Το Χόλι Μάουντεν, το πρώτο βιβλίο του Νίκου Βεργέτη, έφτασε στα χέρια μου με έναν μάλλον ασυνήθιστο τρόπο. Ήταν καλοκαίρι του 2020, πιθανότατα η τελευταία μου μέρα στο ΕΠΑ.Λ. Θήρας -άρα η 2 Ιουλίου, που λογικά είχα εφημερία-, και το αμάξι ήταν ήδη φορτωμένο με όλα μου τα πράγματα, αφού η επιστροφή μου τον προσεχή Σεπτέμβρη στο συγκεκριμένο σχολείο έμοιαζε αμφίβολη. Βγαίνοντας για να φύγω το μεσημέρι, βρήκα το βιβλίο σφηνωμένο κάτω από τους υαλοκαθαριστήρες.
Κατάλαβα αμέσως ποιος -ή, καλύτερα, ποια- το είχε αφήσει εκεί: ήταν η καλή φίλη Πέννυ Ανέστη, με την οποία γνωριστήκαμε μέσα από τη ΜΟΥ.Σ.ΣΑ. και την Κινηματογραφική Λέσχη Θήρας -της οποίας Λέσχης η ίδια ήταν (και παραμένει) κινητήρια δύναμη. Στα δικά της χέρια έφτασε μέσω πρότασης από τον Παντελή Ροδοστόγλου, του βιβλιοπωλείου Πολιτεία. Δεν ξέρω αν είχε εξαρχής σκοπό να μου το χαρίσει, πάντως το έκανε τελικά, νιώθοντας απέναντί μου μια υποχρέωση -άγνωστο γιατί. Τέλος πάντων, χαμένος όπως είμαι σε διαβάσματα για το ελληνικό τραγούδι, και με τη βουλιμία μου για τη βιβλιογραφία του Stephen King πάντα ασίγαστη, άφησα το βιβλίο για όλα αυτά τα χρόνια στο ράφι. Όμως, από τη μία η θέλησή μου να διαβάσω περισσότερη ελληνική λογοτεχνία, από την άλλη ετούτο το άρθρο της LiFO, με έσπρωξαν να το πιάσω στα χέρια μου φέτος το καλοκαίρι.
"Ο Νίκος Βεργέτης ζει και εργάζεται στην Αθήνα" -αυτό είναι, όλο κι όλο, το βιογραφικό που περιλαμβάνεται στο "αφτί" της έκδοσης. Από τότε μέχρι σήμερα ο Βεργέτης έγραψε κι άλλα βιβλία, και έφτιαξε και δικό του εκδοτικό οίκο (Κυψέλη)· όμως ακόμα και τότε, στο συγγραφικό ξεκίνημά του, είχε ήδη μια ιστορία πίσω του, κυρίως ως μουσικός (ντράμερ στους Tango With Lions και Μαύρο Κόκκινο, μεταξύ άλλων). Υπερβολική ταπεινοφροσύνη ή προσπάθεια αποφυγής αποπροσανατολισμού του αναγνώστη από δευτερεύουσας αξίας πληροφορίες;
Όπως και να 'χει, δεν χρειάζεται να ξέρει κανείς πολλά για τον συγγραφέα, προκειμένου να απολαύσει το Χόλι Μάουντεν. Κι αυτό γιατί ο Βεργέτης είχε και μια καλή ιδέα (ένας ετοιμοθάνατος προβαίνει σε παραληρηματική εξομολόγηση στη σύντροφό του), αλλά και τον τρόπο για να τη φέρει αισίως σε πέρας. Η νουβέλα αυτή διαβάζεται μονορούφι, έχει ρυθμό (ντράμερ είναι ο άνθρωπος, τι διάβολο...), χιούμορ, συγκίνηση -κι ένα σωρό φιλοσοφημένες παρατηρήσεις για τους ανθρώπους και τη ζωή. Αυτό το τελευταίο, βέβαια, μάλλον προέκυψε ακούσια, αφού με βάση όσα έχει πει σε συνεντεύξεις του ο συγγραφέας μάλλον απεχθάνεται τα αποφθέγματα. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της έκδοσης είναι ότι δεν υπάρχουν πουθενά τελείες, ούτε κεφαλαία γράμματα.
Μέσα από τις διάφορες συνεντεύξεις του, ο Νίκος Βεργέτης αναδύεται ως πολύ ενδιαφέρον πρόσωπο· αν και είχα ήδη καταλήξει εκεί, από την ανάγνωση του Χόλι Μάουντεν και μόνο. Και φαίνεται πως συμφωνούν πολλοί με αυτό: η προσπάθειά του αναγνωρίστηκε από αναγνώστες και κριτικούς, το βιβλίο έγινε θεατρική παράσταση, ενώ έλαβε και το Βραβείο Νέου Λογοτέχνη 2018, από το περιοδικό Κλεψύδρα και το Έναστρον Βιβλιοκαφέ. Διόλου άσχημα για ένα ντεμπούτο που γράφτηκε εκτός έδρας (Βρυξέλλες), μέσα σε μόλις τρεις μέρες, και χωρίς να ακολουθηθεί κάποια διαδικασία διορθώσεων/τροποποιήσεων του αρχικού κειμένου.
Θα αναζητήσω οπωσδήποτε και τα επόμενα έργα του Βεργέτη.
[...] έλεγα κι άλλα ψεματάκια, έφτιαχνα κι άλλες ιστορίες που με τον καιρό γινόντουσαν περισσότερες, αλλά ποτέ δεν το χόντραινα, σαν τον σίριαλ κίλερ ένα πράμα που του 'ναι δύσκολο να σταματήσει στο πρώτο θύμα, αλλά παίρνει το κολάι και όσο περισσότερο σκοτώνει τόσο οι ενοχές του μειώνονται, άλλωστε ένας φόνος είναι βαρύ τίμημα, όμως η συνήθεια αμβλύνει τις ενοχές, τελοσπάντων, όμως ακόμα κι ο σίριαλ κίλερ ποτέ δεν το παρακάνει, δε χτυπάει στα τυφλά, δε βάζει βόμβες σε σταθμούς μετρό και νηπιαγωγεία, αυτά τα κάνουν οι θρησκείες και τα συμφέροντα, οι λυκοσυμμορίες που λέει και το κου κου ε, αυτός θέλει να βιώνει τον κάθε φόνο χωριστά, να γεύεται τα οφέλη της κάθε πράξης, να έχει όλες του τις αισθήσεις σε επιφυλακή, μια τελετουργία ένα πράμα, έτσι κι εγώ, στην αρχή ένα ψέμα με δυσκολία, μετά άλλο ένα, μετά άλλο ένα, αλλά ποτέ μόνο ψέματα και ποτέ μαζεμένα, πάντα σαν σάλτσα, να τα φχαριστιέμαι, να προλαβαίνω να απολαύσω κάθε ψέμα χωριστά, να παίρνω πίσω τα οφέλη του, το μειδίαμα ενός κοριτσιού, τα γέλια της παρέας, το θαυμασμό ενός φίλου, και μη μου πεις ότι όλα αυτά δεν αξίζουν αν έχουν προκληθεί από ψέματα και μόνο η αλήθεια έχει νόημα και τα σχετικά γιατί θα με αναγκάσεις να σου θυμήσω τις φορές που σου 'πα αλήθεια και συ μου 'πες ύστερα ότι δε μου τη ζήτησες και ότι μια χαρά ζούσαμε με τα μικροψεματάκια μας, τις χαρές μας, τους καβγάδες μας, τις αγάπες μας, τίποτε δε μας έλειψε, γιατί τώρα εσύ μου τα γαμάς όλα στο όνομα μιας κάποιας αλήθειας, λες και η αλήθεια δεν μπορεί να είναι ψεύτικη, λες και μόνο το ψέμα έχει αυτό το προνόμιο, λες και κάθε ψέμα δεν έχει μέσα του αλήθειες ή και το αντίστροφο [...]
-----
[...] έτσι κι αλλιώς πάντα με τους χαμένους ήμουνα, αυτούς που προχωρούσαν, ξανάπεφταν, ξανασηκωνόντουσαν, μετανιώνανε, βουτηγμένοι στα λάθη ζητούσαν συγνώμη μέσα στο δυστυχοευτυχία τους, πνίγανε τις πίκρες τους σε καμιά μπάρα και μετά ξαναπροσπαθούσαν να φτάσουν την ουτοπία που σιγά μην την έφταναν, αλλά εκεί αυτοί, ωραίοι άνθρωποι, απ' αυτούς έχεις να μάθεις κι όχι απ' τους νικητές και τους πετυχημένους, αυτούς τους βαριέσαι στο τέταρτο απάνω, σου λένε με ποιον τρόπο ξεπέρασαν τις κατραπακιές και τα εμπόδια και πώς στο τέλος φυσικά τα κατάφεραν, και όταν ακούς από κάποιον ότι τα κατάφερε αυτό σημαίνει γκέιμ όβερ, μετά ίνσερτ κόιν και πάμε γι' άλλα, ενώ αυτοί που σου λέω εγώ, οι χαμένοι, ποτέ δεν τα κατάφεραν, οπότε ούτε γκέιμ όβερ ούτε κέρμα χρειάζεται να ρίξεις, μ' ένα κέρμα μπορείς να παίζεις μια ζωή [...]
-----
[...] οι άνθρωποι που ταξιδεύουν είναι συνήθως πιο καλοί και πιο ευγενικοί, όταν μένεις καρφωμένος σ' έναν τόπο μπορεί στο τέλος να πιστέψεις ότι σου ανήκει και τότε χέσε μέσα, νομίζω κάτι τέτοιο έλεγε κι ο ταμπούκι αλλά χωρίς το χέσε μέσα, σ' έχω τρελάνει κι εσένα στις αναφορές και στα ονόματα αλλά έτσι είναι, όταν ο χρόνος τελειώνει και πασχίζουμε να θυμηθούμε όλα όσα ήμασταν, οι αναφορές είναι μέσα στο παιχνίδι, απαραίτητες θα έλεγα, ή μάλλον αναπόφευκτες, άλλωστε τι είμαστε; οι άνθρωποι που αγαπήσαμε, τα βιβλία που διαβάσαμε, οι τόποι που επισκεφτήκαμε, οι μουσικές που ακούσαμε [...]
-----
[...] θυμάσαι τότε που μ' είχε πιάσει και σου 'λεγα θεωρίες ότι ένας άνθρωπος μπορεί εν δυνάμει να είναι τα πάντα; και καλός και κακός και φονιάς κι επαναστάτης και κομματόσκυλο κι ό,τι άλλο θες, και ότι οι συγκυρίες μάς δείχνουν το δρόμο, η τύχη ως επί το πλείστον, η τύχη που όπως λένε όλοι οι πετυχημένοι δε μας προκαλεί, αλλά την προκαλούμε, ας τους πέσει ένα τούβλο στο κεφάλι να μείνουν ανάπηροι κι ας έρθουν τότε να μου πουν τα ίδια, ή έστω ας δουν το ματς πόιντ μπας και ξεστραβωθούνε κι αλλάξουν άποψη [...]
-----
[...] γι' αυτό σου λέω, αλήθεια ή ψέμα μικρή η διαφορά, το ζήτημα είναι η ιστορία, γι' αυτό γουστάρουμε τους αβέβαιους παραμυθάδες [...]
[...] σαν όλους μας είσαι κι εσύ, με το που ακούς κάτι που σε βολεύει το πιστεύεις, και πολύ καλά κάνεις, άμα το ψάχναμε παραπάνω θα κυκλοφορούσαμε με τα πρόζακ και τα ζάναξ ανά χείρας, μόνο οι ντετέκτιβ και οι δικαστές το ψάχνουν παραπάνω επειδή δεν αφορά τους ίδιους, από επαγγελματική διατροφή, συγνώμη διαστροφή ήθελα να πω, τελοσπάντων, άμα δε σε αφορά κάτι το ψάχνεις και το παραψάχνεις, νουάρ ήρωας γίνεσαι, αν όμως έχει να κάνει με τον ίδιο σου τον εαυτό, ασ' το καλύτερα, μη το πολυσκαλίζεις, κράτα την εκδοχή που σου ταιριάζει, κάνε πως την πιστεύεις και όλα καλά θα πάνε, άλλωστε αν δε μιλάς για κάτι είναι σαν να μην έχει συμβεί, καλύτερα να 'σαι εσύ ευχαριστημένος και άσε το πορτρέτο σου να παραμορφώνεται, σαν τον ντόριαν γκρέι, θυμάσαι;
-----
[...] η κακή τύχη βλέπεις, αυτή ευθύνεται, η τύχη που τόσο αγνοούμε επειδή έχουμε αυτή την ηλίθια συνήθεια να προσπαθούμε όλα να τα εξηγούμε, τι έπαρση κι αυτή; άσε λίγο μυστήριο να υπάρχει, αλατοπίπερο είναι το μυστήριο, δηλαδή ο χίτσκοκ, ο ελρόι κι ο τζέιμς κέιν μαλάκες ήτανε;
-----
[...] μ' αρέσει να μπλέκω και το παρελθόν στην όλη σούμα, έχει γοητεία το παρελθόν, έχει δύναμη και πόνο, έχει άλλη γλύκα, σαν το κρασί ένα πράμα, σαν μια αρχαία μπάρα που πάνω της έχουν ακουμπήσει τους αγκώνες τους όλοι οι μεθυσμένοι αυτού του κόσμου, τελοσπάντων, και το παρόν πλάκα έχει και το μέλλον επίσης, δε λένε ότι όταν κάποιος κάνει σχέδια ο θεός χαμογελάει; καλό ακούγεται, βέβαια δεν ξέρω αν ο θεός χαμογελούσε όταν έκανε σχέδια ο χίτλερ, γιατί κι αυτά σχέδια ήταν, γι' αυτό σου λέω, τι τα θες; τα γνωμικά και τα τσιτάτα μάς φάγανε [...]
-----
[...] αυτοί οι άνθρωποι αξίζουν πραγματικά, αυτοί οι περίεργοι τύποι με τους περίεργους τρόπους και τις περίεργες συνήθειες, αυτοί μόνο μπορούν να βάλουν το χέρι τους στη φωτιά ξέροντας ότι θα καούν, οι υπόλοιποι ή φεύγουν διακριτικά ή βάζουν το χέρι τους στη φωτιά και δεν καίγονται [...]
-----
[...] ξέρεις τι σκέφτηκα; την ανωτερότητα που αισθανόμαστε απέναντι στους πεθαμένους, είναι διαχειρίσιμοι οι πεθαμένοι, πλαστελίνες, τους κάνουμε ό,τι θέλουμε χωρίς να μπορούν να αντιδράσουν, τους χρησιμοποιούμε κατά το δοκούν, τους αναζητούμε και τους ξεχνάμε ανάλογα με τα κέφια μας, τους ξεσηκώνουμε κάθε τρεις και λίγο, μια για να κλάψουμε, μια για να γελάσουμε, μια επειδή μετά από μερικά ποτά οι αισθήσεις βρίσκονται σε οργασμό, υπό μίαν έννοια καλά τους κάνουμε, μήπως και να 'χουν αντίρρηση θα μας το πούνε;
-----
[...] έχει ξημερώσει, κοίτα να δεις, την καλύτερη ώρα ξύπνησα, έχεις αυτόν τον ήλιο τον όμορφο, τον διακριτικό, έτσι είναι ο ήλιος το ξημέρωμα, διακριτικός, ευγενικός, γι' αυτό δίνει αυτό το υπέροχο φως, σαν τους ανθρώπους είναι κι ο ήλιος, βγαίνει δειλά δειλά με ένα ίσως, με ένα τεράστιο μάλλον στο κεφάλι του, γεμάτος απορίες, αναρωτιέται, λες να μην πρέπει να βγω; μήπως κάνω λάθος; μετά, όταν βλέπει ότι τον δέχονται με χαρά και τον καλωσορίζουν αρχίζει να παίρνει τα πάνω του και γίνεται όλο και ζωηρότερος, σιγά σιγά γεμίζει με έπαρση μέχρι που το μεσημέρι, γύρω στις τέσσερις, φτάνει στο αποκορύφωμα της χυδαιότητάς του, μας τρίβει στη μούρη τη δύναμή του, μας δείχνει ποιος είναι το αφεντικό, εξαντλεί κάθε στάλα υπομονής, και όταν βλέπει ότι έχουμε πια αγανακτήσει και είμαστε έτοιμοι να σηκώσουμε μπαϊράκι, φοβάται και αρχίζει να μαζεύεται, ξαναγίνεται διακριτικός, γεμίζει με ευγένεια και σιγά σιγά αποσύρεται περιμένοντας την επόμενη φορά που θα ξαναχτυπήσει, έτσι δεν είμαστε κι εμείς; τα ίδια δεν κάνουμε;
-----
[...] τα γήινα πλάσματα μέσα στην ατέλειά τους, μέσα στις φοβίες και τις ανασφάλειές τους, είναι τα μόνα πλάσματα που αξίζει να εμπιστευτείς [...]
-----
[...] γι' αυτούς που αγαπώ μπαίνω στη φωτιά κι ας φοβάμαι, κι ας καώ, οι ατρόμητοι που δε φοβούνται δεν είναι σπουδαίοι, κι ας μπαίνουν στη φωτιά, οι ωραίοι είναι αυτοί που μπαίνουν ενώ φοβούνται, εκεί είναι το μεγαλείο, γι' αυτούς αξίζει να αγαπάς την πουτάνα τη ζωή, γι' αυτό πρέπει να εμπιστεύεσαι τους ανθρώπους και όχι τους ιπτάμενους κλόουν, οι κλόουν κάνουν μαγικά και τη σκαπουλάρουν, οι άλλοι όμως καίγονται, και είναι ωραίο πράμα να καίγεσαι για τη φιλία, για τις ιδέες, για τον έρωτα, δεν είναι παράσημο, είναι ομορφιά [...]
Νίκος Βεργέτης, Χόλι Μάουντεν, εκδόσεις Κέλευθος, 2017
* Φωτογραφία: Γιώργος Θωμόπουλος (από εδώ)