Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2011

Υπογραμμίσεις ΙΙΙ: Stephen King

Όσοι με γνωρίζουν, ξέρουν ότι ο Stephen King είναι ένας από τους αγαπημένους μου συγγραφείς. Παρότι τον τελευταίο καιρό, τα τελευταία χρόνια δηλαδή, τα διαβάσματά μου με έχουν πάει μακριά από τη λογοτεχνία γενικότερα, τα καλοκαίρια φροντίζω να βρω λίγο χρόνο για ένα από τα βιβλία του King. Φέτος ήταν η σειρά του μυθιστορήματος Η Μακριά Πορεία, το οποίο ο συγγραφέας εξέδωσε με το ψευδώνυμο Richard Bachman. Το αντίτυπο που έχω στην κατοχή μου, από τις εκδόσεις Κέδρος, ήταν το τελευταίο που υπήρχε στις αποθήκες και έφτασε στα χέρια μου το καλοκαίρι του 2010 εξαιτίας του φίλου μου του Χρήστου - μεγάλη ιστορία... Τον ευχαριστώ πάντως γιατί, έστω και άθελά του, μού χάρισε μερικές απολαυστικές ώρες ανάγνωσης.


Και βέβαια θα είχε πονέσει. Θα είχε πονέσει από πριν, με τον πιο επώδυνο μάλιστα τρόπο. Θα του είχε ξεσκίσει τα σωθικά η γνώση ότι ο ίδιος θα έπαυε να υπάρχει αλλά το σύμπαν θα συνέχιζε να λειτουργεί όπως και πριν, απαράλλακτα και απρόσκοπτα.
-----
Αναρωτιέμαι πώς νιώθεις, σκέφτηκε, όταν πυροβολείς άνθρωπο. Αναρωτιέμαι αν νιώθουν δυνατοί. Στο νου του ήρθε το κορίτσι με το πλακάτ, θυμήθηκε που τη φίλησε, που της έπιασε τον πισινό, που ψηλάφησε τα λεία εσώρουχα κάτω από το σορτς της ποδηλασίας. Ένιωσε δυνατός.
-----
Ολόκληρη η Πορεία έμοιαζε με ένα απειλητικό ερωτηματικό. Είπε στον εαυτό του ότι ένα τέτοιο εγχείρημα θα πρέπει να έκρυβε κάποιο βαθύτερο νόημα. Έτσι ήταν, σίγουρα. Ένα τέτοιο πράγμα πρέπει να δίνει απάντηση σε κάθε ερώτηση. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να συνεχίσεις την πορεία. Αχ, να μπορούσε μονάχα...
-----
"Δε σε πειράζει τόσο η σκέψη ότι θα πεθάνεις, έτσι δεν είναι, Όλσον; Όπως επίσης είπε ο ποιητής, δεν είναι ο θάνατος, είναι ότι θα κείτεσαι στον τάφο τόσο καιρό. Αυτό σε τρώει, μεγάλε;"
-----
Ο Γκάρατι συλλογίστηκε ότι οι αναμνήσεις ήταν σαν μια γραμμή χαραγμένη μες στη λάσπη. Όσο πιο πίσω γυρνούσες, τόσο πιο δύσκολο και επίπονο γινόταν να διακρίνεις τη γραμμή. Μέχρι που τελικά δεν έμενε παρά αφράτο χώμα και η μαύρη τρύπα της ανυπαρξίας από την οποία είχες προέλθει.
-----
Βρίσκονταν στο δρόμο δώδεκα ώρες. Δεν είχε καμιά σημασία. Το μόνο που μετρούσε ήταν η δροσερή αύρα που φυσούσε στην κορυφή του λόφου. Και το τιτίβισμα ενός πουλιού. Και η αίσθηση του μουλιασμένου του πουκάμισου που κολλούσε πάνω του. Και οι αναμνήσεις στο μυαλό του. Αυτά μετρούσαν και ο Γκάρατι γαντζωνόταν από πάνω τους συνειδητά κι απεγνωσμένα. Όλα αυτά ήταν κομμάτια από τον εαυτό του κι εξακολουθούσε να τα ορίζει.
-----
"[...] Περπάτα γιατί πέθανες, αυτή είναι η ουσία σ' αυτή την ιστορία. Τόσο απλά. Δεν πρόκειται για την επιβίωση του σωματικά ισχυρότερου, εκεί γελάστηκα όταν αφέθηκα να μπλεχτώ στο όλο ζήτημα. Αν ήταν έτσι, τότε θα είχα αρκετές πιθανότητες. Μα υπάρχουν αδύναμοι άντρες που μπορούν να σηκώσουν αυτοκίνητα αν οι γυναίκες τους είναι χωμένες από κάτω. Το μυαλό, Γκάρατι." Η φωνή του Μακ Βράις είχε χαμηλώσει σε βραχνό ψίθυρο. "Δεν είναι ο άνθρωπος ή ο Θεός. Είναι κάτι... στο μυαλό".
-----
Ο 45 σωριάστηκε στο έδαφος. Τα άλλα παιδιά βιάστηκαν να σκορπιστούν δεξιά κι αριστερά του. Σε λίγο, ακούστηκαν τα όπλα. Ο Γκάρατι σκέφτηκε ότι, τελικά, το όνομα του Πεζοπόρου δεν είχε και τόση σημασία.
-----
Είχε προβληματιστεί πάρα πολύ σχετικά με αυτό που είχε πει ο Μακ Βράις. Ότι όλοι τους είχαν πιαστεί κορόιδα, ότι είχαν ξεγελαστεί. Αλλά κάτι τέτοιο δε θα μπορούσε να είναι σωστό, επανέλαβε επίμονα στον εαυτό του. Ένας από αυτούς δεν είχε ξεγελαστεί. Ένας από αυτούς επρόκειτο να ξεγελάσει όλους τους άλλους... Δεν ήταν αλήθεια;
-----
Εντέλει, ούτε κι αυτός ο ίδιος ο θάνατος δεν είναι τόσο άσχημο πράγμα. Ίσως. Όλοι, ακόμα και ο ίδιος ο Ταγματάρχης, θα έπρεπε να τον αντιμετωπίσουν κάποια στιγμή. Επομένως, μπορούσες να μιλάς για ανωτερότητα όταν έφτανες στο θέμα αυτό;
-----
Το Πλήθος δεν ήταν τίποτε άλλο από μια Φωνή και ένα Μάτι και δεν ήταν να απορεί κανένας που το Πλήθος ήταν ταυτόχρονα Θεός και Μαμωνάς. [...] Το Πλήθος έπρεπε να ικανοποιηθεί. Το Πλήθος έπρεπε να λατρευτεί και να επιβληθεί διά του φόβου. Τελικά, έπρεπε να γίνουν θυσίες στο Πλήθος.
-----
"[...] Αν υπάρχει... μεταθανάτια ζωή, ελπίζω να μην είναι σκοτεινά εκεί. Και ελπίζω να μπορείς να θυμάσαι. Με απωθεί η ιδέα ότι μπορεί να περιπλανιέμαι στο σκοτάδι για πάντα, χωρίς να ξέρω ποιος υπήρξα, χωρίς να ξέρω τι γυρεύω εκεί ή χωρίς καν να γνωρίζω ότι είχα ποτέ κάτι το ξεχωριστό".
-----
"Αυτό είναι το πασαπόρτι μου. Θέλω να πεθάνω. Εσύ δε θες; Γι' αυτό δεν ήρθαμε εδώ;"
-----
Οι νεκροί είναι ορφανοί. Δεν έχουν άλλη παρέα από τη σιωπή. Ένα τέλος στην αγωνία της κίνησης, στο μακρύ εφιάλτη της πτώσης στη μέση του δρόμου. Το κορμί ήσυχο, ακίνητο, σε πλήρη τάξη. Το τέλειο σκοτάδι του θανάτου.

Stephen King, Η Μακριά Πορεία, μετάφραση Τζένης Σαράντη, εκδόσεις Κέδρος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Οι... "300" ηρωικοί αναγνώστες