Είμαι από εκείνα τα παιδιά που οι γονείς τους τα έγραψαν στο ωδείο, χωρίς να τα ρωτήσουν. Εκείνη την πρώτη μέρα -τρίτη δημοτικού πήγαινα- η μάνα μου σχεδόν με έσυρε μέχρι εκεί, κι εγώ έκλαιγα. Δεν ήξερα γιατί έπρεπε να πάω, ήθελα απλώς να παίξω μπάλα.
Πέρασαν πολλά χρόνια για να μπορέσω να εκτιμήσω εκείνη την απόφαση των δικών μου. Ασχέτως αν δεν νοσταλγώ καθόλου τις ώρες που πέρασα μέσα στις επίσημες διεργασίες εκμάθησης της μουσικής. Ήταν μάλλον άχαρα όλα, γεμάτα ορισμούς, και χωρίς καθόλου παιχνίδι. Υπήρχε μια αυστηρότητα που καθόλου δεν ταίριαζε με τις μελωδίες, οι οποίες συχνά με έκαναν να βουρκώνω.
Ένα από τα πράγματα που με ζόριζαν ιδιαιτέρως μέσα σε εκείνο το πλαίσιο ήταν οι "επιδείξεις" που γίνονταν προς το τέλος της κάθε σχολικής χρονιάς. Ξέρετε, εκείνες όπου μαζεύονταν όλοι οι γονείς, τα αδέρφια και λοιποί συγγενείς, για να "καμαρώσουν" τα παιδάκια που σκάλιζαν το πιάνο. 25 τόσα χρόνια μετά, δεν έχω πάρει είδηση να έχει αλλάξει κάτι σε όλο αυτό: εξακολουθούν τα παιδιά που βγαίνουν στη σκηνή να μη γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους το κάνουν. Το μόνο που ήξερα εγώ τότε ήταν ότι έπρεπε όλα να είναι άψογα. Κι αγχωνόμουν πολύ.
Τα κατάφερνα καλά γενικά, και στις επιδείξεις, και στις εξετάσεις. Και κατάφερνα να αποσπώ από τη δασκάλα μου, την κυρία Φωτεινή Δημάκου-Σακκέτα, επαίνους, λεκτικούς αλλά και πρακτικούς: ήταν κάμποσες οι φορές που έπαιζε μαζί μου στο πιάνο, και κατάφερνα να την ακολουθώ απόλυτα. Μια μέρα που μάς άκουσε ο σύζυγός της μπαίνοντας, φάνηκε αληθινά έκπληκτος βλέποντας εμένα, κι όχι κάποιο αστέρι του ωδείου, δίπλα της.
Υπάρχει όμως ένα περιστατικό, από την επίδειξη του 1991 μάλλον, που με σημάδεψε βαθιά. Είχα για εκείνη τη βραδιά, αλλά και για τις εξετάσεις που θα ακολουθούσαν, να ετοιμάσω τη σονατίνα αρ. 6 του Friedrich Kuhlau (1786-1832), από το βιβλίο 12 Sonatine, Op. 20, 55, 59, Per Pianoforte. Για την ακρίβεια, είχα να παίξω μόνο τις τρεις πρώτες σελίδες, το Allegro con spirito μέρος, της Op. 55, N.3. Η πρώτη σελίδα ήταν μονής αρίθμησης, άρα είτε έπρεπε να βρω τρόπο να γυρνώ "αναίμακτα" τη σελίδα καθώς έπαιζα, είτε να την αποστηθίσω και να έχω ανοιχτό το βιβλίο στις δύο επόμενες. Φυσικά η αποστήθιση ήρθε πολύ εύκολα, κι έτσι κατέληξα στη δεύτερη επιλογή.
Τη μεγάλη μέρα, οι μαθητές και οι μαθήτριες περιμέναμε στις αίθουσες του ωδείου, που αποτελούσαν τα παρασκήνια για την περίσταση. Ώσπου να έρθει η σειρά μας να μπούμε στην παραδίπλα μεγάλη αίθουσα, όπου είχαν στηθεί καρέκλες για το κοινό, να καθίσουμε στο πιάνο και να ιδρώσουμε ενώπιόν του.
Ήμασταν όμως πολλά παιδιά, το πρόγραμμα μεγάλο, η ώρα δεν περνούσε. Οπότε ανέλαβαν δράση ο Κώστας Γιαξόγλου και ο Γρηγόρης Αθανασιάδης, από τους μεγαλύτερους σε ηλικία μαθητές του ωδείου. Ο πρώτος στο πιάνο, ο δεύτερος στο τραγούδι, άρχισαν να ξεδιπλώνουν το ρεπερτόριό τους από τζαζ, μπλουζ και ροκ εντ ρολ επιτυχίες. Κι οι υπόλοιποι το διασκεδάζαμε. Εγώ ήμουν όλο χαμόγελο, μέχρι που ψιλοχόρευα κιόλας -κάτι ιδιαιτέρως τολμηρό για τον πολύ ντροπαλό τότε εαυτό μου.
Μ' αυτά και μ' αυτά, η αναμονή έγινε πολύ ελαφρύτερη, σχεδόν ξεχάστηκε το "ικρίωμα" που μάς περίμενε. Ώσπου κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι η αυτοσυγκέντρωσή μου είχε πάει περίπατο -κι η ώρα μου πλησίαζε. Τότε άρχισα να αμφιβάλλω: κι αν ξεχνούσα κάτι από την πρώτη σελίδα, έτσι που είχα αφεθεί και ευθυμήσει; Μήπως να τη διάβαζα κι αυτήν από μέσα και να έπαιρνα ένα δευτερόλεπτο για να τη γυρίσω; Αυτό αποφάσισα τελικά. Κι ήταν μοιραίο λάθος.
Μπήκα στην τιγκαρισμένη αίθουσα, προχώρησα στον στενό διάδρομο ανάμεσα στα καθίσματα, κάθισα μπροστά στο όρθιο πιάνο. Ξεκίνησα. Κι έπαιξα άψογα την πρώτη σελίδα. Γύρισα. Συνέχισα.
Οι σελίδες όμως, που είχαν "κάτσει" καιρό σε συγκεκριμένη θέση, αλλά τώρα είχαν "πατηθεί" ώστε να σταθούν ανοιγμένες διαφορετικά, άρχισαν, καθώς έπαιζα, να γυρνούν αργά πίσω... Ώσπου επέστρεψε μπροστά μου η πρώτη σελίδα, αποκρύβοντάς μου όσα έπρεπε να έχω μπροστά μου εκείνη τη στιγμή.
Πάγωσα. Προσπάθησα να τις ισιώσω, όμως εκείνες επέμειναν. Έχασα τον βηματισμό μου, σταμάτησα. Επενέβη η κυρία Σόνια Φιλιπποπούλου, μια από τις δασκάλες, που καθόταν εκεί δίπλα: κράτησε τις σελίδες στη θέση τους για να τελειώσω ό,τι είχα αρχίσει.
Τα είχα σκατώσει. Ελάχιστοι ίσως από το κοινό παρακολουθούσαν πραγματικά, ακόμα λιγότεροι όντως θα κατάλαβαν, όμως εγώ το ήξερα καλά. Κι ούτε το κάπως προσποιητό μπράβο της δασκάλας μου καθώς έβγαινα, ούτε τα λόγια των γονιών μου καθώς περπατούσαμε έπειτα για το σπίτι, μπόρεσαν να με παρηγορήσουν. Πρόβαλα, βέβαια, διάφορα άσχετα, προσπάθησα, ως παιδί που ήμουν, να ρίξω το φταίξιμο σε άλλα πράγματα (κυρίως στο ότι εκείνη η Clavinova που είχαμε δεν ήταν κατάλληλη για εξάσκηση), όμως μέσα μου ήξερα ότι έφταιγα μονο εγώ.
Είχα λιγοψυχήσει. Δεν πίστεψα ότι μπορούσα. Αμφέβαλα ότι θα θυμόμουν εκείνες τις λίγες σειρές, τις οποίες είχα προβάρει εκατοντάδες φορές και ποτέ δεν είχα ζοριστεί να παίξω από στήθους.
Η μνήμη είναι περίεργο μέρος, κι ευμετάβλητο. Κάθε που το επισκέπτεσαι, αλλάζει η διαρρύθμιση. Όμως, εκείνη η μοιραία στιγμή που με πλήγωσε τόσο, απαθανατίστηκε και από τον παρόντα φωτογράφο. Και να 'μαι εγώ, ακίνητος, με τις σελίδες μπροστά μου να χορεύουν, τη στιγμή που συνειδητοποιώ ότι το παιχνίδι χάνεται, ανήμπορος, με τα χέρια κολλημένα στα πλήκτρα.
Είναι κορνιζαρισμένη αυτή η φωτογραφία, από τη μάνα μου. Βρίσκεται στο σπίτι στη Σαλαμίνα, ακουμπισμένη πάνω στην παλιά Clavinova. Αρκετά κρυμμένη απ' τα μάτια μου, ώστε να μη χρειάζεται να την αντικρίζω συχνά, αλλά όχι τόσο ώστε να ξεχάσω διά παντός όσα με διαπέρασαν κάποτε.
Δεν ξέρω αν μαθαίνεται το να πιστεύεις στον εαυτό σου, το να τον εμπιστεύεσαι. Σίγουρα παίζει κάποιο ρόλο η στήριξη των άλλων, όμως μάλλον θα πρέπει να βιώσεις κάποιες επιτυχίες σου, ώστε να ξέρεις ότι μπορείς να πετύχεις πράγματα. Όπως κάθε αληθινή πίστη, είναι κάτι που χτίζεται μέσα από εμπειρίες, μέσα από δοκιμές, κι έπειτα από κάμποσες τούμπες που θα φας.
Στην περίπτωσή μου αυτές οι τελευταίες υπήρξαν πολλές. Αλλά το μεγάλο μάθημα το πήρα από τη συγκεκριμένη μία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου