Το Επί Τέσσερα παραμένει η τελευταία δημοσιευμένη συλλογή διηγημάτων του. Το αγόρασα το βράδυ μετά την κηδεία του, στη Σπάρτη. Είχα βγει μόνος να περπατήσω στην πόλη, ακόμα φορτισμένος από το βαθιά συγκινησιακό κλίμα της τελετής και της ταφής. Ήθελα να πιαστώ από κάτι δικό του, κι έτσι μπήκα στο βιβλιοπωλείο του Σαμπατάκου, όπου είχα πρωτοαγοράσει βιβλία του. Ήταν εξαντλημένο εκεί, αλλά το βρήκα λίγο παρακάτω, στο Δωρικόν, ένα από τα πιο καινούρια βιβλιοπωλεία. Ξεκίνησα να το διαβάζω τότε αλλά δεν κατάφερα να το τελειώσω -το ξανάπιασα πρόσφατα, από την αρχή.
Στην εν λόγω συλλογή κυριαρχεί ο θάνατος και η ενατένισή του. Πάντα υπήρχε το πέρασμα στο επέκεινα στις ιστορίες του Πετσετίδη, όμως έχοντας πλέον την τωρινή προοπτική δεν μπόρεσα να αποφύγω κάποιες σκέψεις περί τραγικής ειρωνείας ή διαίσθησης του συγγραφέα και δασκάλου μου. Κατά τα άλλα, και πάλι στα κείμενά του θα βρει κανείς το κάπως κυνικό χιούμορ, τις λιτές περιγραφές και όλα τα υπόλοιπα στοιχεία ενός σύμπαντος τόσο μακρινού αλλά και τόσο οικείου.
* Διαβάστε κι ένα παλιότερο κείμενο-φόρο τιμής του Δημήτρη Ραυτόπουλου που εντόπισα μόλις.
Φαντάσου, ο Γιάννης ο Χατζηπάκος ήταν παπαδάκι στην εκκλησία. Νήστευε τη Σαρακοστή και μεταλάβαινε. Κι ύστερα, όταν ζώστηκε τα φισεκλίκια και πήρε το όπλο, έγινε εκείνο το θηρίο που σκότωσε τον δάσκαλό του γιατί, λέει, τους είχε κάποτε πει ότι όχι οι βασιλιάδες, αλλά ο Βενιζέλος έκανε μεγάλη την Ελλάδα. Κι όσοι τριγύριζαν έκτοτε στα χωριά της περιοχής μαζί με τον Γιάννη, είχαν μετά να λένε ότι χαιρόταν να βασανίζει και να σκοτώνει. Μια φορά, λένε, έβραζε από τόση μανία να δει αίμα, που άφριζε από το κακό του και ήταν έτοιμος να σκοτώσει τον υπασπιστή του. Είδε εκείνος ένα σκυλί που περνούσε μπροστά τους, "να! Γιάννη, σκότω το σκυλί", του είπε. Το σκότωσε, είδε αίμα να τρέχει και ησύχασε.
Φταίνε κι οι Εγγλέζοι για το κακό που έγινε τότε. Για τα περισσότερα δεινά της χώρας φταίνε και οι ξένοι. Από το Εικοσιένα και δώθε οι ξένοι μάς διαφεντεύουν και μας εκμεταλλεύονται. Εμένα μου αρέσει να διαβάζω βιβλία. Μέσα στα βιβλία είναι καταγραμμένα όλα τα βάσανά μας. Να μην έρχονται τέτοιες εποχές, δεν αντέχει ο νους του ανθρώπου να θυμάται τέτοιες καταστάσεις.
-----
Έφτασα τα ενενήντα και δεν θυμάμαι να ησυχάσαμε ποτέ σε αυτή τη χώρα. Και τώρα, σε αλλιώτικο πόλεμο μας έβαλαν.
-----
Έκτοτε, ο νέος στρατιώτης, κατά τη διάρκεια της θητείας του, αλλά και αργότερα, εκφραζόταν πάντοτε με συμπάθεια για τους στρατιωτικούς γιατρούς. Ίσως επειδή έκανε τη σύγκριση του στρατιωτικού γιατρού με τους άλλους αξιωματικούς τους οποίους γνώρισε όταν υπηρετούσε, ίσως επειδή καμιά φορά περνούσε από τον νου του η σκέψη ότι ο συνταγματάρχης εκείνος είχε αντιληφθεί το κόλπο με το τρίψιμο του χεριού, αλλά έκανε το κορόιδο. Ίσως ακόμη επειδή, εν αντιθέσει με τους άλλους γαλονάδες που ωρύονταν ότι ο μεγαλύτερος εχθρός της πατρίδος είναι ο ξενοκίνητος κομμουνισμός και οι παραφυάδες αυτού, στο ατομικό του βιβλιάριο μεταβολών και υγείας είχε διαβάσει μια φράση, τυπωμένη με παχιά γράμματα, την οποία, προφανώς, είχε εισηγηθεί κάποιος στρατιωτικός γιατρός:"Η Ελονοσία είναι ο υπ' αριθμ. 1 εχθρός της Φυλής μας".
-----
Σήμερα ο Σπύρος νοσηλεύεται πάσχων από κακοήθη όγκο στους πνεύμονες και θα ήθελε να έχει ένα μήνυμα από τη μητέρα του, αν αυτή υπάρχει εν ζωή, άλλως, αν έχει πεθάνει, ελπίζει να συναντηθούν στον άλλο κόσμο.
-----
Σε μια εφημερίδα διάβασε την αγγελία του θανάτου του συνταγματάρχη Παύλου Ξυλοκαφτίτη, και αυτό τον έκανε να θυμηθεί το περιστατικό του τραυματισμού της κοπέλας, την προσπάθεια μερικών κρατικών υπαλλήλων να τον αποτρέψουν από το να καταθέσει την αλήθεια, τον φόβο που έκτοτε τον διακατείχε, όταν στον διάδρομο του δικαστηρίου ο απερχόμενος συνταγματάρχης τού έτριξε τα δόντια. Θα ήθελε να μάθει εάν ο τραυματισμός εκείνος κόστισε στη νέα στην υπόλοιπη ζωή της ή μήπως ήταν τυχερή, χωρίς να της αφήσει κανένα κατάλοιπο, και είναι μόνο αυτός που νιώθει εκείνο το φοβερό ρίγος κάθε φορά που έρχεται στον νου του η σκηνή: Ένα νεαρό κορίτσι κατεβαίνει αμέριμνο στο οδόστρωμα της Πατησίων και, ξαφνικά, ένα μαύρο αυτοκίνητο τη χτυπάει και την τινάζει στον αέρα για να πέσει και να χτυπήσει μετά στην άσφαλτο.
-----
Η Χριστίνα, πλέον, δεν αναζητεί κανέναν και δεν περιμένει τίποτε. Κάθε πρωί ξεκινάει για το γραφείο, τώρα γράφει στον υπολογιστή, και τα μεσημέρια κάθεται μαζί με τη θεια-Δήμητρα στο τραπέζι και τρώνε συζητώντας πολλά και διάφορα, από αυτά που συμβαίνουν καθημερινώς, από τη μικρή τους πόλη μέχρι την άλλη άκρη της Γης.
-----
Όταν γεννήθηκα, η μητέρα Φύση δεν στάθηκε ευνοϊκή απέναντί μου, έμεινα ένα αχαμνό και αδύνατο παιδί, και δεν άλλαξα μέχρι που μεγάλωσα. Συνέβη ουκ ολίγες φορές, όταν τύχαινε να λογομαχήσω με κάποιον, να ακούσω την όχι και τόσο τιμητική προσφώνηση μισοριξιά. Αυτό με έκανε να αντιπαθήσω σφόδρα τα μισά και ημίση. Όταν μάλιστα οι γονείς απέκτησαν δεύτερο παιδί, τότε που εγώ ήμουν περίπου πενταετής, και μοιραστήκαμε το δωμάτιο όπου περνούσα τις ώρες μου παίζοντας, και αργότερα μοιραστήκαμε και το κρεβάτι μου, η έννοια αυτής της διχοτόμησης μού προξένησε, όπως σήμερα διαπιστώνω, μεγάλη ψυχική αναστάτωση. Γενικώς, αποστρεφόμουν κάθε τι μισό: τα μισόλογα, τα μεσοβέζικα πράγματα, τα μεσοδιαστήματα, τους εκάστοτε μεσολαβητές, ιδίως όταν επενέβαιναν κάθε φορά που υπήρχε κάποια οικογενειακή διένεξη, και ίσως μόνο τα μισοφόρια, κι αυτά μεταφορικώς, κέρδιζαν τη συμπάθειά μου. Αλλά στα τελευταία δεν στάθηκα τόσο τυχερός, όταν η γυναίκα που ερωτεύτηκα με απέρριψε χαρακτηρίζοντάς με μισή μερίδα.
Δεν είμαι βέβαια η μοναδική περίπτωση που έχανε το προνόμιο να ονομάζεται φοιτητής του πανεπιστημίου, υποθέτω ότι και άλλοι πολλοί θα είχαν κατά καιρούς βρεθεί στην ίδια δυσάρεστη θέση. Εγώ όμως έπρεπε να εγκαταλείψω την Αθήνα, το γήπεδο της Νέας Φιλαδέλφειας, την παρέα του καφενείου, και να δουλεύω επιστάτης δημοσίων έργων στις δουλειές του πατέρα μου. Είχα πικρή πείρα από αυτήν τη δουλειά, όταν τα καλοκαίρια, μαθητής του γυμνασίου, αντί για διακοπές, είχα υποστεί αυτήν την ταλαιπωρία, να περνάω την ημέρα μου μέσα στην κάψα, σε μακρινούς επαρχιακούς δρόμους, χωρίς ένα κλαράκι να σε προστατεύει από τον ήλιο. Να ανακατεύεσαι με τη σκόνη, με τις πέτρες και τα χώματα, ενώ ο θόρυβος των κομπρεσέρ και οι εκρήξεις των φουρνέλων να σου παίρνουν τ' αφτιά. Βέβαια, ο συγχρωτισμός με τους εργάτες, με τους οποίους συνέτρωγα τα μεσημέρια -ψωμοτύρι, ελιές, και κανένα βραστό αβγό-, δεν ήταν άμοιρος από ενδιαφέρον. Εκεί ακούγονταν ιστορίες για ξωτικά και φαντάσματα, ανέκδοτα με καλόγερους και παπαδιές, σκληρούς φόνους και σφαγές. Και όταν κάποιος άρχιζε να μιλάει περί τα σεξουαλικά, οι κουβέντες έφταναν ακόμη μέχρι κτηνοβασίας περιγραφές.
-----
Ο Ριρής τολμούσε και διάβαζε κάθε μέρα την Αυγή, μια εποχή κατά την οποία, ακόμη και αν κάποιος συγγενής σου ήταν αναγνώστης της, σου έφτιαχναν φάκελο και σένα.
-----
Πέρασαν τα χρόνια και έμεινα να παιδεύομαι στην αφιλόξενη επαρχία και να δέχομαι τις κατραπακιές του κατεστημένου, απόκληρος και μοναχικός. Βλέπεις, η αντιπάθεια που έχω για τις οποιεσδήποτε συνδιαλλαγές με τους φορείς της εξουσίας, με κατέστησαν ένα άτομο χωρίς κανένα μέσον και με πόνους στη μέση. Το πρόβλημα με τη μέση μου ήταν αναμενόμενο χτύπημα, αν αναλογιστεί κανείς την κακή μου σχέση με τα ημίση.
-----
Έμεινα μόνος, μέσα στην υποφωτισμένη εκκλησία. Οι φωνές του παπά και των ψαλτάδων, τώρα, αντιβούιζαν στον άδειο χώρο του κυρίως ναού, και ένιωθα ένα ρίγος να με διαπερνά, κάτι σαν φόβος και ταραχή, καθώς αντίκριζα τις σκυθρωπές εικόνες του τέμπλου, που λες και είχαν αντιληφθεί ότι περίμενα πώς και πώς να τελειώσει η λειτουργία. Είχα την κρυφή ελπίδα μήπως με αναζητήσουν κι εμένα οι δικοί μου της θείας Αγγελικής, και αισθανόμουν ενοχές, γιατί πίστευα ότι ο αυστηρός Παντοκράτωρ που εικονιζόταν στον τρούλο της εκκλησίας διάβαζε τις σκέψεις μου.
-----
Και αν υπάρχουν διάφοροι οι οποίοι με κακολογούν για την, κατά τη γνώμη τους, αδιαφορία μου, άσ' τους αυτούς να λένε. Πού να καταλάβει ο άλλος ότι εγώ ολημερίς κι ολονυχτίς βρίσκομαι μέσα στον μεγάλο μπαξέ μας, με το πηγάδι του, εκεί που δίπλα του φυτρώνει η πασχαλιά, και είναι άνοιξη και ευωδιάζει ο τόπος από τα λουλούδια, και έρχονται η Τούλα με την Άννα, η Βάσω και η Ελένη να κόψουν τα άνθη για τον Επιτάφιο. Και κάτω από τη μεγάλη πορτοκαλιά του αίματος αγκαλιάζω πάλι την Ελένη και της χαϊδεύω το στήθος.
-----
Ο Γιώργης, παλιόφιλος από το δημοτικό, μένουμε στην ίδια πόλη, αλλά όπως έχει καταντήσει η ζωή μας βλεπόμαστε πια μόνο, αν τύχει, σε τελετές, γάμους, βαφτίσια και κηδείες, σκύβει στο αφτί μου και μου λέει ότι ο χάρος κάλεσε τη σειρά μας, ενώ δυο παπάδες διαβάζουν πότε ο ένας και πότε ο άλλος, πίσω από δυο μικρόφωνα, ψαλμούς και τροπάρια που αντιβουίζουν μέσα στον ναό."Φίλε, ο χάρος κάλεσε τη σειρά μας!"
Άλλοτε, και μόνο τη λέξη "χάρος" αν άκουγα, μια άγρια ανατριχίλα διέτρεχε τη ραχοκοκαλιά μου, τώρα πια το έχω πάρει απόφαση· κάλεσε τη σειρά μας. Είδαν τα μάτια μας τον Κόσμο, κάτι ήταν και αυτό, μια παρένθεση από το τίποτε στο τίποτε είμαστε.
-----
Βλέπω το κεφάλι του Αντώνη μέσα στο φέρετρο, μοιάζει αλλιώτικος. Προσπαθώ να βρω κάτι επάνω του που να μου θυμίζει τον φίλο μας. Τίποτε. Τον κατάφαγε η κακιά αρρώστια, φεύγει σαν άλλος.
-----
Κάτι άγριες χειμωνιάτικες ώρες, όταν τύχει ο αέρας να λυσσομανάει, τα δέντρα να λυγίζουν και τα κλαδιά τους να ξεμασχαλίζονται, τότε που ο ουρανός ανοίγει τους καταρράχτες του και οι δρόμοι γίνονται ποτάμια μαύρα και ορμητικά, όταν κατεβάζουν τα λαγκάδια, και άνθρωποι και ζώα κρύβονται στους κοιτώνες τους, ξέρω πού θα βρω την Πολυτίμη, κορίτσι είκοσι χρόνων. Κάθεται μαζεμένη κάτω από την καμάρα του γεφυριού, επάνω σε ένα μεγάλο κοτρόνι που δεν το φτάνει το νερό της βουερής κατεβασιάς, και με καλεί κάνοντας νόημα με το χέρι της να σταθώ στην απέναντι όχθη. Ανάμεσά μας κυλάει ορμητικό τα λασπωμένα νερά του το ποτάμι και δεν ξεχωρίζω καθαρά όσα μου λέει φωναχτά, η βουή του αγριεμένου νερού είναι μεγάλη, μου βουλώνει τα αφτιά.
-----
Θυμάμαι τους απόντες. Δεν τους κλαίω, αλλά ούτε πιστεύω ότι όταν τους φέρνω στη μνήμη μου με αυτόν τον τρόπο ξαναζούν, αστείες υποθέσεις. Η θύμησή τους είναι συντροφιά παρηγορητική, που με φέρνει μακριά σε εκείνα τα χρόνια. Όσο θα ζήσω ακόμη. Ύστερα θα χαθούμε μαζί για πάντα, όταν το "για πάντα" δεν θα έχει νόημα πλέον, στην αντίπερα όχθη.
-----
Ύστερα βρέθηκα να σε ψάχνω σε κάτι στενά σοκάκια, σαν να βρισκόμουν στη Νεάπολη της Θεσσαλονίκης. Ήταν κάτι χαμοκέλες και δρόμοι λασπωμένοι, σκοτεινά σπίτια κι ούτε μια χαραμάδα από φως, μόνο κάτι λυγμοί σαν του έρωτα και αναστενάγματα και ήθελα να φωνάξω δυνατά το όνομά σου, Τούλα, πού είσαι, αλλά ντρεπόμουν και περπατούσα γύρω γύρω σε μια λασπωμένη πλατεία, τα μάτια μου είχαν βουρκώσει, και μέσα μου βούρκος απέραντος, όλοι απερχόμαστε, ερχόμαστε κι απερχόμαστε, το ξέρω ότι είμαι μικρός, αλλά είναι κανείς όσο νιώθει.
-----
Άσε με να θυμάμαι ότι μ' αυτά και μ' αυτά κύλησε το ποτάμι. Τώρα, που γνωρίζω καλώς ότι η ψυχή γράφεται στις πράξεις.Δημήτρης Πετσετίδης, Επί Τέσσερα, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον Της Εστίας, 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου