Πέμπτη 25 Αυγούστου 2022

Υπογραμμίσεις XXXVIII: Stephen King (ΧΙΙΙ)

Το αγόρασα στο βιβλιοπωλείο Αρκτούρος, από όπου είχα αγοράσει και το πρώτο μου βιβλίο του King -αν και τότε, πριν 20 χρόνια, το μαγαζί του Γιάννη και του Γιώργου στεγαζόταν αλλού. Το ξεκίνησα στη Σπάρτη, και συνέχισα να το διαβάζω στην Παλαιά Επίδαυρο, στα Λευκάκια Ναυπλίου, και στο Αρχοντικό Αβίας στη Μεσσηνία, ώσπου το ολοκλήρωσα με την επιστροφή στο σπίτι. Όπου κι αν βρισκόμουν, όμως, κάθε που το έπιανα στα χέρια μου μεταφερόμουν μεμιάς στον ξενώνα του σπιτιού της Άνι Γουίλκς, κάπου στα βουνά του Κολοράντο. Κι ένιωθα την απελπισία του Πολ Σέλντον, και την πάλη του με τις πληγές του, με την εξάρτηση, και με τη συγγραφή ενός ακόμα μυθιστορήματος από εκείνα που πάντα μισούσε να γράφει.

Την ομώνυμη ταινία του Rob Reiner την (ψευτο)είδα κάποτε, και εξαιτίας αυτού δίσταζα να πιάσω το βιβλίο, θεωρώντας ότι δεν θα είχε πολλά να μου αποκαλύψει. Κούνια που με κούναγε... Το Μίζερι είναι αριστούργημα, κι αυτό το καταλαβαίνεις από πολύ νωρίς στην πορεία της ανάγνωσης. Ειδικά το πρώτο μισό είναι τόσο πυκνό και καλογραμμένο, που θες συνέχεια να επανέρχεσαι εκεί, στο μικρό δωμάτιο, κι ας ξέρεις ότι η παράνοια παραμονεύει κάθε στιγμή.

Παρότι δεν έχω διαβάσει ούτε καν τα μισά από τα έργα του King ώστε να έχω σαφή εικόνα, ένιωσα πως το Μίζερι είναι ένα από τα πλέον αυτοβιογραφικά, φιλοσοφημένα και βαθιά συμβολικά πονήματά του. Κάτι τέτοιο αντικατοπτρίζεται από τον διπλής ανάγνωσης τίτλο πρώτα πρώτα, αλλά γίνεται γρήγορα αντιληπτό και μέσα από την πλοκή. Θίγονται, λοιπόν, μέσω αυτής θέματα που έχουν να κάνουν με την εξάρτηση και την ανημπόρια (ήταν εξαρτημένος από την κοκαΐνη όταν το έγραφε), ζητήματα που αφορούν στη σχέση του συγγραφέα με το αναγνωστικό κοινό και με τους εκδότες, ενώ γίνονται βαθιές βουτιές και στο τι σημαίνει να είσαι συγγραφέας, στα "τι", στα "πώς" και στα "γιατί" της "δουλειάς", σε μια παράλληλη πτέρυγα του βιβλίου που μοιάζει να αποτελεί προάγγελο του επίσης εξαιρετικού Περί Συγγραφής (2000, πρώτη ελληνική έκδοση 2006 από την Bell). Ας σημειωθούν, τέλος, και οι νύξεις περί υψηλής και... χαμηλής τέχνης και περί κριτικών -εκείνη την εποχή ο King είχε κατηγοριοποιηθεί ως "συγγραφέας των αεροδρομίων".

Παρότι ο Stephen King είναι ίσως ο αγαπημένος μου συγγραφέας, παρότι απόλαυσα κάθε έργο του που έπιασα στα χέρια μου, δεν βρήκα πάντα στα βιβλία του τον πλούτο που συνάντησα στο Μίζερι. Τα πραγματικά σπουδαία πράγματα σπανίζουν, ούτως ή άλλως. 

"Οι κτηνώδεις καιροί απαιτούν κτηνώδεις λέξεις [...]."
-----
Το χειρότερο, όπως ανακάλυπτε, ήταν ότι δεν ήθελε να το σκέφτεται ούτε όταν μπορούσε, έστω κι αν ήξερε ότι, δίχως σκέψη, δεν γινόταν να δώσει τέλος σ' αυτή την κατάσταση. Το μυαλό του επέμενε να το απωθεί, σαν παιδί που σπρώχνει μακριά το φαγητό του, μόλο που του έχουν πει ότι δεν θα σηκωθεί από το τραπέζι προτού το φάει.
-----
Ο Πολ ξάπλωσε και σκέπασε τα μάτια με το μπράτσο του, προσπαθώντας να συντηρήσει την οργή του, επειδή τον έκανε να νιώθει γενναίος. Ένας γενναίος άνθρωπος μπορεί να σκεφτεί. Ένας δειλός όχι.
-----
Θυμήθηκε τα μαυρισμένα φύλλα που αιωρούνταν στο δωμάτιο, τις φλόγες, τους ήχους, τη μυρωδιά της καταστροφής. Έσφιξε τα δόντια και προσπάθησε να διώξει αυτές τις εικόνες από τον νου του· η ζωηρή φαντασία δεν είναι πάντα προσόν.
-----
"Αν το καλοσκεφτείς, ουσιαστικά δεν υπάρχει αντίκα-γραφομηχανή. Μια καλή γραφομηχανή είναι αθάνατη. Αυτά τα παλιά επαγγελματικά εργαλεία είναι σκυλιά!"
-----
Ο Πολ ανακάλυπτε σιγά σιγά ότι το ένστικτο της αυτοσυντήρησης μπορεί να είναι απλώς ένστικτο, αλλά δημιουργεί ορισμένες πραγματικά εκπληκτικές, σχεδόν ανακλαστικές ικανότητες κατανόησης των διαθέσεων του άλλου. Με τον καιρό τσάκωνε τον εαυτό του εναρμονισμένο με τις διαθέσεις της, με τους κύκλους της· άκουγε το ακανόνιστο τικ τακ του μηχανισμού της, σαν να είχε κοντά του ένα χαλασμένο ρολόι.
-----
Η κολακεία έρχεται εύκολα, αρκεί να της πάρεις τον αέρα.
-----
Διαπίστωσε ότι η Άνι δεν τον πρόσεχε. Ήταν η δεύτερη φορά που δεν έδειχνε το παραμικρό ενδιαφέρον για τα τερτίπια του επαγγέλματος, τα οποία μάγευαν τις τάξεις των επίδοξων συγγραφέων. Ο Πολ απέδωσε την αδιαφορία της σε απλοϊκότητα. Η Άνι Γουίλκς ήταν το ιδανικό κοινό, μια γυναίκα που λάτρευε τις ιστορίες χωρίς να δίνει πεντάρα για τους μηχανισμούς παραγωγής τους. Ήταν η ενσάρκωση του βικτοριανού αρχέτυπου, του Πιστού Αναγνώστη. Δεν ήθελε να ακούει για συμφραστικούς πίνακες και ευρετήρια, καθότι η Μίζερι και τα πρόσωπα που την περιστοίχιζαν ήταν για κείνη απολύτως αληθινά.
-----
[...] απ' όλα τα δεινά που του προξένησε η Άνι, η μοιρολατρία ήταν ασφαλώς το χειρότερο σύμπτωμα· τον είχε μετατρέψει σε πονεμένο ζώο, δίχως ηθικές επιλογές.
-----
[...] πιο εύκολο είναι να δίνεις συμβουλές παρά να παίρνεις.
-----
Χωρίς να το αντιλαμβάνεται, το πρόσωπό του πήρε το ύφος της ειλικρινούς προσοχής που έπαιρνε πάντα όταν του μιλούσαν οι εκδότες. Ο ίδιος την αποκαλούσε "έκφραση εξυπηρετικού υπαλλήλου εμπορικού καταστήματος". Κι αυτό επειδή οι περισσότεροι εκδότες έμοιαζαν με τις γυναίκες που πηγαίνουν το αυτοκίνητό τους στο συνεργείο και λένε στον μηχανικό να διορθώσει τον θόρυβο που ακούγεται κάτω από το καπό ή στο ταμπλό και να το έχει έτοιμο σ' ένα λεπτό. Το γεμάτο ειλικρινή προσοχή στα λόγια του άλλου ύφος τον διευκόλυνε, καθότι οι εκδότες κολακεύονταν, κι όταν οι εκδότες κολακεύονται είναι ευκολότερο να τους πείσεις να παραιτηθούν ως ένα σημείο από τις εξωφρενικές ιδέες τους.
-----
[...] πάντα υπάρχει ένα χρονικό περιθώριο, ένα όριο που άμα το ξεπεράσεις, οφείλεις να εγκαταλείψεις τον κύκλο, πράγμα που γνωρίζουν οι περισσότεροι συγγραφείς. Αν ένα βιβλίο παραμείνει για καιρό μπλοκαρισμένο, αρχίζει να φθίνει, να καταρρέει· αρχίζουν να φαίνονται τα τεχνάσματα και οι ταχυδακτυλουργίες.
-----
Η θλίψη, συλλογίστηκε, είναι σαν τον βράχο στην άκρη του ωκεανού. Όταν κοιμάσαι, η φουσκονεριά τη σκεπάζει και υπάρχει κάποια ανακούφιση. Ο ύπνος μοιάζει με την παλίρροια που σκεπάζει τον βράχο της λύπης. Όταν, ωστόσο, ξυπνάς, τα νερά τραβιούνται και πολύ σύντομα ο βράχος παρουσιάζεται ξανά, καλυμμένος από πεταλίδες, υπαρκτός, αδιαμφισβήτητος, προορισμένος να υπάρχει εκεί για πάντα, ή έστω μέχρι να αποφασίσει ο Θεός να τον εξαφανίσει.
-----
Όμως, κατά βάθος, τίποτα δεν του χαλούσε το κέφι. Θα μπορούσε να του χαλάσει, το ήξερε, αλλά, παρά τη διαβόητη ευαισθησία της τέχνης της δημιουργίας, παρέμενε πάντα το μοναδικό ανθεκτικό, το πιο πιστό σημείο αναφοράς της ζωής του· τίποτα δεν κατάφερε ποτέ να μολύνει αυτό το τρελό πηγάδι των ονείρων: ούτε το ποτό, ούτε τα ναρκωτικά, ούτε ο πόνος. Έτρεξε τώρα προς το πηγάδι σαν διψασμένο ζώο που βρίσκει έναν λάκκο με νερό κατά το σούρουπο και ήπιε, πράγμα που σημαίνει ότι βρήκε την τρύπα στο χαρτί κι έπεσε μέσα με ευγνωμοσύνη.
[...] η αβεβαιότητα ήξερε ότι ήταν μια άχαρη γωνιά στο πουργκατόριο, προορισμένη για συγγραφείς που παίρνουν φόρα δίχως να ξέρουν προς τα πού βαδίζουν.
------
Γύμνωσε τσιτσίδι έναν συγγραφέα, δείξε τις ουλές κι αυτός θα σου διηγηθεί την ιστορία ακόμα και για την πιο μικρή. Από τις μεγάλες ουλές γεννιούνται μυθιστορήματα, όχι αμνησία. Αν θέλεις να γίνεις συγγραφέας, είναι ωραίο να διαθέτεις μια στάλα ταλέντου, αλλά το μόνο πραγματικά απαραίτητο προσόν είναι αυτή η ικανότητα να θυμάσαι την ιστορία κάθε ουλής.

Η τέχνη βασίζεται στην εμμονή της μνήμης.
-----
Καθισμένος μπροστά στη γραφομηχανή που γινόταν όλο και περισσότερο φαφούτα, αναλογιζόμενος την περίοδο που κύλησε μόνο με δουλειά, δίχως γεγονότα, ο Πολ κούνησε το κεφάλι. Ναι, μάλλον έπαιζε τη Σεχραζάτ στον εαυτό του, όπως επίσης αποτελούσε ο ίδιος τη γυναίκα των ονείρων του, όταν παρασυρόταν στον πυρετώδη ρυθμό των φαντασιώσεών του. Δεν χρειαζόταν να είναι ψυχίατρος για να επισημάνει ότι το γράψιμο είχε μια αυτοερωτική διάσταση· κοπανάς τη γραφομηχανή αντί να πασπατεύεις τη σάρκα σου, αλλά και οι δύο πράξεις βασίζονται κυρίως στη γόνιμη φαντασία, στα γρήγορα χέρια και σε μια βαθιά αφοσίωση στην τέχνη της υπερβολής.
-----
Ήταν τρελό. Ήταν κωμικό. Ήταν, επίσης, αληθινό. Εκατομμύρια άνθρωποι μπορεί να περιγελούν τη δύναμη της τέχνης, απλώς και μόνο επειδή δεν αντιλαμβάνονται την επιρροή της στις μάζες -έστω κι αν πρόκειται για ένα εκφυλισμένο παρακλάδι της, όπως το λαϊκό μυθιστόρημα. Οι νοικοκυρές κανόνιζαν το πρόγραμμά τους σύμφωνα με τις σαπουνόπερες της απογευματινής ζώνης. Αν είχαν να επιστρέψουν στις δουλειές τους, έδιναν άμεση προτεραιότητα στην αγορά ενός βίντεο, ώστε να παρακολουθούν τη νύχτα αυτές τις ίδιες σαπουνόπερες. Όταν ο Άρθουρ Κόναν Ντόιλ σκότωσε τον Σέρλοκ Χολμς στο Ράιχενμπαχ Φολς, ολάκερη η βικτοριανή Αγγλία ξεσηκώθηκε και απαίτησε την επιστροφή του. Ο τόνος των διαμαρτυριών ήταν ακριβώς ο τόνος της Άνι: δεν φανέρωνε θλίψη για την απώλεια αλλά οργή για το ανοσιούργημα. Ο Ντόιλ δέχτηκε την επίπληξη της ίδιας της μητέρας του, όταν της ανακοίνωσε σε γράμμα του την πρόθεση να ξεκάνει τον Χολμς. Η αγέρωχη απάντησή της κατέφθασε αμέσως με το ταχυδρομείο: "Να σκοτώσεις τον καλό κύριο Χολμς; Σαχλαμάρες! Αλίμονό σου αν τολμήσεις!"
-----
"Όταν αρχίζω ένα βιβλίο, όλο νομίζω ότι ξέρω πώς θα εξελιχτούν τα πράγματα, αλλά ποτέ δεν τελείωσα μια ιστορία με τον τρόπο που αρχικά φανταζόμουν. Αν το καλοσκεφτείς, δεν είναι άξιο απορίας. Η συγγραφή ενός βιβλίου είναι λίγο σαν την εκτόξευση διηπειρωτικού πυραύλου... με τη διαφορά ότι ταξιδεύει στον χρόνο κι όχι στον χώρο. Στον χρόνο του κειμένου, στον οποίο δρουν τα πρόσωπα του μύθου, και στον πραγματικό χρόνο που χρειάζεται ο συγγραφέας για να γράψει την ιστορία. Το να τελειώσεις ένα μυθιστόρημα με τον τρόπο που σκεφτόσουν όταν το άρχισες θα ήταν σαν να εκτοξεύεις έναν πύραυλο Τιτάνα που θα διασχίσει τη μισή Γη και θα στοχεύσει να πέσει μέσα σε ένα καλάθι του μπάσκετ. Στο χαρτί φαίνεται εύκολο και υπάρχουν άνθρωποι που θα ισχυρίζονταν με το πιο σοβαρό ύφος ότι είναι παιχνιδάκι, όμως ποτέ δεν είναι έτσι."
-----
Ένας τύπος που σκαρφίζεται ιστορίες ξεγελάει τους πάντες, συνεπώς δεν μπορεί ποτέ να ξεγελάσει τον εαυτό του.
-----
Ποια ήταν λοιπόν η αλήθεια; Η αλήθεια, αφού επιμένεις, ήταν ότι η διαρκής απόρριψη του έργου του από τους κριτικούς εξαιτίας της ρετσινιάς του "λαϊκού συγγραφέα" (η οποία τον τοποθετούσε, όπως το αντιλαμβανόταν αυτός, μόλις ένα -μικρό- σκαλοπάτι ψηλότερα από τον "κατά παραγγελία καλαμαρά") τον είχε πληγώσει αφάνταστα. Δεν ταυτιζόταν με την ιδέα που είχε ο ίδιος για τον εαυτό του, την ιδέα του Σοβαρού Συγγραφέα, ο οποίος σκάρωνε τα σαχλά φτηνορομάντζα προκειμένου να χρηματοδοτήσει το (εδώ να ηχήσουν οι σάλπιγγες, παρακαλώ!) ΑΛΗΘΙΝΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟ! Ώστε μισούσε τη Μίζερι; Τη μισούσε αληθινά; Τότε πώς κατάφερε να γλιστρήσει ξανά στον κόσμο της με τόση άνεση;
-----
Ποτέ δεν ήταν για σένα Άνι, ούτε γι' αυτές που υπογράφουν τα γράμματά τους ως "Η νούμερο ένα θαυμάστριά σου". Από τη στιγμή που αρχίζεις να γράφεις, όλοι αυτοί εκτοπίζονται στην άκρη του γαλαξία. Δεν ήταν ποτέ για τις πρώην συζύγους μου, ούτε για τη μητέρα μου ούτε για τον πατέρα μου. Ο λόγος που οι συγγραφείς κατά κανόνα αφιερώνουν σε κάποιον το βιβλίο τους, Άνι, είναι επειδή στο τέλος τούς τρομάζει ο εγωισμός τους.
-----
Ύστερα από όσα τράβηξαν, ήταν δυνατόν ο Θεός να 'ναι τόσο σκληρός και να την αφήσει να πεθάνει; Παλαιότερα, ο Τζέφρι θα απέρριπτε κατηγορηματικά ένα τέτοιο ενδεχόμενο, περισσότερο με χιούμορ παρά με αγανάκτηση. Άλλοτε θα του φαινόταν παράλογη η ιδέα ότι ο Θεός μπορούσε να είναι σκληρός.

