Πρόκειται για ένα από τα τελευταία έργα του Αυστριακού (με εβραϊκή καταγωγή) συγγραφέα, στο οποίο περιγράφει τη ζωή ενός πλούσιου νέου, από την έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι την προσάρτηση της Αυστρίας στη Χιτλερική Γερμανία. Είναι ένα μάλλον άνισο μυθιστόρημα, στο οποίο στιγμές άκρατου λυρισμού διαδέχονται άλλες, μάλλον πεζές και κάπως εύκολες να ξεχαστούν. Όμως ο Roth έχει τον τρόπο να ζωντανέψει, όχι μόνο μια εποχή, αλλά και την ψυχοσύνθεση ενός λαού κι ενός κόσμου, που πιάστηκαν ανέμελοι κι απροετοίμαστοι τη στιγμή που ζύγωνε η καταστροφή. Είναι, επίσης, απόλυτα επίκαιρο το εν λόγω βιβλίο, καθώς η σημερινή Ευρώπη, και ο πλανήτης γενικότερα, μοιάζουν σε πολλά με την Αυτοκρατορία που διοικούσε κάποτε ο Φραγκίσκος Ιωσήφ Α'. Κι εκτός των άλλων, έχει μια σπουδαία τελική σκηνή, από τις πιο συγκινητικές που έχω συναντήσει.
Αυτή είναι, όπως ξέρουμε, η επιταγή των καιρών. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να μείνουν μόνοι τους. Ενώνονται σε ομάδες χωρίς νόημα· κι ούτε τα χωριά μπορούν να μείνουν μόνα τους. Γεννιούνται έτσι παράλογες ενότητες. Τους αγρότες ελκύει η πόλη και τα χωριά φιλοδοξούν να γίνουν κι αυτά πόλεις.
-----
Δεν είμαι παιδί τούτης της εποχής, μου 'ναι μάλιστα δύσκολο να μη με χαρακτηρίσω εχθρό της. Όχι πως δεν την καταλαβαίνω, όπως υποστηρίζω πολύ συχνά. Αυτό είναι μόνο μια συνετή δικαιολογία. Απλά και μόνο, επειδή θέλω να 'χω την ησυχία μου, αποφεύγω να 'μαι προκλητικός ή κακόβουλος, κι έτσι λέω πως δεν καταλαβαίνω εκείνο που θα 'πρεπε να πω πως το μισώ ή το περιφρονώ. Ακούω θαυμάσια μα προσποιούμαι τον βαρήκοο. Θεωρώ ευγενικότερο να υποδυθώ κάποια αναπηρία, παρά να ομολογήσω πως άκουσα χυδαίους ήχους.
-----
Μοιραζόμουνα μαζί τους τη δύσπιστη απερισκεψία, τη μελαγχολική προπέτεια, την αμαρτωλή αμέλεια, την αλαζονική ασωτία, όλα συμπτώματα της επερχόμενης καταστροφής, που τότε ακόμα δεν βλέπαμε. Πάνω απ' τα ποτήρια που αγέρωχα πίναμε, σταύρωνε κιόλας ο αόρατος θάνατος τα σκελετωμένα του χέρια.
-----
Από εκεί μας αποχαιρέτησε κουνώντας το χέρι. Κι εμάς όλων πόνεσε η καρδιά, όταν το τρένο κύλησε έξω απ' το σταθμό, γιατί αγαπούσαμε τη μελαγχολία το ίδιο ανόητα όπως και την ευθυμία.
-----
Η φωνή της μου θύμιζε σιγανό, συγκρατημένο, καθαρό κι ωστόσο αποπνικτικό γουργούρισμα, τον ψίθυρο υπόγειων πηγών, τον απόμακρο μονότονο ήχο απόμακρων τρένων που συνοδεύει καμιά φορά τις άυπνες νύχτες μας, κι ακόμα κι η πιο κοινότυπη λέξη της αποκτούσε για μένα, χάρη σ' αυτή τη βαθιά φωνή, με την οποία την πρόφερε, την πληρότητα, την εκφραστική δύναμη μιας μακρινής, σίγουρα όχι και τόσο κατανοητής, ωστόσο σαφώς οικείας, ξεχασμένης, πρωτόγονης γλώσσας, που ίσως κάποτε αφουγκραστήκαμε στ' όνειρό μας.
