Τον καιρό που ήμουν στη Σαντορίνη είχα βάλει στόχο να διαβάζω ένα βιβλίο τον μήνα. Ίσως το πέτυχα κάποιους μήνες, αλλά τους περισσότερους όχι. Όσο για το 2020, αυτό, μαζί με όλα τα άλλα, πήρε και σήκωσε και αυτή μου την προσπάθεια: η ελληνική έκδοση του Firestarter ήταν μόλις το 5ο βιβλίο που έπιασα στα χέρια μου και ολοκλήρωσα μέσα στη χρονιά.
Την ίδια τύχη ενδεχομένως θα έχει και η προσπάθειά μου να βουλώσω με χρονολογική σειρά τις θεόρατες τρύπες που έχω στη βιβλιογραφία του Stephen King. Π.χ. θα έπρεπε να διαβάσω πρώτα το Rage (1977), το οποίο όμως έχει αποσυρθεί από την κυκλοφορία, ως γνωστόν. Ή θα έπρεπε να ξαναπιάσω το Night Shift (1978), τώρα που εκδόθηκε ξανά στα ελληνικά. Τέλος πάντων, το επόμενο στη σειρά, από εκείνα που δεν είχα διαβάσει, ήταν η Πύρινη Οργή.
Έχω ξαναγράψει για τις διαφορές του "νέου" King, σε σχέση με τον "γέρο". Προτιμώ σαφώς τον δεύτερο, τον έμπειρο, τον σοφό. Ο άλλος, παρότι είναι καλός μάστορας, κάποιες φορές σκοντάφτει, δεν ξέρει να αποφύγει το επουσιώδες, ή να το ντύσει έστω πιο μαστόρικα, για να το περάσει ως απαραίτητο.
Δεν τίθεται θέμα: το απόλαυσα και αυτό το έργο του. Απλώς το ένιωσα να κάνει και μια εμφανή κοιλιά. Δεν βοήθησε και η κάπως... ανέμελη επιμέλεια, που άφηνε άχαρες κάποιες εκφράσεις και προτάσεις. Είναι ένα θέμα αυτό, που νιώθω ότι επιμένει στις νέες εκδόσεις του Κλειδάριθμου.
Κατά τα άλλα, βρίσκει κανείς εδώ πολύ ψωμί σε ό,τι αφορά κάποια από τα αγαπημένα θέματα του συγγραφέα: η εξουσία και οι μέθοδοί της, η ευθύνη του ταλέντου, η σχετικότητα του καλού και του κακού είναι μόνο κάποια από αυτά.
Ανασηκώθηκε αργά, σκουπίζοντας τα τελευταία της δάκρυα. Μέσα στο σκοτάδι, το πρόσωπό της θύμιζε ωχρό φεγγαράκι. Καθώς την κοιτούσε, ένιωσε μια μαχαιριά ενοχών. Θα έπρεπε να βρίσκεται χωμένη αναπαυτικά στο κρεβατάκι της σε κάποιο σπίτι με σταθερά μειούμενο στεγαστικό δάνειο, με ένα αρκουδάκι στην αγκαλιά, έτοιμη να επιστρέψει στο σχολείο το επόμενο πρωί και να αγωνιστεί για τον Θεό, την πατρίδα και τη δευτέρα δημοτικού. Αντ' αυτού, στεκόταν στη λωρίδα έκτακτης ανάγκης ενός αυτοκινητόδρομου στα βόρεια της Νέας Υόρκης, στη μία και τέταρτο το πρωί, κυνηγημένη, γεμάτη ενοχές επειδή είχε κληρονομήσει κάτι από τη μητέρα και τον πατέρα της -κάτι που δεν το είχε ορίσει η ίδια, όπως ακριβώς είχε συμβεί και με το χρώμα των ματιών της. Πώς εξηγείς σ' ένα επτάχρονο ότι ο μπαμπάς και η μαμά χρειάστηκαν κάποτε διακόσια δολάρια και οι άνθρωποι με τους οποίους συνεννοήθηκαν είπαν ότι δεν υπήρχε πρόβλημα αλλά έλεγαν ψέματα;
-----
"Η ζωή είναι λίγη και ο πόνος πολύς και βρισκόμαστε στη γη για να βοηθάμε ο ένας τον άλλο."
-----
Τους κυνηγούσαν εδώ κι έναν χρόνο περίπου. Ήταν σχεδόν αδύνατο να το πιστέψεις, ίσως επειδή δεν έμοιαζε και τόσο με κυνήγι, τουλάχιστον για το διάστημα που ήταν στο Πορτ Σίτι της Πενσυλβάνια και ήταν υπεύθυνος του προγράμματος Αντίο Βάρος. Η Τσάρλι πήγαινε σχολείο στο Πορτ Σίτι, και πώς ήταν δυνατόν να νιώθεις κυνηγημένος όταν είχες σταθερή δουλειά και η κόρη σου πήγαινε στην πρώτη δημοτικού;
-----
Ο Καπ έγειρε πίσω, έπλεξε τα δάχτυλά του και κοίταξε στην άλλη άκρη του γραφείου, τη φωτογραφία του Τζορτζ Πάτον στον τοίχο. Ο Πάτον στεκόταν με τα πόδια ανοιχτά στον πύργο ενός άρματος μάχης, λες και ήταν ο Τζον Γουέιν ή κάτι τέτοιο. "Η ζωή είναι σκληρή αν φανείς λιπόψυχος", είπε στη φωτογραφία του Πάτον και ήπιε μια γουλιά καφέ.
-----
Περπατούσε με αργό, επίσημο τρόπο, που του προσέδιδε ένα περίεργο είδος αξιοπρέπειας, και η αναμφισβήτητη αξιοπρέπεια είναι σπάνιο χαρακτηριστικό σ' έναν άνθρωπο. Ο Καπ, που είχε πρόσβαση στους ιατρικούς φακέλους όλων των πρακτόρων του Πρώτου Τομέα, γνώριζε ότι το αξιοπρεπές βάδισμα του Άλμπερτ ήταν σκέτη απάτη· υπέφερε πολύ από αιμορροΐδες, γι' αυτό και είχε κάνει δύο εγχειρήσεις. Είχε αρνηθεί την τρίτη, επειδή πιθανόν να τον ανάγκαζε να έχει μονίμως στερεωμένο στο πόδι του έναν σάκο κολοστομίας για το υπόλοιπο της ζωής του. Το αξιοπρεπές βάδισμά του πάντα έκανε τον Καπ να σκέφτεται το παραμύθι με τη γοργόνα που ήθελε να γίνει γυναίκα και το τίμημα που πλήρωσε για να αποκτήσει πόδια. Ο Καπ φανταζόταν ότι και το δικό της βάδισμα μάλλον θα ήταν αξιοπρεπές.
-----
"[...] Μιλάμε για την υπόφυση, πλοίαρχε Χόλιστερ. Με εξελικτικούς όρους, πρόκειται για τον παλαιότερο ενδοκρινή αδένα στο ανθρώπινο σώμα. Στα αρχικά στάδια της εφηβείας, διοχετεύει το πολλαπλάσιο του βάρους του σε αδενικές εκκρίσεις στο κυκλοφοριακό μας σύστημα. Πρόκειται για έναν εξαιρετικά σημαντικό αδένα, για έναν τρομακτικά μυστηριώδη αδένα. Αν πίστευα ότι ο άνθρωπος έχει ψυχή, πλοίαρχε Χόλιστερ, θα έλεγα ότι εδρεύει στην υπόφυση."
-----
"Όμως ακόμα και οι αναλύσεις του υπολογιστή σας υποδηλώνουν ότι η μικρή ξεπερνάει το σύμπλεγμά της, πλοίαρχε Χόλιστερ. Διαθέτει την αξιοζήλευτη ικανότητα να το κάνει. Είναι μικρή σε ηλικία και το σύμπλεγμα δεν έχει προλάβει να κατακάτσει και να πήξει σαν τσιμέντο. Άλλωστε έχει και τον πατέρα της! Καταλαβαίνεις τη σημασία αυτού του απλού δεδομένου; Όχι, δεν την καταλαβαίνεις. Ο πατέρας είναι η φιγούρα εξουσίας. Κρατάει τα ψυχικά ηνία κάθε καθήλωσης του κοριτσιού. Στοματική, πρωκτική, γενετήσια· πίσω από καθεμία, σαν σκιώδης μορφή πίσω από μια κουρτίνα, βρίσκεται η πατρική-εξουσιαστική φιγούρα. Για το κορίτσι-παιδί είναι σαν τον Μωυσή· οι νόμοι είναι οι δικοί του νόμοι -αν και η μικρή δεν γνωρίζει από πού τους παρέλαβε- και εκείνος τους εφαρμόζει. Είναι ίσως ο μόνος άνθρωπος σε ολόκληρο τον κόσμο που μπορεί να άρει το μπλοκάρισμα. Τα συμπλέγματά μας, πλοίαρχε Χόλιστερ, πάντα μας προκαλούν τη μεγαλύτερη οδύνη και ψυχική αναστάτωση όταν εκείνοι που μας τα προκάλεσαν πεθαίνουν, καθιστώντας αδύνατο τον διαπληκτισμό... και τη λύτρωση."
-----
"Αγόρασα ένα ψηφιακό ρολόι Seiko από τη μαύρη αγορά της Βενετίας. Είναι συναρπαστικό. Με μικρούς μαύρους αριθμούς που αλλάζουν διαρκώς. Ένα επίτευγμα της τεχνολογίας. Πολλές φορές σκέφτομαι, Καπ, ότι στο Βιετνάμ πολεμήσαμε όχι για να νικήσουμε αλλά για να πραγματοποιήσουμε τεχνολογικά επιτεύγματα. Πολεμήσαμε προκειμένου να δημιουργήσουμε το φτηνό ψηφιακό ρολόι χειρός, το ηλεκτρονικό πινγκ πονγκ που το συνδέεις στην τηλεόραση του σπιτιού, το κομπιουτεράκι τσέπης. Τα βράδια, κοιτάζω το καινούριο μου ρολόι μέσα στο σκοτάδι. Μου λέει ότι πλησιάζω όλο και πιο κοντά στον θάνατο, ένα δευτερόλεπτο τη φορά. Πρόκειται για θετική είδηση."
-----
"Μπαμπά, όταν άρχισα να πηγαίνω σχολείο, μου είπες να μην μπαίνω ποτέ σε αυτοκίνητα αγνώστων." Είχε φορέσει το βρακάκι της και την πράσινη μπλούζα της και τον κοιτούσε με απορία.
Ο Άντι σηκώθηκε από το κρεβάτι, πήγε κοντά της και την έπιασε από τους ώμους. "Μερικές φορές ένας διάβολος που δεν τον ξέρεις είναι προτιμότερος από εκείνον που ξέρεις", της είπε.
-----
Καθώς στέκονταν στο πλάι του δρόμου, αισθανόταν εκτεθειμένος, σαν τους φυλακισμένους με τη ριγέ στολή στα κινούμενα σχέδια. Σταμάτα, σκέφτηκε. Σε λίγο θ' αρχίσεις να νομίζεις ότι βρίσκονται παντού -ένας πίσω από κάθε δέντρο και ένα τσούρμο πίσω από τον επόμενο λόφο. Κάποιος δεν είχε πει ότι η απόλυτη παράνοια και η απόλυτη επίγνωση είναι ένα και το αυτό;
-----
Είχε περάσει σχεδόν ένας χρόνος από τότε που τους καταδίωκαν, και ο Άντι αιφνιδιάστηκε όταν ένιωσε μια αλλόκοτη αίσθηση ανακούφισης, εκτός από τον έντονο φόβο του. Είχε ακούσει ότι ακόμα και στην πιο ακραία κατάσταση, ακόμα κι ένας λαγός στρέφεται μερικές φορές και αντικρίζει τα σκυλιά, επιστρέφοντας σε κάποια πρότερη, λιγότερο μαλθακή περίοδο της φύσης του, ελάχιστα δευτερόλεπτα πριν τον ξεσκίσουν με τα σαγόνια τους.
-----
"Δεν υπάρχει λόγος να βάζεις τέτοια εμπόδια στον εαυτό σου. Θα κάνεις αυτό που πρέπει. Θα κάνεις ό,τι καλύτερο μπορείς. Και τίποτα παραπάνω. Πιστεύω πως το μόνο πράγμα που αρέσει πραγματικά στον Θεό αυτού του κόσμου είναι να ταλαιπωρεί όσους λένε τη λέξη "ποτέ"."
-----
Εκτός από τα παπούτσια, ο Τζον Ρέιμπερντ ενδιαφερόταν μόνο για δύο πράγματα. Το ένα ήταν ο θάνατος. Ο δικός του θάνατος, φυσικά· προετοιμαζόταν για το αναπόφευκτο εδώ και τουλάχιστον είκοσι χρόνια. Το να σπέρνει τον θάνατο ήταν ανέκαθεν η δουλειά του και η μόνη τέχνη στην οποία διέπρεπε. Όσο μεγάλωνε, το ενδιαφέρον του για τον θάνατο γινόταν όλο και πιο έντονο, με τον ίδιο τρόπο που ένας καλλιτέχνης ενδιαφέρεται όλο και πιο πολύ για τα χαρακτηριστικά και τα επίπεδα του φωτός και ένας συγγραφέας "ψηλαφίζει" έναν χαρακτήρα και τις αποχρώσεις του σαν τυφλός που διαβάζει τον κώδικα Μπράιγ. Ουσιαστικά εκείνο που τον ενδιέφερε περισσότερο ήταν η αναχώρηση... η εκπνοή της ψυχής... η έξοδος από το σώμα και από εκείνο που οι άνθρωποι χαρακτηρίζουν ζωή και το πέρασμα σε κάτι άλλο. Πώς ένιωθες όταν ξεγλιστρούσες; Σκεφτόσουν ότι ήταν ένα όνειρο και κάποια στιγμή θα ξυπνούσες; Έβλεπες τον Διάβολο του Χριστιανισμού να σε περιμένει με το δικράνι του, έτοιμος να το μπήξει στην ψυχή σου που ούρλιαζε και να τη μεταφέρει στα βάθη της Κόλασης σαν ένα κομμάτι κρέας από σις κεμπάπ; Ένιωθες κάποια χαρά; Καταλάβαινες ότι χανόσουν; Τι έβλεπαν άραγε τα μάτια των ετοιμοθανάτων;
Ο Ρέινμπερντ ήλπιζε ότι θα είχε την ευκαιρία να το διαπιστώσει από πρώτο χέρι. Στη δουλειά του, ο θάνατος συχνά ήταν γρήγορος και αναπάντεχος, κάτι που συνέβαινε πριν προλάβεις να βλεφαρίσεις. Ήλπιζε πως όταν έφτανε η στιγμή να πεθάνει ο ίδιος, θα είχε χρόνο να προετοιμαστεί και να νιώσει τα πάντα. Όλο και πιο συχνά τώρα τελευταία παρατηρούσε τα πρόσωπα όσων σκότωνε, προσπαθώντας να δει το μυστικό στα μάτια τους.
Ο θάνατος τον ενδιέφερε.
-----
[...] ο θάνατος επιστρέφει διαρκώς στο μυαλό σου από διαφορετικές πλευρές και διαφορετικές οπτικές γωνίες. Προσπαθείς να το αποφύγεις, δοκιμάζεις να προστατευτείς από τη μία πλευρά και το γεγονός εμφανίζεται μπροστά σου από την άλλη. Ο θάνατος μοιάζει με παίκτη του φούτμπολ, σκέφτηκε, έναν από εκείνους τους θηριώδεις. Ο θάνατος είναι σαν τον Φράνκο Χάρις, τον Σαν Κάνιγχαμ ή τον Μιν Τζο Γκριν. Καταφέρνει διαρκώς να σε γκρεμίζει στην πρώτη γραμμή της άμυνας.
"Όλα θα πάνε καλά", της είπε ενώ την κουνούσε, χωρίς να το πιστεύει ιδιαίτερα, όμως έτσι πρόσταζε το τελετουργικό, έτσι πρόσταζε το Ψαλτήρι, η φωνή του ενήλικα που φώναζε από τα βάθη του μαύρου πηγαδιού των χρόνων στη μίζερη τρύπα μιας παιδικής ηλικίας γεμάτης τρόμο· έτσι έλεγες όταν τα πράγματα πήγαιναν στραβά· ήταν το φωτάκι νυκτός που μπορεί να μην έδιωχνε το τέρας από την ντουλάπα, μα πιθανόν να το κρατούσε σε απόσταση ασφαλείας, έστω για λίγο· μια φωνή χωρίς δύναμη, που όμως ήταν αναγκασμένη να μιλήσει.
"Όλα θα πάνε καλά", της είπε, χωρίς να το πιστεύει ιδιαίτερα, αν και ήξερε, όπως κάθε ενήλικας βαθιά μέσα του, ότι τίποτα δεν πάει καλά, ποτέ. "Όλα θα πάνε καλά."
Ο Άντι έκλαιγε. Ήταν αδύνατο να συγκρατηθεί. Τα δάκρυά του ξεχύθηκαν έτσι όπως την κρατούσε στην αγκαλιά του, όσο πιο σφιχτά μπορούσε.
"Τσάρλι, σου ορκίζομαι ότι με κάποιον τρόπο όλα θα πάνε καλά."
-----
Ένιωσε έναν κόμπο στον λαιμό του και, στην ηλικία των εννιά, ο Άντι γεύτηκε για πρώτη φορά την έντονη, πηχτή σαν χρώμα, γεύση της απέχθειας για τον εαυτό του. Παρατηρούσε μουδιασμένος το ταλαίπωρο θήραμά του, νιώθοντας ότι ο πατέρας και ο παππούς του στέκονταν πίσω του, με τις σκιές τους, να πέφτουν πάνω του -τρεις γενιές ΜακΓκί όρθιοι πάνω από έναν δολοφονημένο σκίουρο σ' ένα δάσος του Βερμόντ. Και πίσω του, ο Πάππος είπε σιγανά: Λοιπόν, τα κατάφερες, Άντι. Πώς σου φαίνεται; Και ξαφνικά κύλησαν στα μάγουλά του τα δάκρυα, και τον κατέκλυσαν, τα καυτά δάκρυα του τρόμου και της συνειδητοποίησης -της συνειδητοποίησης πως άπαξ και έγινε, δεν υπήρχε γυρισμός. Ξαφνικά ορκίστηκε να μη σκοτώσει ποτέ ξανά με το όπλο. Το ορκίστηκε στον Θεό.
Δεν πρόκειται ν' ανάψω άλλες φωτιές, είχε πει η Τσάρλι και στο μυαλό του ο Άντι άκουσε την απάντηση που του είχε δώσει ο Πάππος τη μέρα που πυροβόλησε τον σκίουρο, τη μέρα που ορκίστηκε στον Θεό ότι δεν θα έκανε ποτέ ξανά κάτι τέτοιο: Αυτό να μην το ξαναπείς, Άντι. Ο Θεός λατρεύει να υποχρεώνει κάποιον να αθετεί την υπόσχεσή του. Του μαθαίνει να αντιμετωπίζει με ταπεινότητα τη θέση του στον κόσμο και αίσθηση του αυτοελέγχου.
-----
"Αυτός ο άγνωστος Ζ", είπε ο Χόλστετερ. "Έχεις αναλογιστεί τις πιθανές συνέπειες, αν αποδειχτεί ότι η μικρή δεν αποτελεί στείρο υβρίδιο αλλά κανονική μετάλλαξη;"
Ο Καπ το είχε σκεφτεί, παρόλο που δεν το είπε στον Χόκστετερ. Άγγιζε το ενδιαφέρον ζήτημα της ευγονικής... το δυνητικά εκρηκτικό ζήτημα της ευγονικής, με τις επίμονες συνδηλώσεις περί ναζισμού και ανώτερης φυλής -όλα εκείνα για τα οποία οι Αμερικανοί είχαν πολεμήσει στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο προκειμένου να εξαλειφθούν. Όμως άλλο θέμα ήταν να ανοίξεις ένα φιλοσοφικό πηγάδι και να απελευθερώσεις έναν πίδακα μαλακίας περί σφετερισμού της δύναμης του Θεού, και εντελώς διαφορετικό να παρουσιάσεις εργαστηριακά στοιχεία που να δείχνουν ότι οι απόγονοι γονέων της Μονάδας Έξι ίσως ήταν ανθρώπινοι πυρσοί, μετεωριστές, τηλεπαθητικοί ή τηλεσυναισθηματικοί ή ένας Θεός ξέρει τι άλλο. Τα ιδεώδη μπορούσες εύκολα να τα διατηρήσεις, αρκεί να μην υπήρχαν ισχυρά επιχειρήματα ενάντια στην ανατροπή τους. Τι θα συνέβαινε στη συνέχεια; Εργαστήρια αναπαραγωγής ανθρώπων; Όσο τρελό κι αν ακουγόταν, ο Καπ μπορούσε να το φανταστεί. Πιθανόν να ήταν το κλειδί για τα πάντα. Για την παγκόσμια ειρήνη ή την παγκόσμια κυριαρχία· κι όταν θα ξεφορτωνόσουν τους παραπλανητικούς καθρέφτες της ρητορικής και του στόμφου, δεν ήταν τελικά το ίδιο πράγμα;
Ήταν το κουτί της Πανδώρας. Οι πιθανότητες εκτείνονταν καμιά δεκαριά χρόνια στο μέλλον. Ο Καπ ήξερε ότι, στην καλύτερη περίπτωση, ο ίδιος, ρεαλιστικά, δεν είχε στη διάθεσή του περισσότερους από έξι μήνες, ίσως όμως και να αρκούσαν για να καθορίσει την τακτική -να επιθεωρήσει τη γη όπου θα στρώνονταν οι γραμμές για να κινηθεί ο συρμός. Θα ήταν η κληρονομιά που θα άφηνε στη χώρα και στον κόσμο. Σε σύγκριση με όλα αυτά, οι ζωές ενός κυνηγημένου καθηγητή και της ατημέλητης κόρης του δεν είχαν την παραμικρή αξία.
-----
Ο Καπ έμεινα να παρατηρεί τον Ρέινμπερντ. Κατά τα φαινόμενα, οι σκέψεις του ήταν μοιρασμένες, θυμίζοντας τσίρκο με τρεις πίστες. Ένα μέρος του μυαλού του θαύμαζε το γεγονός ότι πρώτη φορά άκουγε τον Ρέινμπερντ να μιλάει τόσο πολύ. Ένα άλλο προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει ότι αυτός ο μανιακός γνώριζε τα πάντα για τις δουλειές του Εργαστηρίου. Και ένα τρίτο θυμόταν μια κινεζική κατάρα, μια κατάρα που ακουγόταν παραπλανητικά ευχάριστη, μέχρι να καθίσεις και να τη σκεφτείς σοβαρά. Είθε να ζήσεις σε ενδιαφέροντες καιρούς. Τον τελευταίο ενάμιση χρόνο βίωνε μια πραγματικά ενδιαφέρουσα περίοδο. Ένιωθε πως άλλο ένα ενδιαφέρον πράγμα θα τον αποτρέλαινε.
-----
"Κοιτάς το πρόσωπό μου και βλέπεις ένα τέρας. Κοιτάς τα χέρια μου και βλέπεις να τα σκεπάζει το αίμα που εσύ με διέταξες να χύσω. Σου το λέω όμως, Καπ, θα γίνει. Εδώ και δύο χρόνια η μικρή δεν έχει κανένα φίλο. Είχε τον πατέρα της και τίποτ' άλλο. Εσύ τη βλέπεις όπως βλέπεις κι εμένα, Καπ. Είναι η μεγαλύτερή σου αδυναμία. Κοιτάς και βλέπεις ένα τέρας. Μόνο που, στην περίπτωση της μικρής, βλέπεις ένα χρήσιμο τέρας. Κι αυτό ίσως επειδή είσαι λευκός. Οι λευκοί βλέπουν παντού τέρατα. Οι λευκοί κοιτάνε ακόμα και το πουλί τους και βλέπουν ένα τέρας."
-----
Ο Ράμαντεν είχε πει κάποτε ότι τα χρηματοκιβώτια ήταν σαν τις γυναίκες: ανάλογα με τα εργαλεία και τον διαθέσιμο χρόνο, οποιοδήποτε χρηματοκιβώτιο μπορούσε να ανοιχτεί. Υπήρχαν, όπως έλεγε, ζόρικες περιπτώσεις και εύκολες περιπτώσεις, όχι όμως αδύνατες περιπτώσεις.
-----
"Ο πατέρας μου έλεγε πάντα πως σ' έναν διαγωνισμό που πετάνε σκατά ο ένας στον άλλο, σημασία δεν έχει πόσα θα ρίξεις εσύ, αλλά πόσα θα σου ρίξουν."
-----
Ο δόκτορας Χόφεριτζ κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας με έναν αναστεναγμό, έβγαλε ένα πακέτο Camel και άναψε τσιγάρο. Κάπνιζε σε όλη του τη ζωή και, όπως έλεγε κατά καιρούς στους συναδέλφους του, προσωπικά έγραφε στ' αρχίδια του τον παθολόγο του.
-----
"Ναι", είπε τελικά, "έχει σχέση με το περσινό μπλέξιμο. Γι' αυτό κάλεσα εσένα, Καρλ. Έχεις πείρα από μπλεξίματα, τόσο εδώ, όσο και στην παλιά πατρίδα. Ξέρεις τι σημαίνει να μπλέκεις. Και ξέρεις ότι μερικές φορές οι νόμοι είναι καλοί ανάλογα με το ποιος τους εφαρμόζει."
-----
Τα μυστικά, όπως θα μπορούσε να πει ο Καπ στον δόκτορα Χόφεριτζ, είναι ακόμα πιο ασταθή κι από το ουράνιο 235, και η σταθερότητα μειώνεται αναλογικά, κάθε φορά που λέγεται ένα μυστικό. Η Σίρλεϊ ΜακΚένζι κράτησε το μυστικό επί σχεδόν έναν μήνα κι ύστερα το είπε στην καλύτερή της φίλη, την Ορτάνς Μπάρκλεϊ. Η Ορτάνς το κράτησε κρυφό για περίπου δέκα μέρες πριν το πει στη δική της καλύτερη φίλη, την Κριστίν Τρέγκερ. Η Κριστίν το είπε στον σύζυγο και στις καλύτερες φίλες της (και στις τρεις) σχεδόν αμέσως.
-----
Η μικρή πήρε το ασανσέρ για τον δέκατο έκτο όροφο του ουρανοξύστη. Διάφοροι από όσους ήταν στην καμπίνα μαζί της, άντρες και γυναίκες, την παρατηρούσαν με περιέργεια -ένα κοριτσάκι με πράσινη μπλούζα και τζιν παντελόνι, που κρατούσε μια τσαλακωμένη χαρτοσακούλα στο ένα χέρι κι ένα πορτοκάλι Sunkist στο άλλο. Όμως ήταν Νεοϋορκέζοι και η ουσία του πνεύματος της Νέας Υόρκης ήταν να κοιτάς τη δουλειά σου και να επιτρέπεις στους άλλους να κοιτούν τη δική τους.
Stephen King, Πύρινη Οργή, μετάφραση Αντώνη Καλοκύρη, εκδόσεις Κλειδάριθμος, 2017 (πρώτη έκδοση 1980)