Όμως οι αντιλήψεις του για τον Θεό -όπως και για ένα σωρό άλλα πράγματα- είχαν διαφοροποιηθεί. Άλλαξαν στην Αφρική. Στην Αφρική ανακάλυψε ότι δεν υπάρχει μονάχα ένας Θεός κι ότι ορισμένοι από τους πολλούς που υπάρχουν είναι εξαιρετικά σκληροί, είναι παράλογοι, γεγονός που αλλάζει πολλά πράγματα. Στο κάτω κάτω, η σκληρότητα είναι κατανοητή. Με τον παραλογισμό, ωστόσο, δεν μπορείς να τα βάλεις.
-----
Μόλις τελείωσε, άφησε κάτω το μολύβι. Κοίταξε για μια στιγμή τη δουλειά του. Ένιωσε όπως πάντα όταν τελείωνε ένα βιβλίο: παράξενα άδειος και εξουθενωμένος, έχοντας την αίσθηση ότι για κάθε μικρή επιτυχία είχε πληρώσει το μερτικό του σε παραλογισμούς.

Πάντα τα ίδια, πάντα τα ίδια· σαν να διασχίζει τη ζούγκλα, ζώντας μήνες ολάκερους μέσα στην κόλαση, για να φτάσει στο τέλος σε ένα ξέφωτο όπου δεν βρίσκει τίποτα περισσότερο από έναν αυτοκινητόδρομο με μερικά βενζινάδικα και πίστες του μπόουλινγκ, ως ανταμοιβή για την καλή του διαγωγή, ή κάτι τέτοιο.

Πάντως, ήταν ωραίο να νιώθει ότι ξεμπέρδεψε· πάντα ήταν ωραίο αυτό το συναίσθημα. Ήταν ωραίο να αισθάνεται ότι κάτι παρήγαγε, ότι έδωσε ζωή. Ζαλισμένος, αντιλαμβανόταν και εκτιμούσε την παλικαριά της πράξης τού να κατασκευάζει μικρές, ανύπαρκτες ζωές, να δημιουργεί την αίσθηση της κίνησης και την ψευδαίσθηση της ζεστασιάς. Καταλάβαινε -τώρα, επιτέλους- πόσο χιμαιρική ήταν αυτού του είδους η δουλειά, αλλά ήταν η μόνη που ήξερε, κι αν στο τέλος αποδεικνυόταν ανεπαρκής, τουλάχιστον είχε τη βεβαιότητα ότι την έκανε με αστείρευτη αγάπη. Άγγιξε τη στοίβα των χαρτιών και χαμογέλασε αχνά.
-----
Μπορεί το γράψιμο να περιέχει στοιχεία αυτοερωτισμού, αλλά ο Θεός να μας φυλάει ώστε να μη γίνει πράξη αυτοκανιβαλισμού.

Stephen King, Μίζερι, μετάφραση Παλμύρας Ισμυρίδου, εκδόσεις Κλειδάριθμος, 2021 (πρώτη έκδοση 1987)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Οι... "300" ηρωικοί αναγνώστες