Κυριακή 31 Οκτωβρίου 2021

Ένα αντίο στη Φάτσα (2007-2021)


Η Φάτσα γεννήθηκε στη Σαντορίνη, φθινόπωρο. Κανείς δεν μπορούσε να πει με βεβαιότητα ποιον μήνα: ο ένας κτηνίατρος έλεγε Σεπτέμβρη, ο άλλος Οκτώβρη. Οι μόνοι που ήξεραν πότε ακριβώς γεννήθηκε, τα πρώτα "αφεντικά" της, δεν ενδιαφέρονταν: την είχαν παρατήσει, μαζί με το αδερφάκι της, κουτάβια λίγων ημερών, μέσα σε μια κούτα, δίπλα σε κάδους σκουπιδιών.

Ευτυχώς και για τα δυο, μια κυρία τα μάζεψε από εκεί και τα πήρε στο σπίτι της. Η γυναίκα ήταν καθηγήτρια, και την άλλη μέρα ρώτησε τα παιδιά της τάξης της αν ήθελαν να υιοθετήσουν κάποιο σκυλάκι. Η Ειρήνη, μαθήτρια Γυμνασίου τότε, δήλωσε ενδιαφέρον, κι ας ήξερε ότι η μητέρα της δεν ήθελε σκύλο μες στο σπίτι. Διάλεξε το μαυριδερό, θεωρώντας ότι το άλλο, λευκό, όμορφο και γλυκούτσικο με πιο προφανή τρόπο, θα έβρισκε πιο εύκολα μια καλή τύχη.

Η φροντίδα ενός σκύλου, μωρού κιόλας, δεν είναι βέβαια εύκολη υπόθεση, κι έτσι το μικρό, ονοματισμένο πλέον, κατέληξε σ' εμάς, την περίοδο των Χριστουγέννων του 2007. Νιόπαντροι, στο νέο μας σπίτι στα Άνω Ιλίσια, αποκτήσαμε τσάκα τσάκα και παιδί.

Εγώ βέβαια δεν το ήξερα: "Για λίγο" μου έλεγε η Σάντη, "θα το πάρουνε πίσω μετά". Βλέπετε, έχοντας μεγαλώσει σε ένα σπίτι όπου το "τροπάριο" ήτανε ότι τα ζώα είναι για να μένουν αλλού και όχι μαζί με τους ανθρώπους, κι όντας μαθημένος, στα πολύ παιδικά μου χρόνια στο χωριό, να φοβάμαι τα σκυλιά και να τα φοβερίζω, δεν ήθελα ούτε να ακούσω για μόνιμη συγκατοίκηση με τη Φάτσα. Άσε που θα έπρεπε να ξοδεύω μέρος του πολύτιμου χρόνου μου για να τη βγάζω βόλτα.

Αλλά, ουδέν μονιμότερον του προσωρινού -σου το μαθαίνει σιγά σιγά η ζωή αυτό. Κατέληξα, εν ολίγοις, αγκαζέ με τη Φάτσα, αφού ήμουν εκείνος που δεν δούλευε με ωράριο. Ακόμα θυμάμαι την εφιαλτική πρώτη φορά που την πήγα μόνος βόλτα, και δεν ήξερα τι να κάνω. Έμαθα με τον καιρό -με έμαθε εκείνη, δηλαδή. Με τον καιρό εξαφανίστηκε και η "σιχασιά", σταμάτησα και το εμμονικό πλύσιμο των χεριών έπειτα από κάθε επαφή μαζί της, συνήθισα τη μυρωδιά της.

Η Φάτσα το έκανε πολύ εύκολο για μένα: δεν ζητούσε τίποτα, δεν λέρωνε αν αργούσα να την πάω βόλτα, ή αν -σπάνια- δεν την πήγαινα καθόλου. Ούτε τα αμόλαγε στο πεζοδρόμιο: μόνο στο χώμα. Στο δάσος της Πανεπιστημιούπολης, όπου την έβγαζα, μου έφερε και νέους φίλους. Υπήρχε μια παρέα ανθρώπων με τα σκυλιά τους, που βλεπόμασταν κάθε πρωί. Με τον Χρήστο, που είχε τη Λούση, ταιριάξαμε πολύ: κάναμε ατέλειωτες βόλτες, και ατέλειωτες συζητήσεις. Δέσαμε μεταξύ μας, όπως έδεσαν και τα σκυλιά μας.

Λίγα χρόνια μετά ήρθε στη ζωή μας και η Ελένη. Τη συστήσαμε στη Φάτσα την πρώτη στιγμή που μπήκε στο σπίτι, κι έκτοτε η "κουραδομηχανή" που ξέραμε έγινε κέρβερος: δεν τολμούσε κανείς άγνωστος να πλησιάσει το μωρό, μέσα ή έξω από το σπίτι, όποτε η Φάτσα ήταν παρούσα. Αργότερα ο σκύλος έγινε παρέα και παιχνίδι για τη μικρή, τράβηξε διάφορα απ' τα αδέξια χεράκια της, χωρίς να διαμαρτυρηθεί ποτέ.


Η Φάτσα ταξίδεψε μαζί μας, σε θάλασσες, ποτάμια, βουνά και νησιά. Ήταν εκεί, σε βραδινές μαζώξεις, σε γιορτές, σε συναντήσεις με φίλους. Την ήξεραν όλοι ως μέρος της οικογένειας και της ευρύτερης παρέας.

Όταν μετακομίσαμε στη Σπάρτη, έλεγα αστειευόμενος ότι η Φάτσα ήρθε στην εξοχή για να χαρεί τη σύνταξή της. Ο χρόνος έδειχνε τα σημάδια του πάνω της, κι εγώ τα έβλεπα πιο καθαρά, έχοντας ζήσει σε απόσταση τις τρεις χρονιές της Σαντορίνης. Αλλά το τέλος που είχε -και το πόσο ραγδαία προχώρησε- δεν το φανταζόταν κανείς μας. Μόλις το προηγούμενο βράδυ, πριν αρχίσει το μακελειό, βγάζοντάς τη βόλτα το βράδυ, συνάντησα έναν παλιό μου συμμαθητή. Όταν του είπα την ηλικία της ένιωσε έκπληξη. "Καθόλου δεν της φαίνεται".

Μπορεί να μη μάθαμε ποτέ την ακριβή ημερομηνία της γέννησής της, αλλά τη μέρα που πέθανε θα τη θυμόμαστε: 17 Σεπτεμβρίου. Την παραμονή, σε μια τελευταία έκλαμψή της, μου έδωσε όσα φιλάκια μου χρώσταγε, και μερικά ακόμα για τον δρόμο.

Όταν ξεψύχησε, την τυλίξαμε σε μια κουβέρτα, κι αρχίσαμε να ψάχνουμε μέρος να τη θάψουμε. Καταλήξαμε σε ένα χέρσο χωράφι, κοντά στο σπίτι, δίπλα στο ποτάμι. Γεμάτο πέτρες ήταν το μέρος, η τσάπα δεν έσκαβε, χρειάστηκε ώρα για να ανοίξω έναν λάκκο, ρηχό. Την έβαλα μέσα, κι ήταν σαν να κοιμόταν.

Είναι λυτρωτικό να θάβεις τους νεκρούς σου, αυτό κατάλαβα. Το σκάψιμο είναι σαν μάχη, σαν πόλεμος. Η ένταση και ο ιδρώτας ξεπλένουν τον πόνο. Το σώμα σου νιώθει κάθε χτύπημα, έρχεσαι σε επαφή μαζί του με τρόπο που είχες ξεχάσει ότι υπάρχει. Νιώθεις, και διώχνεις.

Οι συμβουλές λένε να πάρεις γρήγορα άλλον σκύλο. Εμείς μάλλον δεν θα τις ακολουθήσουμε. Η Φάτσα μάς πρόσφερε τόσα, έπαιξε τέτοιον ρόλο στη ζωή μας, έγινε τόσο πολύ μία από εμάς, που θέλουμε να αφήσουμε προς το παρόν κενή τη θέση της. Θα ήταν, άλλωστε, άδικο και για τον όποιο "αντικαταστάτη" της, αν ποτέ υπάρξει, να έρθει σύντομα στο σπίτι μας.

Το "ουδείς αναντικατάστατος" είναι σοφό. Αλλά δεν ισχύει πραγματικά.

Οι... "300" ηρωικοί αναγνώστες