-----
Η σχέση που διατηρούσα με τη μητέρα μου, καθόλου ειλικρινής κι αυθόρμητη, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η βασανιστική προσπάθεια να μιμηθώ τη σχέση των νεαρών αντρών με τις μητέρες τους. Γιατί στα μάτια τους δεν ήταν πραγματικές μητέρες, αλλά ένα είδος εκκολαπτηρίων, που σ' αυτά χρωστούσαν την ωρίμανση και τη ζωή τους, ή στην καλύτερη περίπτωση, κάτι σαν την πατρική γη, όπου ήρθε κανείς τυχαία στον κόσμο και που δεν της αφιερώνει παρά μόνο κάποια μνεία και κάποια συγκίνηση.
-----
Ίσως, δεν είναι καθόλου απίθανο, να είχε συμφιλιωθεί με τον αιώνιο χριστό νόμο της φύσης που υποχρεώνει τους γιους να ξεχνούν γρήγορα την προέλευσή τους, να βλέπουν τις μητέρες τους σαν ώριμες κυρίες, να μη θυμούνται το στήθος απ' όπου έλαβαν την πρώτη τους τροφή· σταθερός νόμος, που αναγκάζει ακόμα και τις μητέρες να βλέπουν τους καρπούς του σώματός τους να γίνονται μεγάλοι κι ακόμα πιο μεγάλοι, ξένοι κι ακόμα πιο ξένοι· με πόνο πρώτα, μετά με πίκρα και τέλος με μια αίσθηση εγκατάλειψης.
-----
Ήξερα μερικούς Εβραίους, Βιεννέζους φυσικά, τους οποίους κάθε άλλο παρά μισούσα· κυρίως γιατί εκείνη την εποχή ο θετικός αντισημιτισμός της αριστοκρατίας και των κύκλων που συναναστρεφόμουνα είχε γίνει μόδα των θυρωρών, των μικροαστών, των καπνοδοχοκαθαριστών, των ταπετσέρηδων. Αυτή η αλλαγή ήταν βέβαια ανάλογη εκείνης στη μόδα που έκανε την κόρη ενός κλητήρα του δημαρχείου να στερεώνει την ίδια πλερέζα στο κυριακάτικο καπέλο της, που τρία χρόνια πριν φορούσε την Τετάρτη μια Τραουτμανστόρφ ή μια Στσεχένυϊ. Κι όσο μπορεί σήμερα μια Στεχένυϊ να βάλει την ίδια πλερέζα που στολίζει το καπέλο της κόρης ενός κλητήρα του δήμου, το ίδιο μπορούσε τότε και η καλή κοινωνία, στην οποία ανήκα, να υποτιμά έναν Εβραίο...
-----
"Ξέρετε, δεν είμαι πατριώτης, αλλά αγαπώ τους συμπατριώτες μου. Μια ολόκληρη χώρα, μια πατρίδα, είναι κάτι αφηρημένο. Ένας συμπατριώτης όμως είναι κάτι συγκεκριμένο. Δεν μπορώ ν' αγαπώ όλα τα χωράφια, όλα τα δάση με τα έλατα, όλους τους βάλτους, όλους τους Πολωνούς και τις Πολωνίδες. Ένα ορισμένο όμως χωράφι, ένα δασάκι, ένα βάλτο, έναν άνθρωπο: à la bonheure! Το βλέπω, τ' αγγίζω, μιλάει τη γλώσσα που μου είναι οικεία, κι αυτό γιατί είναι κάτι μεμονωμένο, η προσωποποίηση του οικείου. Κι ύστερα υπάρχουν κι άνθρωποι που τους ονομάζω συμπατριώτες ακόμη κι αν έχουν γεννηθεί στην Κίνα, στην Περσία ή στην Αφρική".
-----
"[...] το χαρακτηριστικό του αριστοκράτη είναι πάνω απ' όλα η αταραξία".
-----
Θα ντρεπόμουν, αν αναγκαζόμουνα να πω στους φίλους μου ότι είχα πάει στην εκκλησία. Όχι πως θεωρούσαν τη θρησκεία πραγματικό εχθρό τους· απλά αρνιόνταν από υπεροψία ν΄αναγνωρίσουν την παράδοση που πάνω της στηρίχτηκε η αγωγή τους. Φυσικά δεν ήταν διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν την ουσία αυτής της παράδοσης· όμως τόσο αυτοί όσο κι εγώ, είχαμε εξεγερθεί ενάντια στις μορφές της παράδοσης, γιατί δεν ξέραμε πως η αληθινή μορφή είναι ταυτόσημη με την ουσία και πως ήταν παιδιάστικο να χωρίζουμε το ένα από το άλλο.
