Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2019

Υπογραμμίσεις XXIV: Αύγουστος Κορτώ

Το όνομα του Αύγουστου Κορτώ το άκουσα πολλές φορές την τελευταία δεκαετία (τουλάχιστον), μέσα σε συνήθως θετικά συμφραζόμενα. Ήταν, οπότε, από τους συγγραφείς που είχα σκοπό να ψάξω -ανήκει, άλλωστε, και στη γενιά μου. Όταν, λοιπόν, τον περασμένο Ιούνιο, η Σάντη και η Ελένη μου δώρισαν το Φωτιά Στα Σαββατόπαχα, είπα ότι έφτασε εκείνη η ώρα -η οποία τελικά άργησε λίγο ακόμα...

Οφείλω εξαρχής να γράψω ότι η συλλογή αυτή ευθυμογραφημάτων αποτελεί ένα από τα πιο (αν όχι το πιο) "πέρασε και δεν ακούμπησε" πράγματα που έχω διαβάσει. Η γραφή του Κορτώ σαφέστατα ρέει σαν το γάργαρο νεράκι, όμως στην προκειμένη περίπτωση δεν αφήνει πολλά πίσω της. Βρήκα αποτυχημένες τις απόπειρές του να σατιρίσει τα διαδικτυακά ήθη (το real thing είναι απολαυστικότερο και πολύ πιο τρελό), κάπως κουραστική την αχαλίνωτη γλώσσα του και την εμμονή του με τη σκατολογία, και συνολικά κάπως ανούσια αυτοβιογραφική την όλη φάση. Ένιωσα σαν να διάβαζα καταχωρήσεις από το ημερολόγιο κάποιου, όπου παρελαύνουν απλώς γεγονότα και απουσιάζουν οι ουσιαστικές σκέψεις. Αν και συμφωνώ ότι δεν πρέπει να κρίνουμε ένα βιβλίο απ' το εξώφυλλό του, εδώ νομίζω ότι έχουμε μια εξαίρεση.

Ξεχωρίζω, πάντως, από τα παραπάνω, την ιστορία με τίτλο "Το μαμόθρεφτο", όπου ο συγγραφέας επιστρέφει στο πρόσωπο που τον έκανε διάσημο: τη μητέρα του. Βρήκα τις σελίδες που της αντιστοιχούν συγκινητικές -αν και πάλι όχι αστείες- και, διόλου τυχαία, όλα -πλην ενός- τα παρακάτω αποσπάσματα, προέρχονται από αυτήν. Οπωσδήποτε θα επιδιώξω σύντομα να διαβάσω και το περίφημο Βιβλίο Της Κατερίνας, καθώς σε καμιά περίπτωση δεν θεωρώ ότι ξεμπέρδεψα έτσι εύκολα με τον Κορτώ.

[...] αυτό το καλό έχουν οι πεθαμένοι: όσο κι αν θα διαφωνούσαν εν ζωή, δεν έχουν πια τη δυνατότητα να φέρουν αντιρρήσεις. Η ζωή τους, οι ίδιοι οι νεκροί που αγαπήσαμε, μας ανήκουν ολοκληρωτικά.
-----
[...] δεν ήξερα τι να πρωτοθυμηθώ, τι να περισώσω απ' τη λήθη που πλησιάζει πάντα με αθόρυβα βήματα για να κλέψει κομμάτι κομμάτι ό,τι συνθέτει τον εαυτό σου [...].
-----
Διόλου περιέργως, πολλές απ' τις αναμνήσεις με πρωταγωνίστρια τη μάνα μου περιστρέφονται, με τρόπο ευτράπελο, γύρω απ' το φαΐ. Λογικό, θα μου πεις: οι μανάδες πρώτες μας ταΐζουν με το ίδιο τους το κορμί, κι ιδίως οι Ελληνίδες κρύβουν συχνά μέσα τους μια Λωξάντρα που θέλει διακαώς να μπουκώνει όποιον αγαπάει με κάθε λογής φαγιά.
-----
Σαν να τη βλέπω ακόμα να καλπάζει στη φωτεινή σήραγγα των παιδικών μου χρόνων, με τη μορφή της ν' αλλάζει διαδοχικά από ζουμπουρλούδικη γκομενάρα του '80 με το μαλλί τζίβα απ' την περμανάντ σαν της χαμένης αδελφής Τζάκσον, σε σαραντάρα ισχνή από εξουθενωτικές δίαιτες και χάπια αδυνατίσματος (θυρορμόνη, που τότε συνταγογραφούσαν αφειδώς πολλοί ασυνείδητοι γιατροί), στο τετράπαχο, ροδομάγουλο Κατερινάκι των τελευταίων χρόνων, ολοστρόγγυλο με το εμπριμέ ολόσωμο μαγιό.
-----
Μάνα και γιος είχαμε πολλά τέτοια χούγια στα οποία ήμασταν ίδιοι κι απαράλλαχτοι - όπως η θανάσιμη βαρεμάρα που μας έπιανε όταν έπρεπε να αγοράσουμε καινούρια ρούχα. Ακόμα και τώρα, που κοντεύω τα σαράντα, είμαι ασύλληπτα δύστροπος όταν αναγκάζομαι να αγοράσω μπλουζάκια, παπούτσια και πουκάμισα (το χειρότερό μου είναι τα παντελόνια: τρέμω και μόνο στη σκέψη), διότι τα πράγματα είναι απλά: είτε φορέσω γαμπριάτικο κοστούμι είτε σκάφανδρο καταδύτη, είναι αδύνατο να μ' αρέσει αυτό που βλέπω στον καθρέφτη, αρκεί τα ρούχα μου να με χωράνε και να μην έχουν πολλές εμφανείς τρύπες.

Όλες αυτές τις μικρές και μεγάλες ταπεινώσεις, τις προδοσίες του κορμιού και της ψυχής, η μάνα τις αντιμετώπιζε με βουδιστική μακροθυμία και με γενναίες δόσεις αυτοσαρκασμού - ο οποίος, ακόμα κι όταν άγγιζε το μίσος για τον εαυτό της, ήταν στην πραγματικότητα ένας περίτεχνος μηχανισμός επιβίωσης, ένας θαυματουργός τρόπος να μετατρέπει την αποστροφή για τη ζωή, που ώρες ώρες την έπνιγε, σε φάρσα, καλαμπούρι, κάτι ανώδυνο που μοιραζόμασταν για τον χαβαλέ.

Ξέρω καλά πως η σχέση μας απείχε παρασάγγας απ' το υγιές πρότυπο, πως ήταν ξεκάθαρα συμβιωτική: ένα είδος αγνού, μητρικού-υιικού έρωτα, μες στον οποίο μοιραζόμασταν τα πάντα - αμήχανες εκμυστηρεύσεις, ιδιωτικές αναμνήσεις, ακόμα και την παθολογία της κατάθλιψης απ' την οποία υποφέραμε εκ περιτροπής, ως αδιάσπαστο δίπολο, όπου κάθε φορά ο ένας ήταν ο φροντιστής του άλλου, ο επιστάτης της όποιας αδυναμίας του, που δεν έφερνε ποτέ την παραμικρή αντίρρηση, αντιμετωπίζοντας την ίδια του την ύπαρξη ως έναν αεικίνητο μηχανισμό στοργής για το αγαπημένο έτερον ήμισυ.
-----
Όμως κανείς μας δεν είναι άτρωτος στο παρελθόν: είμαστε όλοι ισόβιοι φορείς του αξερίζωτου μικροβίου της παιδικής ηλικίας. Κι έτσι, κάθε φορά που το βράδυ μπαίνει απ' το παράθυρο μια απ' αυτές τις αχαμνές καφετιές πεταλουδίτσες -σκόρος στην ουσία, αλλά το πεταλούδα είναι πιο εύηχο όσο να πεις-, θυμάμαι ότι η Κατερίνα τις έλεγε ψυχές, και πως όταν ήμουν μικρός, πίστευα (με την τόσο βραχύβια ζέση της παιδικής αφέλειας) ότι αυτά τα τοσοδούλικα πλάσματα είναι στην πραγματικότητα οι ψυχές όσων έχουμε χάσει, που έρχονται να μας δουν έστω και για λίγες μόνο στιγμές.
-----
Και στο μεταξύ ζω χωρίς ζάχαρη. Εγώ. Ο Πέτρος. Που έχει τη φωτογραφία μου η εγκυκλοπαίδεια δίπλα στο ζαχαροκάλαμο.

Αλλά δε βαριέσαι - η ζωή είναι γλυκιά από μόνη της.

Αύγουστος Κορτώ, Φωτιά Στα Σαββατόπαχα, εκδόσεις Πατάκη, 2018

* Φωτογραφία από εδώ

Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2019

Υπογραμμίσεις XXIII: Stephen King (VII)

Θέλω κάθε καλοκαίρι να διαβάζω κάτι από Stephen King, αλλά το φετινό δεν τα κατάφερα -κι έτσι τον έπιασα τον Σεπτέμβρη. Είπα ότι δεν γινόταν άλλο να μου ξεφεύγει το βιβλίο που ξεκίνησε όλο το... μπάχαλο.

Παρότι την ταινία του Brian De Palma την είχα (ψευτο)δεί, το ρούφηξα το Κάρι: διένυσα τις 300+ σελίδες του μέσα σε μία εβδομάδα, σε χρόνο, δηλαδή, σπάνιο για τα δεδομένα μου. Ο King φαίνεται πως υπήρξε με το καλημέρα ικανότατος στο χτίσιμο του σασπένς και η πολλαπλών οπτικών γωνιών αφήγηση μαρτυρά την τεχνική αρτιότητά του. Είναι και το θέμα του βιβλίου που με αφορά πολύ, βέβαια: η εφηβεία και ο σχολικός εκφοβισμός σχολιάζονται μέσα από τον λόγο του με διεισδυτικότητα και οι χαρακτήρες του ξεπηδούν από τις σελίδες ολοζώντανοι. Όταν το έγραφε, άλλωστε, δίδασκε και ο ίδιος σε σχολείο.

Κατά τα άλλα, ακόμα προσπαθώ να συνηθίσω τις -απόλυτα άρτιες, για να μην παρεξηγηθώ- εκδόσεις του Κλειδάριθμου, έπειτα από τόσα χρόνια ανάγνωσης αντιτύπων της Bell...

[...] η δεσποινίς Ντιτζάρντεν χρησιμοποίησε τη συνήθη πρακτική με την οποία αντιμετωπίζεται η υστερία: χαστούκισε την Κάρι με δύναμη στο μάγουλο. Θα ήταν δύσκολο να παραδεχτεί ότι το ευχαριστήθηκε, και σίγουρα θα είχε αρνηθεί ότι θεωρούσε την Κάρι ένα σακί παραγεμισμένο με λίπος, που γκρίνιαζε διαρκώς. Ήταν η πρώτη της χρονιά που δούλευε σε σχολείο και προσπαθούσε ακόμα να πείσει τον εαυτό της πως όλα τα παιδιά είχαν καλά στοιχεία μέσα τους.
-----
Η μαμά δεν λέει ότι θα έρθει η Ημέρα της Κρίσεως
(και το όνομα του αστέρος λέγεται ο Άψινθος εγώ δε παιδεύσω υμάς εν σκορπιούς)
κι ότι θα παρουσιαστεί ένας άγγελος με μια ρομφαία;

Μακάρι να γινόταν αυτό σήμερα κιόλας, και ο Χριστός να μην ερχόταν μ' ένα αρνάκι και την γκλίτσα του τσοπάνη, αλλά μ' έναν βράχο σε κάθε χέρι για να συνθλίψει τους περιπαίκτες και τους χλευαστές, να ξεριζώσει το κακό και να το καταστρέψει μ' ένα ουρλιαχτό -ένας ζοφερός Ιησούς, διψασμένος για αίμα και δικαιοσύνη.
-----
Έχοντας εξασφαλίσει κάτι που ανέκαθεν ποθούσε -σταθερότητα στη ζωή της, ασφάλεια, κύρος-, ανακάλυψε ότι αυτά συμβαδίζουν μ' ένα αίσθημα στενοχώριας που τα συνοδεύει σαν μια απειλητική αδερφή. Δεν το είχε ονειρευτεί έτσι. Έξω από τον ζεστό φωτεινό τους κύκλο καραδοκούσαν πράγματα σκοτεινά, ανεξιχνίαστα. Η ιδέα ότι τον άφησε να τη γαμήσει
(είναι ανάγκη να εκφράζεσαι έτσι ναι αυτή τη φορά υπάρχει λόγος)
απλώς και μόνο επειδή ο Τόμι ήταν δημοφιλής, για παράδειγμα. Το γεγονός ότι ήταν ταιριαστό ζευγάρι όταν κυκλοφορούσαν μαζί ή ότι όταν έβλεπε το είδωλό τους στη βιτρίνα ενός μαγαζιού σκεφτόταν: Να ένα ωραίο ζευγάρι. Ήταν σίγουρη
(ή τουλάχιστον ήλπιζε)
ότι δεν ήταν τόσο αδύναμη, τόσο πρόθυμη να ικανοποιήσει υπάκουα τις αυτάρεσκες προσδοκίες των γονιών, των φίλων ακόμη και τις δικές της. [...] Η λέξη την οποία απέφευγε να χρησιμοποιήσει ήταν το ρήμα συμμορφώνομαι, που της έφερνε στο μυαλό εικόνες θλιβερές, μαλλιά τυλιγμένα σε μπιγκουτί, ατελείωτα απογεύματα μπροστά στη σιδερώστρα, με την τηλεόραση να παίζει σαπουνόπερες, ενόσω ο αντρούλης λιώνει στη δουλειά σ' ένα μίζερο γραφείο· συμμετοχή σε εκδηλώσεις της Ένωσης Γονέων Καθηγητών και αργότερα, όταν το εισόδημά τους θα ανερχόταν σε πενταψήφιο νούμερο, η λέσχη της καλής κοινωνίας· αμέτρητα χάπια μέσα σε στρογγυλές κίτρινες θήκες, έτσι ώστε να διατηρηθεί η σιλουέτα της νεανική όσο το δυνατόν περισσότερο και να σιγουρευτεί ότι δεν θα προκύψουν ανεπιθύμητοι μικροί επισκέπτες που τα κάνουν επάνω τους και τσιρίζουν στις δύο η ώρα το πρωί· αγώνες, στο όνομα μας απελπισμένης ευπρέπειας, προκειμένου να μη μολυνθούν τα λευκά προάστια από αράπηδες [...].
-----
"Τα κορίτσια κρύβουν μέσα τους αρκετή δόση κακίας, κάτι που τα αγόρια δεν μπορούν να το καταλάβουν."
-----
"Ήσασταν παιδιά", είπε ο Τόμι. "Τα παιδιά δεν καταλαβαίνουν τι κάνουν. Τα παιδιά δεν αντιλαμβάνονται καν ότι οι πράξεις τους πληγώνουν τους άλλους. Δεν διαθέτουν ε... ενσυναίσθηση. Με πιάνεις τι εννοώ;"

Η Σου κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια να εκφράσει αυτό που αισθανόταν, γιατί ξαφνικά της φάνηκε σημαντικό να σταθεί υπεράνω του επεισοδίου στα ντους, όπως ο ουρανός δεσπόζει πάνω από τα βουνά.

"Μα σχεδόν κανένας δεν αντιλαμβάνεται ότι οι πράξεις του πληγώνουν πραγματικά, αληθινά, τους άλλους! Οι άνθρωποι δεν γίνονται καλύτεροι, γίνονται απλώς πιο πανούργοι. Όταν γίνεσαι πιο πανούργος, δεν παύεις να μαδάς τα φτερά των πεταλούδων, απλώς βρίσκεις μια καλύτερη δικαιολογία για να το κάνεις. Πολλά παιδιά λένε ότι λυπούνται την Κάρι Γουάιτ -προπάντων κορίτσια, κι αυτό είναι το πιο γελοίο-, όμως είμαι σίγουρη ότι κανένας δεν καταλαβαίνει τι σημαίνει να είσαι η Κάρι Γουάιτ είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Και στην ουσία δεν νοιάζονται."

"Εσύ νοιάζεσαι;"

"Δεν ξέρω!" αναφώνησε η Σου. "Όμως κάποιος θα πρέπει να προσπαθήσει να κάνει κάτι που μετράει... κάτι που να έχει κάποιο νόημα."

[...] οι εκπρόσωποι του αντρικού φύλου δεν περιμένουν πολλά από τους ομοίους τους σε θέματα αλτρουισμού.
-----
Δεν ήξερε αν το χάρισμά της προερχόταν από τον άρχοντα του φωτός ή του σκότους, και τώρα που ανακάλυπτε, επιτέλους, ότι η προέλευσή του της ήταν αδιάφορη, την πλημμύρισε μια απερίγραπτη ανακούφιση, σαν να έφυγε από τους ώμους της ένα τεράστιο βάρος που την έκανε να στενάζει εδώ και καιρό.
-----
Στην Αμερική, κάθε φορά που συμβαίνει κάτι σημαντικό, του στήνουν βάθρο, το φυλάνε όπως φυλάμε τα πρώτα παπουτσάκια ενός μωρού. Αυτό τους επιτρέπει να το ξεχάσουν.
-----
Συνέχισαν να χρωματίζουν περιχαρακωμένες στη σιωπή τους. Η Σου ήξερε ότι τα πράγματα δεν ήταν τόσο ρόδινα όσο τα είχε περιγράψει η Έλεν, ότι στα μάτια των συμμαθητών της δεν θα ήταν ποτέ πια η ίδια. Δεν θα μπορούσε να είναι. Είχε πάρει μια πρωτοβουλία επικίνδυνη, απρόβλεπτη -είχε βγάλει τη μάσκα και είχε αποκαλύψει το πρόσωπό της.
-----
Κοιτάχτηκαν χωρίς να ανταλλάξουν λέξη.

Η Κάρι σκέφτηκε ότι αν ξέφευγε από τα χείλη του ο παραμικρός άτοπος ήχος, θα ράγιζε η καρδιά της, και ότι αν εκείνος έβαζε τα γέλια, θα πέθαινε. Ένιωσε πραγματικά -σωματικά- να συστέλλεται ολόκληρη η στερημένη ζωή της και να συγκεντρώνεται σ' ένα σημείο που θα μπορούσε να ήταν το τέλος όλων ή η αρχή μιας φωτεινής ακτίνας που διαρκώς διευρυνόταν.

Εντέλει τον ρώτησε απελπισμένα: "Σου αρέσω;"

"Είσαι όμορφη", της απάντησε.

Και ήταν όντως.
-----
Όμως το "λυπάμαι" είναι ο μαϊντανός των ανθρώπινων συναισθημάτων. Είναι αυτό που λες όταν χύνεις τον καφέ ή όταν αστοχείς σε αγώνα μπόουλινγκ της ομάδας σου στο πρωτάθλημα. Η αληθινή λύπη σπανίζει όσο και η αληθινή αγάπη.
-----
Από τη στιγμή που τη μετέτρεψαν σε δημοσιογραφική είδηση, τίποτα δεν μπορεί να την ξανακάνει ανθρώπινο πλάσμα.
-----
Όμως το αμάξι... το αμάξι είχε τη δική του μυστική δύναμη και όχι μόνο τροφοδοτούσε και τον ίδιο με δύναμη, αλλά του έδινε και μια αίγλη. Του έδινε ένα πρόσωπο στην κοινωνία, τον έκανε άνθρωπο με επιβάλλον. Δεν ήταν τυχαίο το γεγονός ότι τα περισσότερα φιστικώματα τα είχε κάνει στο πίσω κάθισμα. Το αμάξι ήταν δούλος του και θεός του. Έδινε και μπορούσε να αφαιρέσει.
-----
Το γεγονός ότι αποφάσισαν να βγουν και να την αφήσουν στην ησυχία της ήταν για κείνη μεγάλη ανακούφιση, μιας και εξακολουθούσε να αναρωτιέται για τα κίνητρα της πράξης της, ενώ απέφευγε να τα εξετάσει βαθύτερα από φόβο μην τυχόν ανακαλύψει κάποιο αστραφτερό πετράδι ιδιοτέλειας να της κλείνει το μάτι μέσα από το μαύρο βελούδο του υποσυνείδητού της.
-----
Τους είχε στο χέρι, βρίσκονταν στο έλεός της. Δύναμη! Τι φοβερή λέξη!
-----
Προσευχόταν, όμως απάντηση δεν έπαιρνε. Δεν ήταν κανένας εκεί - κι αν ήταν, Εκείνος, ή Αυτό, παρέμενε κουφός στις προσευχές της. Ο Θεός της είχε γυρίσει την πλάτη, και γιατί όχι; Στο κάτω κάτω, ήταν εξίσου υπεύθυνος για τη φρίκη που βίωνε.

Stephen King, Κάρι, μετάφραση Παλμύρας Ισμυρίδου, εκδόσεις Κλειδάριθμος, 2019 (πρώτη έκδοση 1974)

* Φωτογραφία από εδώ

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2019

Οδηγοί ακρόασης I: Πυξ Λαξ

Όπως πολλοί άλλοι, πέρασα κι εγώ τη "φάση Πυξ Λαξ" στα (πρώτα) φοιτητικά μου χρόνια. Εκείνη την εποχή, 1997 έως 2001, το γκρουπ ήταν στα ντουζένια του, και τα τραγούδια του έπαιζαν όπου κι αν βρισκόσουν: σε σπίτια, σε καφετέριες, σε κλαμπ, σε αυτοκίνητα... Έχω, πάντως, την εντύπωση ότι ο πρώτος ενθουσιώδης ακροατής τους που γνώρισα ήταν ο ξάδερφός μου ο Στέλιος: στο σπίτι του είδα πρώτη φορά το εξώφυλλο του "Ο Μπαμπούλας Τραγουδάει Μόνος Τις Νύχτες..."

Κάπου στο γύρισμα της χιλιετίας, όμως, οι Πυξ Λαξ άλλαξαν: άρχισαν να τραγουδάνε κάτι κακόμοιρα και βαρύγδουπα τραγούδια, κι ήρθε και για μένα η ευκαιρία της αποδόμησής τους. Έκτοτε είμαι στην αντιπολίτευση, ειδικά απέναντι στους αδαείς που νομίζουν ότι ακούγοντας "έντεχνο" κάνουν κάποιου είδους "ποιοτική" επιλογή.

Όταν καλείσαι, βέβαια, να κάνεις μια συνολική αποτίμηση του έργου ενός καλλιτέχνη, οφείλεις να αφήσεις, στο μέτρο του δυνατού, τις προσωπικές σου απόψεις εκτός. Ή, καλύτερα, να τις επανεξετάσεις. Πάντα το προσπαθώ, και στην περίπτωση των Πυξ Λαξ όντως επανεκτίμησα όσα ωραία έκαναν στην πρώτη περίοδό τους. Για τα μετέπειτα παραμένω άπιστος Θωμάς, ακόμα περισσότερο ίσως.

Ο οδηγός ακρόασης για τη δισκογραφία των Πυξ Λαξ ήταν η δεύτερη αποστολή που μου ανατέθηκε από τον Βύρωνα Κριτζά, στα πλαίσια του υπερφιλόδοξου σχεδίου του για ένα ελληνικό All Music -ή κάτι τέτοιο. Τα κείμενα αυτά γράφτηκαν στις αρχές του 2016, τότε που ακόμα το Sound Greek to me ήταν απλώς μια ιδέα, η οποία πολλοί φοβόμασταν ότι δεν θα υλοποιούνταν ποτέ -και διαψευστήκαμε από το πείσμα του Βύρωνα. Απλώς "χτενίστηκαν" και συμπληρώθηκαν, λίγο πριν τη δημοσίευσή τους, στις 13 Φεβρουαρίου 2019.

Διαβάζετε πατώντας εδώ.

Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2019

Υπογραμμίσεις XXII: Γιάννης Παλαβός

Το όνομα του Γιάννη Παλαβού το έμαθα τον Ιούνιο, όταν, σε κάποια παραλία, είδα ένα βιβλίο του στα χέρια της Πέννυς. Λίγες μέρες μετά, εκείνη μου δώρησε ένα άλλο(;) βιβλίο του, με τίτλο Το Παιδί. Δεν το διάβασα το καλοκαίρι γιατί ήθελα να του δώσω την προσοχή που αξίζει σε κάθε δώρο -η σειρά του ήρθε τον Σεπτέμβρη.

Ο Παλαβός είναι ένας νέος άνθρωπος, που γράφει "ξερά", και αφηγείται κάπως σκοτεινές ιστορίες από την παιδική του ηλικία και τον τόπο καταγωγής του, το Βελβεντό Κοζάνης. Από πολλές απόψεις, μου θύμισε τον αγαπημένο μου διηγηματογράφο Δημήτρη Πετσετίδη -χωρίς να προσπαθώ να πω ότι ο Παλαβός δεν έχει τον δικό του μύθο και κόσμο. Οι ιστορίες του και ο τρόπος του έχουν οπωσδήποτε κάτι που σε τραβάει εντός τους, και σε κάνει να θες να αναζητήσεις και τα υπόλοιπα γραπτά του.

Όσο προχωρούσε η ώρα, στα γύρω στενά η κίνηση αύξανε. Τελευταίες αγορές πριν τη γιορτή. Καφέδες, μηχανάκια. Τα αρώματα των λουλουδιών υποχωρούσαν μαζί με τον ήλιο. Η σκιά του καμπαναριού μάκραινε. Δεκαοχτούρες στις σκεπές. Την περισσότερη ώρα δεν λέγαμε τίποτα. Περιμέναμε.
-----
Ο Καραλιός κλοτσούσε και χτυπούσε. Κάπου κάπου βλέπαμε αίματα στις ρωγμές, στα χόρτα που φύτρωναν πλάι στις μυρμηγκοφωλιές. Ώσπου είδαμε τον μικρό απ' τον Συνοικισμό με μια κοτρόνα στα χέρια, την είχε πάρει απ' το παρτέρι. Πήγε πίσω απ' τον Καραλιό και με μια παράδοξη ησυχία, σαν να έκοβε λουλούδια, σαν να χάιδευε τα μαλλιά νεογέννητου, την κατέβασε στο κεφάλι του. Ο Καραλιός γύρισε ζαλισμένος, παραπάτησε κι ύστερα ο μικρός την κατέβασε άλλη μια, αυτή τη φορά στο πρόσωπο, έπειτα μια φορά ακόμα. Ο Καραλιός ξαπλώθηκε.
-----
Την πομπή, ακριβώς πίσω απ' τον παπά, οδηγούσε ο μικρός. Ανέκφραστος παρά το πλήθος στην πλατεία, ατάραχος ακόμα κι όταν μεσάνυχτα άστραψαν πάνω μας γαλαζοπράσινα τα πυροτεχνήματα - λες και δεν ήταν Πάσχα, λες κι ήταν μια Τρίτη βράδυ, Ιούλιος με τις ζέστες κι όλος ο Συνοικισμός στις αυλές, στις πλαστικές καρέκλες, να πίνει μπύρες σιωπηλός.

[...] κανένας -ακόμα κι οι λίγοι που τον έπαιρναν στο ψιλό, που τον έλεγαν σαλεμένο-, κανένας δεν τον αποστρεφόταν. Απεναντίας: τον καλούσαν σε τσιμπούσια και συλλείτουργα, τον πότιζαν ρακί κι αυτός κούρδιζε το λαούτο κι άρχιζε τις ιστορίες. Ήταν λατέρνα ζωντανή, αλλά δεν ήταν ξένο σώμα. Δεν ήταν περίγελος. Ο Γιάννης ήταν ο αφηγητής, εστία με φωτιά, ο κόσμος ζέσταινε τα χέρια του.
-----
Η Γεωργία προχωρά κι απασχολεί το μυαλό της με χίλια δυο: με μια χελώνα που λιάζεται στη χλόη, με τους μαιάνδρους των μίσχων, με το σφύριγμα των μπεκ που βρέχουν τους γύρω αγρούς. Όμως, καθώς πιάνει τον ανήφορο προς ναΐσκο -ασβεστωμένο και λαμπρό μέσα στα καραγάτσια-, νιώθει σαν σήτα που πάνω της κολλούν μύγες. Δεν ανεβαίνει αυτή το ύψωμα, έτσι νιώθει· είναι αλλού, ένα χιλιόμετρο πέρα κι από αγνάντι βλέπει μια κουκκίδα να ροκανίζει τα σκαλιά, να τραβά τον σύρτη της περίφραξης. Μπαίνει στην αυλή κι απλώνει τα πρησμένα της πόδια στο πεζούλι. Κάθε μέρα η ίδια σκέψη: πρώτα δεν ήθελε κανέναν, μετά δεν έβρισκε κανέναν.

Γιάννης Παλαβός, Το Παιδί, εκδόσεις Νεφέλη, 2019

* Φωτογραφία από εδώ

Οι... "300" ηρωικοί αναγνώστες