Κυριακή 26 Απριλίου 2020

Ξαναείδα Τα Φιλαράκια στο Netflix


Έχω την εντύπωση ότι πρωτοείδα Τα Φιλαράκια (Friends ο αυθεντικός τίτλος) όταν ακόμα σπούδαζα στα Χανιά -άρα 2001 το αργότερο. Παιζόταν στο Star Channel, όπου παίζεται ακόμα έπειτα από είκοσι χρόνια. Σε ώρα ιδανική για να το βλέπεις τρώγοντας, φαγητό ή γλυκό. Ή χωνεύοντας έστω.

Δεν θυμάμαι αν μου άρεσε από την αρχή, πάντως σταδιακά εξελίχθηκε σε εθισμό. Υπήρξε μια μεγάλη περίοδος της ζωής μου, κυρίως στα '00s, που κανόνιζα τα Σαββατοκύριακά μου ώστε να μπορέσω να δω τα δύο επεισόδια που παίζονταν ημερησίως. Και ξενέρωνα άσχημα αν κάτι πήγαινε στραβά και τα έχανα. Αγκαλιά με τη Σάντη, στον καναπέ του σπιτιού της στα Χανιά, στο Αιγάλεω ή στου Ζωγράφου με Σταν και Μαρία, καλοκαίρια στη Σαλαμίνα αραχτός... Κάποια στιγμή πήραμε με τη Σάντη την υπόθεση στα χέρια μας: έναν χειμώνα, στη Σαντορίνη, είδαμε τις δύο ή τρεις τελευταίες σεζόν σε νοικιασμένα DVD, τρώγοντας παγωτό ξαπλωμένοι στο κρεβάτι.

Τα τελευταία αρκετά χρόνια είχα απομακρυνθεί από εκείνη τη ρουτίνα. Στη Σαντορίνη δεν ανοίγω ποτέ τηλεόραση, κι άλλωστε μέσα σε αυτή την εικοσαετία είδα όλα τα επεισόδια, πολλές φορές το καθένα. Παρ' όλη την εξοικείωση, όμως, ποτέ δεν είχα παρακολουθήσει όλη τη σειρά, με τη σωστή... σειρά, από την αρχή μέχρι το τέλος. Ο κωδικός Netflix που μού πάσαρε η Ειρήνη από Βρετανία ήταν χρυσή ευκαιρία. Κι έτσι ξεκίνησα, τον περασμένο Νοέμβρη. Χρειάστηκα μέχρι τον Γενάρη.

Όπως ήταν αναμενόμενο, εθίστηκα πάλι. Γυρνούσα απ' το σχολείο και έτρωγα βλέποντας Φιλαράκια, ξάπλωνα το βράδυ στο κρεβάτι κι έβλεπα Φιλαράκια. Περίεργο πράγμα, όμως: όταν τελείωσα, μού έλειψαν για μερικές μέρες κι αυτό ήταν όλο.

Προέκυψαν από την εμπειρία αυτή διάφορες σκέψεις -συν κάποιες ελλάσονες διαπιστώσεις. Το τραγούδι των τίτλων, ας πούμε, το "I'll Be There For You" των The Rebrandts, είναι πλέον πιθανότατα το κομμάτι που έχω ακούσει περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο στη ζωή μου -άθελά μου, έστω. Επιτέλους κατάλαβα τι ακριβώς λένε και οι στίχοι του, χάρη στους αγγλικούς υπότιτλους. Συνειδητοποίησα επίσης ότι το μεγαλύτερο μέρος των γυρισμάτων της σειράς έγιναν στο Λος Άντζελες και όχι στη Νέα Υόρκη, όπου διαδραματίζεται η πλοκή. Μιλάμε δηλαδή για μια περίεργη αντιστροφή της κατάστασης που περιγράφει το "California Dreamin'" των The Mamas & The Papas...

Έχει γραφτεί πολλές φορές -και ειπωθεί σε συζητήσεις με φίλους- πως οι έξι πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες αποτελούν καρικατούρες, που είναι αδύνατον να συναντήσεις στην πραγματική ζωή. Συμφωνούσα μέχρι πρότινος, όμως πλέον δεν είμαι τόσο σίγουρος. Θυμάμαι, ας πούμε, ότι στον Στρατό συνάντησα ανθρώπους ακόμα πιο αδαείς από τον Τζόι. Και έχω συναντήσει άλλους, το ίδιο σαρκαστικούς με τον Τσάντλερ ή νευρωτικούς όσο και η Μόνικα. Ποιος δεν γνώρισε ποτέ πλουσιοκόριτσα τύπου Ρέητσελ, σοφές παλαβιάρες σαν τη Φοίβη ή φύτουλες τύπου Ρος; ΟΚ, αυτός ο τελευταίος είμαι εγώ...

Η κωμωδία, βέβαια, έτσι λειτουργεί: υπερβάλλοντας επί πραγματικών καταστάσεων και προσώπων. Όμως παρακολουθώντας με καθαρό μυαλό, ένιωσα ότι τα μέλη αυτής της κοσμαγάπητης παρέας είναι δυνατόν να αντιπροσωπεύσουν, μέσα στην εξέλιξή τους, κάθε άλλη παρέα. Ή ότι, εναλλακτικά, οι έξι χαρακτήρες θα μπορούσαν να αποτελούν απλώς τις διαφορετικές όψεις και αντιδράσεις του ίδιου προσώπου.

Υπάρχει φυσικά και το ζήτημα της διαχρονικότητας. Ναι, σήμερα κάμποσες από τις στιγμές και τα αστεία της σειράς χτυπάνε χορδές που στο μεταξύ ευαισθητοποιήθηκαν τα μάλα. Όμως το κάθε έργο (τέχνης ή μη) θα πρέπει πρώτα απ' όλα να μελετάται μέσα στο πλαίσιο της εποχής που το γέννησε. Η προσωπική μου αίσθηση είναι ότι για τα αμερικανικά (ακόμα περισσότερο για τα ελληνικά) δεδομένα της δεκαετίας 1994-2004, ζητήματα όπως εκείνο της παρένθετης μητέρας, του γάμου των ομοφυλοφίλων και κάμποσα ακόμα, αντιμετωπίζονται ως επί το πλείστον με θάρρος και προοδευτικότητα.

Διαβάζω πως η σειρά απέκτησε πρόσβαση στις νεότερες γενιές μέσω της παρουσίας της στο Netflix. Δεν αμφιβάλλω, όμως η δική μου "έρευνα" λέει άλλα: συναντώ κάμποσα παιδιά στο σχολείο που φορούν μπλουζάκι με το λογότυπο της σειράς, αλλά κανένα τους δεν έχει δει έστω ένα επεισόδιο. "Απλώς μου άρεσε το σχέδιο" είναι πάντοτε η απάντηση. Σύντομα θα έρθει το πέρασμά της στο συνδρομητικό κανάλι HBO -και πιθανότατα σε ακόμα μεγαλύτερο κοινό- ενώ έχει συμφωνηθεί και ένα reunion. Δεν είμαι ποτέ αντίθετος με τέτοια comeback, αλλά είμαι σίγουρος πως δεν θα προσθέσει κάτι στον μύθο.

Έχω "τσακωθεί" πολλές φορές για την καλλιτεχνική αξία του Friends, αλλά και για το αν όντως είναι αστείο, διασκεδαστικό, ευχάριστο θέαμα. Συχνά μου δινόταν η αίσθηση ότι οι "αντιρρησίες" απλώς δεν μπορούσαν να πιάσουν το χιούμορ εξαιτίας της όχι καλής επαφής τους με την αγγλική γλώσσα. Αν και δεν τους διαβάζω πια, οι ελληνικοί υπότιτλοι πάντα έχαναν πολλά από τα έξυπνα αστεία και λογοπαίγνια. Όσο για τον χαρακτηρισμό "αμερικανιά", ας πω μόνο πως για μένα αποτελεί σχεδόν πάντα πρόσκληση και όχι προειδοποίηση...

Γέλασα, λοιπόν, και πάλι με την καρδιά μου. Και έκλαψα φυσικά. Το φινάλε, με τα λίγα λόγια και τα πολλά συναισθήματα, με τουμπάρει κάθε φορά. Και καθώς η κάμερα φεύγει απ' τα πρόσωπα και ζουμάρει στο "ματάκι" της πόρτας της Μόνικας, νιώθω πως αυτό έβλεπε και στη δική μου ζωή.

Τετάρτη 15 Απριλίου 2020

Οδηγοί ακρόασης III: Αλκίνοος Ιωαννίδης

Το έχω γράψει και παλιότερα: τα τραγούδια του Αλκίνοου Ιωαννίδη δεν είναι ακριβώς του γούστου μου. Και, παρ' όλα αυτά, τον έχω παρακολουθήσει όσο λίγους της "έντεχνης" συνομοταξίας: έχω βρεθεί σε πολλές συναυλίες του, έχω αγοράσει πολλούς από τους δίσκους του, έκανα μαζί του και μια από τις καλύτερες εκ του μακρόθεν συνεντεύξεις μου.

Επόμενο ήταν, όταν μου τον πρότεινε ο Βύρωνας Κριτζάς ως τρίτη αποστολή μου για το Sounds Greek to me, να δεχτώ χωρίς πολλή σκέψη. Η ανάθεση έγινε το 2016, τότε που ακόμα η ιστοσελίδα υπήρχε ως ιδέα και σχέδιο, κι όσο δεν προχωρούσε, δεν άρχιζα κι εγώ να γράφω. Το έκανα τελικά το 2019, τον Ιούνιο. Και το καλοκαίρι μου στοιχειώθηκε -από τα τραγούδια του Ιωαννίδη, κι από την αγωνία μου να τα κριτικάρω χωρίς να τα αδικήσω. Παρέδωσα τα κείμενα μήνες μετά τη συμφωνημένη ημερομηνία, αμφιβάλλοντας ακόμα αν είχαν το οποιοδήποτε νόημα.

Ανακάλυψα πολλά, πάντως, από τη διαδικασία: αναθεώρησα κάποιες απόψεις μου, επιβεβαίωσα άλλες. Κι επειδή πάντοτε υπάρχει νόημα στην αμφισβήτηση μύθων, είπα να δώσω και μια μάλλον ανορθόδοξα αποδομητική εικόνα των δύο δίσκων που έκανε με τον Νίκο Ζούδιαρη.

Η τελική εκδοχή του οδηγού ακρόασης, έπειτα από την πάντα καλοδεχούμενη διαδικασία παρατηρήσεων και διορθώσεων από τον Βύρωνα, δημοσιεύθηκε στις 14 Οκτωβρίου 2019. Και βρίσκεται εδώ, για όποιον ενδιαφέρεται.

Τετάρτη 8 Απριλίου 2020

Υπογραμμίσεις XXVIII: Stephen King (VIII)

Το 2018 πήγα για πρώτη φορά πενταήμερη -έτσι τη λέγαμε τότε που ήμουνα μαθητής. Συνόδευσα για ένα επταήμερο, μαζί με τέσσερις συναδέλφους, γύρω στα 75 παιδιά, μαθητές και μαθήτριες του Ημερήσιου ΕΠΑ.Λ. Θήρας, σε μια εκδρομή στη Θεσσαλονίκη και τις γύρω περιοχές.

Η εμπειρία ήταν τόσο έντονη και σουρεαλιστική, ώστε λίγο μετά ξεκίνησα να γράφω ένα μυθιστόρημα με τίτλο Οι Βρικόλακες Του Πόρτο Παλάς. Ήταν μια ιστορία με βρικόλακες -όχι μια ιστορία για βρικόλακες. Έγραψα κάτι παραπάνω από 4,500 λέξεις κι έπειτα σταμάτησα. Αυτό που είχα ξεκινήσει ήταν μια αφήγηση με δεκάδες πρόσωπα, που είχε και πολιτικές προεκτάσεις, και οι στροφές που έπαιρνε σταδιακά η ιστορία στο κεφάλι μου ήθελαν μάστορα οδηγό για να καταλήξουν κάπου. Ένιωσα πως δεν είχα την απαιτούμενη εμπειρία· ότι έπρεπε να διαβάσω περισσότερο.

Ένα από τα βιβλία που έβαλα στο μάτι ήταν και το Σάλεμς Λοτ, το δεύτερο εκδοθέν μυθιστόρημα του Stephen King. Πρόκειται για εκείνο το πόνημά του που ευθύνεται για την ταμπέλα "συγγραφέας τρόμου" που του κόλλησε έκτοτε ο Τύπος -ο ίδιος αφηγείται στον πρόλογο μια ενδιαφέρουσα σχετική στιχομυθία του με τον τότε εκδότη του. Κι αφού είχα πιάσει το Κάρι πριν λίγο καιρό, σκέφτηκα ότι θα είχε ενδιαφέρον να διαβάζω στο εξής τα μυθιστορήματα του αγαπημένου μου συγγραφέα με τη σειρά που κυκλοφόρησαν.

Εδώ αποκαλύπτεται η μαεστρία του King στο να στήνει ημι-φανταστικούς κόσμους, και να τους δίνει ζωή. Διαβάζοντας το Σάλεμες Λοτ νιώθεις σαν η μικρή αυτή επαρχιακή πόλη να ξεφυτρώνει σταδιακά από το έδαφος μπροστά στα μάτια σου. Απολύτως απτοί και ρεαλιστικοί χαρακτήρες και καταστάσεις, που ξαφνικά βρίσκονται στο μάτι ενός εξωπραγματικού κυκλώνα -αγαπημένος τρόπος εξέλιξης του συγγραφέα. Νομίζω ότι αυτό το κομμάτι των βιβλίων του απολαμβάνω περισσότερο, και όχι τόσο όσα εκτυλίσσονται αφού οι τροχοί τεθούν σε κίνηση. Ως γνωστόν, το εν λόγω πόνημα αποτελεί απόπειρα του Αμερικανού να διασκευάσει επί το απαισιοδοξότερο τον περίφημο Δράκουλα του Bram Stoker. Είναι σαφέστατα επιτυχημένη απόπειρα, και απολαυστική, τουλάχιστον για όσους τη βρίσκουν με τον υφέρποντα και ανείπωτο τρόμο.

Λίγα λόγια και για την έκδοση, που είναι πολύ πρόσφατη, από τον Κλειδάριθμο: πρόκειται για το αντίστοιχο της uncut και εικονογραφημένης αμερικανικής έκδοσης, και είναι περιποιημένη -και η μετάφραση καλά δουλεμένη. Προβληματίστηκα, πάντως, κι αυτό είναι ένα γενικότερο σχόλιο, για το κατά πόσον χρειάζονται τελικά όλα τα κομμένα αποσπάσματα που υπάρχουν στο τέλος του βιβλίου. Ακόμα κι εγώ, που διαβάζω ακάματα τα βιβλία του King, ένιωσα να κάνω "αγγαρεία", διαβάζοντας μετά το τέλος του κανονικού κειμένου. Αντίθετα, όσους προλόγους κι επιλόγους του συγγραφέα κι αν βρω, δεν διαμαρτύρομαι ποτέ. 

Μετά από χρόνια ολόκληρα άκουσα το αξίωμα του Άλφρεντ Μπέστερ "Το βιβλίο κάνει κουμάντο", αλλά δεν το είχα ανάγκη· το έμαθα από μόνος μου, γράφοντας το μυθιστόρημα που τελικά έγινε το Σάλεμς Λοτ. Φυσικά, ο συγγραφέας μπορεί να επιβάλει τον έλεγχο, αλλά απλώς είναι άθλια ιδέα. Το να γράφεις ελεγχόμενη λογοτεχνία αποκαλείται σχεδιασμός της πλοκής (plotting). Το να δένεις όμως τη ζώνη ασφαλείας σου και να αφήνεις την ιστορία να αναλάβει τον έλεγχο... αυτό αποκαλείται μυθοπλασία (storytelling). Η μυθοπλασία είναι τόσο φυσική όσο η αναπνοή· ο σχεδιασμός της πλοκής είναι η λογοτεχνική εκδοχή της τεχνητής αναπνοής.
-----
Έκτοτε έχω εγκαταλείψει όλες μου τις ιδέες περί λογοτεχνικής γραφής, εκτός από μία. Είναι αυτή που σκέφτηκα πρώτη (περίπου στην ηλικία των εφτά, απ' ό,τι θυμάμαι) κι αυτή που μάλλον θα διατηρήσω έως το τέλος: είναι καλό να λες μια ιστορία και είναι ακόμη καλύτερο όταν οι άνθρωποι θέλουν να την ακούσουν.
-----
Το αγόρι δεν πολυμιλούσε. Το πρόσωπό του έδειχνε ισχνό και τα μάτια του ήταν σκοτεινά, σάμπως να ήταν συνεχώς στραμμένα προς έναν ζοφερό ορίζοντα μέσα του.
-----
Οι τόποι αλλάζουν. Σαν τους ανθρώπους.
-----
Στο βάθος υψωνόταν ο υδατόπυργος του Κάμπερλαντ με το τεράστιο σύνθημά του βαμμένο στο πλάι: "Διατηρήστε το Μέιν Πράσινο." Η θεία Σίντι έλεγε πάντα ότι κάποιος θα έπρεπε να γράψει από κάτω: "Φέρτε Λεφτά."
-----
Ξεροκατάπιε, κοίταξε το σπίτι σαν υπνωτισμένος σχεδόν, κι εκείνο ανταπέδωσε το βλέμμα του με ανόητη αδιαφορία.
-----
"Από κάτι τέτοια ασήμαντα ξεκινήματα γεννιούνται δυναστείες", της είπε και παρότι ήταν μια παρατήρηση που την πέταξε έτσι για πλάκα, ύστερα έμεινε να αιωρείται παράξενα ανάμεσά τους, σάμπως να ήταν προφητεία ειπωμένη σαν αστείο. Πίσω τους μερικά νήπια τσαλαβουτούσαν ευτυχισμένα στην παιδική πισίνα και μια μητέρα έλεγε στον Ρόντι να μη σπρώχνει την αδερφή του τόσο ψηλά. Η αδερφή, στην κούνια της, εκτινασσόταν στα ύψη παρ' όλα αυτά, θέλοντας να φτάσει ως τον ουρανό, με το φορεματάκι της να ανεμίζει. Ήταν μια στιγμή που θα τη θυμόταν για πολλά χρόνια μετά, λες κι ένα ξεχωριστό μικρό κομμάτι είχε κοπεί από την τούρτα του χρόνου. Αν δεν υπάρξει ανάμεσα σε δύο ανθρώπους η σπίθα, τότε μια τέτοια στιγμή απλώς καταλήγει ανάμεσα στα άλλα συντρίμμια της μνήμης.
-----
Του χαμογέλασε, γέλασαν και οι δύο, κι αυτό έκανε πιο απλά τα πράγματα. Αργότερα θα του δινόταν η ευκαιρία να αναλογιστεί πόσο εύκολα και αβίαστα είχε συμβεί αυτό. Ήταν μια σκέψη με την οποία δεν ένιωθε ποτέ άνετα. Γεννούσε την εικόνα μιας μοίρας όχι τυφλής αλλά εφοδιασμένης με νοήμονα όραση 20/20 και με την πρόθεση να αλέσει αβοήθητους θνητούς ανάμεσα στις μεγάλες μυλόπετρες του σύμπαντος, για να φτιάξει ποιος ξέρει τι είδους ψωμί.
-----
Η Μιράντα είχε επίσης αγαπήσει την Κόρη του Κόνγουεϊ, όμως οι πιο πολλοί φίλοι του στην καφετέρια ήταν επιφυλακτικοί και οι περισσότεροι κριτικοί το βιβλίο το έθαψαν. Τι περιμένεις όμως από τους κριτικούς. Η πλοκή ήταν ντεμοντέ, η μαλακία ήταν της μόδας.
-----
Φυσικά, οι πάντες στο Λοτ ήξεραν πως ήταν βοηθός σερίφη, μα υπήρχε και η παράδοση. Υπήρχε και η ευθύνη. Όταν ήσουν αστυνομικός, έπρεπε να σκέφτεσαι και τις δύο.
-----
Η πόλη πήρε το περίεργο όνομά της από ένα πεζό περιστατικό. Ένας από τους πρώτους κατοίκους στην περιοχή ήταν ένας βλοσυρός, ξερακιανός αγρότης, ο Τσαρλς Μπέλκναπ Τάνερ. Είχε γουρούνια και μία από τις μεγάλες σκρόφες λεγόταν Τζερούσαλεμ. Μια μέρα η Τζερούσαλεμ το έσκασε από τον στάβλο της την ώρα του ταΐσματος, δραπέτευσε στο γειτονικό δάσος κι έγινε άγρια και κακόβουλη. Για πολλά χρόνια, έπειτα, ο Τάνερ έδιωχνε τα μικρά παιδιά από το κτήμα του σκύβοντας πάνω από την πύλη και φωνάζοντάς τους βραχνά, με απειλητικό, κορακίσιο τόνο: "Μην πατήσετε το πόδι σας στον τόπο της Τζερούσαλεμ αν δεν θέλετε να σας ξεκοιλιάσει!" Η προειδοποίηση καθιερώθηκε, όπως και το όνομα, κάτι που αποδεικνύει ελάχιστα πράγματα, εκτός ίσως από το ότι στην Αμερική ακόμη κι ένα γουρούνι μπορεί να έχει βλέψεις στην αθανασία.
-----
Σε όλες τις μικρές πόλεις, το σκάνδαλο σιγοβράζει πάντα στο πίσω μάτι, σαν τη φασολάδα της θείας σου της Σίντι.
-----
Η Σούζαν ένιωσε μια σουβλιά αληθινού θυμού κι απογοητεύτηκε. Νόμιζε ότι αυτή και η μητέρα της είχαν ξεπεράσει τις τελευταίες εφηβικές καταιγίδες και τα μεθεόρτιά τους, αλλά να τα όλα πάλι. Ξανάπιαναν την παμπάλαια σύγκρουση της δικής της ταυτότητας ενάντια στην εμπειρία και τις πεποιθήσεις της μητέρας της, σαν παλιό πλεχτό αφημένο στην άκρη.
-----
Βουβάθηκαν ενώ σκέφτονταν και οι δύο το Σπίτι των Μάρστεν. Αυτή η συγκεκριμένη ανάμνηση δεν είχε τη ροδόχρωμη νοσταλγία των υπολοίπων. Το σκάνδαλο και οι βίαιες πράξεις που συνδέονταν με το σπίτι είχαν συμβεί προτού γεννηθούν, όμως οι μικρές πόλεις έχουν μεγάλη μνήμη και η τρομακτική κληρονομιά τους περνά τελετουργικά από τη μία γενιά στην άλλη.
-----
"Μάλλον ήμουν τόσο ταραγμένος που το φαντάστηκα όλο αυτό. Από την άλλη, μπορεί να υπάρχει μια αλήθεια στην ιδέα ότι τα σπίτια απορροφούν τα συναισθήματα που βιώνονται μέσα τους, ότι διατηρούν ένα... φορτίο, κάπως σαν μπαταρίες. Ίσως η κατάλληλη προσωπικότητα, αυτή ενός ευφάνταστου αγοριού για παράδειγμα, να δρα ως καταλύτης σ' αυτό το φορτίο, κάνοντάς το να δημιουργήσει μια χειροπιαστή εκδήλωση ενός... ενός πράγματος. Δεν μιλάω για φαντάσματα ακριβώς. Μιλάω για μια, ας πούμε, πνευματιστική τρισδιάστατη τηλεόραση. Μπορεί και για κάτι ζωντανό ακόμα. Ένα τέρας, αν θες."
-----
Ο Χαλ ήθελε να παρατήσει το σχολείο. Το μισούσε. Μισούσε την πλήξη του, την απαίτηση να κάθεσαι ασάλευτος γι' ατέλειωτα πενηντάλεπτα, και μισούσε όλα τα μαθήματα εκτός από την Ξυλουργική και τις Γραφικές Τέχνες. Τα Αγγλικά ήταν εξοργιστικά, η Ιστορία ήταν ανόητη, οι Εφαρμογές Μαθηματικών στην αγορά και στην παραγωγή ήταν ακατανόητες. Και τίποτε από αυτά δεν είχε σημασία, το γαμώτο αυτό ήταν. Οι αγελάδες δεν νοιάζονταν αν έγραφες "είμουν" ή έμπλεκες τους χρόνους, δεν νοιάζονταν ποιος ήταν ο αρχηγός της αναθεματισμένης της Στρατιάς του Ποτόμακ στην γαμημένο τον Εμφύλιο και, όσο για τα μαθηματικά, ο ίδιος του ο πατέρας, που να πάρει ο διάολος, δεν μπορούσε να προσθέσει δύο πέμπτα κι ένα μισό, ακόμα κι αν τον έστηναν στο απόσπασμα. Γι' αυτό είχε λογιστή. Και δες αυτόν τον τύπο! Παρότι είχε σπουδάσει σε κολέγιο, ήταν στη δούλεψη ενός βλάκα σαν τον γέρο του. Πόσες φορές δεν του είχε πει ο πατέρας του πως ό,τι μάθαινες από τα βιβλία δεν ήταν το μυστικό για να έχεις μια πετυχημένη επιχείρηση (και η γαλακτοκομία ήταν επιχείρηση σαν όλες τις άλλες): το να ξέρεις ανθρώπους ήταν το μυστικό. [...] Να μπορείς να τους σφίγγεις το χέρι και να τους ρωτάς τι κάνει η γυναίκα τους, όχι αόριστα αλλά χρησιμοποιώντας το όνομά της. Ε, λοιπόν, ο Χαλ ήξερε ανθρώπους. Υπήρχαν δύο λογιών: εκείνοι που τους είχες του χεριού σου κι εκείνοι που δεν τους είχες. Οι πρώτοι ήταν δεκαπλάσιοι από τους δεύτερους σε αναλογία.
-----
Το σχολείο. Το γαμημένο το σχολείο.

Οι επόμενοι εννιά μήνες απλώνονταν μπροστά του σαν ένας τάφος χωρίς όρια.
-----
Κάποιες τις απωθούσε η δουλειά του, πράγμα που ο Μάικ δυσκολευόταν να το καταλάβει. Ήταν ευχάριστη δουλειά, δεν είχες συνεχώς ένα αφεντικό πάνω από το κεφάλι σου και δούλευες στον καθαρό αέρα, κάτω από τον ουρανό του Θεού· έτσι, τι σημασία είχε αν έσκαβε μερικούς τάφους ή αν οδηγούσε πού και πού τη νεκροφόρα του Καρλ Φόρμαν; Κάποιος έπρεπε να το κάνει. Όπως το έβλεπε αυτός, το μόνο πράγμα που ήταν πιο φυσικό από τον θάνατο ήταν το σεξ.
-----
Έτσι είναι. Καταμεσής της ζωής είμαστε μπρος στον θάνατο.
-----
Εκείνη τη νύχτα το θέλησαν εξίσου αυτός κι εκείνη και αφού συνέβη κι ήταν ξαπλωμένοι μαζί στο σκοτάδι της κρεβατοκάμαράς της, η Εύα έβαλε τα κλάματα και του είπε πως ό,τι είχαν κάνει ήταν λάθος. Της είπε ότι ήταν σωστό, δίχως να ξέρει αν ήταν ή όχι, μα δίχως να τον νοιάζει. Ο βοριάς έσκουζε κι έβηχε γύρω από τα γείσα του σπιτιού, η κάμαρά της ήταν ζεστή και ασφαλής, και τελικά κοιμήθηκαν μαζί, αγκαλιασμένοι σαν κουτάλια μέσα στο συρτάρι.
-----
"Σε μια μικρή πόλη οι κάτοικοι πάντα μιλάνε. Δεν διαφέρουν από τις καρακάξες στα σύρματα."
-----
[...] η αφοσίωση, όσο εκκεντρική ή ταπεινή κι αν είναι, μπορεί να είναι κάτι αξιοσημείωτο.
-----
Το σπίτι έδειχνε να γέρνει προς το μέρος τους σαν να περίμενε τον ερχομό τους. Ο Χανκ ανηφόρισε με το φορτηγό το δρομάκι και πήγε από πίσω. Κανένας από τους δύο δεν κοίταξε πολύ προσεκτικά τι μπορεί να φανέρωναν στο άθλιο γρασίδι στην πίσω αυλή οι προβολείς που αναπηδούσαν. Ο Χανκ ένιωσε στην καρδιά του έναν φόβο που δεν τον είχε νιώσει ούτε στο Βιετνάμ, παρότι εκεί τον πιο πολύ καιρό ήταν τρομαγμένος. Εκείνος ο φόβος ήταν λογικός. Ήταν φόβος ότι μπορεί να πατούσες σε μια παγίδα, σε ένα "ραβδί πούντζι" και να έβλεπες το πόδι σου να πρήζεται σαν φαρμακερό πράσινο μπαλόνι· φόβος ότι ένας πιτσιρικάς με μαύρες πιτζάμες, που δεν μπορούσες καν να χωρέσεις στο στόμα σου το όνομά του, θα σου τίναζε τα μυαλά στον αέρα με ένα ρωσικό τουφέκι· φόβος ότι μπορεί σε μια περίπολο να σου τύχαινε κανένας παλαβός που θα ήθελε να ανατινάξεις τους πάντες σε ένα χωριό απ' όπου είχαν περάσει οι Βιετκόνγκ πριν από μία εβδομάδα. Αλλά ο τωρινός φόβος ήταν παιδικός, "ονειρικός". Δεν υπήρχε σε αυτόν σημείο αναφοράς. Ένα σπίτι ήταν ένα σπίτι -σανίδια, μεντεσέδες, καρφιά, περβάζια. Δεν υπήρχε κανένας λόγος, απολύτως κανένας λόγος, να νιώθει ότι από κάθε ρωγμή, μέσα από τις σχίζες, έβγαινε μια μυρωδιά κακού σαν σκόνη από κιμωλία. Ήταν καθαρή ανοησία. Φαντάσματα; Δεν πίστευε στα φαντάσματα. Όχι μετά το Βιετνάμ.
-----
"Αυτού του Γουίζελ του αρέσει να μιλάει. Μια μέρα θα ανοίξει τόσο το στόμα του, που θα πέσει όλος μέσα."
-----
"Ο Μαρκ Τουέιν είπε ότι ένα μυθιστόρημα είναι μια ομολογία των πάντων από έναν άνθρωπο που δεν διέπραξε ποτέ τίποτα."
-----
Η πόλη αποπνέει μια αίσθηση όχι ιστορίας, μα χρόνου, και οι τηλεφωνικοί στύλοι δείχνουν σαν να το γνωρίζουν αυτό. Αν ακουμπήσεις το χέρι σου σε έναν, νιώθεις τη δόνηση από τα σύρματα βαθιά στο ξύλο, λες και κάποιες ψυχές έχουν παγιδευτεί εκεί μέσα και παλεύουν να ελευθερωθούν.
-----
"Υπάρχει ελάχιστη καλοσύνη στις ήσυχες μικρές πόλεις. Κυρίως βρίσκεις αδιαφορία καρυκευμένη με περιστασιακή ανιαρή κακία -ή, ακόμα χειρότερα, με κακία που είναι συνειδητή. Νομίζω ότι ο Τόμας Γουλφ έγραψε περίπου πέντε κιλά λογοτεχνία γι' αυτό το πράγμα."
-----
Ένιωσε ένα μικρό ρίγος και κοίταξε κάτω το φωτεινό πλαστικό γρασίδι, ενώ αναρωτιόταν γιατί έπρεπε να υπάρχει σε κάθε κηδεία. Έμοιαζε ακριβώς με ό,τι ήταν: μια φτηνή απομίμηση ζωής που έκρυβε διακριτικά τους βαριούς καφέ σβόλους της στερνής γης.
-----
Ο Ράιερσον αμφέβαλλε για το αν ο Κάλαχαν είχε αποκτήσει, από την πολλή προσευχή, όλες εκείνες τις κόκκινες και σπασμένες φλέβες στα μάγουλα και γύρω από τη μύτη· αν όμως έπινε λιγάκι, ποιος μπορούσε να τον κατηγορήσει; Έτσι όπως ήταν ο κόσμος, έμοιαζε με θαύμα που όλοι αυτοί οι ιερείς δεν είχαν καταλήξει στο τρελάδικο.
-----
Αλλά υπήρχε κάτι περισσότερο από την ανία στο εξομολογητήριο· δεν ήταν ότι αυτή από μόνη της τον είχε αρρωστήσει ή τον είχε ωθήσει προς εκείνη τη λέσχη που ολοένα μεγάλωνε, τον Σύνδεσμο Καθολικών Ιερέων του Μπουκαλιού και Ιπποτών του Cutty Shark. Ήταν η σταθερή, νεκρή μηχανή της εκκλησίας, που στην ατελείωτη πορεία της προς τα ουράνια εφορμούσε καταπάνω σε κάθε ασήμαντη αμαρτία. Ήταν η τυποκρατική αναγνώριση του κακού από μια εκκλησία που τώρα ασχολιόταν περισσότερο με τα κοινωνικά κακά· μια εξιλέωση ειπωμένη με χάντρες ροζαρίου, για γηραιές κυρίες που οι γονείς τους μιλούσαν γλώσσες της Ευρώπης. Ήταν η χειροπιαστή παρουσία του κακού στο εξομολογητήριο· τόσο αληθινή όσο η μυρωδιά του παλιού βελούδου. Όμως ήταν ένα κακό αλόγιστο, ανόητο, και δεν υπήρχε έλεος γι' αυτό ούτε ανακούφιση από αυτό. Η γροθιά που πέφτει στο πρόσωπο του μωρού, το λάστιχο που σκίζεται με έναν σουγιά, ο καβγάς στο μπαρ, τα ξυραφάκια μέσα σε μήλα του Χάλογουιν· μια ατελείωτη πληκτική παρέλαση όλων εκείνων για τα οποία είναι ικανός ο λαβυρινθώδης ανθρώπινος νους. Κύριοι, οι καλύτερες φυλακές θα το γιατρέψουν αυτό. Η καλύτερη αστυνομία. Οι καλύτεροι οργανισμοί κοινωνικών υπηρεσιών. Ο καλύτερος έλεγχος γεννήσεων. Οι καλύτερες τεχνικές στείρωσης. Οι καλύτερες εκτρώσεις. Κύριοι, αν ξεριζώσουμε τούτο το έμβρυο μέσα από τη μήτρα, σε μια ματωμένη μάζα από ασχημάτιστα πόδια και χέρια, δεν θα μεγαλώσει ποτέ για να χτυπήσει μέχρι θανάτου με ένα σφυρί μια ηλικιωμένη γυναίκα. Κυρίες, αν δέσουμε αυτόν τον άντρα σε μια ειδικά καλωδιμένη καρέκλα και τον ψήσουμε σαν παϊδάκι σε φούρνο μικροκυμάτων, δεν θα έχει ποτέ την ευκαιρία να βασανίσει άλλα αγόρια μέχρι θανάτου. Συμπολίτες, αν περάσει αυτός ο νόμος που προωθεί την ευγονική, σας εγγυώμαι ότι ποτέ ξανά...

Σκατά.
-----
Λαχταρούσε μια Πρόκληση. Οι νέοι ιερείς είχαν τις δικές τους: φυλετικές διακρίσεις, χειραφέτηση των γυναικών, ακόμη και των ομοφυλοφίλων·φτώχεια, παραφροσύνη, παρανομία. Τον έκαναν να νιώθει άβολα. Οι μόνοι κοινωνικά συνειδητοποιημένοι ιερείς με τους οποίους ένιωθε άνετα ήταν εκείνοι που είχαν εναντιωθεί φανατικά στον πόλεμο του Βιετνάμ. Τώρα που ο σκοπός τους δεν υπήρχε πλέον, κάθονταν και κουβέντιαζαν για πορείες και συγκεντρώσεις όπως κουβεντιάζουν τα γέρικα αντρόγυνα για τον μήνα του μέλιτός τους ή τα πρώτα ταξίδια τους με τρένο. Όμως ο Κάλαχαν δεν ήταν ούτε νέος ιερέας ούτε παλιός, και βρέθηκε να έχει αναλάβει τον ρόλο ενός συντηρητικού που δεν μπορεί πια να εμπιστεύεται ούτε τις βασικές του αρχές. Ήθελε να ηγηθεί μιας μεραρχίας στον στρατό -τίνος; του Θεού, της καλοσύνης; Ήταν ονόματα για το ίδιο πράγμα- στη μάχη ενάντια στο ΚΑΚΟ. Ήθελε αποστολές και γραμμές μάχης, όχι να στέκεται στην παγωνιά έξω από ένα σούπερ μάρκετ και να μοιράζει φυλλάδια για το μποϊκοτάζ στα μαρούλια ή την απεργία για τα σταφύλια. Ήθελε να τραβηχτούν από το ΚΑΚΟ τα σάβανα της εξαπάτησης και κάθε μοχθηρό χαρακτηριστικό του προσώπου του να φανερωθεί καθαρά. Ήθελε να αναμετρηθεί σώμα με σώμα με το ΚΑΚΟ, σαν τον Μοχάμεντ Άλι με τον Τζο Φρέιζερ, σαν τους Celtics με τους Knicks, σαν τον Ιακώβ με τον Άγγελο. Ήθελε αυτή η μάχη να είναι αγνή, ανεμπόδιστη από την πολιτική, που κάθε κοινωνικό ζήτημα την κουβαλάει στην πλάτη του σαν παραμορφωμένο σιαμαίο αδερφάκι. Τα ήθελε όλα αυτά αφότου θέλησε να γίνει ιερέας, και τούτη η κλίση εμφανίστηκε στα δεκατέσσερά του, όταν του εξήψε τη φαντασία η ιστορία του άγιου Στέφανου, του πρώτου χριστιανού μάρτυρα, που θανατώθηκε με λιθοβολισμό και είδε τον Χριστό τη στιγμή του θανάτου του. Ο Παράδεισος τον έθελγε πολύ λιγότερο από τον ίδιο τον αγώνα -και τον χαμό ίσως- στην υπηρεσία του Κυρίου.
Είχε ξαφνιαστεί λιγάκι. Ο Μπεν φορούσε ένα ωραίο σπορ σακάκι, γκρίζο παντελόνι με διπλή πλέξη και καλά παπούτσια που δεν έδειχναν να έχουν πολυφορεθεί. Ο Ματ είχε καλέσει κι άλλους ανθρώπους των γραμμάτων στα τμήματά του και συνήθως φορούσαν καθημερινά ρούχα ή κάτι υπερβολικά αλλόκοτο. Πριν από έναν χρόνο είχε ζητήσει από μια αρκετά γνωστή ποιήτρια, που είχε διαβάσει ποιήματά της στο Πανεπιστήμιο του Μέιν στο Πόρτλαντ, να έρθει την επομένη, αν μπορούσε, και να μιλήσει σε μια τάξη για την ποίηση. Εμφανίστηκε με ψαράδικο παντελόνι και ψηλά τακούνια. Έμοιαζε να είναι ένας υποσυνείδητος τρόπος να πει: Δείτε με, έχω νικήσει το σύστημα στο ίδιο του το παιχνίδι. Πάω κι έρχομαι σαν τον άνεμο.

Συγκριτικά με πριν, ο θαυμασμός του για τον Μπεν ανέβηκε ένα σκαλί. Ύστερα από τριάντα τόσα χρόνια διδασκαλίας πίστευε ότι κανένας δεν μπορούσε να κατανικήσει το σύστημα ούτε να κερδίσει το παιχνίδι, και μόνο τα κορόιδα πίστευαν ότι είχαν το προβάδισμα.
-----
Μόνος. Ναι, αυτή είναι η λέξη-κλειδί, η πιο τρομερή στην αγγλική γλώσσα. Η λέξη "φόνος" δεν πιάνει χαρτωσιά μπροστά της και η Κόλαση είναι μονάχα ένα ευτελές συνώνυμο...
-----
Αν ένας φόβος δεν μπορεί να εξηγηθεί με λόγια, δεν μπορεί να νικηθεί. Και οι φόβοι που είναι κλεισμένοι μέσα σε στενά μυαλά παραείναι μεγάλοι για να χωρέσουν από το άνοιγμα του στόματος.
-----
Τον έκανε να νιώθει σαν πιτσιρικάς που, με στεγνό στόμα, στέκεται για πρώτη φορά στην αρχική βάση στο μπέιζμπολ· τα χέρια του έτρεμαν καθώς την πλησίαζαν, λες και η σάρκα της η ίδια εξέπεμπε ένα ισχυρό ρεύμα στον αέρα γύρω της. Δεν την έβγαζε ποτέ ολότελα από το μυαλό του. Ήταν σφηνωμένη εκεί μέσα σαν άφθα μέσα από το μάγουλο, που η γλώσσα ολοένα την πασπατεύει.
-----
"Δεν έχουν γνωρίσει ποτέ την πείνα ή τη στέρηση οι άνθρωποι αυτής της χώρας. Καθόλου, εδώ και δύο γενιές, αλλά και πρωτύτερα ήταν σαν φωνή σε μακρινό δωμάτιο. Νομίζουν ότι έχουν γνωρίσει τη θλίψη, όμως η θλίψη τους είναι αυτή ενός παιδιού που του έπεσε το παγωτό στο γρασίδι σ' ένα πάρτι γενεθλίων. Μέσα τους δεν υπάρχει [...] καμία εξασθένηση... Χύνουν με πολύ σφρίγος ο ένας το αίμα του άλλου.

[...] Η χώρα αυτή είναι ένα εκπληκτικό παράδοξο. Σε άλλους τόπους, όταν ένας άνθρωπος τρώει μέχρι σκασμού κάθε μέρα, γίνεται παχύς... υπναλέος... σαν γουρούνι. Αλλά σε τούτον εδώ τον τόπο φαίνεται πως... όσο περισσότερα έχετε, τόσο πιο επιθετικοί γίνεστε. Βλέπεις; Σαν τον κύριο Σόγιερ. Έχει τόσα, ωστόσο τσιγκουνεύεται να σου δώσει μερικά ψίχουλα από το τραπέζι του. Κι επίσης είναι σαν παιδί σε πάρτι γενεθλίων, που θα σπρώξει μακριά ένα άλλο μωρό, κι ας μην μπορεί ο ίδιος να φάει άλλο."
-----
Προτού όμως αποκοιμηθεί, άρχισε να συλλογίζεται, όχι για πρώτη φορά, πόσο παράξενοι ήταν οι μεγάλοι. Έπαιρναν ηρεμιστικά, αλκοόλ ή υπνωτικά χάπια, για να διώξουν τους φόβους τους ώστε να μπορέσουν να κοιμηθούν, ενώ αυτοί οι φόβοι ήταν τόσο βαρετοί και συνηθισμένοι: η δουλειά, τα λεφτά, τι θα σκεφτεί η δασκάλα αν δεν μπορώ να αγοράσω καλύτερα ρούχα στην Τζένη, η γυναίκα μου με αγαπάει ακόμα, ποιοι είναι οι φίλοι μου. Ήταν ασήμαντοι μπροστά στους φόβους που έχει για συντροφιά κάθε παιδί στο σκοτεινό του κρεβάτι, δίχως να έχει κάποιον να τους εκμυστηρευτεί κι εκείνος να τον καταλάβει, εκτός από ένα άλλο παιδί. Δεν υπάρχει ομαδική ψυχοθεραπεία ή ψυχιατρική ή κοινωνικές υπηρεσίες για το παιδί που πρέπει κάθε νύχτα να τα βγάζει πέρα με το πλάσμα κάτω από το κρεβάτι ή στο υπόγειο, το πλάσμα που κοιτά μοχθηρά, κάνει τρέλες και απειλεί πέρα ακριβώς από την άκρη του οπτικού πεδίου. Η ίδια μοναχική μάχη πρέπει να δίνεται από νύχτα σε νύχτα, και η μόνη γιατρειά είναι αυτή τελικά η αποστράγγιση της φαντασίας, που αποκαλείται "ενηλικίωση".
-----
"[...] δεν ξέρουμε τι είναι στην πραγματικότητα ο εγκέφαλος. Ο πλέον καταρτισμένος γιατρός στον κόσμο στέκεται σε ένα χαμηλό νησί στο κέντρο μιας θάλασσας άγνοιας. Κουνάμε τα ραβδιά μας του μάγου-γιατρού, σκοτώνουμε τις κότες μας και βλέπουμε οιωνούς στο αίμα. Όλα αυτά έχουν αποτέλεσμα σε ένα εκπληκτικό ποσοστό των περιπτώσεων. Λευκή μαγεία. Καλό βουντού."
-----
Το κύριο και καθοριστικό χαρακτηριστικό της παιδικής ηλικίας δεν είναι το αβίαστο ανακάτεμα του ονείρου με την πραγματικότητα, αλλά η αποξένωση μονάχα. Δεν υπάρχουν λέξεις για τις σκοτεινές στροφές και τις κοφτές ανάσες της παιδικής ηλικίας. Ένα σοφό παιδί το αναγνωρίζει αυτό και υποτάσσεται στις αναγκαίες συνέπειες. Ένα παιδί που υπολογίζει το κόστος δεν είναι παιδί πλέον.
-----
"Άραγε... θα ερευνούσες μερικά πράγματα για λογαριασμό μου; Και θα ήσουν αντίθετος στο να πάρεις μαζί σου αγιασμό και όστια;"

"Τώρα εισδύεις σε θεολογικά χωράφια που τα χαρακτηρίζει η αβεβαιότητα", είπε με ειλικρινή σοβαρότητα ο Κάλαχαν.

"Γιατί;"

"Δεν θα πω όχι, τουλάχιστον σ' αυτή τη φάση", είπε ο Κάλαχαν. "Και θα πρέπει να σου πω ότι αν είχες απέναντί σου ένα νεότερο ιερέα, μάλλον θα σου είχε πει αμέσως ναι, με ελάχιστο δισταγμό." Χαμογέλασε πικρά. "Θεωρούν τα αντικείμενα της Εκκλησίας πιο πολύ συμβολικά παρά πρακτικά -όπως το μαντίλι και το ραβδί του σαμάνου. Αυτός ο νεαρός ιερέας μπορεί ν' αποφάσιζε ότι ήσουν τρελός, μα δεν θα είχε πρόβλημα να ραντίσει τριγύρω με λίγο αγιασμό αν αυτό θα σε ηρεμούσε. Εγώ δεν μπορώ να το κάνω. Αν έκανα την έρευνά σου φορώντας σακάκι και έχοντας παραμάσχαλα μονάχα ένα αντίτυπο του Αισθησιακού εξορκιστή της Σίμπιλ Λικ, τότε αυτό θα αφορούσε εμάς τους δύο. Αν όμως πάω με την όστια... τότε λειτουργώ ως εκπρόσωπος της Καθολικής Εκκλησίας, έτοιμος να τελέσω ό,τι θα θεωρούσα μία από τις πλέον πνευματικές ιεροτελεστίες του λειτουργήματός μου. Τότε πηγαίνω ως εκπρόσωπος του Ιησού Χριστού επί της γης". Τώρα κοιτούσε με απόλυτη σοβαρότητα τον Ματ. "Μπορεί να είμαι άθλιος ιερέας -έτσι μου φαίνεται μερικές φορές-, λιγάκι κουρασμένος, λιγάκι κυνικός και, τελευταία, πάσχων από μια κρίση... τίνος πράγματος; πίστης;ταυτότητας;... όμως πιστεύω, παρ' όλα αυτά, αρκετά στην τρομερή, μυστικιστική και αποθεωτική δύναμη της Εκκλησίας πίσω μου, ώστε να τρέμω λιγάκι στη σκέψη τού να δεχτώ ελαφρά τη καρδία ό,τι μου ζητάς. Η Εκκλησία είναι κάτι περισσότερο από ένα πακέτο ιδανικά, όπως φαίνεται πως πιστεύουν αυτοί οι νέοι. Είναι κάτι περισσότερο από μια πνευματική ομάδα προσκόπων. Η Εκκλησία είναι μια Δύναμη... και δεν θέτει κανείς αψήφιστα μια Δύναμη σε κίνηση."

[...] Η Καθολική Εκκλησία έπρεπε να τα βγάλει πέρα με μια νέα έννοια καθώς προχωρούσε στον εικοστό αιώνα: με το κακό με μικρό "κ". Με έναν διάβολο που δεν ήταν τέρας με κόκκινα κέρατα, σουβλερή ουρά και διχαλωτές οπλές, ή φίδι έρπον μέσα στον κήπο -αν και αυτή είναι μια εύγλωττη ψυχολογική εικόνα. Ο Διάβολος, σύμφωνα με το Κατά Φρόιντ Ευαγγέλιο, θα ήταν ένα γιγάντιο, σύνθετο "Εκείνο", το υποσυνείδητο όλων μας."
-----
Δεν μπορούσε να μείνει στο σπίτι. Βγήκε στην πίσω αυλή, ανασαίνοντας τον κρύο αέρα του Οκτωβρίου, και κοίταξε μέσα στο σκοτάδι που σάλευε. Ίσως να μην ήταν τα πάντα Φρόιντ εντέλει. Πιθανόν να είχε σχέση σε μεγάλο βαθμό με την επινόηση του ηλεκτρικού φωτός, που είχε σκοτώσει τις σκιές στον νου των ανθρώπων πολύ πιο δραστικά απ' ό,τι ένας πάσσαλος καρφωμένος στην καρδιά ενός βρικόλακα -και με λιγότερο τσαπατσούλικο τρόπο.

Το κακό παρέμενε ζωντανό, αλλά τώρα στο σκληρό και άψυχο, εκτυφλωτικό φως των λαμπτήρων φθορισμού και νέον, των δισεκατομμυρίων λαμπτήρων των εκατό βατ. Στρατηγοί σχεδίαζαν αεροπορικά πλήγματα κάτω από την αποτελεσματική λάμψη του εναλλασσόμενου ρεύματος, και όλα ήταν εκτός ελέγχου, σαν παιδικό αγωνιστικό αυτοκίνητο που τσουλούσε χωρίς φρένα στην κατηφόρα: Ακολουθούσα εντολές. Ναι, ήταν αλήθεια, δεν χωρούσε αμφιβολία. Ήμασταν όλοι στρατιώτες και απλώς ακολουθούσαμε ό,τι έγραφε το φύλλο πορείας μας. Ωστόσο από πού έρχονταν τελικά οι εντολές; Πηγαίνετέ με στον αρχηγό σας. Αλλά πού είναι το γραφείο του; Απλώς ακολουθούσα εντολές. Ο λαός με εξέλεξε. Όμως τον λαό ποιος τον εξέλεξε;
-----
Ένιωθε αβοήθητος στο έλεος αυτού του ξένου μυστηρίου, αποσυνδεδεμένος από την εποχή του. Το εξομολογητήριο θα μπορούσε να είναι ένας αγωγός απευθείας σύνδεσης με τους καιρούς που οι λυκάνθρωποι, τα ίνκουμπους και οι μάγισσες ήταν βασικό κομμάτι του σκοταδιού έξω, και η εκκλησία ήταν ο μόνος φωτεινός φάρος. Για πρώτη φορά στη ζωή του αισθάνθηκε τον αργό, τρομερό χτύπο και την πλημμυρίδα των αιώνων, και είδε τη ζωή του ως ένα θαμπό σπινθήρα μέσα σε ένα οικοδόμημα που, αν αποκαλυπτόταν, μπορεί να οδηγούσε όλους τους ανθρώπους στην τρέλα.
-----
Ο Μπεν άκουσε τον εαυτό του να λέει από μακριά: "Δειλέ. Φοβητσιάρικο κάθαρμα. Αυτή η πόλη είναι ακόμα ζωντανή κι εσύ το βάζεις στα πόδια."

"Δεν είναι ζωντανή", είπε ο Πάρκινς ανάβοντας το τσιγάρο του με ένα σπίρτο. "Γι' αυτό ήρθε εκείνος εδώ. Είναι νεκρή όπως αυτός. Έχει πεθάνει εδώ και τουλάχιστον είκοσι χρόνια. Και όλος ο τόπος ακολουθεί την ίδια μοίρα. Εγώ και ο Νόλι πήγαμε σ' ένα ντράιβ ιν στο Φάλμουθ πριν από δύο εβδομάδες, προτού το κλείσουν με το τέλος της σεζόν. Είδα περισσότερο αίμα και φόνους σ' εκείνο το γουέστερν απ' όσο είχα δει δύο χρόνια στην Κορέα. Πιτσιρικάδες έτρωγαν ποπκόρν και ζητωκραύγαζαν." Έκανε μια αόριστη χειρονομία προς την πόλη, που τώρα ήταν αφύσικα χρυσωμένη στις σπασμένες αχτίδες του ήλιου που έδυε, σαν χωριό σε όνειρο. "Μάλλον τους αρέσει να είναι βρικόλακες. Αλλά εμένα δεν μ' αρέσει. Ο Νόλι θα έρθει απόψε να με βρει. Έτσι, φεύγω."
-----
Ήταν ένας άνθρωπος κυριευμένος, δαιμονισμένος, και ο Μαρκ κατάλαβε, δίχως να το συνειδητοποιεί (ή να πρέπει να το συνειδητοποιήσει), πως ό,τι τον είχε κυριέψει δεν ήταν διόλου χριστιανικό, πως το καλό ήταν πιο στοιχειώδες, λιγότερο εκλεπτυσμένο. Ήταν ορυκτό, σαν κάτι που το είχε φτύσει σε κομμάτια η γη. Τίποτα ολοκληρωμένο δεν υπήρχε σε αυτό. Ήταν Ισχύς· ήταν Δύναμη· ήταν αυτό που κινεί τους μεγαλύτερους τροχούς του σύμπαντος.
-----
"Για ποιο πράγμα γράφεις λοιπόν;"

"Για την πόλη", της είπε και τα μάτια του έλαμψαν. "Την πόλη και την τρέλα που εξαπλώνεται σ' αυτήν και τη δηλητηριάζει. Γράφω για το απόλυτο κακό, το χειρότερο απ' όλα, επειδή δεν μπορείς να του ξεφύγεις. Καμία παράκληση, καμία ικεσία, καμία λογική δεν θα σε γλιτώσει απ' αυτό. Γράφω για κείνους τους αλήτες που λένε ότι θα σε πυροβολήσουν έτσι κι αλλιώς. [...] Γράφω για την αλόγιστη βία που θέλει να κομματιάσει τα πάντα στη ζωή μας."

"[...] Αυτό θέλω να κάνω. Θέλω να τραβήξω τη μάσκα και να δείξω στους ανθρώπους ότι το Γκραν Γκινιόλ ζει στη γωνία του δρόμου σου... και μέσα στο ίδιο σου το σπίτι."
-----
Οι μεγάλες πόλεις κοιμούνται ανήσυχα, σαν παρανοϊκοί που περνούν τις μέρες τους μέσα στον φόβο και τις νύχτες τους δραπετεύοντας αποκαμωμένοι από στρεβλές σκιές έως εκείνο το στερνό δωμάτιο ξενοδοχείου που, όπως λέει ο Ώντεν, εξαρχής κάτω από έναν γυμνό λαμπτήρα περιμένει. Τον ύπνο τους διαλύουν τα ουρλιαχτά από τις σειρήνες των περιπολικών, τα ατελείωτα φώτα νέον, τα ταξί που δεν παύουν να τριγυρνούν σαν κίτρινοι λύκοι. Ο ύπνος τους είναι μες στον ιδρώτα, φοβερός, ακόμα όμως γεμάτος ζωή.

Όμως η μικρή πόλη κοιμάται, σαν τους νεκρούς.
-----
Όταν έρχεσαι από τη μεγάλη πόλη στη μικρή, στην αρχή μένεις ξύπνιος, εξαιτίας της απουσίας θορύβων. Περιμένεις κάτι να ραγίσει αυτή τη σιωπή:ο βήχας κάποιου γυαλιού που θρυμματίζεται , το στρίγκλισμα λάστιχων στο οδόστρωμα, ίσως ένα ουρλιαχτό. Ωστόσο δεν ακούγεται τίποτα, εκτός από το απόκοσμο βούισμα των συρμάτων του τηλεφώνου, οπότε περιμένεις και περιμένεις, κι έπειτα κάνεις έναν άσχημο ύπνο. Όταν όμως σε επηρεάσει η μικρή πόλη, κοιμάσαι σαν αυτήν, και η μικρή πόλη κοιμάται βαθιά μες στο αίμα της, σαν αρκούδα.
-----
"Είναι σοφό να φοβάσαι τον αντίπαλό σου", τον καθησύχασε η ασώματη φωνή. "Έτσι ζούμε στον κόσμο."
-----
"Υποθέτεις πάντα ότι το καλό είναι μεγαλύτερο απ' το κακό, όμως δεν είναι έτσι. Η καλοσύνη, αγαπητέ πατέρα Κάλαχαν, απαιτεί πίστη. Το κακό απαιτεί μόνο να περιμένει κάποιος. Είναι ελεύθερο στον κόσμο και πανταχού παρόν όσο ο άνεμος. Το ξέρεις αυτό, όμως από το καλό δεν έχει ιδέα. Και όταν έρθει η στιγμή, θα είναι σαχ για τον βασιλιά... και το μαύρο θα τα κερδίσει όλα!"
-----
Ο αδερφός μου ο Ντέιβιντ κι εγώ ήμασταν καλλιεργημένοι για την ηλικία μας αναγνώστες και η μητέρα μας μας παρότρυνε απαγορεύοντάς μας ελάχιστα βιβλία μόνο. Πολύ συχνά μας έδινε ένα βιβλίο που είχε ζητήσει ένας από εμάς, προσθέτοντας "Είναι σκουπίδι", με τόνο που υπονοούσε ότι ήξερε πως αυτό δεν θα μας σταματούσε, αλλά απεναντίας μπορεί να μας ενθάρρυνε κιόλας. Επιπλέον, ήξερε ότι τα σκουπίδια έχουν κι αυτά μια θέση στον κόσμο.

Stephen King, Σάλεμς Λοτ (Ειδική Εικονογραφημένη Έκδοση), μετάφραση Μιχάλη Μακρόπουλου, εκδόσεις Κλειδάριθμος, 2018 (πρώτη έκδοση 1975)

* Φωτογραφία από εδώ.

Κυριακή 5 Απριλίου 2020

Διάλογος με την κόρη μου XLVI

Μόλις τελειώσαμε μια παρτίδα Trivial Pursuit, με ερωτήσεις από ένα άλλο παιχνίδι όμως, ώστε να μπορεί να παίξει και η Ελένη. Κάποια στιγμή που ήρθε η σειρά μου να ερωτηθώ:

Σάντη: "Τι είναι τα σπιτάκια όπου ζουν τα Στρουμφάκια";
Εγώ: Μανιτάρια.
Σάντη: Α, το ήξερες;
Ελένη: Ολόκληρος δάσκαλος είναι, δεν θα το ήξερε;!


Οι... "300" ηρωικοί αναγνώστες