-----
Δεν τον αισθανόμασταν το θάνατο. Δεν τον αισθανόμασταν, γιατί δεν αισθανόμασταν το Θεό.
-----
"Η ρωμαϊκή εκκλησία", συνήθιζε να λέει "είναι σ' αυτόν τον βαλτωμένο κόσμο η μόνη που δημιουργεί μορφές, η μόνη που τις διατηρεί. Αν θέλετε, η μόνη που παρέχει μορφές. Με το να φυλακίζει τα ήθη και τα έθιμα που προέρχονται απ' τη λεγόμενη "παράδοση" στο δόγμα της σαν μέσα σ' ένα παγερό παλάτι, κερδίζει και παραχωρεί στα παιδιά της γύρω, έξω απ' το παλάτι, το καμωμένο από πάγο, με την τεράστια, ευρύχωρη αυλή, την ελευθερία ν' αμελούν, ακόμη να συγχωρούν ή και να πράττουν οι ίδιοι το απαγορευμένο. Με το να προβλέπει αμαρτίες, ταυτόχρονα τις συγχωρεί. Μπορεί να πει κανείς πως δεν επιτρέπει καν την ύπαρξη του αλάθητου ανθρώπου: αυτό είναι και το κατεξοχήν ανθρώπινο στοιχείο της. Τα πιο άψογα παιδιά της τα εξυψώνει σε αγίους. Κι είναι αυτονόητο ότι έτσι επιτρέπει σιωπηρά στους ανθρώπους το λάθος. Μάλιστα επιτρέπει την αμαρτία σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μη θεωρεί ανθρώπους όσους δεν είναι αμαρτωλοί: γιατί αυτοί έχουν ήδη γίνει δεκτοί στη βασιλεία των ουρανών ή άγιοι. Μ' αυτό η ρωμαϊκή εκκλησία επιβεβαιώνει την πιο ευγενική της τάση: να συγχωρεί, να αφίη. Δεν υπάρχει πιο ευγενική τάση από τη συγχώρεση. Σκεφτείτε πως δεν υπάρχει καμιά χυδαιότερη από την εκδίκηση".
-----
Πολύ αργότερα, πολύ μετά τον μεγάλο πόλεμο που τον ονόμασαν "παγκόσμιο πόλεμο", σωστά κατά τη γνώμη μου, όχι επειδή πήρε μέρος όλος ο κόσμος, αλλά επειδή όλοι εμείς χάσαμε εξαιτίας του έναν ολόκληρο κόσμο, τον δικό μας κόσμο, πολύ αργότερα, λοιπόν, θα κατανοούσα πως και τα τοπία, τα χωράφια, τα έθνη, οι ράτσες, οι καλύβες και τα café κάθε είδους και προέλευσης υπακούουν σ' έναν χωρίς αμφιβολία φυσικό νόμο ενός ισχυρού πνεύματος, που είναι σε θέση να φέρνει κοντά το μακρινό, να κάνει συγγενικό το ξένο, και να ενώνει εκείνα που φαινομενικά αλληλοαπωθούνται. Μιλάω για το παρεξηγημένο και καταχρασμένο πνεύμα της παλιάς μοναρχίας [...]".
Από έναν ανεξήγητο φόβο, λέω τώρα, τότε μας φαινόταν δικαιολογημένος· γιατί βρίσκαμε την εξήγηση στο γεγονός πως ήμασταν πολύ νέοι ώστε να παραμελούμε τις νύχτες. Ενώ, όπως κατάλαβα αργότερα, υπήρχε αντίθετα ο φόβος της μέρας ή για την ακρίβεια του πρωινού, της πιο φωτεινής ώρας της ημέρας. Τότε βλέπει κανείς καθαρά και φαίνεται καθαρά. Κι εμείς, εμείς ούτε να βλέπουμε θέλαμε καθαρά ούτε να μας βλέπουν καθαρά.
Joseph Roth, Η Κρύπτη Των Καπουτσίνων, μετάφραση Νίκου Δεληβοριά, εκδόσεις Το Βήμα Βιβλιοθήκη
-----
[...] μιλούσαν και οι δυο τα ίδια ένρινα "κρατικά" γερμανικά των ανώτερων τάξεων, μια γλώσσα ταυτόχρονα σκληρή και γλυκιά, λες κι ήταν Σλάβοι κι Ιταλοί οι δημιουργοί και πατέρες αυτής της γλώσσας, μιας γλώσσας που κύρια χαρακτηριστικά της ήταν η διακριτική ειρωνεία και η χαριτωμένη συμπάθεια προς το ανώδυνο, τη φλυαρία, μέχρι και τη γοητευτική ανοησία.
-----
Πού και πού μέναμε μαζί μέχρι αργά. Από έναν ανεξήγητο φόβο για τη νύχτα περιμέναμε το πρωί.Από έναν ανεξήγητο φόβο, λέω τώρα, τότε μας φαινόταν δικαιολογημένος· γιατί βρίσκαμε την εξήγηση στο γεγονός πως ήμασταν πολύ νέοι ώστε να παραμελούμε τις νύχτες. Ενώ, όπως κατάλαβα αργότερα, υπήρχε αντίθετα ο φόβος της μέρας ή για την ακρίβεια του πρωινού, της πιο φωτεινής ώρας της ημέρας. Τότε βλέπει κανείς καθαρά και φαίνεται καθαρά. Κι εμείς, εμείς ούτε να βλέπουμε θέλαμε καθαρά ούτε να μας βλέπουν καθαρά.
Νόμιζα τότε ότι ο επερχόμενος πόλεμος ήταν ό,τι έπρεπε. Μόλις έγινε πραγματικότητα και μάλιστα αναπόφευκτη, κατάλαβα ξαφνικά [...] πως στο τέλος τέλος ένας παράλογος θάνατος είναι καλύτερος από μια παράλογη ζωή. Φοβόμουνα το θάνατο. Αυτό είναι σίγουρο. Δεν ήθελα να πέσω. Το μόνο που ήθελα ήταν να αποκτήσω μόνος μου τη βεβαιότητα πως μπορώ να πεθάνω.
-----
[...] σαν αριστοκράτης, που μόλις τον έχρισε ευγενή ο θάνατος, όπως κάνει μ' όλους όσους είναι έτοιμοι και άξιοι να τον υποδεχτούν [...].
-----
Κοντά στο θάνατο, τα αισθήματά μου έγιναν πιο τίμια, πιο σαφή, όπως μερικές φορές αποσαφηνίζονται όταν είναι κανείς βαριά άρρωστος οι ιδέες και η αλήθεια σε τέτοιο βαθμό, που αισθάνεται παρά το φόβο, το αδιέξοδο και την υποψία που τον παραλύει, ένα είδος περήφανης ικανοποίησης, γιατί επιτέλους μια φορά γνώρισε την ευτυχία μέσα απ' τον πόνο και μια αίσθηση βαθύτατης χαράς, γιατί ξέρει απ' την αρχή το τίμημα της γνώσης.
-----
[...] δεν είχαμε πια καιρό ν' απολαύσουμε την ελάχιστη ελευθερία κινήσεων που μας άφηνε ακόμα η ζωή, δεν είχαμε καν τον καιρό να περιμένουμε το θάνατο. Στην πραγματικότητα δεν ξέραμε πια αν νοσταλγούσαμε το θάνατο ή προσδοκούσαμε τη ζωή. Πάντως εκείνες ήταν για μένα κι όλους σαν κι εμένα οι πιο έντονες ώρες της ζωής μας· είναι οι ώρες που ο θάνατος δεν μοιάζει με την άβυσσο που θα πέσεις κάποια μέρα, αλλά με την απέναντι όχθη ενός ποταμού, όπου προσπαθείς να φτάσεις μ' ένα σάλτο [...].
-----
Είναι ένα από τα μυστικά των μανάδων: δεν παραιτούνται ποτέ απ' την ελπίδα ότι θα ξαναδούν τα παιδιά τους, ακόμα κι εκείνα που πιστεύουν πως είναι νεκρά, ακόμη και τα πραγματικά νεκρά· κι αν γινότανε ν' αναστηθεί ένα νεκρό παιδί μπροστά στη μάνα του, εκείνη θα το 'παιρνε στην αγκαλιά της τόσο φυσικά, σαν να μην είχε γυρίσει από την άλλη ζωή, αλλά από μια πολύ μακρινή περιοχή τούτης της ζωής.
-----
Ακόμη και τότε μιλούσε, όπως μιλά μια μητέρα. Αφού έπρεπε ν' αφήσει το παιδί της -το μοναδικό της μάλιστα- να πάει στο θάνατο, ήθελε να του το παραδώσει μόνη της. Ούτε την κατοχή ούτε το χάρο ήθελε να μοιραστεί με άλλη γυναίκα.
-----
[...] πρέπει να 'ναι κανείς πολύ ώριμος ή τουλάχιστον πολύ έμπειρος, για να μπορεί να δείχνει τα αισθήματά του χωρίς την αναστολή της ντροπής.
-----
Καθένας απ' αυτούς είχε κάποιο κορίτσι να παντρευτεί, ακόμα κι αν η νύφη δεν ήταν ανάλογη με τη θέση του, αλλά κάποια τυχαία, απ' αυτές που 'πεφταν εκείνους τους καιρούς πάνω μας συχνά, ποιος ξέρει γιατί, και που έρχονταν από περιοχές άγνωστες, όμοιες με πεταλούδες που τις νύχτες του καλοκαιριού έρχονται απ' τ' ανοιχτά παράθυρα και φτερουγίζουν πάνω στο τραπέζι, στο κρεβάτι, στο γείσο του τζακιού, εφήμερα, επιπόλαια, υποταγμένα, βελούδινα δώρα μιας γενναιόδωρης σύντομης νύχτας.
-----
Και το αίσθημα τιμής είναι ένα είδος ναρκωτικού που στη δική μας περίπτωση αποκοίμιζε το φόβο κι όλα τα κακά προαισθήματα.
-----
Και στο στρατό μεγαλώνεις ακόμη μια φορά: όπως όταν είσαι παιδί μαθαίνεις να περπατάς, έτσι μαθαίνεις να βαδίζεις στρατιωτικά, όταν είσαι στρατιώτης. Ποτέ δεν ξεχνάς τους νεοσύλλεκτους που 'μαθαν ταυτόχρονα με σένα [...].
-----
[...] αυτή η περίοδος της ζωής μου, η περίοδος των ρομαντικών ιδεών με πλησίασε πολύ πιο κοντά στην πραγματικότητα απ' ό,τι οι σπάνιες μη ρομαντικές που έπρεπε να τις επιβάλω με τη βία στον εαυτό μου. Πόσο ανόητοι είναι αλήθεια αυτοί οι παλαιικοί χαρακτηρισμοί! [...] πιστεύω [...] ότι ο άνθρωπος που λέγεται ρεαλιστής είναι πάντα απρόσιτος σ' αυτόν τον κόσμο, σαν πύργος δίχως ανοίγματα από μπετόν, κι ότι αντίθετα ο λεγόμενος ρομαντικός μοιάζει με κήπο ανοιχτό, που η αλήθεια μπαινοβγαίνει κατά βούληση...
-----
Ούτε η απόλυτη δικαιοσύνη είναι αμερόληπτη, κι αυτή σπέρνει δόντια δράκου.
-----
Η μητέρα μου ήταν έξυπνη γυναίκα, γυναίκα που έβλεπε καθαρά. Τώρα κατάλαβα πως ποτέ δεν με είχε κοιτάξει με προσοχή. Και βέβαια μ' αγαπούσε πολύ. Μα αγαπούσε το γιο του άντρα της, όχι το παιδί της. Ήταν γυναίκα. Ήμουν η κληρονομιά που της άφησε ο αγαπημένος της· μοιραία σαρξ εκ της σαρκός του· η δική της μήτρα ήταν τυχαία.
-----
Ο Ζακ της έφερε τον μικρό οβάλ καθρέφτη. Παρατήρησε ακίνητη αρκετή ώρα το πρόσωπό της. Ναι, οι γυναίκες του καιρού της δεν είχαν ακόμα ανάγκη να διορθώνουν με φτιασίδια, πούδρες, χτένια ή και μόνο με τα δάχτυλα, φόρεμα, πρόσωπο, μαλλιά. Ήταν σαν να απαιτούσε η μητέρα μου με το βλέμμα της μόνο, με το βλέμμα που εξέταζε τη μορφή της στον καθρέφτη, από τα μαλλιά, το πρόσωπο, τα ρούχα, απόλυτη πειθαρχία. Χωρίς να 'χει κάνει την παραμικρή κίνηση χάθηκαν ξαφνικά κάθε οικειότητα και ζεστασιά, έτσι που κι εγώ ο ίδιος ένιωσα σαν επισκέπτης σε μια ξένη, γηραιά κυρία.
-----
"Οι άνθρωποι", είπε, "ξέρουν μερικές φορές πότε θα φύγουν. Δεν ξέρουν ποτέ, πότε θα επιστρέψουν" [...].
-----
Το απαγορευμένο κρατά λίγο, το επιτρεπτό εμπεριέχει εξ ορισμού τη διάρκεια.
-----
Ένιωθα μια περίεργη ανάγκη να επανορθώσω μέσα σε μια ώρα τα εικοσιτρία απερίσκεπτα και χωρίς αγάπη χρόνια της ζωής μου, κι αντί, όπως κάνουν οι νιόπαντροι, ν' αρχίσω την "καινούργια μου ζωή", προσπαθούσα να διορθώσω την περασμένη. Θα προτιμούσα ν' άρχιζα πάλι απ' τη γέννησή μου. Έβλεπα καθαρά πως είχα χάσει το πιο σημαντικό. Πολύ αργά. Με περίμενε ο θάνατος και η αγάπη.
-----
Προτιμώ τη μοίρα του εξαφανισμένου, παρά εκείνη του αφηγητή αυτού που χάθηκε για πάντα. Κανείς δεν θα με καταλάβαινε σήμερα, αν επιχειρούσα να μιλήσω για την ελευθερία, την τιμή, και, πολύ περισσότερο, για την αιχμαλωσία. Αυτή την εποχή καλύτερα να σωπαίνει κανείς. Για να είμαι ειλικρινής, γράφω μόνο για να καταλάβω τον ίδιο μου τον εαυτό [...].
-----
Οι ξιφολόγχες στα όπλα δεν έμοιαζαν αληθινές και τα όπλα κρέμονταν αδέξια απ' τους ώμους των ανθρώπων. Λες κι αποζητούσαν τον ύπνο τα όπλα, κουρασμένα όπως κι εμείς μετά από τέσσερα χρόνια πυροβολισμών.
-----
"Βέβαια δεν θα ήθελα μια χορεύτρια για κόρη, αλλά μια χορεύτρια είναι τίμια. Κι έπειτα τα κάπως ελαφρά ήθη είναι ένα πράγμα σαφές. Δεν είναι κατεργαριά, δεν είναι απάτη".
-----
Η μαρμάρινη πλάκα του τραπεζιού διατηρούσε ακόμη, έτσι νόμιζα, κάποια ίχνη των δικών μας, των δικών της χεριών. Φυσικά η ιδέα ήταν παιδιάστικη, γελοία. Το ήξερα, αλλά την επέβαλα στον εαυτό μου με τη βία, αρπάχτηκα κυριολεκτικά πάνω της, για να προσθέσω ένα οποιοδήποτε αίσθημα στην ανάγκη που ένιωθα "να βάλω τάξη στη ζωή μου", ώστε η συζήτησή μου με την Ελίζαμπετ να είναι από κάθε άποψη δικαιολογημένη. Τότε ήταν που συνειδητοποίησα για πρώτη φορά πόσο φευγαλέες είναι οι εμπειρίες μας, πόσο γρήγορα ξεχνάμε και πόσο εφήμεροι είμαστε, περισσότερο από κάθε άλλο πλάσμα πάνω στη γη.
-----
Περπατούσαμε σιωπηλοί, ο ένας πλάι στον άλλο. Έπεφτε ένα χιόνι ράθυμο, θα 'λεγα σάπιο. Τα φανάρια, ράθυμα κι αυτά, δεν έκαναν καλά τη δουλειά τους. Το γυάλινο περίβλημά τους προστάτευε έναν τόσο δα σπόρο φωτός τσιγγούνικα και εχθρικά. Δεν φώτιζαν τους δρόμους, τους σκοτείνιαζαν. περισσότερο.
-----
Είχαμε χάσει όλοι θέση και σειρά κι όνομα, σπίτι και χρήμα κι αξίες, παρελθόν, παρόν, μέλλον. Κάθε πρωί όταν ξυπνούσαμε, κάθε νύχτα σαν πέφταμε να κοιμηθούμε, καταριόμασταν τον θάνατο, που άδικα μας είχε παρασύρει σε μια χωρίς προηγούμενο γιορτή. Κι όλοι μας ζηλεύαμε τους πεθαμένους. Αναπαύονταν κάτω απ' τη γη και την επόμενη άνοιξη θα φύτρωναν μενεξέδες απ' τα οστά τους. Εμείς, όμως, είχαμε γυρίσει αγιάτρευτα άκαρποι, με παράλυτα νεφρά, ένα γένος αφιερωμένο στο θάνατο, που ο θάνατος το είχε περιφρονήσει. Το πόρισμα της στρατολογικής επιτροπής ήταν αμετάκλητο. Έλεγε: "Ανίκανος να πεθάνει".
-----
Συνηθίσαμε όλοι το ασυνήθιστο. Κάναμε μια αγωνιώδη προσπάθεια να συνηθίσουμε. Παράλληλα, χωρίς όμως να το ξέρουμε, βιαζόμασταν να προσαρμοστούμε κι όχι μόνο αυτό, αλλά μας γοήτευαν φαινόμενα που κατά βάση μισούσαμε και αποστρεφόμασταν. Αρχίσαμε μάλιστα να αγαπάμε την αθλιότητά μας, με τον ίδιο τρόπο που αγαπάει κανείς αμετακίνητους εχθρούς. Η αθλιότητα ήταν το καταφύγιό μας. Της ήμασταν ευγνώμονες, γιατί κατάπινε τις μικρές προσωπικές στενοχώριες μας, αυτή, η μεγάλη τους αδελφή, η μεγάλη αθλιότητα που μπροστά της έχανε τη σημασία της κάθε παρηγοριά, αλλά κι όλες οι καθημερινές μας σκοτούρες. Κατά τη γνώμη μου δεν είναι δύσκολο να ερμηνεύσει και να συγχωρέσει κανείς τη φοβερή υποχωρητικότητα των σημερινών γενιών απέναντι στους ακόμη πιο φρικτούς καταπιεστές τους, αν σκεφτεί πως χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης είναι ότι προτιμά τη μεγάλη συμφορά, που δεν αφήνει τίποτα όρθιο, από την προσωπική στενοχώρια. Η μεγάλων διαστάσεων συμφορά καταπίνει μεμιάς τη μικρή δυστυχία, την ατυχία. Γι' αυτό κι εμείς εκείνα τα χρόνια αγαπούσαμε τη γενική, την τεράστια αθλιότητα.
-----
Κάπως έτσι θα ζούνε οι άνθρωποι παραμονές της Κρίσης: ρουφώντας μέλι από δηλητηριώδη λουλούδια, εξυμνώντας τον σβησμένο ήλιο ως ζωοδότη, φιλώντας την ξεραμένη γη ως μητέρα της γονιμότητας.
-----
Η Ελίζαμπετ με αγαπούσε, ήμουν σίγουρος γι' αυτό, όμως φοβόταν την καθηγήτρια Γιολάντα· ήταν ένας από εκείνους τους φόβους, που η σύγχρονη ιατρική φρόντισε να ορίσει με επιτυχία και να ερμηνεύσει μ' αποτυχία.
-----
[...] είναι ευγενικό και ηρωικό ταυτόχρονα να κρύβεις και να αποσιωπάς αναπηρίες.
-----
Πόσο φιλάνθρωπη είναι η φύση! Οι αναπηρίες που χαρίζει στα γηρατειά είναι ένα δώρο, μας χαρίζει αμνησία, αδύνατη ακοή και όραση, όταν γερνάμε· κι ακόμη κάποια σύγχυση του νου, λίγο πριν το θάνατο. Οι σκιές που τον προαναγγέλουν είναι δροσερές και ανακουφίζουν.
-----
[...] όπως και πολλές άλλες γυναίκες, είχε τη μανία της τάξης και της καθαριότητας. Με τούτο το μοιραίο πάθος, είχε κάποια σχέση και η ζήλια της. Εκείνο τον καιρό κατάλαβα γιατί οι γυναίκες αγαπούν τα σπίτια και τα διαμερίσματα περισσότερο από τους άντρες τους. Οι γυναίκες ετοιμάζουν πρώτ' απ' όλα τις φωλιές για τους απογόνους. Φυλακίζουν με ασυνείδητη πανουργία τους άντρες σε ένα δίχτυ από μικρά καθημερινά καθήκοντα, απ' τα οποία δεν μπορούν ποτέ να ξεφύγουν. Στο σπίτι μας κοιμόμουν, τώρα στο πλευρό της γυναίκας μου. Αυτό ήταν το σπίτι μου. Αυτή ήταν η γυναίκα μου. Ναι! Το κρεβάτι γίνεται ένα απόμερο σπίτι μέσα στο ορατό, ανοιχτό σπίτι, και η γυναίκα, που μας περιμένει εκεί, αγαπιέται απλά, γιατί είναι εκεί και διατίθεται. Είναι εκεί και διατίθεται κάθε ώρα της νύχτας, όποτε και αν γυρίσει κανείς στο σπίτι του, και κατά συνέπεια την αγαπάει. Γιατί αγαπάμε το σίγουρο. Αγαπάμε ιδιαίτερα ό,τι μας περιμένει, ό,τι έχει υπομονή.
-----
"Αλλά οι επαναστάσεις σήμερα έχουν ένα μειονέκτημα: δεν πετυχαίνουν".
-----
"Αυτός είναι ένας απλός καστανάς", είπε ο Χοϊνίτσκι, "αλλά προσέξτε: είναι πραγματικά ένα επάγγελμα συμβολικό. Συμβολίζει την παλιά μοναρχία. Αυτός ο άνθρωπος πουλούσε τα κάστανά του παντού, στη μισή Ευρώπη, μπορεί να πει κανείς. Παντού, όπου έτρωγαν τα κάστανά του ήταν Αυστρία, κυβερνούσε ο Φραγκίσκος Ιωσήφ. Τώρα δεν υπάρχουν πια κάστανα χωρίς βίζα. Τι κόσμος!"
-----
Υπήρξαν αμέτρητα εκατομμύρια, δισεκατομμύρια πατέρες από τότε που υπάρχει ο κόσμος. Ήμουν μόνο μία μονάδα ανάμεσα σε δισεκατομμύρια. Αλλά τη στιγμή που μπόρεσα να πάρω το γιο μου στην αγκαλιά μου, ένιωσα κάποια μακρινή αντανάκλαση εκείνης της ανώτερης μακαριότητας που θα έπρεπε να είχε αισθανθεί ο Δημιουργός του κόσμου την έκτη μέρα, όταν ΑΥΤΟΣ είδε το ατελές έργο του, παρ' όλα αυτά, ολοκληρωμένο. Ενώ κρατούσα στα χέρια μου το μικροσκοπικό, απαίσιο και μελανό πλάσμα που ούρλιαζε, ένιωσα καθαρά την αλλαγή που γινόταν μέσα μου. Όσο μικρό, όσο απαίσιο, όσο κοκκινωπό κι αν ήταν το πλάσμα που κρατούσα στην αγκαλιά μου, ακτινοβολούσε δύναμη απερίγραπτη. Ακόμη περισσότερο: ήταν σαν να 'χε συγκεντρωθεί σ' αυτό το τρυφερό, φτωχό σωματάκι όλη μου η δύναμη, σαν να κρατούσα στα χέρια μου τον ίδιο μου τον εαυτό και μάλιστα το καλύτερο του εαυτού μου.
-----
Και την Παρασκευή ακόμη δεν έβλεπα την ώρα να έρθει το αγαπημένο μου βράδυ· γιατί μόνο το βράδυ ένιωθα μόνος μέσα στο σπίτι, από τότε που δεν είχα πια ούτε σπίτι, ούτε οικογένεια. Περίμενα λοιπόν, ως συνήθως, να παραδοθώ στην προστασία του, που σε μας εδώ στη Βιέννη ήταν πάντα πιο τρυφερή απ' τη σιωπή της νύχτας, αφού έκλειναν τα café και μελαγχολούσαν τα φανάρια, κουρασμένα από τη χωρίς νόημα πια δουλειά τους. Νοσταλγούσαν το νωχελικό πρωινό, την ίδια τους την εξαφάνιση. Ναι, ήταν πάντα κουρασμένες, νυσταγμένες οι λάμπες, αποζητούσαν το πρωί για να μπορέσουν ν' αποκοιμηθούν.
-----
Δεν αγαπώ τα ζώα κι ακόμη λιγότερο τους ανθρώπους που αγαπούν τα ζώα. Όλη μου τη ζωή είχα την αίσθηση ότι οι άνθρωποι που αγαπούν τα ζώα αφαιρούν ένα μέρος της αγάπης τους από τους ανθρώπους, και η γνώμη μου αυτή μου φάνηκε περισσότερο δικαιολογημένη, όταν έμαθα τυχαία πως οι Γερμανοί του Τρίτου Ράιχ αγαπούν τα λυκόσκυλα, τα γερμανικά τσοπανόσκυλα. "Φτωχά πρόβατα!" ψιθύρισα.Joseph Roth, Η Κρύπτη Των Καπουτσίνων, μετάφραση Νίκου Δεληβοριά, εκδόσεις Το Βήμα Βιβλιοθήκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου