χρόνια στο ράφι. Όμως, από τη μία η θέλησή μου να διαβάσω περισσότερη ελληνική λογοτεχνία, από την άλλη ετούτο το άρθρο της LiFO, με έσπρωξαν να το πιάσω στα χέρια μου φέτος το καλοκαίρι.

"Ο Νίκος Βεργέτης ζει και εργάζεται στην Αθήνα" -αυτό είναι, όλο κι όλο, το βιογραφικό που περιλαμβάνεται στο "αφτί" της έκδοσης. Από τότε μέχρι σήμερα ο Βεργέτης έγραψε κι άλλα βιβλία, και έφτιαξε και δικό του εκδοτικό οίκο (Κυψέλη)· όμως ακόμα και τότε, στο συγγραφικό ξεκίνημά του, είχε ήδη μια ιστορία πίσω του, κυρίως ως μουσικός (ντράμερ στους Tango With Lions και Μαύρο Κόκκινο, μεταξύ άλλων). Υπερβολική ταπεινοφροσύνη ή προσπάθεια αποφυγής αποπροσανατολισμού του αναγνώστη από δευτερεύουσας αξίας πληροφορίες;

Όπως και να 'χει, δεν χρειάζεται να ξέρει κανείς πολλά για τον συγγραφέα, προκειμένου να απολαύσει το Χόλι Μάουντεν. Κι αυτό γιατί ο Βεργέτης είχε και μια καλή ιδέα (ένας ετοιμοθάνατος προβαίνει σε παραληρηματική εξομολόγηση στη σύντροφό του), αλλά και τον τρόπο για να τη φέρει αισίως σε πέρας. Η νουβέλα αυτή διαβάζεται μονορούφι, έχει ρυθμό (ντράμερ είναι ο άνθρωπος, τι διάβολο...), χιούμορ, συγκίνηση -κι ένα σωρό φιλοσοφημένες παρατηρήσεις για τους ανθρώπους και τη ζωή. Αυτό το τελευταίο, βέβαια, μάλλον προέκυψε ακούσια, αφού με βάση όσα έχει πει σε συνεντεύξεις του ο συγγραφέας μάλλον απεχθάνεται τα αποφθέγματα. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της έκδοσης είναι ότι δεν υπάρχουν πουθενά τελείες, ούτε κεφαλαία γράμματα.

Μέσα από τις διάφορες συνεντεύξεις του, ο Νίκος Βεργέτης αναδύεται ως πολύ ενδιαφέρον πρόσωπο· αν και είχα ήδη καταλήξει εκεί, από την ανάγνωση του Χόλι Μάουντεν και μόνο. Και φαίνεται πως συμφωνούν πολλοί με αυτό: η προσπάθειά του αναγνωρίστηκε από αναγνώστες και κριτικούς, το βιβλίο έγινε θεατρική παράσταση, ενώ έλαβε και το Βραβείο Νέου Λογοτέχνη 2018, από το περιοδικό Κλεψύδρα και το Έναστρον Βιβλιοκαφέ. Διόλου άσχημα για ένα ντεμπούτο που γράφτηκε εκτός έδρας (Βρυξέλλες), μέσα σε μόλις τρεις μέρες, και χωρίς να ακολουθηθεί κάποια διαδικασία διορθώσεων/τροποποιήσεων του αρχικού κειμένου.

Θα αναζητήσω οπωσδήποτε και τα επόμενα έργα του Βεργέτη.

[...] έλεγα κι άλλα ψεματάκια, έφτιαχνα κι άλλες ιστορίες που με τον καιρό γινόντουσαν περισσότερες, αλλά ποτέ δεν το χόντραινα, σαν τον σίριαλ κίλερ ένα πράμα που του 'ναι δύσκολο να σταματήσει στο πρώτο θύμα, αλλά παίρνει το κολάι και όσο περισσότερο σκοτώνει τόσο οι ενοχές του μειώνονται, άλλωστε ένας φόνος είναι βαρύ τίμημα, όμως η συνήθεια αμβλύνει τις ενοχές, τελοσπάντων, όμως ακόμα κι ο σίριαλ κίλερ ποτέ δεν το παρακάνει, δε χτυπάει στα τυφλά, δε βάζει βόμβες σε σταθμούς μετρό και νηπιαγωγεία, αυτά τα κάνουν οι θρησκείες και τα συμφέροντα, οι λυκοσυμμορίες που λέει και το κου κου ε, αυτός θέλει να βιώνει τον κάθε φόνο χωριστά, να γεύεται τα οφέλη της κάθε πράξης, να έχει όλες του τις αισθήσεις σε επιφυλακή, μια τελετουργία ένα πράμα, έτσι κι εγώ, στην αρχή ένα ψέμα με δυσκολία, μετά άλλο ένα, μετά άλλο ένα, αλλά ποτέ μόνο ψέματα και ποτέ μαζεμένα, πάντα σαν σάλτσα, να τα φχαριστιέμαι, να προλαβαίνω να απολαύσω κάθε ψέμα χωριστά, να παίρνω πίσω τα οφέλη του, το μειδίαμα ενός κοριτσιού, τα γέλια της παρέας, το θαυμασμό ενός φίλου, και μη μου πεις ότι όλα αυτά δεν αξίζουν αν έχουν προκληθεί από ψέματα και μόνο η αλήθεια έχει νόημα και τα σχετικά γιατί θα με αναγκάσεις να σου θυμήσω τις φορές που σου 'πα αλήθεια και συ μου 'πες ύστερα ότι δε μου τη ζήτησες και ότι μια χαρά ζούσαμε με τα μικροψεματάκια μας, τις χαρές μας, τους καβγάδες μας, τις αγάπες μας, τίποτε δε μας έλειψε, γιατί τώρα εσύ μου τα γαμάς όλα στο όνομα μιας κάποιας αλήθειας, λες και η αλήθεια δεν μπορεί να είναι ψεύτικη, λες και μόνο το ψέμα έχει αυτό το προνόμιο, λες και κάθε ψέμα δεν έχει μέσα του αλήθειες ή και το αντίστροφο [...]
-----
[...] έτσι κι αλλιώς πάντα με τους χαμένους ήμουνα, αυτούς που προχωρούσαν, ξανάπεφταν, ξανασηκωνόντουσαν, μετανιώνανε, βουτηγμένοι στα λάθη ζητούσαν συγνώμη μέσα στο δυστυχοευτυχία τους, πνίγανε τις πίκρες τους σε καμιά μπάρα και μετά ξαναπροσπαθούσαν να φτάσουν την ουτοπία που σιγά μην την έφταναν, αλλά εκεί αυτοί, ωραίοι άνθρωποι, απ' αυτούς έχεις να μάθεις κι όχι απ' τους νικητές και τους πετυχημένους, αυτούς τους βαριέσαι στο τέταρτο απάνω, σου λένε με ποιον τρόπο ξεπέρασαν τις κατραπακιές και τα εμπόδια και πώς στο τέλος φυσικά τα κατάφεραν, και όταν ακούς από κάποιον ότι τα κατάφερε αυτό σημαίνει γκέιμ όβερ, μετά ίνσερτ κόιν και πάμε γι' άλλα, ενώ αυτοί που σου λέω εγώ, οι χαμένοι, ποτέ δεν τα κατάφεραν, οπότε ούτε γκέιμ όβερ ούτε κέρμα χρειάζεται να ρίξεις, μ' ένα κέρμα μπορείς να παίζεις μια ζωή [...]
-----
[...] οι άνθρωποι που ταξιδεύουν είναι συνήθως πιο καλοί και πιο ευγενικοί, όταν μένεις καρφωμένος σ' έναν τόπο μπορεί στο τέλος να πιστέψεις ότι σου ανήκει και τότε χέσε μέσα, νομίζω κάτι τέτοιο έλεγε κι ο ταμπούκι αλλά χωρίς το χέσε μέσα, σ' έχω τρελάνει κι εσένα στις αναφορές και στα ονόματα αλλά έτσι είναι, όταν ο χρόνος τελειώνει και πασχίζουμε να θυμηθούμε όλα όσα ήμασταν, οι αναφορές είναι μέσα στο παιχνίδι, απαραίτητες θα έλεγα, ή μάλλον αναπόφευκτες, άλλωστε τι είμαστε; οι άνθρωποι που αγαπήσαμε, τα βιβλία που διαβάσαμε, οι τόποι που επισκεφτήκαμε, οι μουσικές που ακούσαμε [...]
-----
[...] θυμάσαι τότε που μ' είχε πιάσει και σου 'λεγα θεωρίες ότι ένας άνθρωπος μπορεί εν δυνάμει να είναι τα πάντα; και καλός και κακός και φονιάς κι επαναστάτης και κομματόσκυλο κι ό,τι άλλο θες, και ότι οι συγκυρίες μάς δείχνουν το δρόμο, η τύχη ως επί το πλείστον, η τύχη που όπως λένε όλοι οι πετυχημένοι δε μας προκαλεί, αλλά την προκαλούμε, ας τους πέσει ένα τούβλο στο κεφάλι να μείνουν ανάπηροι κι ας έρθουν τότε να μου πουν τα ίδια, ή έστω ας δουν το ματς πόιντ μπας και ξεστραβωθούνε κι αλλάξουν άποψη [...]
-----
[...] γι' αυτό σου λέω, αλήθεια ή ψέμα μικρή η διαφορά, το ζήτημα είναι η ιστορία, γι' αυτό γουστάρουμε τους αβέβαιους παραμυθάδες [...]

[...] σαν όλους μας είσαι κι εσύ, με το που ακούς κάτι που σε βολεύει το πιστεύεις, και πολύ καλά κάνεις, άμα το ψάχναμε παραπάνω θα κυκλοφορούσαμε με τα πρόζακ και τα ζάναξ ανά χείρας, μόνο οι ντετέκτιβ και οι δικαστές το ψάχνουν παραπάνω επειδή δεν αφορά τους ίδιους, από επαγγελματική διατροφή, συγνώμη διαστροφή ήθελα να πω, τελοσπάντων, άμα δε σε αφορά κάτι το ψάχνεις και το παραψάχνεις, νουάρ ήρωας γίνεσαι, αν όμως έχει να κάνει με τον ίδιο σου τον εαυτό, ασ' το καλύτερα, μη το πολυσκαλίζεις, κράτα την εκδοχή που σου ταιριάζει, κάνε πως την πιστεύεις και όλα καλά θα πάνε, άλλωστε αν δε μιλάς για κάτι είναι σαν να μην έχει συμβεί, καλύτερα να 'σαι εσύ ευχαριστημένος και άσε το πορτρέτο σου να παραμορφώνεται, σαν τον ντόριαν γκρέι, θυμάσαι;
-----
[...] η κακή τύχη βλέπεις, αυτή ευθύνεται, η τύχη που τόσο αγνοούμε επειδή έχουμε αυτή την ηλίθια συνήθεια να προσπαθούμε όλα να τα εξηγούμε, τι έπαρση κι αυτή; άσε λίγο μυστήριο να υπάρχει, αλατοπίπερο είναι το μυστήριο, δηλαδή ο χίτσκοκ, ο ελρόι κι ο τζέιμς κέιν μαλάκες ήτανε;
-----
[...] μ' αρέσει να μπλέκω και το παρελθόν στην όλη σούμα, έχει γοητεία το παρελθόν, έχει δύναμη και πόνο, έχει άλλη γλύκα, σαν το κρασί ένα πράμα, σαν μια αρχαία μπάρα που πάνω της έχουν ακουμπήσει τους αγκώνες τους όλοι οι μεθυσμένοι αυτού του κόσμου, τελοσπάντων, και το παρόν πλάκα έχει και το μέλλον επίσης, δε λένε ότι όταν κάποιος κάνει σχέδια ο θεός χαμογελάει; καλό ακούγεται, βέβαια δεν ξέρω αν ο θεός χαμογελούσε όταν έκανε σχέδια ο χίτλερ, γιατί κι αυτά σχέδια ήταν, γι' αυτό σου λέω, τι τα θες; τα γνωμικά και τα τσιτάτα μάς φάγανε [...]
-----
[...] αυτοί οι άνθρωποι αξίζουν πραγματικά, αυτοί οι περίεργοι τύποι με τους περίεργους τρόπους και τις περίεργες συνήθειες, αυτοί μόνο μπορούν να βάλουν το χέρι τους στη φωτιά ξέροντας ότι θα καούν, οι υπόλοιποι ή φεύγουν διακριτικά ή βάζουν το χέρι τους στη φωτιά και δεν καίγονται [...]
-----
[...] ξέρεις τι σκέφτηκα; την ανωτερότητα που αισθανόμαστε απέναντι στους πεθαμένους, είναι διαχειρίσιμοι οι πεθαμένοι, πλαστελίνες, τους κάνουμε ό,τι θέλουμε χωρίς να μπορούν να αντιδράσουν, τους χρησιμοποιούμε κατά το δοκούν, τους αναζητούμε και τους ξεχνάμε ανάλογα με τα κέφια μας, τους ξεσηκώνουμε κάθε τρεις και λίγο, μια για να κλάψουμε, μια για να γελάσουμε, μια επειδή μετά από μερικά ποτά οι αισθήσεις βρίσκονται σε οργασμό, υπό μίαν έννοια καλά τους κάνουμε, μήπως και να 'χουν αντίρρηση θα μας το πούνε;
-----
[...] έχει ξημερώσει, κοίτα να δεις, την καλύτερη ώρα ξύπνησα, έχεις αυτόν τον ήλιο τον όμορφο, τον διακριτικό, έτσι είναι ο ήλιος το ξημέρωμα, διακριτικός, ευγενικός, γι' αυτό δίνει αυτό το υπέροχο φως, σαν τους ανθρώπους είναι κι ο ήλιος, βγαίνει δειλά δειλά με ένα ίσως, με ένα τεράστιο μάλλον στο κεφάλι του, γεμάτος απορίες, αναρωτιέται, λες να μην πρέπει να βγω; μήπως κάνω λάθος; μετά, όταν βλέπει ότι τον δέχονται με χαρά και τον καλωσορίζουν αρχίζει να παίρνει τα πάνω του και γίνεται όλο και ζωηρότερος, σιγά σιγά γεμίζει με έπαρση μέχρι που το μεσημέρι, γύρω στις τέσσερις, φτάνει στο αποκορύφωμα της χυδαιότητάς του, μας τρίβει στη μούρη τη δύναμή του, μας δείχνει ποιος είναι το αφεντικό, εξαντλεί κάθε στάλα υπομονής, και όταν βλέπει ότι έχουμε πια αγανακτήσει και είμαστε έτοιμοι να σηκώσουμε μπαϊράκι, φοβάται και αρχίζει να μαζεύεται, ξαναγίνεται διακριτικός, γεμίζει με ευγένεια και σιγά σιγά αποσύρεται περιμένοντας την επόμενη φορά που θα ξαναχτυπήσει, έτσι δεν είμαστε κι εμείς; τα ίδια δεν κάνουμε;
-----
[...] τα γήινα πλάσματα μέσα στην ατέλειά τους, μέσα στις φοβίες και τις ανασφάλειές τους, είναι τα μόνα πλάσματα που αξίζει να εμπιστευτείς [...]
-----
[...] γι' αυτούς που αγαπώ μπαίνω στη φωτιά κι ας φοβάμαι, κι ας καώ, οι ατρόμητοι που δε φοβούνται δεν είναι σπουδαίοι, κι ας μπαίνουν στη φωτιά, οι ωραίοι είναι αυτοί που μπαίνουν ενώ φοβούνται, εκεί είναι το μεγαλείο, γι' αυτούς αξίζει να αγαπάς την πουτάνα τη ζωή, γι' αυτό πρέπει να εμπιστεύεσαι τους ανθρώπους και όχι τους ιπτάμενους κλόουν, οι κλόουν κάνουν μαγικά και τη σκαπουλάρουν, οι άλλοι όμως καίγονται, και είναι ωραίο πράμα να καίγεσαι για τη φιλία, για τις ιδέες, για τον έρωτα, δεν είναι παράσημο, είναι ομορφιά [...]


Νίκος Βεργέτης, Χόλι Μάουντεν, εκδόσεις Κέλευθος, 2017

* Φωτογραφία: Γιώργος Θωμόπουλος (από εδώ)

Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2024

Υπογραμμίσεις XLVI: Stephen King (XVI)

Καλοκαίρι και Stephen King: ένας συνδυασμός στον οποίο δεν θα μπορούσα να αντισταθώ, ακόμα κι αν το ήθελα. Παρέα μου φέτος είχα το δεύτερο βιβλίο της τριλογίας με ήρωα τον ντετέκτιβ Μπιλ Χότζες -δες εδώ για το πρώτο μέρος.

Στο Ό,τι Βρεις, Δικό Σου βρίσκουμε τον King να ασχολείται και πάλι με ένα από τα αγαπημένα του θέματα: τη σχέση του συγγραφέα/καλλιτέχνη με το κοινό του. Φανατικός/σμένος αναγνώστης που τα 'χει πάρει κρανίο μπουκάρει στο σπίτι του πάλαι ποτέ αγαπημένου του συγγραφέα, για να τον απαλλάξει όχι μόνο από τα μετρητά του, αλλά και από τα σημειωματάρια στα οποία συσσωρεύει τις συγγραφικές ιδέες του -έχοντας αποσυρθεί οικειοθελώς από τη δημοσιοποίησή τους. Η πολύτιμη λεία καταλήγει σε ένα μπαούλο, και ο εγκληματίας στη φυλακή. Νεαρός λάτρης της λογοτεχνίας ανακαλύπτει χρόνια μετά τα σημειωματάρια, και συγκλονίζεται από τα περιεχόμενά τους. Λίγο μετά αποφυλακίζεται ο θερμοκέφαλος, και αναζητά τον θαμμένο θησαυρό του. Ο Χότζες καλείται κάποια στιγμή να παρέμβει, για να ισιώσει το χάος που ενσκήπτει.

Ο τρόπος που ο King διηγείται την ιστορία του έχει πολλές ενδιαφέρουσες πλευρές: τα συνεχή μπρος-πίσω στον χρόνο (1978/2010s), οι παράλληλες ζωές και η αντιπαραβολή των ίδιων-αλλά-διαφορετικών χαρακτήρων του Μόρις και του Πιτ. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον και ενδεικτικό των ικανοτήτων του συγγραφέα είναι και το στεγνό και κουλ στιλ που υιοθετεί όποτε μπαίνει στα χωράφια του αστυνομικού μυθιστορήματος -βλέπε Το Παιδί Από Το Κολοράντο, Αργότερα, και Μπίλι Σάμερς.

Από την άλλη, είναι σαφές ότι το Ό,τι Βρεις, Δικό Σου υστερεί σε σχέση με το Ο Κύριος Μερσέντες: έχει μεν τις στιγμές του, διαβάζεται νεράκι, αλλά στο τέλος αφήνει πολύ λιγότερα αποτυπώματα στη μνήμη. Μοιάζει να κρατάει τον ρόλο του ενδιάμεσου βήματος, ανάμεσα στην αρχή και στο φινάλε, χωρίς να φιλοδοξεί για πολλά περισσότερα. Οπωσδήποτε, η ελληνική έκδοση (η τελευταία από την Bell, πριν τα δικαιώματα των έργων του King περάσουν στον Κλειδάριθμο) έχει και κάποια θεματάκια λόγω μετάφρασης και επιμέλειας.

Ήταν χαζομάρα που κρατούσε μετρητά στο σπίτι, δεν είχε κανέναν άλλο λόγο πέρα από την απέχθεια που αισθανόταν για τις πιστωτικές κάρτες και τις επιταγές και τις μετοχές και τα μεταβιβαστικά έγγραφα, όλες τις δελεαστικές αλυσίδες που κρατούσαν τον κόσμο δεμένο στον εξουθενωτικό και εντέλει καταστροφικό μηχανισμό δαπανών και συσσώρευσης χρέους.
-----
[...] κανένας άνθρωπος με τέτοιο ταλέντο δεν έχει δικαίωμα να το κρύβει από τον κόσμο.
-----
Αυτό που τον τριβέλιζε δεν ήταν το φονικό, αλλά το χαμένο ταλέντο. Είχε χρειαστεί μια ζωή για να διαμορφωθεί και να τελειοποιηθεί, αλλά δεν είχε χρειαστεί ούτε ένα δευτερόλεπτο για να εξαφανιστεί. Εκείνο το κεφάλι είχε γεννήσει όλες εκείνες τις ιστορίες, όλες εκείνες τις εικόνες, κι όμως αυτό που είχε βγει από μέσα έμοιαζε σαν κουάκερ. Ποιο το όφελος;
-----
[...] σπίτι σου λέγεται το μέρος όπου, όταν πας, είναι υποχρεωμένοι να σ' αφήσουν να μπεις -σύμφωνα με το κατά Ρόμπερτ Φροστ ευαγγέλιο- και αυτό ίσχυε κατεξοχήν όταν δεν υπήρχε κανείς για να γκρινιάξει για την επιστροφή του ασώτου.
-----
Ο Πιτ δεν κρυφάκουγε ηθελημένα τους σκυλογατοκαβγάδες, αλλά το σπίτι ήταν μικρό και ουσιαστικά ήταν αδύνατον να μην κρυφακούσει... εκτός κι αν έφευγε, δηλαδή καταφεύγοντας σε στρατηγική υποχώρηση, κάτι που έκανε όλο και συχνότερα εκείνον το χειμώνα. Κάποιες φορές, όμως, αισθανόταν ότι, ως ο μεγαλύτερος από τα δύο παιδιά, είχε την ευθύνη να στήσει αυτί. Στο μάθημα της ιστορίας, ο κύριος Τζάκομπι έλεγε ότι η γνώση αποτελούσε δύναμη, γι' αυτό και ο Πιτ υπέθετε ότι αυτός ήταν ο λόγος που ένιωθε υποχρεωμένος να παρακολουθεί τον εντεινόμενο πόλεμο λέξεων ανάμεσα στους γονείς του. Διότι κάθε καβγάς επιδείνωνε την κατάσταση του ήδη καταπονημένου γάμου τους, που κάποια μέρα δε θα άντεχε άλλο. Ήταν λοιπόν καλύτερα να είναι προετοιμασμένος.
-----
Αισθανόταν ότι, αν κάποιος δεν είχε ελπίδες και φιλοδοξίες στην εφηβεία, αργότερα θα είχε ουσιαστικά χαμένο το παιχνίδι.
-----
"[...] όταν προσεγγίζεις τέτοια θέματα [...] να μην αφήνεις τον καλό σου χαρακτήρα να θολώνει την κριτική ματιά σου. Η κριτική ματιά πρέπει να είναι πάντοτε ψυχρή και καθαρή".
-----
[...] έλεγε ότι όλα τα καλά πράγματα πρέπει να τελειώσουν κάποτε, πράγμα που συνεπαγόταν ότι ίσχυε και το αντίστροφο: και τα κακά πράγματα πρέπει να τελειώσουν.
-----
Μερικά από τα παιδιά γέλασαν. Ο Μόρις μπορούσε να τα κάνει να γελάνε, και μολονότι δεν μπορούσε να τα κάνει να τον συμπαθήσουν, δεν τον πείραζε καθόλου. Ήταν χαμένα κορμιά που θα κατέληγαν να κάνουν αδιέξοδους γάμους και να βρουν δουλειές χωρίς μέλλον. Θα έκαναν παιδιά που θα κατέληγαν εξίσου χαμένα κορμιά και θα χόρευαν στα γόνατά τους εγγόνια που θα είχαν την ίδια εξέλιξη πριν φτάσουν και οι ίδιοι στο τέρμα του αδιέξοδου δρόμου τους σε νοσοκομεία και γηροκομεία της συμφοράς, για να χαθούν τελικά στο σκοτάδι πιστεύοντας ότι είχαν ζήσει το Αμερικανικό Όνειρο και ότι ο Ιησούς θα τους καλωσόριζε στις πύλες του Παραδείσου μαζί με την επιτροπή υποδοχής που θα τους έδειχνε τα κατατόπια. Ο Μόρις προοριζόταν για καλύτερα πράγματα. Απλώς δεν ήξερε τι ήταν εκείνα τα καλύτερα πράγματα.
-----
Για όσους διαβάζουν βιβλία, μια από τις συναρπαστικές ανακαλύψεις στη ζωή είναι το γεγονός αυτό καθαυτό ότι διαβάζουν -όχι ότι απλώς μπορούν να το κάνουν [...], αλλά ότι γι' αυτούς το διάβασμα είναι έρωτας. Απελπισμένος έρωτας. Που τους συνεπαίρνει. Το πρώτο βιβλίο που οδηγεί σ' αυτή την ανακάλυψη δεν ξεχνιέται ποτέ και κάθε σελίδα του φαίνεται να προσφέρει μια καινούργια αποκάλυψη, μια αποκάλυψη που τους καίει και τους χαρίζει αγαλλίαση: Ναι! Έτσι έχουν τα πράγματα! Ναι! Κι αυτό το κατάλαβα! Και, φυσικά, Αυτό ακριβώς πιστεύω! Αυτό ακριβώς ΑΙΣΘΑΝΟΜΑΙ!
-----
"Ένας καλός μυθιστοριογράφος δεν ηγείται, ακολουθεί τους ήρωές του. Ένας καλός μυθιστοριογράφος δε δημιουργεί γεγονότα, τα παρατηρεί καθώς συμβαίνουν και μετά καταγράφει αυτό που βλέπει. Ένας καλός μυθιστοριογράφος είναι ένας γραμματέας, όχι ο Θεός".
-----
"[...] οι περισσότεροι από μας γίνονται συνηθισμένοι άνθρωποι. Εγώ πάντως έγινα".
"Πολιτικοί". Ο Άντι ρουθούνισε, σαν να είχε πιάσει μια δυσάρεστη μυρωδιά. Ήταν ένας κοκαλιάρης τύπος με στρατιωτικό κούρεμα, λίγα μόλις χρόνια μεγαλύτερος από τον Μόρις. "Αυτοί αλλάζουν από σκοπιμότητα, όχι από ιδεαλισμό. Οι συνηθισμένοι άνθρωποι δεν κάνουν ούτε αυτό. Δεν μπορούν. Αν αρνηθούν να συμπεριφερθούν όπως πρέπει, τους τιμωρούν. Έπειτα, μετά την τιμωρία, λένε εντάξει, μάλιστα, κύριε, και συμμορφώνονται με το πρόγραμμα σαν καλά ρομποτάκια. Κοίτα τι έγινε με όσους διαδήλωναν ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ. Οι περισσότεροι ζουν τώρα μια μεσοαστική ζωή. Έχουν χοντρύνει, είναι ευτυχισμένοι και ψηφίζουν τους Ρεπουμπλικάνους. Όσοι αρνήθηκαν να υποκύψουν βρίσκονται στη φυλακή. Ή έχουν γίνει φυγάδες, όπως η Κάθριν Ανν Πάουερ".

"Πώς μπορείς να λες ότι ο Τζίμι Γκολντ είναι συνηθισμένος;" αναφώνησε ο Μόρις. 

Ο Άντι τον είχε κοιτάξει συγκαταβατικά. "Ω, κάνε μου τη χάρη. Ολόκληρη η ιστορία του είναι ένα επικό ταξίδι απομάκρυνσης από τον εξαιρετισμό. Σκοπός της αμερικανικής κουλτούρας είναι να δημιουργήσει μια νόρμα, Μόρις. Αυτό σημαίνει ότι οι εξαιρετικοί άνθρωποι πρέπει να ισοπεδωθούν, πράγμα που γίνεται στην περίπτωση του Τζίμι. Καταλήγει να ασχολείται με τη διαφήμιση, για όνομα του Θεού, υπάρχει αποτελεσματικότερο μέσο επιβολής της νόρμας σ' αυτή τη γαμημένη χώρα; Αυτό είναι το κεντρικό θέμα που θίγει ο Ρόθστιν". Ο Άντι κούνησε το κεφάλι του. "Αν αυτό που ζητάς είναι η αισιοδοξία, αγόρασε ένα Άρλεκιν".
-----
Ο Μόρις διαβεβαίωσε τον εαυτό του ότι μαλακίες ήταν, δεν μετρούσαν και ξαναγύρισε στο κελί του. Δεν ήταν κάνα ρετιρέ, μόνο ένας χώρος δύο επί δυόμισι, αλλά τουλάχιστον υπήρχαν βιβλία. Τα βιβλία ήταν απόδραση. Ήταν ελευθερία.
-----
Σκέφτεται ότι ο νεαρός Σάουμπερς και ο παλιός του φίλος, ο Μόρις Μπέλαμι, παρ' όλη τη διαφορά ηλικίας, μοιάζουν πολύ στο θέμα των σημειωματαρίων του Ρόθστιν. Λιμπίζονται αυτό που κρύβουν μέσα στις σελίδες τους. Αυτός ήταν ο λόγος που ο νεαρός ήθελε να του πουλήσει μόνο έξι σημειωματάρια, το πιθανότερο τα έξι που εκείνος θεωρούσε λιγότερο ενδιαφέροντα. Από την άλλη, ο Ντρου ενδιαφέρεται ελάχιστα για τον Τζον Ρόθστιν. Διάβασε το Δρομέα, αλλά ο μόνος λόγος ήταν ότι ο Μόρις ήταν τρελός και παλαβός για το θέμα του μυθιστορήματος. Δεν έκανε ποτέ τον κόπο να διαβάσει τα άλλα δύο, ούτε το βιβλίο με τις μικρές ιστορίες.

Αυτή είναι η αχίλλειος πτέρνα σου, παιδί μου, σκέφτεται. Ο πόθος του συλλέκτη. Ενώ, από την άλλη μεριά, εγώ ενδιαφέρομαι μόνο για τα λεφτά, και τα λεφτά απλοποιούν τα πάντα.
-----
Η εξομολόγηση μπορεί να κάνει καλό στην ψυχή, μπορεί και όχι, αλλά αναμφίβολα κατευνάζει τα νεύρα.
-----
Ο άνθρωπος είναι το σύνολο των εμπειριών του.
-----
"[...] τα λεφτά που εμφανίζονται από το πουθενά σχεδόν πάντα σημαίνουν μπελάδες".
-----
Σε μια από τις ελάχιστες συνεντεύξεις του, ο μονίμως οργίλος Τζον Ρόθστιν είχε εκφράσει την αηδία που του προκαλούσε η ερώτηση ως προς την πηγή των ιδεών του. Οι ιδέες για μυθιστορήματα έρχονταν από το πουθενά, όπως ισχυριζόταν. Έφταναν χωρίς να έχουν μολυνθεί από την επίδραση του πνεύματος του συγγραφέα. Η ιδέα που κατεβάζει εκείνη τη στιγμή ο Πιτ φαίνεται επίσης να έρχεται από το πουθενά. Είναι συνάμα τρομακτική και τρομακτικά ελκυστική.
-----
Ο Πιτ συνειδητοποιεί ότι αυτά τα δάκρυα σηματοδοτούν την ουσιώδη δύναμη της φαντασίωσης -ναι, ακόμη και τώρα, ιδίως τώρα, επειδή από μία φαντασίωση κρέμεται η ζωή τους. Γι' αυτό χιλιάδες άνθρωποι έβαλαν τα κλάματα όταν έμαθαν ότι ο Τσαρλς Ντίκενς είχε πεθάνει από εγκεφαλικό. Γι' αυτό, χρόνια ολόκληρα, ένας άγνωστος άφηνε ένα τριαντάφυλλο στον τάφο του Έντγκαρ Άλλαν Πόε κάθε 19 Ιανουαρίου, επέτειο της γέννησης του Πόε. Γι' αυτό επίσης ο Πιτ θα μισούσε εκείνο τον άνθρωπο ακόμα κι αν δε σημάδευε με το όπλο το εκτεθειμένο στέρνο της αδερφής του. Ο Κοκκινοχείλης πήρε τη ζωή ενός μεγάλου συγγραφέα, και για ποιο λόγο; Επειδή ο Ρόθστιν τόλμησε ν' ακολουθήσει έναν ήρωα που χάραξε μια πορεία που δεν άρεσε στον Κοκκινοχείλη; Ναι, αυτός ήταν ο λόγος. Το έκανε επειδή βαθιά μέσα του πίστευε ότι το δημιούργημα ήταν κατά κάποιον τρόπο πιο σημαντικό από το δημιουργό.
-----
"Ο σωματικός μόχθος μπορεί να είναι καλός για το σώμα, αλλά δε νομίζω ότι εξευγενίζει την ψυχή".
-----
"Ετοιμαζόμουν να πω ότι το έργο του άλλαξε τη ζωή μου, αλλά αυτό δεν είναι σωστό. Δεν πιστεύω ότι ένας έφηβος έχει αρκετή ζωή πίσω του ώστε να μπορεί να πει κάτι τέτοιο. Μόλις πριν ένα μήνα έκλεισα τα δεκαοχτώ. Φαντάζομαι ότι αυτό που εννοώ είναι ότι το έργο του άλλαξε τον τρόπο που βλέπω τα πράγματα".
-----
Βαθιά κάτω από το τμήμα της λογικής υπάρχει ένας υπόγειος ωκεανός -που ο Χότζες πιστεύει ότι υπάρχει σε κάθε κεφάλι- όπου κολυμπούν αλλόκοτα πλάσματα.


Stephen King, Ό,τι Βρεις, Δικό Σου, μετάφραση Σταύρου Νικολάου, εκδόσεις Bell, 2016 (πρώτη έκδοση 2015)

* Φωτογραφία από εδώ

Δευτέρα 29 Ιουλίου 2024

Υπογραμμίσεις XLV: Ray Bradbury

Έχω την εντύπωση πως η πρώτη φορά που έπεσε στην αντίληψή μου το όνομα του Ray Bradbury (1920-2012), ήταν μέσω του Stephen King -στο Περί Συγγραφής, ίσως; Από τότε, βέβαια, υπήρξαν κι άλλες φορές που τον συνάντησα -σε αναφορές φίλων στο Facebook, σε συζητήσεις κλπ. Η τελευταία ήταν πριν κάποιους μήνες, όταν βρισκόμουν στο αγαπημένο βιβλιοπωλείο Αρκτούρος, στην οδό Ευαγγελιστρίας της Σπάρτης, και ρώτησα τον Γιώργο και τον Γιάννη Καλοδήμο τη γνώμη τους για το Φαρενάιτ 451, που αντίκρυσα σε μια από τις στοίβες που υπάρχουν διάσπαρτες μέσα εκεί. Μου είπαν ότι έπρεπε οπωσδήποτε να το διαβάσω.

Το εν λόγω μυθιστόρημα εκδόθηκε πρώτη φορά το μακρινό 1953, έχει συμπληρώσει, δηλαδή, 70 χρόνια ζωής. Θεωρείται πια κλασικό, και αποσπάσματά του έχουν βρει θέση μέχρι και στα αναγνωστικά των μαθητών και μαθητριών στα αμερικανικά σχολεία. Αυτά τα πράγματα δεν συμβαίνουν τυχαία, κι αν περιμένετε να βρείτε κάποια ανορθόδοξη άποψη εδώ, μάλλον χάνετε τον καιρό σας. Όχι ότι δεν θα σταθούμε και σε κάποιες αδυναμίες του, παρακάτω...

Το βιβλίο μοιάζει να αφορμάται από το κλίμα του Μακαρθισμού, μέσα στο οποίο γεννήθηκε, αλλά και από την άνοδο στη δημοφιλία του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης, ως μέσων πληροφόρησης και ψυχαγωγίας. Ο πρωταγωνιστής, Γκάυ Μόνταγκ, είναι ένας πυρονόμος του μέλλοντος, που έχει ως αποστολή του, όχι την πυροπροστασία -που έχει καταστεί πια άχρηστη-, αλλά την καύση των βιβλίων -που θεωρούνται επικίνδυνα, και έχουν κηρυχθεί παράνομα. Η ζωή του αλλάζει όταν συναντά την δεκαεφτάχρονη Κλαρίς ΜακΚλέλλαν, ένα κορίτσι που ζει και σκέφτεται εκτός του πλαισίου της εποχής της. Οι συζητήσεις του μαζί της θα τον κάνουν να αναθεωρήσει το επάγγελμά του, τον γάμο του, τον τρόπο ζωής και την κοσμοθεωρία του.

Στην εποχή του το βιβλίο ίσως ξέφυγε από τα ραντάρ του μεγάλου κοινού, όμως με το πέρασμα των χρόνων είδε τον αριθμό των φίλων του να αυξάνει. Φτάνοντας στο σήμερα, όπου πλήθος βιβλίων περικόπτονται ή αποβάλλονται εντελώς από σχολικές βιβλιοθήκες, και όπου το ποσοστό των ανθρώπων που διαβάζουν μειώνεται ραγδαία, το Φαρενάιτ 451 μοιάζει πιο επίκαιρο από ποτέ. Άσχετα αν κανείς συμμερίζεται απόλυτα τους φόβους που εκφράζει, ή όχι.

Ο Bradbury υφαίνει με αδρές γραμμές τη δυστοπική ιστορία του, χρησιμοποιώντας μερικές πολύ γλαφυρές, σχεδόν ποιητικές, περιγραφές. Οι χαρακτήρες του, πάντως, παραμένουν ως επί το πλείστο "σάκοι με κόκαλα": δεν αναπτύσσονται ποτέ ικανοποιητικά, και μοιάζουν να αποτελούν απλώς τα φερέφωνα των "κηρυγμάτων" του. Δεν μπορείς, όμως, να τον κατηγορήσεις για έλλειψη ταλέντου και πάθους -ή για ασάφεια στόχων. Δεν του λείπει ούτε η βαθύτερη αντίληψη των πραγμάτων: η υπεράσπιση των βιβλίων από μέρους του δεν αφορά σε φετιχισμό για τη χειροπιαστή φύση τους, αλλά για αναγνώριση της αξίας του περιεχομένου και της λειτουργίας τους (βλ. και σχετικό απόσπασμα πιο κάτω).

Το Φαρενάιτ 451, στην πολύ ωραία, πλούσια και καλομεταφρασμένη έκδοση της Άγρας, είναι το πρώτο από τα μελλοντολογικά αριστουργήματα της λογοτεχνίας που διαβάζω: δεν έχω αγγίξει ούτε το 1984 του George Orwell, ούτε το Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος του Aldous Huxley. Το βρήκα πολύ ενδιαφέρον, και οπωσδήποτε πολύ διορατικό. Από την άλλη, προτιμώ πάντα την αισιοδοξία, και τη μέθοδο του παραδείγματος, από τη φοβικότητα του υπερβολικά θεοσεβούμενου, και των πύρινων λόγων του. Φυσικά, ποτέ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κάθε δημιούργημα αποτελεί γέννημα μιας συγκεκριμένης εποχής, και ενός συγκεκριμένου τόπου. Αν ο Bradbury μοιάζει να προέβλεψε με ακρίβεια φαινόμενα της εποχής μας, είναι κυρίως επειδή διάβασε άψογα το κλίμα της δικής του.

Αναρωτιέμαι, πάντως, πώς θα είχαν τα πράγματα αν τα διασημότερα μυθιστορήματα επιστημονικής/μελλοντολογικής φαντασίας δεν ήταν αυτά που επικράτησαν τελικά, αλλά κάποια άλλα, που θα μιλούσαν για έναν κόσμο πολύ καλύτερο από τον σημερινό. Υπάρχουν άραγε και τέτοια...;

Έγραφα πάντα με όλη τη δύναμη της φωνής μου και από κάποια κρυφά εσωτερικά κίνητρα. Ακολούθησα τη συμβουλή του καλού μου φίλου Federico Fellini, ο οποίος, όταν τον ρωτούσαν για το έργο του, έλεγε: "Μη μου λέτε τι είναι αυτό που κάνω, δεν θέλω να ξέρω".

Το σπουδαιότερο πράγμα είναι να τραβήξεις μπροστά και να δεις τι μπορεί να αποκαλύψει το πάθος σου.
-----
Είδε τον εαυτό του μέσα στα μάτια της, αιωρούμενο από δύο αστραφτερές σταγόνες γάργαρου νερού, κι ο ίδιος ήταν σκοτεινός και μικροσκοπικός, με τις γραμμές γύρω από το στόμα του κι όλα τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά, λες και τα μάτια της ήταν δύο θαυματουργά κομμάτια από κεχριμπάρι που θα μπορούσαν να τον μαρμαρώσουν και να τον κρατήσουν για πάντα ακίνητο. Το πρόσωπό της, στραμμένο πάνω του πλέον, ήταν ένας εύθραυστος γαλακτώδης κρύσταλλος με ένα απαλό και άσβεστο φως μέσα του. Δεν ήταν όμως το υστερικό φως του ηλεκτρισμού - αλλά τότε... τι; Αλλά το παράξενα οικείο και σπάνιο και μειλίχια κολακευτικό φως του κεριού. Κάποτε, όταν ήταν παιδί, σε μια διακοπή ρεύματος, η μητέρα του είχε βρει κι ανάψει ένα ξεχασμένο κερί και σε αυτό το σύντομο διάστημα συνέβη μια αποκάλυψη, μια φώτιση τέτοια, που ο χώρος έχασε τις απέραντες διαστάσεις του και προέβαλλε οικεία γύρω τους, κι εκείνοι, μητέρα και γιος, μόνοι, μεταμορφωμένοι, παρακαλούσαν να μην επιστρέψει το ρεύμα σύντομα...
-----
Το βλέμμα του ξαναγύρισε στον τοίχο. Κι ήταν και σαν καθρέφτης επίσης το πρόσωπό της. Αδύνατον· γιατί, πόσους ανθρώπους έχεις γνωρίσει που να εκτρέπουν το φως που εκπέμπεις εσύ ο ίδιος και να σου το επιστρέφουν; Οι άνθρωποι ήταν πιο συχνά -αναζήτησε την κατάλληλη παρομοίωση και βρήκε μία από τη δουλειά του- δαυλοί· δαυλοί με φλόγα που κόρωνε για λίγο και στο τέλος έσβηνε ξέπνοη από τον αέρα. Πόσο συχνά συμβαίνει να διαγράφεται στα πρόσωπα των άλλων ανθρώπων η δική σου έκφραση, η δική σου μύχια, τρεμάμενη σκέψη, και κατόπιν να επιστρέφει πάλι σε σένα;
-----
Ένιωσε το χαμόγελό του να ξεγλιστρά, να λιώνει, να διπλώνεται στα δύο και να χάνεται σαν περιττό λίπος, σαν το υλικό ενός φανταστικού κεριού που έχει κάψει για πολλή ώρα και τώρα καταρρέει και σβήνει. Σκοτάδι. Δεν ήταν ευτυχισμένος. Δεν ήταν ευτυχισμένος. Επανέλαβε αυτές τις λέξεις μέσα του. Αναγνώρισε ότι αυτές οι λέξεις απέδιδαν την πραγματική κατάστασή του. Φορούσε την ευτυχία του σαν μάσκα και η κοπέλα τού είχε πάρει αυτή τη μάσκα, είχε φύγει τρέχοντας προς την αυλή της και δεν υπήρχε τώρα τρόπος να πάει να χτυπήσει την πόρτα της και να τη ζητήσει πίσω.

Χωρίς να ανάψει το φως, φαντάστηκε πώς θα ήταν τώρα το δωμάτιο. Η γυναίκα του ανάσκελα στο κρεβάτι, ξεσκέπαστη και κρύα, σαν ένα σώμα που εκτίθεται πάνω στον τάφο του, με τα μάτια της καρφωμένα στο ταβάνι από αόρατα ατσάλινα νήματα, ακίνητη. Και μέσα στα αυτιά της τα μικρά Κοχύλια, τα μικροσκοπικά κι εφαρμοστά ακουστικά, κι ένας ηλεκτρονικός ωκεανός από ήχους, από μουσική και ομιλίες και μουσική και ομιλίες να ξεβράζεται, να ξεβράζεται στην ακτή του ακοίμητου νου της. Το δωμάτιο ήταν πράγματι άδειο. Κάθε νύχτα ξεβράζονταν εκεί τα κύματα και την παρέσερναν στις τεράστιες παλίρροιες των ήχων, όπου εκείνη αρμένιζε, με διάπλατα τα μάτια, έως το πρωινό. Δεν είχε υπάρξει ούτε μία νύχτα τα τελευταία δύο χρόνια που η Μίλντρεντ δεν είχε κολυμπήσει σε εκείνη τη θάλασσα, που δεν είχε βουτήξει με χαρά σε αυτήν ξανά και ξανά.
-----
Το αίμα της γυναίκας ήταν νέο και φαινόταν να την έχει αναζωογονήσει. Τα μάγουλά της έδειχνα ροδαλά και τα χείλη της, πολύ φρέσκα και ζωηρόχρωμα, έμοιαζαν χαλαρά και ήρεμα. Το αίμα κάποιου άλλου έρρεε εκεί μέσα. Μακάρι να 'ταν όμως κι η σάρκα και το πνεύμα κι η μνήμη κάποιου άλλου. Μακάρι να μπορούσαν να έπαιρναν το μυαλό της, να το πήγαιναν στο καθαριστήριο και να άδειαζαν τις τσέπες του και να το καθάριζαν στον ατμό και να το σιδέρωναν και να το έφερναν πίσω το επόμενο πρωί. Μακάρι...
-----
"Πώς έγινε αυτό; Πώς βρεθήκατε εσείς εκεί; Πώς επιλέξατε αυτό το επάγγελμα και πώς σας ήρθε να σκεφτείτε τη συγκεκριμένη δουλειά; Δεν είστε σαν τους άλλους. Έχω γνωρίσει μερικούς και ξέρω. Όταν μιλάω, με κοιτάτε. Όταν είπα κάτι για το φεγγάρι, χθες βράδυ, κοιτάξατε το φεγγάρι. Οι άλλοι δεν θα το έκαναν ποτέ αυτό. Οι άλλοι θα έφευγαν και θα με άφηναν να μιλάω μόνη μου. Ή θα με απειλούσαν. Κανείς δεν διαθέτει πλέον χρόνο για τον άλλον. Είστε από τους ελάχιστους που με ανέχονται. Γι' αυτό μου φαίνεται παράξενο που είστε πυρονόμος. Απλώς δεν μοιάζει να είναι το σωστό για σας, κατά μία έννοια".

Ο Μόνταγκ ένιωσε το σώμα του να χωρίζεται στα δύο, το ένα θερμό και το άλλο ψυχρό, το ένα απαλό και το άλλο σκληρό, το ένα να τρέμει και το άλλο να μην τρέμει, κι αυτά τα δύο μισά να πιέζουν ασφυκτικά το ένα το άλλο.
-----
"Γιατί δεν είσαι στο σχολείο σου; Σε βλέπω κάθε μέρα να γυρνάς".

"Α, δεν νομίζω ότι τους λείπω. Είμαι αντικοινωνική, λένε. Δεν αφομοιώνομαι. Είναι πολύ περίεργο αυτό, γιατί στην πραγματικότητα είμαι πολύ κοινωνική. Τα πάντα εξαρτώνται από το τι εννοεί ο καθένας κοινωνικότητα, έτσι δεν είναι; Για μένα, κοινωνικότητα είναι να μιλάω σε σας για πράγματα όπως αυτά εδώ". Κούνησε μέσα στη χούφτα της μερικά κάστανα που είχαν πέσει από το δέντρο που είχαν στην αυλή. "Ή να συζητάω για το πόσο παράξενος είναι ο κόσμος. Είναι ωραίο να βρίσκεσαι με άλλους ανθρώπους. Αλλά δεν νομίζω ότι είναι κοινωνικότητα να συγκεντρώνεις κάποιους ανθρώπους σε ένα χώρο και να μην τους αφήνεις να συζητάνε - κάνω λάθος; Μία ώρα μάθημα τηλεόρασης, μία ώρα μπάσκετ ή μπέηζμπωλ ή στίβο, άλλη μία ώρα μεταγραφή ιστορίας ή ζωγραφική από φωτογραφίες, και μετά κι άλλα σπορ. Ξέρετε κάτι όμως; Ποτέ δεν υποβάλλουμε απορίες, ή τουλάχιστον οι περισσότεροι δεν το κάνουν· σου πετάνε απλώς τις απαντήσεις, μπινγκ, μπινγκ, μπινγκ, κι εμείς καθόμαστε εκεί για άλλες τέσσερις ώρες και παρακολουθούμε στην οθόνη τον καθηγητή. Αυτό δεν είναι καθόλου κοινωνικό κατά την άποψή μου. Βλέπεις διαρκώς ένα χωνί και νερό να ρέει από το στόμιο προς τον πυθμένα, κι αυτοί να μας λένε ότι είναι κρασί ενώ δεν είναι. Μας ξεθεώνουν τόσο, που στο τέλος της μέρας δεν έχουμε κουράγιο για τίποτα και το μόνο που μάς απομένει να κάνουμε είναι να πέσουμε για ύπνο ή να πάμε σε ένα Ψυχαγωγικό Πάρκο για να κάνουμε τους νταήδες σε άλλους, να σπάσουμε βιτρίνες στο Βιτρινοθραύστη ή να πάμε να διαλύσουμε αυτοκίνητα με εκείνη τη μεγάλη μεταλλική μπάλα. Ή να βουτήξουμε μέσα στα αυτοκίνητα και να αρχίσουμε τις κόντρες στους δρόμους, για να δούμε ποιος θα το φέρει πιο κοντά στα φανάρια και να παίξουμε το 
"ποιος θα κοτέψει πρώτος" ή το "ποιος θα χάσει πρώτος τις ζάντες του". Ναι, ίσως να είμαι αυτό που λένε, το παραδέχομαι. Δεν έχω φίλους. Αυτό υποτίθεται πως αποδεικνύει ότι δεν είμαι φυσιολογική. Αλλά όσα παιδιά ξέρω, είτε ουρλιάζουν, είτε χορεύουν σαν τρελά, είτε πλακώνονται στο ξύλο. Έχετε παρατηρήσει πώς πληγώνει ο ένας τον άλλον στις μέρες μας;"

"Ακούγεσαι πολύ μεγαλύτερη από την ηλικία σου".

"Μπορεί και να είμαι αρχαία. Με φοβίζουν τα παιδιά της ηλικίας μου. Σκοτώνονται μεταξύ τους. Αυτό γινόταν πάντα; Ο θείος μου λέει πως δεν ήταν έτσι παλιά. Έχουν πυροβολήσει έξι φίλους μου μόνο τον τελευταίο χρόνο. Και δέκα ακόμα έχουν πεθάνει σε κόντρες με αυτοκίνητα. Με φοβίζουν, κι εκείνοι δεν με συμπαθούν επειδή με φοβίζουν. Ο θείος μου λέει ότι ο παππούς του θυμόταν μια εποχή που τα παιδιά δεν σφάζονταν μεταξύ τους. Αλλά αυτό συνέβαινε πριν από πολύ καιρό, όταν τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Τότε πίστευαν στην υπευθυνότητα, λέει ο θείος μου. Και ξέρετε κάτι, εγώ είμαι υπεύθυνη. Μου τις έχουν βρέξει όταν έπρεπε, πριν από χρόνια. Κι επίσης, κάνω τα ψώνια και καθαρίζω μόνη μου το σπίτι".

"Αλλά αυτό που μού αρέσει περισσότερο", συνέχισε η Κλαρίς, "είναι να παρατηρώ τους άλλους ανθρώπους. Υπάρχουν φορές που παίρνω το μετρό και κάθομαι μέσα όλη τη μέρα για να τους κοιτάζω και να τους ακούω. Απλώς θέλω να καταλάβω ποιοι είναι, τι θέλουν και πού πάνε. Καμιά φορά πηγαίνω ακόμα και στα Ψυχαγωγικά Πάρκα και συμμετέχω στις κόντρες με τα αεριωθούμενα αυτοκίνητα, που γίνονται μετά τα μεσάνυχτα στα όρια της πόλης· η αστυνομία δεν ασχολείται, εάν τα αμάξια είναι ασφαλισμένα. Αρκεί να έχει κάνει κάποιος μια καλή ασφάλεια για να είναι όλοι ήσυχοι κι ευτυχισμένοι. Άλλες φορές πάλι τριγυρνάω και ακούω τι λένε στους σταθμούς του μετρό. Ή στήνω αυτί στα καφέ - και ξέρετε κάτι;"

"Τι;"

Οι άνθρωποι δεν κουβεντιάζουν τίποτα".

"Μα, δεν μπορεί!"

"Κι όμως, τίποτε απολύτως. Συνήθως μιλάνε για μάρκες αυτοκινήτων και ρούχων ή για πισίνες και λένε πόσο υπέροχα είναι όλα αυτά! Αλλά όλοι τους λένε τα ίδια πράγματα· κανείς δεν λέει κάτι διαφορετικό από τον άλλον. Και στα καφέ, την περισσότερη ώρα ακούνε αυτά τα τζουκμπόξ που παίζουν τα ίδια ανέκδοτα ή χαζεύουν τον μουσικό τοίχο με όλα αυτά τα έγχρωμα σχέδια που πηγαίνουν πάνω-κάτω, τα οποία όμως δεν έχουν κάτι άλλο πέρα από χρώμα και είναι πάντα αφηρημένα. Το ίδιο και στα μουσεία - έχετε πάει ποτέ; Τα πάντα αφηρημένα. Μόνο αυτά υπάρχουν πλέον. Ο θείος μου λέει ότι κάποτε ήταν διαφορετικά τα πράγματα. Παλιά, οι πίνακες έδειχναν καμιά φορά και πράγματα ή ακόμη και ανθρώπους".
-----
"Εμπρός λοιπόν, άντρες μου, πάμε να τα τσακώσουμε!"

Μεμιάς ξεχύθηκαν πάνω, βουτώντας σε μια μουχλιασμένη μαυρίλα, κραδαίνοντας ασημένια τσεκούρια σε πόρτες που ήταν όμως ξεκλείδωτες και κουτρουβαλώντας σαν παιδάκια που κάνουν σκανταλιές και ουρλιάζουν. "Ε!" Ένα συντριβάνι από βιβλία καταπλάκωσε τον Μόνταγκ, την ώρα που ανέβαινε αναρριγώντας τη σκάλα. Όλα πήγαιναν στραβά! Μέχρι τώρα, όλες τις φορές ήταν σαν να άναβες ένα κερί. Πρώτα ερχόταν η αστυνομία, έφραζε με ταινία το στόμα των θυμάτων και τους πήγαινε δέσμιους στα στιλπνά περιπολικά, τους σκαραβαίους, κι έτσι, όταν έφτανες, έβρισκες το σπίτι άδειο. Δεν έβλαπτες κάποιον άνθρωπο, παρά μόνο πράγματα! Και αφού τα πράγματα δεν μπορούσαν στην πραγματικότητα να νιώσουν ότι τα βλάπτεις, αφού τα πράγματα δεν ένιωθαν τίποτα, αφού τα πράγματα δεν ουρλιάζουν ούτε κλαψουρίζουν, όπως αυτή εδώ η γυναίκα που θα μπορούσε να αρχίσει να ουρλιάζει και να κλαίει, δεν υπήρχε κάτι που θα μπορούσε να ταράξει τη συνείδησή σου αργότερα. Εσύ απλώς καθάριζες. Έκανες τον θυρωρό, ουσιαστικά. Έβαζες τα πράγματα στη θέση τους. Ρίξε κηροζίνη! Ένα σπίρτο, παρακαλώ!
-----
Τα χέρια του ήταν λιμασμένα. Και μάτια του όμως άρχιζαν να αισθάνονται πείνα, σαν να έπρεπε να κοιτάξουν κάτι, οτιδήποτε, τα πάντα.
-----
Έπεσε στο κρεβάτι και η γυναίκα του αναφώνησε, ξαφνιασμένη. Εκείνος ήταν ξαπλωμένος κάπου πολύ μακριά της στο δωμάτιο, σε ένα χειμερινό νησί που χωριζόταν από μια άδεια θάλασσα. Εκείνη του μιλούσε για πολλή ώρα -όπως τουλάχιστον τού φάνηκε- και τού μιλούσε γι' αυτό και το άλλο, αλλά όλα ήταν απλώς λέξεις, σαν τις λέξεις που είχε ακούσει κάποτε από ένα νήπιο σε κάποιο φιλικό σπίτι, ένα δίχρονο παιδί να σχηματίζει προτάσεις, να μιλάει τη δική του γλώσσα, να φτιάχνει ωραίους ήχους στον αέρα. Όμως, ο Μόνταγκ δεν έλεγε τίποτα και έπειτα από κάμποση ώρα, όταν ο ίδιος έβγαζε ακόμα αυτούς τους ασθενείς ήχους, την αισθάνθηκε να κινείται στο δωμάτιο και να πλησιάζει στο κρεβάτι του και να στέκεται από πάνω του και να βάζει διερευνητικά το χέρι της στο μάγουλό του. Ήξερε πως όταν θα τραβούσε το χέρι της από το πρόσωπό του, αυτό θα ήταν υγρό.
-----
Και τη σκέφτηκε ξαπλωμένη στο κρεβάτι, με τους δύο τεχνικούς να στέκονται όρθιοι από πάνω της, χωρίς να σκύβουν με αγωνία, παρά μόνο να στέκονται όρθιοι με τα χέρια διπλωμένα. Και θυμήθηκε ότι αυτό που σκεφτόταν τότε ήταν ότι αν η Μίλντρεντ πέθαινε, εκείνος ήταν βέβαιος ότι δεν θα έκλαιγε. Γιατί θα ήταν σαν να πέθαινε κάποιος άγνωστος, ένα τυχαίο πρόσωπο στο δρόμο, μια φωτογραφία από την εφημερίδα, κι όλο αυτό ξαφνικά τού είχε φανεί τόσο λάθος που είχε βάλει τα κλάματα, όχι για το θάνατο αλλά για τη σκέψη ότι δεν θα θρηνούσε το θάνατο, ένας ανόητος άδειος άντρας πλάι σε μια ανόητη άδεια γυναίκα, όσο το πεινασμένο φίδι την άδειαζε ακόμα περισσότερο.
-----
"Πρέπει να έχουν κάτι τα βιβλία, κάτι που εμείς δεν μπορούμε να φανταστούμε, για να κάνουν μια γυναίκα να παραμείνει μέσα σε ένα σπίτι που καίγεται· πρέπει να υπάρχει κάτι εκεί μέσα. Δεν μένεις έτσι για πλάκα".

"Ήταν ξεροκέφαλη".

"Ήταν το ίδιο λογική με σένα κι εμένα, αν όχι παραπάνω, κι εμείς την κάψαμε".

"Το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω τώρα".

"Όμως, δεν είναι ποτάμι· είναι φωτιά. Έχεις δει ποτέ σου σπίτι να καίγεται; Η φωτιά σιγοκαίει για μέρες. Ε, λοιπόν, αυτή η φωτιά εμένα θα με κυνηγάει για την υπόλοιπη ζωή μου. Θεέ μου! Προσπαθούσα να το σβήσω από το μυαλό μου όλη νύχτα. Έχω τρελαθεί από την προσπάθεια".

"Αυτό θα έπρεπε να το είχες σκεφτεί προτού γίνεις πυρονόμος".

"Να το είχα σκεφτεί! Γιατί, είχα επιλογή; Ο παππούς μου και ο πατέρας μου ήταν πυρονόμοι. Στα όνειρά μου έβλεπα πως έτρεχα ξοπίσω τους".

Στις οθόνες του σαλονιού έπαιζε μια χορευτική μελωδία.

"Σήμερα ήσουν κανονικά στην πρωινή βάρδια" είπε η Μίλντρεντ. "Θα έπρεπε να είχες πάει εδώ και δύο ώρες. Απλώς το επισημαίνω".

"Δεν είναι μόνο ο θάνατος αυτής της γυναίκας" είπε ο Μόνταγκ. "Χθες βράδυ σκεφτόμουν την κηροζίνη που έχω χρησιμοποιήσει αυτά τα δέκα χρόνια. Και σκεφτόμουν επίσης τα βιβλία. Και για πρώτη φορά συνειδητοποίησα ότι υπήρχε ένας άνθρωπος πίσω από καθένα από αυτά τα βιβλία. Ένας άνθρωπος που έπρεπε να επινοήσει την κάθε ιστορία. Ένας άνθρωπος που χρειάστηκε πολύ χρόνο για να την καταγράψει. Και ποτέ μου δεν είχα κάνει αυτή τη σκέψη στο παρελθόν".
-----
"Το ζήτημα δεν είναι να μάς αφήσουν όλους στην ησυχία μας. Χρειάζεται και να ανησυχούμε για τους άλλους πού και πού. Πριν από πόσο καιρό ανησύχησες πραγματικά για κάτι; Για κάτι σημαντικό, για κάτι αληθινό;"

Και μετά από αυτό σταμάτησε να μιλάει, γιατί ήρθε στο νου του το περιστατικό της προηγούμενης εβδομάδας και οι δύο λευκές πέτρες που κοιτούσαν το ταβάνι και το φίδι-αντλία με το βυθοσκοπικό μάτι και οι δύο άντρες με τα ωχρά πρόσωπα και τα τσιγάρα που ήταν διαρκώς κολλημένα στα στόματά τους, ακόμα κι όταν μιλούσαν. Αλλά εκείνη ήταν μια άλλη Μίλντρεντ, εκείνη ήταν μια Μίλντρεντ χωμένη τόσο βαθιά στα ενδότερα αυτής εδώ, και τόσο ανήσυχη, πραγματικά ανήσυχη, που οι δύο αυτές γυναίκες δεν συναντήθηκαν ποτέ. Γύρισε το βλέμμα του από την άλλη μεριά.
-----
"Για πάμε να επιταχύνουμε την εικόνα, Μόνταγκ, γρήγορα. Πατάς, τραβάς, κοιτάς, εστιάζεις, τώρα, κλικ, εδώ, εκεί, αστραπιαία, αλλάζεις, πάνω, κάτω, μέσα, έξω, γιατί, πώς, ποιος, τι, πού, ε; ω! μπαμ! χρατς! Χτυπάς, μπινγκ, μπονγκ, μπουμ! Επιτομή των επιτομών, επιτομή της επιτομής των επιτομών. Και τα πολιτικά; Μονόστηλα, δυο φράσεις, ένας τίτλος! Κι έτσι, μέσα σε αυτή την παραζάλη, τα πάντα χάνονται! Βάλε το κεφάλι ενός ανθρώπου να γυρνάει τόσο γρήγορα μέσα σε αυτή τη δίνη που τροφοδοτείται ανεξάντλητα από τα χέρια των εκδοτών, των χειραγωγών, των τηλεπαρουσιαστών, και θα δεις τότε πώς η φυγόκεντρος αποδιώχνει όλες τις αχρείαστες και χρονοβόρες σκέψεις!"
-----
"Περισσότερα σπορ για όλους, ομαδικό πνεύμα, διασκέδαση, κι έτσι δεν χρειάζεται να σκέφτεσαι, ε; Οργανώνεις, οργανώνεις, και υπερ-οργανώνεις υπερ-υπερ-αθλητικές εκδηλώσεις. Περισσότερη εικονογράφηση στα βιβλία. Περισσότερες φωτογραφίες. Το μυαλό χωνεύει όλο και λιγότερα. Ανυπομονησία. Οι αυτοκινητόδρομοι γεμάτοι από πλήθη κόσμου που πηγαίνουν κάπου, κάπου, κάπου, πουθενά. Οι πρόσφυγες της οδήγησης. Οι πόλεις μεταμορφώνονται σε μοτέλ και οι άνθρωποι κινούνται κατά κύματα σαν νομάδες, από μέρος σε μέρος, ακολουθώντας τις παλίρροιες της σελήνης, και μένουν απόψε στο δωμάτιο όπου κοιμόσουν εσύ το μεσημέρι κι εγώ την προηγούμενη νύχτα".
-----
"Εφόσον τα σχολεία έβγαζαν όλο και περισσότερους δρομείς, άλτες, οδηγούς αγώνων, ανειδίκευτους τεχνίτες, φορτοεκφορτωτές, πιλότους και κολυμβητές αντί για ερευνητές, κριτικούς, γνώστες και ευφάνταστους δημιουργούς, η λέξη "διανοούμενος" απέκτησε ασφαλώς τον αρνητικό χαρακτήρα που της άξιζε. Αυτό που δεν σου είναι οικείο, είναι λογικό να σε τρομάζει. Θα θυμάσαι ασφαλώς κι εσύ από το σχολείο σου εκείνο το αγόρι στην τάξη που ήταν εξαιρετικά "έξυπνο", που σήκωνε πάντα το χέρι για να διαβάσει ή να δώσει τη σωστή απάντηση, ενώ οι υπόλοιποι κάθονταν βουβοί σαν τις μούμιες και τον μισούσαν. Αυτό το έξυπνο αγόρι δεν ήταν που διαλέγατε για να δείρετε ή να βασανίσετε μετά το σχολείο; Μα βέβαια, αυτό διαλέγατε. Πρέπει να είμαστε όλοι ίδιοι. Δεν γεννηθήκαμε όλοι ελεύθεροι και ίσοι, όπως λέει το Σύνταγμα, αλλά γίναμε όλοι ίσοι· κι έτσι είναι όλοι ευτυχισμένοι, αφού δεν υπάρχουν πια βουνά για να συγκρίνεις το ύψος των κορυφών τους. Για να ανακεφαλαιώνουμε λοιπόν! Ένα βιβλίο στο διπλανό σπίτι είναι ένα γεμάτο και οπλισμένο περίστροφο. Το καις. Το αφοπλίζεις. Κάνεις μια τομή στο μυαλό του ανθρώπου αυτού. Ξέρει κανείς ποιο θα μπορούσε να είναι το θύμα ενός πολυδιαβασμένου ανθρώπου; Εγώ πάντως δεν θα άντεχα δίπλα του ούτε δευτερόλεπτο. Έτσι λοιπόν, όταν κάποτε επιτέλους τα σπίτια σε όλο τον κόσμο απέκτησαν πλήρη πυροπροστασία [...] εξέλειψε και ο παλιότερος λόγος ύπαρξης του Σώματος, δηλαδή η πυρόσβεση. Όσοι υπηρετούσαν έως τότε στο Σώμα ανέλαβαν αυτά τα νέα καθήκοντα και έγιναν υπερασπιστές της πνευματικής μας ειρήνης, η δύναμη πυρός του απολύτως κατανοητού και δίκαιου τρόμου της κατωτερότητας: επίσημοι λογοκριτές, δικαστές και εκτελεστές. Αυτό είσαι, Μόνταγκ, κι αυτό είμαι κι εγώ".

"Στους μαύρους δεν αρέσει ο Μικρός μαύρος Σάμπο. Κάψτε το. Οι λευκοί δεν αισθάνονται καλά με την Καλύβα του Μπαρμπα-Θωμά. Κάψτε το κι αυτό. Κάποιος έγραψε ένα βιβλίο για τον καπνό και τον καρκίνο στους πνεύμονες; Κι αυτό στενοχώρησε τους καπνιστές; Κάψτε το βιβλίο. Γαλήνη, Μόνταγκ. Ειρήνη, Μόνταγκ. Να πας να τσακωθείς κάπου αλλού. Και καλύτερα μάλιστα στον αποτεφρωτήρα. Οι κηδείες είναι πηγή δυστυχίας και παγανιστικό κατάλοιπο; Εξαφανίστε τις κι αυτές. Πέντε λεπτά αφότου πεθάνει κάποιος, ταξιδεύει προς τον Μεγάλο Καπνοσωλήνα, τους Αποτεφρωτήρες, που εξυπηρετούνται με δρομολόγια ελικοπτέρων σε όλη την επικράτεια της χώρας. Δέκα λεπτά μετά το θάνατο, ο άνθρωπος είναι ένας κόκκος μαύρης σκόνης. Γιατί να ασχολούμαστε με τους νεκρούς, πάνω από τα μνήματά τους; Ας τους ξεχάσουμε. Κάψτε τα όλα, κάψτε τα πάντα. Φωτιά σημαίνει ελπίδα, σημαίνει καθαριότητα".
-----
"Για καλή μας τύχη, σπάνια εμφανίζονται εκκεντρικοί όπως του λόγου της. Έχουμε μάθει πλέον να πνίγουμε τέτοιες συμπεριφορές στην κούνια, νωρίς νωρίς. Δεν μπορείς να χτίσεις ένα σπίτι χωρίς καρφιά και δοκάρια. Αν δεν θέλεις λοιπόν να δεις ένα σπίτι να χτίζεται, κρύψε τα καρφιά και τα δοκάρια. Αν δεν θέλεις να δεις έναν άνθρωπο να γίνεται δυστυχής από την πολιτική, μην του δείχνεις και τις δυο πλευρές ενός ζητήματος, γιατί θα τον μπλέξεις· δείξε του μόνο τη μία. Ή, ακόμα καλύτερα, μην του δείξεις καμία. Κάνε τον να ξεχάσει πως υπάρχει η λέξη "πόλεμος". Πες πως έχεις κυβέρνηση αναποτελεσματική, υδροκέφαλη και φορομπηχτική. Ε, είναι προτιμότερο να εξακολουθείς να έχεις μια τέτοια κυβέρνηση παρά έναν λαό που να ασχολείται διαρκώς με αυτήν. Ειρήνη, Μόνταγκ. Άσε τον κόσμο να κερδίζει σε διαγωνισμούς που τού ζητούν να θυμηθεί τους στίχους γνωστών τραγουδιών ή τις πρωτεύουσες των πολιτειών ή το πόσο καλαμπόκι παρήγαγε η Άιοβα πέρυσι. Φόρτωσέ τους με ανώδυνα δεδομένα, τάισέ τους με ένα κάρο "γεγονότα", που στο τέλος θα νιώσουν χορτασμένοι, αλλά και "φωστήρες" με τόση πληροφορία. Θα νιώσουν τότε ότι σκέφτονται, θα πάρουν μια αίσθηση της κίνησης χωρίς να έχουν κινηθεί ούτε ρούπι. Και θα είναι ευτυχισμένοι, γιατί τέτοιου είδους δεδομένα δεν αλλάζουν. Δεν πρέπει να τους αφήσεις να ασχολούνται με περίεργα πράγματα, όπως η φιλοσοφία ή η κοινωνιολογία. Ο δρόμος αυτός οδηγεί στη μελαγχολία. Ένας άνθρωπος που είναι ικανός να αποσυναρμολογήσει μια τηλεοπτική οθόνη τοίχου και να τη συναρμολογήσει ξανά, και νομίζω ότι οι περισσότεροι άνθρωποι μπορούν να το κάνουν αυτό στις μέρες μας, είναι ευτυχέστερος από όποιον άλλον άνθρωπο πασχίζει να μετρήσει το σύμπαν, με υπολογισμούς, λογαρίθμους και εξισώσεις, γιατί πολύ απλά το σύμπαν δεν γίνεται να μετρηθεί ή να υπολογιστεί χωρίς να κάνει τον άνθρωπο να αισθανθεί μοναχικός, σαν θηρίο. Το ξέρω καλά γιατί το δοκίμασα· να πάει στο διάολο. Αρκεστείτε λοιπόν στα κλαμπ και τα πάρτυ σας, στους ακροβάτες και τους ταχυδακτυλουργούς σας, στα ριψοκίνδυνα σπορ, τα αεριωθούμενα αμάξια και τα διθέσια ελικόπτερά σας, στο σεξ και την ηρωίνη σας, σε ό,τι δηλαδή διεγείρει τα αυτόματα αντανακλαστικά σας. Αν η τραγωδία είναι κακή, αν η ταινία δεν λέει τίποτα, αν το θεατρικό έργο είναι κενό, χορηγήστε μου ήχους από θέρεμιν στη διαπασών. Θα πιστέψω ότι ανταποκρίνομαι στο έργο, έστω κι αν πρόκειται για μια απλή αισθητηριακή αντίδραση στη δόνηση. Αλλά δεν με νοιάζει. Μου αρέσει απλώς η ψυχαγωγία".
-----
"Κύριε Μόνταγκ, έχετε απέναντί σας έναν δειλό. Είδα πού πήγαιναν τα πράγματα πολύ καιρό πριν. Και δεν είπα τίποτα. Είμαι κι εγώ ένας από τους αθώους που θα μπορούσαν να βγουν και να βροντοφωνάξουν όταν ακόμα κανείς δεν θα άκουγε τους "ενόχους", αλλά δεν μίλησα κι έτσι έγινα κι εγώ ο ίδιος ένοχος. Κι όταν τελικά δημιούργησαν την υποδομή για να καίνε τα βιβλία, χρησιμοποιώντας τους πάλαι ποτέ πυροσβέστες, ούρλιαξα μια-δυο φορές και μετά έκανα πίσω, γιατί τότε πλέον δεν υπήρχαν άλλοι να ουρλιάξουν ή να κραυγάσουν μαζί μου. Τώρα είναι πολύ αργά πια".
-----
"Δεν έχετε ανάγκη τα βιβλία, αλλά κάποια από τα πράγματα που περιείχαν κάποτε τα βιβλία. Σήμερα, τα ίδια αυτά πράγματα θα μπορούσαν να υπάρχουν και στις "οικογένειες" στα σαλόνια μας. Η ίδια αφθονία λεπτομερειών και γνώσεων θα μπορούσε να προβάλλεται μέσω των ραδιοφώνων και των τηλεοράσεων, αλλά αυτό δεν γίνεται. Όχι, όχι, δεν είναι τα βιβλία αυτό που αναζητάτε! Πάρτε το απ' όπου μπορείτε να το βρείτε, σε παλιούς δίσκους μουσικής, σε παλιές κινηματογραφικές ταινίες και σε παλιούς φίλους· αναζητήστε το στη φύση και αναζητήστε το στον εαυτό σας. Τα βιβλία ήταν απλώς ένα από τα σκεύη όπου αποθηκεύαμε διάφορα πράγματα που φοβόμασταν ότι μπορεί να τα ξεχνούσαμε. Δεν υπάρχει τίποτα μαγικό μέσα τους. Η μαγεία υπάρχει μόνο σε αυτά που λένε τα βιβλία, στο πώς πήραν τα μπαλώματα του σύμπαντος και έφτιαξαν με αυτά ένα ενιαίο ρούχο".
-----
"Γνωρίζετε γιατί βιβλία όπως αυτό εδώ είναι τόσο σημαντικά; Επειδή έχουν ποιότητα. Και τι σημαίνει η λέξη ποιότητα; Για μένα σημαίνει υφή. Το βιβλίο αυτό έχει πόρους. Έχει ιδιότητες. Το βιβλίο αυτό μπορεί να μπει κάτω από το μικροσκόπιο. Κάτω από το φακό θα ανακαλύπτατε ζωή να ρέει σε άπειρη αφθονία. Όσο περισσότεροι οι πόροι, τόσο περισσότερες και αυθεντικές καταγεγραμμένες λεπτομέρειες ζωής θα βρείτε ανά τετραγωνικό εκατοστό μιας σελίδας, τόσο περισσότερο "λογοτεχνικός" θα είστε. Αυτός είναι ο δικός μου ορισμός, πάντως. Να αναφέρεις λεπτομέρειες. Λεπτομέρειες που έχεις ζήσει. Οι καλοί συγγραφείς πολύ συχνά αγγίζουν τη ζωή. Οι μέτριοι περνούν εν τάχει από δίπλα της. Και οι κακοί τη βιάζουν και την αφήνουν να σαπίσει.
-----
Τα βιβλία υπάρχουν για να μάς υπενθυμίζουν πόσο ασήμαντοι και ανόητοι είμαστε. Είναι οι πραιτωριανοί τού Καίσαρα, που ψιθυρίζουν στη διάρκεια του Θριάμβου του: "Να θυμάσαι, Καίσαρα, πως είσαι θνητός". Οι περισσότεροι από εμάς δεν μπορούν να γυρνάνε διαρκώς, να μιλάνε σε όλους, να γνωρίζουν όλες τις πόλεις του κόσμου· δεν έχουμε το χρόνο, τα λεφτά ή τους φίλους. Τα πράγματα που αναζητάτε, Μόνταγκ, υπάρχουν στον κόσμο, αλλά ο μόνος τρόπος που έχει ένας απλός άνθρωπος για να δει ποτέ του το ενενήντα εννέα τοις εκατό αυτών των πραγμάτων είναι σε ένα βιβλίο. Μη ζητάτε εγγυήσεις. Και μην περιμένετε να σωθείτε από οποιοδήποτε πράγμα, άνθρωπο, μηχάνημα ή βιβλιοθήκη. Ψάξτε την προσωπική σας σωτηρία, κι αν πνιγείτε, τουλάχιστον θα πεθάνετε γνωρίζοντας ότι εσείς κάνατε την προσπάθεια να βγείτε στην ακτή".
-----
"Εδώ έχει εγκαταλειφθεί ολόκληρη η κουλτούρα. Χρειάζεται να λιώσουμε και να αναπλάσουμε το σκελετό. Προς Θεού, δεν είναι κάτι τόσο απλό σαν να ξαναπιάνεις ένα βιβλίο που είχες αρχίσει να το γράφεις πριν από μισό αιώνα. Μην ξεχνάτε ότι οι πυρονόμοι σπάνια πια είναι απαραίτητοι. Το ίδιο το κοινό σταμάτησε να διαβάζει, με δική του βούληση. Εσείς οι πυρονόμοι προσφέρετε απλώς ένα θέαμα πού και πού, στη διάρκεια του οποίου παραδίδετε κάποιο κτίριο στις φλόγες και ο κόσμος συρρέει για να απολαύσει μια εντυπωσιακή πυρκαγιά· στην πραγματικότητα, όμως, αυτές είναι ήσσονος σημασίας εκδηλώσεις και πάντως διόλου αναγκαίες για τον έλεγχο της κοινωνίας. Είναι τόσο λίγοι αυτοί που θέλουν να επαναστατήσουν πλέον. Και από αυτούς, οι περισσότεροι, όπως εγώ, δειλιάζουν εύκολα. Μπορείτε να χορέψετε πιο γρήγορα από τον Λευκό Κλόουν και να ουρλιάξετε πιο δυνατά από τον κύριο Φιγουρατζή και τις οικογένειες των σαλονιών; Αν μπορείτε, τότε θα τα καταφέρετε, Μόνταγκ. Σε κάθε περίπτωση, χάνετε άσκοπα το χρόνο σας. Ο κόσμος σήμερα διασκεδάζει".
-----
"Όσοι δεν χτίζουν πρέπει να καίνε. Αυτό είναι κάτι τόσο αρχαίο, όσο η ιστορία και η νεανική παραβατικότητα".
-----
Τώρα ήξερε πως ήταν δύο άνθρωποι, πως ήταν, πάνω απ' όλα, ο Μόνταγκ που δεν γνώριζε τίποτα, που δεν αναγνώριζε καν ότι ήταν ένας ανόητος, παρά μόνο το υποπτευόταν. Αλλά ήξερε ότι ήταν επίσης ο ηλικιωμένος άντρας που τού μιλούσε και τού μιλούσε όσο το τρένο διέτρεχε τη νυχτερινή πόλη από το ένα άκρος έως το άλλο με μια ταχύτητα που τού προκαλούσε ζαλάδα. Τις μέρες που θα ακολουθούσαν και τις νύχτες που δεν θα υπήρχε φεγγάρι και τις νύχτες που η γη θα φωτιζόταν από ένα λαμπρό φεγγάρι, ο ηλικιωμένος άντρας θα συνέχιζε να τού μιλάει και να τού μιλάει, σταγόνα σταγόνα, λιθάρι λιθάρι, νιφάδα νιφάδα. Στο τέλος, το μυαλό του θα υπερχείλιζε και δεν θα ήταν πια ο Μόνταγκ, αυτό τού είπε ο ηλικιωμένος άντρας, τον διαβεβαίωσε, τού το υποσχέθηκε. Θα ήταν ένας Μόνταγκ και Φάμπερ μαζί, φωτιά και νερό, και ύστερα, κάποια μέρα, αφότου τα πάντα θα έχουν συγχωνευθεί και σιγοβράσει και δουλευτεί στα σιωπηλά, δεν θα υπάρχει πλέον ούτε φωτιά ούτε νερό, παρά μόνο κρασί. Από δύο ξεχωριστά και αντίθετα πράγματα, θα προκύψει ένα τρίτο. Και κάποια μέρα θα ερχόταν στο νου του ο ανόητος κι εκείνος θα αναγνώριζε τον ανόητο. Ήδη από τώρα μπορούσε να νιώσει την αρχή ενός μακρινού ταξιδιού, την αναχώρηση, την απομάκρυνση από έναν εαυτό του που κάποτε είχε υπάρξει.
-----
"[...] έκανα αυτό το τρομερό πράγμα να χρησιμοποιήσω τα ίδια εκείνα βιβλία από τα οποία είχες γαντζωθεί, για να αντικρούσω κάθε σου χτύπημα, κάθε σου σημείο! Τι προδότες μπορούν να αποδειχθούν τα βιβλία! Εκεί που νομίζεις πως σε υποστηρίζουν, αυτά γυρνάνε και στρέφονται εναντίον σου. Γιατί βλέπεις ότι μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν και οι άλλοι επίσης κι έτσι βρίσκεσαι ξαφνικά χαμένος, στο μέσον του βάλτου, σ' έναν τεράστιο κυκεώνα από ουσιαστικά και ρήματα και επίθετα".
-----
"Ωραία λοιπόν, αυτός είπε αυτά που ήθελε. Κι εσείς τώρα πρέπει να τα χωνέψετε. Θα πω κι εγώ τις δικές μου απόψεις, μέσα στις επόμενες ώρες. Και θα τις χωνέψετε κι αυτές. Και θα προσπαθήσετε να τις κρίνετε και να καταλήξετε στις αποφάσεις σας, για το πού θα επιλέξετε να κάνετε το άλμα σας, ή τη βουτιά σας. Θέλω όμως η απόφαση αυτή να είναι δική σας, και όχι δική μου, ούτε και του πυραγού. Να θυμάστε πάντως ότι ο πυραγός ανήκει στους πιο επικίνδυνους εχθρούς της αλήθειας και της ελευθερίας, στη συμπαγή και ακίνητη αγέλη της πλειοψηφίας. Αχ Θεέ μου, η φοβερή τυραννία της πλειοψηφίας. Ο καθένας μας έχει μια δική του μουσική να παίξει. Και πλέον από εσάς εξαρτάται να επιλέξετε από ποιο αυτί θα ακούτε".
-----
"Τι έχει λοιπόν η φωτιά και μάς είναι τόσο αγαπητή; Ασχέτως της ηλικίας μας, τι είναι αυτό που μάς τραβάει σε αυτήν;" Ο Μπήτυ έσβησε τη φλόγα και την άναψε πάλι. "Είναι η αέναη κίνηση· αυτό που ήθελε να επινοήσει ο άνθρωπος αλλά τελικά δεν τα κατάφερε. Ή η σχεδόν αέναη κίνηση. Αν την αφήσεις να καίει ανεξέλεγκτα, θα μπορούσε να μάς κάψει ζωντανούς. Τι είναι η φωτιά; Είναι ένα μυστήριο. Οι επιστήμονες μάς αραδιάζουν μπούρδες με την τριβή και τα μόρια. Αλλά ουσιαστικά δεν γνωρίζουν. Η πραγματική ομορφιά της είναι ότι καταστρέφει την ευθύνη και τις συνέπειες. Όταν ένα πρόβλημα καταντά βάρος, γίνεται επαχθές, το ρίχνουμε στο φούρνο. Τώρα λοιπόν, Μόνταγκ, εσύ είσαι ένα βάρος. Και η φωτιά θα με απαλλάξει από το βάρος σου, καθαρά, γρήγορα, σίγουρα· δεν θα υπάρχει τίποτα για να σαπίσει αργότερα. Απολυμαντική, καλαίσθητη, πρακτική".
-----
Ένας τεράστιος πίδακας φωτιάς εκτοξεύτηκε και τύλιξε τα βιβλία και τα πέταξε στον τοίχο. Ο Μόνταγκ προχώρησε στην κρεβατοκάμαρα, τράβηξε δύο φορές τη σκανδάλη και τα δύο ενωμένα κρεβάτια τινάχτηκαν ψηλά, με ένα μεγάλο υπόκωφο μουρμουρητό, με περισσότερη κάψα και πάθος και φως απ' ό,τι φανταζόταν πως είχαν μέσα τους. Έκαψε τους τοίχους της κρεβατοκάμαρας και τα έπιπλα, επειδή ήθελε να αλλάξει τα πάντα, τις καρέκλες, τα τραπέζια και, μέσα στην τραπεζαρία, τα μαχαιροπίρουνα και τα πιάτα, οτιδήποτε υποδήλωνε ότι είχε ζήσει εδώ, σε αυτό το άδειο σπίτι με μια παράξενη γυναίκα που θα τον είχε ξεχάσει το επόμενο πρωινό, που είχε φύγει και σχεδόν τον είχε ήδη ξεχάσει, με τους ήχους από το Ράδιο-Κοχύλι να ρέουν μέσα και πάνω της, μέσα και πάνω της, καθώς ταξίδευε στην πόλη, ολομόναχη. Κι όπως και πριν, ήταν ωραίο να καίει, ένιωθε τον εαυτό του να αναβλύζει μέσα από τη φωτιά, να αρπάζει, να διαρρηγνύει, να σκίζει στα δύο με τη φωτιά και να βάζει στην άκρη το ανόητο πρόβλημα. Εφόσον λοιπόν δεν υπήρχε λύση, τότε δεν θα υπήρχε ούτε και το πρόβλημα πλέον. Η φωτιά ήταν ό,τι καλύτερο για τα πάντα!
-----
"Ήταν πολύ ανόητο εκ μέρους σου να γυρνάς και να διαβάζεις ποίηση δεξιά κι αριστερά, σαν να μην τρέχει τίποτα. Φέρθηκες σαν ανόητος ψηλομύτης. Δώσε σε κάποιον λίγους στίχους και θα πιστέψει ότι είναι ο Κύριος της Δημιουργίας. Νομίζεις πως μπορείς να περπατήσεις πάνω στο νερό με τα βιβλία σου. Σου λέω λοιπόν ότι ο κόσμος μπορεί να ζήσει μια χαρά και χωρίς αυτά. Κοίτα μόνο πού σε οδήγησαν εσένα: στο βούρκο μέχρι το λαιμό. Αν ανακατέψω το βούρκο με μικρό μου δαχτυλάκι, θα πνιγείς!"
-----
Επέπλεε πια σε ύπτια θέση, όταν η βαλίτσα γέμισε νερό και βούλιαξε· ο ποταμός ήταν πράος και ράθυμος, αφήνοντας πίσω του τους ανθρώπους  που έτρωγαν ίσκιους για πρωινό και ατμό για μεσημεριανό και αναθυμιάσεις για δείπνο. Ο ποταμός ήταν πολύ πραγματικός· τον συγκρατούσε άνετα και τού έδινε επιτέλους το χρόνο, την ξενοιασιά, να αναλογιστεί αυτόν το μήνα, αυτόν το χρόνο και όλα τα χρόνια της ζωής του. Άκουσε την καρδιά του να χτυπάει αργά. Οι σκέψεις του σταμάτησαν να τροφοδοτούνται από το αίμα του.

Είδε το φεγγάρι να κατεβαίνει χαμηλά στον ουρανό τώρα. Το φεγγάρι και το φως του φεγγαριού, που τι το προκαλούσε; Ο ήλιος, ασφαλώς. Και τι φωτίζει τον ήλιο; Η δική του φωτιά. Και ο ήλιος συνεχίζει, μέρα με τη μέρα, να καίει και να καίει. Ο ήλιος και ο χρόνος. Ο ήλιος και ο χρόνος και η φωτιά. Η φωτιά. Το ποτάμι τον γύρισε απλά στα πλάγια προς στιγμήν. Η φωτιά. Ο ήλιος και κάθε ρολόι πάνω στη Γη. Συνδέθηκαν όλα μεταξύ τους και έγιναν ένα πράγμα στο μυαλό του. Μετά από τόσο πολύ χρόνο πλεύσης στη στεριά και τόσο λίγο χρόνο πλεύσης στο ποτάμι, ήξερε γιατί δεν θα έπρεπε να βάλει ποτέ ξανά φωτιά στη ζωή του.

Ο ήλιος έκαιγε κάθε μέρα. Έκαιγε το Χρόνο. Ο κόσμος έτρεχε σε έναν κύκλο και γυρνούσε γύρω από τον άξονά του και ο χρόνος ήταν απασχολημένος να καίει τα χρόνια και τους ανθρώπους, χωρίς καμία βοήθεια από αυτόν. Έτσι λοιπόν, αν εκείνος έκαιγε πράγματα με τους πυρονόμους και ο ήλιος έκαιγε το Χρόνο, αυτό σήμαινε ότι τα πάντα θα καίγονταν!

Ένας από αυτούς θα έπρεπε να σταματήσει να καίει. Ο ήλιος δεν μπορούσε, βεβαίως. Έτσι λοιπόν φαινόταν ότι θα έπρεπε να το κάνουν ο Μόνταγκ και οι άνθρωποι με τους οποίους δούλευε μαζί μέχρι πριν από λίγες ώρες. Κάπου θα έπρεπε να ξεκινήσει εκ νέου η διάσωση και η αποθήκευση και κάποιος θα έπρεπε να κάνει τη διάσωση και τη διατήρηση, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, σε βιβλία, σε αρχεία, σε ανθρώπινα κεφάλια, με όποιον τρόπο, αρκεί να ήταν ασφαλής, μακριά από έντομα, σκόρους, σκουριά και υγρασία, κι από ανθρώπους με σπίρτα. Ο κόσμος είχε γεμίσει από πυρκαγιές κάθε είδους και μεγέθους. Τώρα, ήρθε η ώρα να πιάσουν δουλειά και οι πυροσβέστες.
-----
Τώρα η ξερή οσμή σανού και η κίνηση του νερού τον έκαναν να σκεφτεί τον ύπνο του ανάμεσα σε φρέσκο σανό σε κάποιο μοναχικό αχυρώνα μακριά από τις πολύβουες λεωφόρους, πίσω από μια ήσυχη αγροικία και κάτω από έναν αρχαίο ανεμόμυλο που ο βόμβος του ήταν σαν ένας ήχος των χρόνων που είχαν περάσει από πάνω του. Είχε μείνει όλη τη νύχτα στη σοφίτα του αχυρώνα κι άκουγε από μακριά ζώα και έντομα και δέντρα, την ελάχιστη κίνηση, το κάθε σάλεμα.
-----
Προχώρησαν κατά μήκος της όχθης του ποταμού, με κατεύθυνση νότια. Ο Μόνταγκ προσπάθησε να δει τα πρόσωπα των ανθρώπων, τα πρόσωπα που θυμόταν από παλιά, χαρακωμένα και κουρασμένα, στο φως της φωτιάς. Αναζητούσε μια ζωηράδα, μια αποφασιστικότητα, ένα θρίαμβο πάνω στο αύριο που δεν φαινόταν να βρίσκεται εκεί. Ίσως να είχε φανταστεί ότι τα πρόσωπά τους θα έκαιγαν και θα άστραφταν από τη γνώση που κουβαλούσαν, ότι θα έφεγγαν όπως φέγγουν τα φανάρια, με το φως μέσα τους. Όμως, όλο το φως είχε έρθει από την υπαίθρια φωτιά κι αυτοί οι άνθρωποι δεν έμοιαζαν διόλου διαφορετικοί από οποιουσδήποτε άλλους που είχαν τρέξει έναν μεγάλο αγώνα, είχαν επιδοθεί σε μια μεγάλη αναζήτηση, είχαν δει ωραία πράγματα να καταστρέφονται, και τώρα, που ήταν πια πολύ αργά, συγκεντρώθηκαν για να περιμένουν τη λήξη του πάρτυ και το σβήσιμο των φώτων. Δεν ήταν καθόλου βέβαιοι ότι τα πράγματα που κουβαλούσαν μέσα στα κεφάλια τους θα μπορούσαν ίσως να κάνουν κάθε μελλοντικό ξημέρωμα να φέγγει με ένα αγνό φως, δεν ήταν σίγουροι για τίποτα πέρα από το ότι τα βιβλία ήταν σε αρχεία πίσω από τα γαλήνια μάτια τους, ότι τα βιβλία περίμεναν, με τις σελίδες τους άκοπες, τους πελάτες που μπορεί να έρχονταν μετά από χρόνια, να τις ξεφυλλίσουν άλλοι με καθαρά και άλλοι με βρόμικα δάχτυλα.
-----
"Όταν ήμουν παιδί πέθανε ο παππούς μου, που ήταν γλύπτης. Ήταν επίσης ένας ευγενέστατος άνθρωπος που είχε πολλή αγάπη μέσα του να δώσει στον κόσμο, και ήταν αυτός που συνέβαλε να καθαριστούν οι φτωχογειτονιές στην πόλη μας· και μάς έφτιαχνε επίσης παιχνίδια και έκανε εκατομμύρια πράγματα στη ζωή του· είχε πάντα κάτι να κάνει με τα χέρια του. Και όταν πέθανε, ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι δεν έκλαιγα καθόλου γι' αυτόν, αλλά για όλα όσα είχε κάνει. Έκλαιγα γιατί δεν θα τα έκανε ποτέ ξανά, δεν θα σμίλευε ποτέ ξανά κάποιο κομμάτι ξύλο, δεν θα μας βοηθούσε να μεγαλώσουμε περιστέρια στην αυλή, δεν θα έπαιζε βιολί με τον τρόπο που έκανε, δεν θα μας έλεγε ανέκδοτα με τον τρόπο που τα έλεγε. Ήταν σαν κι εμάς και όταν πέθανε, όλες οι ενέργειες νέκρωσαν και δεν υπήρχε κανείς να τις κάνε με τον τρόπο που τις έκανε εκείνος. Ήταν μοναδικός. Ήταν ένας σημαντικός άνθρωπος. Δεν ξεπέρασα ποτέ τον θάνατό του. Σκέφτομαι συχνά πόσα υπέροχα ξυλόγλυπτα δεν είδαν ποτέ το φως επειδή πέθανε. Πόσα αστεία λείπουν από τον κόσμο και πόσα οικόσιτα περιστέρια δεν γνώρισαν το άγγιγμά του. Διαμόρφωσε τον κόσμο. Έκανε πράγματα για τον κόσμο. Τη νύχτα που έφυγε για πάντα, ο κόσμος έγινε φτωχότερος κατά δέκα εκατομμύρια εξαίρετες πράξεις".
-----
"Ο καθένας μας πρέπει να αφήνει κάτι πίσω του όταν πεθαίνει, έλεγε ο παππούς μου. Ένα παιδί ή ένα βιβλίο ή έναν πίνακα ή ένα σπίτι ή έναν χτισμένο τοίχο ή ένα ζευγάρι παπούτσια χειροποίητα. Ή έναν κήπο καλλιεργημένο. Κάτι που να το έπιασες με το χέρι σου, με όποιον τρόπο, έτσι ώστε η ψυχή σου να έχει κάπου να πάει όταν πεθάνεις και όταν οι άνθρωποι κοιτάζουν εκείνο το δέντρο ή το λουλούδι που φύτεψες, να είσαι εκεί. Δεν έχει σημασία το τι κάνεις, έλεγε, παρά μόνο να αλλάζεις κάτι από αυτό που ήταν πριν το αγγίξεις σε κάτι που να σου μοιάζει αφότου το αφήσεις από τα χέρια σου. Η διαφορά ανάμεσα στον άνθρωπο που απλώς κουρεύει το γκαζόν και στον πραγματικό κηπουρό είναι στο άγγιγμα, έλεγε. Ο πρώτος θα μπορούσε και να μην ήταν εκεί καθόλου· ο κηπουρός θα είναι εκεί για πάντα".
-----
"Να έχεις τα μάτια σου ορθάνοιχτα, μου έλεγε, να ζεις σαν να επρόκειτο να πεθάνεις τα επόμενα δέκα δευτερόλεπτα. Να δεις τον κόσμο. Είναι πιο φανταστικός από οποιοδήποτε όνειρο έχεις κάνει ή πληρώσει ποτέ σε εργοστάσια. Μη ζητάς εγγυήσεις, μη ζητάς ασφάλεια, δεν υπήρξε ποτέ τέτοιο ζώο. Κι ακόμα κι αν υπήρχε, θα σχετιζόταν με τη μεγάλη οκνηρία που κρέμεται από ένα δέντρο όλη μέρα κάθε μέρα, περνώντας όλη τη ζωή της κοιμώμενη. Στο διάολο να πάει αυτή, είπε, κούνα το δέντρο και πέτα κάτω τη μεγάλη οκνηρία".
-----
"Υπήρχε ένα χαζοπούλι που λεγόταν φοίνικας, πολύ πριν από την εποχή του Χριστού, το οποίο κάθε λίγους αιώνες έφτιαχνε μια πυρά και καιγόταν μέσα σε αυτήν. Πρέπει να ήταν πρωτοξάδελφος του Ανθρώπου. Όμως, κάθε φορά που καιγόταν, πρόβαλλε μέσα από τις στάχτες του, αναγεννιόταν ξανά. Και φαίνεται σαν να κάνουμε το ίδιο πράγμα κι εμείς, ξανά και ξανά, αλλά εμείς έχουμε ένα διαολεμένο πράγμα που ο φοίνικας δεν το είχε ποτέ. Εμείς ξέρουμε τη διαολεμένη χαζομάρα που μόλις κάναμε. Εμείς ξέρουμε όλες τις διαολεμένες χαζομάρες που έχουμε κάνει εδώ και χίλια χρόνια και εφόσον το ξέρουμε και το έχουμε πάντα δίπλα μας και μπορούμε να το δούμε, κάποια μέρα θα σταματήσουμε να φτιάχνουμε τις καταραμένες νεκρώσιμες πυρές και να πηδάμε μέσα τους. Με κάθε γενιά μαζεύονται όλο και λίγο περισσότεροι άνθρωποι που θυμούνται ακόμα".
-----
"Και κρατήστε μέσα σας τούτο: Δεν είστε σημαντικοί. Δεν είστε τίποτα. Κάποια μέρα το φορτίο που κουβαλάμε μπορεί να βοηθήσει κάποιον. Αλλά ακόμα κι όταν είχαμε στα χέρια μας τα βιβλία, πριν από πολύ καιρό, δεν κάναμε χρήση όσων παίρναμε από αυτά. Ολοένα προσβάλλαμε τους νεκρούς. Ολοένα φτύναμε στους τάφους όλων εκείνων των δύσμοιρων που είχαν πεθάνει πριν από εμάς. Θα συναντήσουμε αρκετούς μοναχικούς ανθρώπους μέσα στην προσεχή εβδομάδα και στον προσεχή μήνα και στον προσεχή χρόνο. Και όταν θα μας ρωτάνε τι κάνουμε, μπορείτε να τους λέτε: Θυμόμαστε. Έτσι μόνο θα κερδίσουμε στο βάθος του χρόνου. Και κάποια μέρα θα θυμόμαστε τόσο πολύ που που θα φτιάξουμε το μεγαλύτερο μηχανικό φτυάρι στην ιστορία του κόσμου και θα σκάψουμε τον μεγαλύτερο τάφο όλων των εποχών και θα θάψουμε εκεί μέσα τον πόλεμο και θα τον σκεπάσουμε. Πάμε τώρα, έχουμε να φτιάξουμε πρώτα ένα εργοστάσιο καθρεφτών και να βγάζουμε μόνο καθρέφτες για τον επόμενο χρόνο και να καθόμαστε με τις ώρες να κοιτάμε μέσα τους".


Ray Bradbury, Φαρενάιτ 451, μετάφραση Βασίλη Δουβίτσα, εκδόσεις Άγρα, 2018 (πρώτη έκδοση 1953)

* Φωτογραφία από εδώ

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2024

Υπογραμμίσεις XLIV: Stephen King (XV)

Την Πρωτοχρονιά του 2020, ο Σταν και η Μαρία μου έκαναν δώρο το Ό,τι Βρεις, Δικό Σου, του Stephen King. Γρήγορα ανακάλυψα ότι το βιβλίο αποτελεί το δεύτερο μέρος μιας τριλογίας· κι έτσι αναζήτησα και τα υπόλοιπα μέρη, ώστε να μπορέσω να τα διαβάσω με τη σωστή σειρά.

Το πρώτο μέρος της τριπλέτας έχει τίτλο Ο Κύριος Μερσέντες, και μάς συστήνει τον βασικό πρωταγωνιστή, που δεν είναι άλλος από τον πρόσφατα συνταξιοδοτημένο ντετέκτιβ Μπιλ Χότζες, που παλεύει με την κατάθλιψη, και νοσταλγεί τις μέρες που βρισκόταν εν ενεργεία. Ώσπου, παρεμβαίνει στη ζωή του ο "κακός" της υπόθεσης, επαναφέροντάς τον στη δράση.

Πρόκειται για αστυνομικό μυθιστόρημα, όπως καταλαβαίνετε, αλλά όχι του στιλ "μάντεψε ποιος το έκανε". Για την ακρίβεια, από πολύ νωρίς μαθαίνουμε την ταυτότητα του αντιπάλου του Χότζες, και παρακολουθούμε και τη δική του ζωή, καθώς καταστρώνει ένα σχέδιο μαζικής καταστροφής.

Από μια άποψη, το βιβλίο είναι τυπικό της παραγωγής του ώριμου King: το βάρος πέφτει στην "πραγματική" ζωή -σε αντίθεση με τους φανταστικούς/εφιαλτικούς κόσμους μέσω των οποίων έχτισε το όνομά του-, και στις μικρές ή μεγάλες στιγμές της ζωής στην αμερικανική επαρχία -στην κοινωνική κριτική, εν ολίγοις. Όμως, μιλάμε για μια ιστορία ιδιαίτερα καλογραμμένη, που εξιτάρει και συγκινεί, με χαρακτήρες, όπως πάντα, λεπτομερειακά σκιαγραφημένους. Εκτός των άλλων, η προφητική ικανότητα του Βασιλιά -η πολύ καλή επαφή του με το διεθνές κλίμα, αν θέλετε- χτυπάει κέντρο και πάλι: τα γεγονότα στα γραφεία του Charlie Hebdo και στο θέατρο Bataclan ήρθαν μετά την έκδοση του βιβλίου, και μοιάζουν να αποτελούν "υλοποίηση" της εναρκτήριας σκηνής του, όπου μία Μερσέντες σαρώνει ανέργους που περιμένουν στην ουρά για μία θέση εργασίας.   

Διάβασα το Ο Κύριος Μερσέντες, στην έξοχη μετάφραση της Έφης Τσιρώνη, μέσα σε λιγότερες από 15 μέρες, τέλη Σεπτέμβρη με αρχές Οκτώβρη του 2023. Κι αυτό βασικά οφείλεται στο ότι το βιβλίο είναι πραγματικά εξαιρετικό -ένα γνήσιο page-turner, όπως λένε και στο χωριό μου...

Ο παρουσιαστής βγαίνει με μεγάλες δρασκελιές στο πλατό, ντυμένος μ' ένα κομψό κοστούμι, κουνώντας το χέρι στο κοινό. Από τότε που πήρε σύνταξη από την αστυνομία, ο Χότζες παρακολουθεί καθημερινά τη συγκεκριμένη εκπομπή, θεωρώντας ότι ο παρουσιαστής της παραείναι έξυπνος για να κάνει αυτή τη δουλειά, που μοιάζει λίγο με κατάδυση σε υπόνομο χωρίς μπουκάλες και στολή. Πιστεύει ότι ο κονφερασιέ ανήκει στον τύπο του ανθρώπου που μερικές φορές αυτοκτονεί, κι έπειτα όλοι οι φίλοι και οι στενοί συγγενείς του ισχυρίζονται ότι δεν είχαν την παραμικρή ιδέα για το πρόβλημα, επισημαίνοντας απαξάπαντες το πόσο χαρούμενος φαινόταν την τελευταία φορά που τον είχαν δει.

Σ' αυτή τη σκέψη, ο Χότζες δίνει ένα ακόμα χτυπηματάκι στο περίστροφο δίπλα του. Είναι το μοντέλο Βίκτορι. Παλιό αλλά καλό. Το δικό του όπλο, το υπηρεσιακό, ήταν ένα σαραντάρι Γκλοκ. Το είχε αγοράσει ο ίδιος -σε τούτη την πόλη ήταν άγραφος νόμος ότι οι αστυνομικοί αγόραζαν μόνοι τους τα υπηρεσιακά τους όπλα- και τώρα βρίσκεται στο χρηματοκιβώτιο ασφαλείας στο υπνοδωμάτιό του. Ασφαλές στο ασφαλείας. Το είχε αδειάσει και το είχε βάλει εκεί μετά την τελετή της συνταξιοδότησής του, και έκτοτε δεν το είχε ξανακοιτάξει. Κανένα ενδιαφέρον. Το τριανταοχτάρι όμως του αρέσει. Είναι συναισθηματικά δεμένος μαζί του, αλλά υπάρχει και κάτι πέρα απ' αυτό. Ένα περίστροφο δεν μπλοκάρει ποτέ.
-----
Ο άντρας για τον οποίο τόσο λυσσαλέα μάχονται η Και Γαμώ Τα Κορμιά Νο 1 με την Γαμώ Τα Κορμιά Νο 2 αναδύεται από τα δεξιά του πλατό. Ξέρεις ότι θα είναι έτσι πριν ακόμα βγει καμαρωτός καμαρωτός στη σκηνή, και ναι, να που επιβεβαιώνει τις υποψίες: ένας υπάλληλος βενζινάδικου ή φορτωτής συσκευασμένων εμπορευμάτων στο Τάργκετ, ή ίσως ο άνθρωπος που κάνει γενικό (της κακιάς ώρας) καθαρισμό και περιποίηση στο αμάξι σου στο Μίστερ Σπίντι. Είναι κοκαλιάρης και ωχρός, με μαύρα μαλλιά κολλημένα πάνω απ' το μέτωπό του. Φοράει βαμβακερό παντελόνι και μια παλαβή κιτρινοπράσινη γραβάτα που τον πνίγει στο λαιμό, κάτω ακριβώς από το προεξέχον καρύδι του. Στα πόδια του φοράει καστόρινες μυτερές μπότες -οι μύτες τους εξέχουν όσο και το καρύδι. Το ήξερες ότι οι γυναίκες θα είχαν ξεκωλόσημα και το ξέρεις ότι αυτός ο άντρας είναι προικισμένος σαν άλογο: ψεκάζει σπέρμα με περισσότερη δύναμη κι από το κανονάκι της πυροσβεστικής και με περισσότερη ταχύτητα κι από βολίδα(άνω) όποια παρθένα κάνει το λάθος να καθίσει στη λεκάνη της τουαλέτας πάνω από την οποία μαλακίστηκε αυτός ο τύπος θα σηκωθεί γκαστρωμένη. Μάλλον με δίδυμα. Στο πρόσωπό του φιγουράρει το μισό χαμόγελο ενός γαμάτου τύπου σε χαλαρή διάθεση. Η δουλειά των ονείρων του: μόνιμη αναπηρία. Σύντομα, το κουδούνι θα ξαναχτυπήσει και οι γυναίκες θα ξαναρχίσουν το μαλλιοτράβηγμα. Αργότερα, αφού θα έχουν μπουχτίσει την παπαρολογία του, θα κοιταχτούν, θα κατανεύσουν ανεπαίσθητα και θα του επιτεθούν ενώνοντας τις δυνάμεις τους. Αυτή τη φορά, το προσωπικό της ασφάλειας θα περιμένει λίγο περισσότερο, γιατί τούτη η τελική μάχη είναι ό,τι θέλει πραγματικά να δει το κοινό, τόσο μέσα στο στούντιο όσο και και έξω απ' αυτό: τις κότες να ξεπουπουλιάζουν τον κόκορα.
-----
Ο Χότζες έχει διαβάσει ότι στην Ισλανδία υπάρχουν πηγάδια τόσο βαθιά, που, αν ρίξεις μέσα τους μια πέτρα, δε θ' ακούσεις ποτέ τον παφλασμό. Πιστεύει ότι μερικές ανθρώπινες ψυχές είναι έτσι. Πράγματα όπως οι ρεμαλομαχίες βρίσκονται μονάχα στη μέση του βάθους τέτοιων πηγαδιών.
-----
Μερικές φορές η έλλειψη παρατηρητικότητας των ανθρώπων είναι εντυπωσιακή. Εκ πείρας, ωστόσο, ο Χότζες θεωρεί ότι οι πλούσιοι τείνουν να είναι ελαφρώς πιο παρατηρητικοί από τον μέσο Αμερικανό, ειδικά σε ό,τι αφορά τα ακριβά παιχνίδια τους. Δεν θέλει να πει παρανοϊκοί, αλλά...

Σιγά μη δεν είναι. Οι πλούσιοι μπορούν να είναι γενναιόδωροι, ακόμα κι αυτοί με πολιτικές απόψεις που σου παγώνουν το αίμα μπορούν να είναι γενναιόδωροι, οι περισσότεροι όμως πιστεύουν στη γενναιοδωρία με τους δικούς τους όρους, και κάτω από το λούστρο αυτής της γενναιοδωρίας (κι ούτε καν σε μεγάλο βάθος), πάντα φοβούνται ότι κάποιος θα τους κλέψει τα δώρα και θα τους φάει την τούρτα των γενεθλίων τους.
-----
Ποτέ μη λες ψέματα όταν μπορείς να πεις την αλήθεια. Η αλήθεια δεν είναι πάντα η ασφαλέστερη οδός, συνήθως όμως είναι.
-----
Αυτό που ξέρει τώρα ο Χότζες είναι ότι οι άνθρωποι δεν αυτοκτονούν μόνο εξαιτίας της ενοχής τους.

Μερικές φορές, μπορεί απλώς να βαριούνται τα μεσημεριανάδικα.
-----
Τσεπώνει την απόδειξη και την κάρτα του, αλλά δε σηκώνεται αμέσως. Έχουν μείνει κάτι ψίχουλα στο πιάτο του γλυκού του και τα ψαρεύει με το πιρούνι του, όπως έκανε με τα κέικ της μητέρας του όταν ήταν μικρός. Για εκείνον, αυτά τα τελευταία ψίχουλα, που τα ρουφάει αργά τραβώντας τα στη γλώσσα του από τα κενά ανάμεσα στα δόντια του πιρουνιού, ανέκαθεν ήταν το πιο απολαυστικό κομμάτι του γλυκού.
-----
Ο Μπρέιντι Χάρτσιφιλντ ρολάρει στο κουβάρι των δρόμων της Δυτικής Πλευράς ως τις εφτάμισι, τότε που το σούρουπο αρχίζει να στραγγίζει το γαλάζιο από τον ουρανό της ύστερης άνοιξης. Το πρώτο κύμα των πελατών του κάνει την εμφάνισή του μετά το σχόλασμα, μεταξύ τρεις και έξι το απόγευμα, και αποτελείται από παιδιά με σακίδια στην πλάτη, που του κουνάνε τσαλακωμένα μονοδόλαρα. Τα περισσότερα δεν τον κοιτάζουν καν. Είναι πολύ απασχολημένα φλυαρώντας με τα φιλαράκια τους ή μιλώντας στα κινητά τους, τα οποία δεν αντιμετωπίζουν ως αξεσουάρ αλλά ως είδη πρώτης ανάγκης, ζωτικά όσο και το φαγητό ή το οξυγόνο. Κάποια απ' αυτά του λένε ευχαριστώ, τα περισσότερα όμως δεν μπαίνουν στον κόπο. Τον Μπρέιντι δεν τον πειράζει. Δε θέλει να τον κοιτάζουν και δε θέλει να τον θυμούνται. Για τούτα τα βρομόπαιδα δεν είναι παρά το βαποράκι της ζάχαρης με την άσπρη στολή, αυτό ακριβώς που θέλει κι εκείνος να είναι.

Από τις έξι ως τις εφτά είναι η νεκρή ώρα, η ώρα που τα μικρά ζώα πηγαίνουν να φάνε για βράδυ. Ίσως μερικά απ' αυτά -εκείνα που λένε ευχαριστώ- να φτάνουν στη σημείο να μιλάνε στους γονείς τους. Τα περισσότερα όμως μάλλον συνεχίζουν να πατάνε τα πλήκτρα των τηλεφώνων τους όσο η μαμά και ο μπαμπάς ζαλίζουν ο ένας το κεφάλι του άλλου για τις δουλειές τους ή παρακολουθούν το κεντρικό δελτίο ειδήσεων για να μάθουν όλα όσα πρέπει να ξέρουν για τον μεγάλο κόσμο εκεί έξω, όπου οι πραγματικοί παίκτες παίζουν το πραγματικό παιχνίδι.
-----
[...] υπάρχει πάντα κάτι που μπορεί να σε φέρει στα ίδια νερά μ' αυτόν που θέλεις να ξεψαχνίσεις [...].
Η ζωή είναι ένας διαγωνισμός στα σκατά με έπαθλο τα απόσκατα.
-----
[...] το απλό είναι πάντα και το καλύτερο.
-----
Είναι εύκολο, πολύ εύκολο, είτε να μην πιστεύεις είτε να περιφρονείς κάποιον που αντιπαθείς.
-----
"Στάθηκα τυχερός μερικές φορές, αυτό ήταν όλο".

Του βγαίνει λάθος, η μετριοφροσύνη του ηχεί ψεύτικη, η τύχη όμως πραγματικά είχε παίξει ρόλο. Η τύχη και η ετοιμότητα. Ο Γούντι Άλεν είχε δίκιο: το ογδόντα τοις εκατό της επιτυχίας είναι απλώς να εμφανίζεσαι στην ώρα σου.
-----
[...] οι άντρες γεννιούνται με το γονίδιο της καφρίλας.
-----
Δεν είναι τόσο αφελής ώστε να πιστεύει ότι όλες οι ανθρωποκτονίες εξιχνιάζονται, αλλά τις περισσότερες φορές, ο φόνος όντως αποκαλύπτεται. Κάτι [...] έρχεται στο φως. Είναι σαν να υπάρχει μια αδέξια αλλά πανίσχυρη συμπαντική δύναμη που πάντα προσπαθεί να επανορθώσει τα κακώς κείμενα. Οι ντετέκτιβ που αναλαμβάνουν υποθέσεις δολοφονιών διαβάζουν αναφορές, ανακρίνουν μάρτυρες, μιλάνε στο τηλέφωνο, μελετάνε εγκληματολογικά στοιχεία... και περιμένουν αυτή τη δύναμη να κάνει τη δουλειά της. Όταν την κάνει (αν την κάνει), ένα μονοπάτι ανοίγεται.
-----
Το κολέγιο ήταν γι' αυτούς που δεν ήξεραν ότι είναι έξυπνοι.
-----
"Μπορεί ο θείος Χένρι να θεωρεί την αποτέφρωση όσο παγανιστική θέλει, το πραγματικά παγανιστικό όμως είναι αυτές οι μαλακίες με τα ανοιχτά φέρετρα. Η γυναίκα εκεί μέσα δε μοιάζει με τη μητέρα μου -μοιάζει με βαλσαμωμένο έκθεμα".
-----
Ο θείος Χένρι τη συνοδεύει, και στη μία περίπτωση που η Τζέινι είναι έτοιμη να καταρρεύσει -όταν προσπαθεί να παρηγορήσει την κυρία Γκριν-, την αγκαλιάζει τυλίγοντας το μπράτσο του γύρω απ' τους ώμους της. Ο Χότζες χαίρεται για τη χειρονομία. Μιλάει το αίμα, σκέφτεται. Σε τέτοιες περιπτώσεις, το αίμα μιλάει σχεδόν πάντα.
-----
[...] χωρίς ρίσκο δεν υπάρχει ανταμοιβή.
-----
"Όσο λιγότερο τραγουδάνε, τόσο περισσότερα τα σκηνικά. Ξέρεις κάτι; Όταν είχαμε εδώ τον Τόνι Μπένετ, τον περασμένο Σεπτέμβρη, ήταν μόνος του. Ούτε συγκρότημα δεν είχε. Τον συνόδευσε η Συμφωνική του Δήμου. Αυτή μάλιστα -αυτή ήταν συναυλία. Ούτε πιτσιρίκια που ουρλιάζουν ούτε τίποτα. Πραγματική μουσική. Τριμερή ιδέα, ε;"
-----
Μη σ' ακούσω ποτέ να τους αποκαλείς θύματα, του είχε πει. Αυτή η κουβέντα είναι μόνο για τους μαλάκες και τους καμένους. Να θυμάσαι τα ονόματά τους. Να τους αποκαλείς με τα ονόματά τους.
-----
Ένας νεαρός ιερέας, από τη  ενορία στην εκκλησία της οποίας παρακολουθούσε τις κυριακάτικες λειτουργίες η Ελίζαμπεθ Γουόρτον (τότε ακόμα που ήταν αρκετά καλά για να μετακινείται), εκτελεί χρέη τελετάρχη. Κατά τα ειωθότα, ο νεαρός διαβάζει το χωρίο από τις Παροιμίες για την ενάρετη γυναίκα. Ο Χότζες είναι πρόθυμος να συνομολογήσει ότι η εκλιπούσα άξιζε πολύ περισσότερα από πολύτιμους λίθους, αλλά αμφιβάλλει για το αν η κυρία Γουόρτον περνούσε την ώρα της γνέθοντας μαλλί και καθαρίζοντας λινάρι. Παρ' όλ' αυτά, το απόσπασμα είναι ποιητικό, κι όταν ο ιερέας τελειώνει την απαγγελία, δάκρυα κυλάνε σε κάμποσα μάγουλα. Μπορεί ο τύπος να είναι νέος, αλλά είναι και αρκετά έξυπνος ώστε να μην αποπειραθεί να πλέξει το εγκώμιο κάποιας που γνώριζε ελάχιστα. Αντί γι' αυτό, προσκαλεί στο βήμα όσους έχουν "πολύτιμες εμπειρίες" από την Ελίζαμπεθ Γουόρτον.
-----
Στο κάτω κάτω, οι άνθρωποι δεν είναι μόνο αυτό που δείχνουν.
-----
[...] όταν δε σκέφτεσαι τίποτα, ανοίγεις την πόρτα στη σωστή ιδέα. Η σωστή ιδέα πάντα έρχεται ως αποτέλεσμα του σωστού συσχετισμού [...].
-----
Δε θα υπάρχει παρά σκοτάδι.

Δεν ανησυχεί για τον Θεό, ή για το αν θα αργοψήνεται στην αιωνιότητα για τα κρίματά του. Δεν υπάρχει παράδεισος και κόλαση. Ακόμα και οι βλάκες ξέρουν ότι αυτά τα πράγματα δεν υπάρχουν. Πόσο σκληρή πρέπει να είναι μια υπέρτατη δύναμη για να φτιάξει έναν κόσμο τόσο γαμημένο όσο τούτος εδώ; Ακόμα κι αν ο εκδικητικός Θεός των τηλεοπτικών ευαγγελιστών και των παιδεραστών με τα μαύρα ράσα υπήρχε πράγματι, πώς θα μπορούσε αυτή η κεραυνοφόρος υπερδύναμη να κατηγορήσει τον Μπρέιντι για όσα έκανε;
-----
Αναλογίζεται τους τρομοκράτες που διέλυσαν το Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου (είναι κάτι που αναλογίζεται συχνά). Αυτοί οι καραγκιόζηδες νόμιζαν ότι πήγαιναν στον παράδεισο, σ' ένα ουράνιο υπερπολυτελές ξενοδοχείο όπου θα τους υπηρετούσαν πανέμορφες νεαρές παρθένες. Να ξεραίνεσαι στα γέλια, δηλαδή, και το καλύτερο; Το αστείο το πλήρωσαν ακριβά, αν και δεν το πήραν ποτέ τους είδηση. Αντί για το υπερπολυτελές ξενοδοχείο, κέρδισαν μόνο μια φευγαλέα ματιά εκείνων των αμέτρητων παραθύρων και μια τελική έκρηξη φωτός. Μετά απ' αυτό, εκείνοι και τα χιλιάδες θύματά τους απλώς ψόφησαν. Πουφ. Εξαφανιζόλ. Τελεία και παύλα. Στο καλό, δολοφόνοι και δολοφονημένοι, καλό ταξίδι στο καθολικό κενό σύνολο που περιτριγυρίζει έναν μοναχικό γαλάζιο πλανήτη και τους, μονίμως και βλακωδώς, φουριόζους κατοίκους του. Όλες οι θρησκείες λένε ψέματα. Όλες οι ηθικές επιταγές είναι πλάνες. Ακόμα και τ' αστέρια ψευδαίσθηση είναι. Η αλήθεια είναι το σκοτάδι, και το μόνο που έχει σημασία πριν διαβεί κανείς το κατώφλι του είναι η δήλωση που θα κάνει. Το πώς θα φτιάξει μια βαθιά χαρακιά στο δέρμα του κόσμου, αφήνοντας το σημάδι του. Αυτό είναι όλο κι όλο η Ιστορία: ένας ουλώδης ιστός.
-----
Στο τέλος τέλος, η αυτοπεποίθηση και η μοιρολατρία είναι ένα και το αυτό [...].
-----
Συρτάρια μέσα σε συρτάρια, σκέφτεται ο Χότζες. Οι υπολογιστές δεν είναι παρά βικτωριανά σεκρετέρ, γεμάτα μυστικές θήκες και κρυφά χωρίσματα.
-----
Στον από πάνω όροφο, οι Ράουντ Χίαρ αρχίζουν καινούριο τραγούδι, υπό τις επευφημίες και τις στριγκλιές ενθουσιασμού των θαυμαστριών τους. Αυτά τα κορίτσια θα θυμούνται τούτη τη βραδιά σε όλη την υπόλοιπη ζωή τους. Θα θυμούνται τη μουσική. Την έξαψη. Τις μπάλες θαλάσσης να ίπτανται πάνω από το πλήθος που λικνιζόταν και χόρευε. Θα διαβάσουν στις εφημερίδες για την έκρηξη που δε συνέβη, για τους νέους, όμως, οι τραγωδίες που δε συνέβησαν δεν είναι παρά κακά όνειρα.

Η πραγματικότητα είναι οι αναμνήσεις.
-----
"Όταν σε πιάνουν απ' τ' αυτί και σε πάνε στη δασκάλα, το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να το βουλώσεις και να υπομείνεις το μαστίγωμα".
-----
Το τελευταίο που θα ήθελε θα ήταν να του κρεμάσουν ένα μετάλλιο στο λαιμό και να του δώσουν το κλειδί της πόλης. Ήταν σαράντα χρόνια στην αστυνομία. Για κείνον, αυτό είναι το κλειδί της πόλης.
-----
"Το γαλάζιο είναι το χρώμα της λησμονιάς", λέει. "Αυτό το είχα διαβάσει κάποτε σ' ένα ποίημα". Κάνει μια παύση. "Κλαις, Μπιλ; Την Τζέινι σκέφτεσαι;"

Ναι. Όχι. Και ναι και όχι.

"Κλαίω γιατί είμαστε εδώ", λέει. "Μια υπέροχη φθινοπωρινή μέρα που μοιάζει καλοκαιρινή".

"Η δόκτωρ Λίμποβιτς λέει ότι το κλάμα κάνει καλό", δηλώνει η Χόλι. "Λέει ότι τα δάκρυα ξεπλένουν τα συναισθήματα".


Stephen King, Ο Κύριος Μερσέντες, μετάφραση Έφης Τσιρώνη, εκδόσεις Bell, 2014

* Φωτογραφία από εδώ

Κυριακή 7 Ιουλίου 2024

Gimme 10: Οι φιλοξενούμενοι XLVII

Βρείτε παρακάτω την 47η πεντάδα φιλοξενούμενων στη στήλη Gimme 10, που για πολλά χρόνια δημοσιευόταν στο Mix Grill, αλλά από τον περασμένο Σεπτέμβριο έχει μετακομίσει στο παρόν μπλογκ. Οι συγκεκριμένες δημοσιεύσεις έγιναν από τον Απρίλιο έως και τον Σεπτέμβριο του 2018.





Οι... "300" ηρωικοί αναγνώστες