Τετάρτη 29 Ιουνίου 2022

Υπογραμμίσεις XXXV: Heinrich Böll (II)

Μπορεί να σου βγει σε καλό η βιαστική, και με μοναδικό κριτήριο τον μικρό όγκο, επιλογή ενός βιβλίου (όπως έγραφα σε προηγούμενη ανάρτηση), αλλά μπορεί να γίνει και το αντίθετο. Όπως μού συνέβη με το Η Χαμένη Τιμή Της Κατερίνας Μπλουμ. Αν δεν αναγραφόταν το όνομα του συγγραφέα στο εξώφυλλο, με τίποτα δεν θα μάντευα ότι πρόκειται για τον ίδιο άνθρωπο που υπέγραψε το Οι Απόψεις Ενός Κλόουν.

Εδώ ο Heinrich Böll στηλιτεύει τις πρακτικές του τύπου, και την τρομολαγνεία που επικρατούσε κατά τις δεκαετίες του '70 και του '80 στη Γερμανία, λόγω της δράσης της RAF. Το κάνει, όμως, με έναν τρόπο μάλλον στεγνό -φταίει και η ρεπορταζιακή τεχνική που έχει επιλέξει, φυσικά-, αφήνοντας τελικά το πόνημά του ορφανό από καλλιτεχνικό ενδιαφέρον. Παρότι καμιά από τις θέσεις που υποστηρίζει εδώ ο συγγραφέας δεν μου είναι αδιάφορη -κάθε άλλο-, το ίδιο το βιβλίο με άφησε αποστασιοποιημένο και κάπως απογοητευμένο. Όπως θα διαπιστώσετε παρακάτω, ελάχιστα κράτησα από το περιεχόμενό του...

Νομίζω πως ο καλλιτέχνης πρέπει να τα σκέφτεται όλα τα όπλα του, και να τα χρησιμοποιεί με κόπο και προσοχή. Οι Απόψεις Ενός Κλόουν είναι ένα έργο εξίσου -αν όχι περισσότερο- πολιτικοποιημένο -αλλά και πόσο πιο ολοκληρωμένο ως λογοτέχνημα! Και τα αντίστοιχα παραδείγματα από τον χώρο του τραγουδιού -που ξέρω καλύτερα- είναι πολλά. Πότε ήταν πιο πειστικός και μαγευτικός ο Lennon, στο Some Time In New York City, ή στα Plastic Ono Band και Imagine; Πόσα εξώφθαλμα πολιτικοποιημένα τραγούδια τα είπαν πιο βαθιά και αληθινά από το "Η Επίσκεψη Του Καίσαρα" του Φοίβου Δεληβοριά; Έγινε ο Dylan "η φωνή της γενιάς του" απλώς επειδή τραγούδησε για τον πυρηνικό αφοπλισμό, ή κυρίως επειδή είχε να προτείνει την ποίηση ενός "Blowin' In The Wind"; Σκέφτομαι καιρό τώρα κι εκείνο το "Πάρε Θέση" του Δημήτρη Μητσοτάκη και των φίλων του: οι προστακτικές του, το όλο ήθος και η γλώσσα του, θα μπορούσαν άνετα να εκφέρονται από κάποιον στρατόκαυλο καραβανά. Μιλάμε για την επιτομή της αστοχίας.

"Έτσι κι έσκαγε η μπόμπα αποκριάτικα, γλέντια και δουλειές θα πήγαιναν κατά διαόλου, γιατί αν κυκλοφορήσει παραέξω πως είναι και μερικοί που μασκαρεύονται για να κάνουν εγκλήματα, ο κοσμάκης θα τρομάξει κι εμείς θα βαράμε μύγες! Είναι ιεροσυλία, κύριοι! Πώς να γλεντήσεις και να ξεσκάσεις αν δεν εμπιστεύεσαι τον πλησίον σου; Η εμπιστοσύνη είναι το άλφα και το ωμέγα!"
-----
Κάπως παράξενα αντέδρασε Η ΕΦΗΜΕΡΙΣ, όταν βγήκε στο φως η δολοφονία των δύο δημοσιογράφων της. Ο σάλος που επακολούθησε ήταν εξωφρενικός. Πηχυαίοι τίτλοι. Πρωτοσέλιδα. Παραρτήματα. Αγγελτήρια θανάτου σε υπερμεγέθεις διαστάσεις. Λες κι απ' όλους τους φόνους του κόσμου, ο φόνος ενός δημοσιογράφου είναι κάτι ξεχωριστό, σπουδαιότερος κι από το φόνο ενός τραπεζικού διευθυντή, ενός τραπεζοϋπάλληλου, ή ενός ληστή τραπεζών.
-----
"Πάει πια! Έπειτ' από όσα γίνανε, δεν υπάρχει γιατρειά. Το καταστρέψανε το κορίτσι. Πρώτα η αστυνομία κι έπειτα Η ΕΦΗΜΕΡΙΣ. Κι όταν χάσει το ενδιαφέρον της Η ΕΦΗΜΕΡΙΣ, θα την αποτελειώσει η κοινή γνώμη."
-----
[...] τής είχε τηλεφωνήσει αργά τη νύχτα, και μάλιστα από εκεί! Της μίλησε πολύ γλυκά, και δεν του είπε τίποτα για την περιπέτειά της, για να μη νομίζει πως αυτός την έβαλε σε τέτοιους μπελάδες. Ερωτόλογα δεν αντάλλαξαν -του τα είχε απαγορεύσει από τότε που την πήγαινε σπίτι της με το αυτοκίνητό του. Όχι, όχι, ήταν μια χαρά, και ασφαλώς προτιμούσε να βρίσκεται κοντά του, για πάντα, ή έστω για πολύ, α, ναι, αιώνια θα 'ταν το καλύτερο, και τώρα τις απόκριες θα φροντίσει να ξεκουραστεί, και ποτέ, ποτέ πια δε θα χορέψει μ' άλλον άντρα, μόνο μαζί του, και μόνο λατινοαμερικάνικα, και πώς τα περνάει εκεί που είναι; Είχε τακτοποιηθεί, όλα εντάξει, κι αφού του απαγόρευε να μιλήσει γι' αγάπη, ήθελε απλώς να της πει ότι τη συμπαθεί πάρα μα πάρα πολύ, και μια μέρα -ακόμα δεν ξέρει πότε, μπορεί σε μήνες, ή και σ' ένα δυο χρόνια, θα την πάρει να φύγουν, αλλά δεν ξέρει για πού. Και τα λοιπά και τα λοιπά, όπως ψιλοκουβεντιάζουν στο τηλέφωνο δυο άνθρωποι που αισθάνονται μεγάλη τρυφερότητα ο ένας για τον άλλο, χωρίς το παραμικρό υπονοούμενο που να παραπέμπει σε στενότερες επαφές [...].
Δεν πρέπει ωστόσο ν' αποκρύψουμε πως την Μπλουμ την περίμεναν και άλλοι τρόμοι, και πρώτα πρώτα το γραμματοκιβώτιό της, που ως τώρα είχε παίξει ασήμαντο ρόλο στη ζωή της, αλλά το κοιτούσε κάθε μέρα, καλού κακού, "αφού έτσι κάνει όλος ο κόσμος". Εκείνη την Παρασκευή το πρωί το γραμματοκιβώτιο ήταν ξέχειλο, αλλά δεν της επιφύλασσε ούτε μία ωραία έκπληξη.
-----
Ναι, ναι, και βέβαια: η αντρική του καρδιά είχε σκιρτήσει, τ' ομολογούσε, το παραδεχόταν, για την Κατερίνα ένιωθε κάτι παραπάνω από απλή συμπάθεια, αλλά κι η Τρούντε πρέπει να ξέρει πως για τον καθένα, κι όχι μόνο για τους άντρες, έρχεται μια στιγμή που θέλουν να πάρουν κάποιον στην αγκαλιά τους, έτσι, απλά, ίσως και κάτι παραπάνω -αλλά την Κατερίνα, ποτέ, η Κατερίνα έχει κάτι που δε θα του επέτρεπε να γίνει σαν τους κυρίους επισκέπτες, ποτέ μα ποτέ, κι αν κάτι τον εμπόδιζε, και μάλιστα του απαγόρευε να γίνει επισκέπτης, που του απαγόρευε ακόμα και να το διανοηθεί, δεν ήταν -και ελπίζει να τον καταλάβει- ο σεβασμός κι η στοργή του γι' αυτήν, για την Τρούντε, αλλά ο σεβασμός για την Κατερίνα, ή πιο καλά: το δέος του, και κάτι παραπάνω, ένα δέος γεμάτο αγάπη, το δέος για την αθωότητά της που -να πάρει η οργή!- είναι κάτι παραπάνω από αθωότητα, αλλά δε βρίσκει λόγια να το εκφράσει. Είναι η υπέροχη ψυχρότητα της Κατερίνας, υπέροχη κι εγκάρδια, και παρόλο που την περνάει δεκαπέντε χρόνια, κι ένας Θεός ξέρει πώς τα κατάφερε κι αυτός να πετύχει κάτι στη ζωή του, μα έτσι όπως τη βλέπει να σχεδιάζει, να οργανώνει και να ξαναφτιάχνει τη διαλυμένη της ζωή, δεν του επιτρέπεται, και ποτέ δεν του πέρασε απ' το νου τέτοια σκέψη, γιατί φοβόταν μην καταστρέψει την Κατερίνα και τη ζωή της, γιατί ήταν τόσο εύθραυστη, τόσο εύθραυστη, να πάρει η οργή, κι αν αποδειχτεί πως πράγματι ο επισκέπτης ήταν ο Άλοϊς, τότε το δηλώνει ορθά κοφτά, "θα του σπάσει τα μούτρα".
-----
Κατ' αρχήν, ο πάστορας του επιβεβαίωσε όσα είπε, διευκρινίζοντας πως Η ΕΦΗΜΕΡΙΣ είχε παραθέσει αυτούσια τα λόγια του, με το νι και με το σίγμα -αλλά δεν μπόρεσε ν' αποδείξει τον ισχυρισμό του, μήτε και το θέλησε εξάλλου, και είπε πως ήταν περιττό, γιατί ο ίδιος βασιζόταν πάντα στην όσφρησή του, κι απλώς το 'χε μυριστεί ότι ο Μπλουμ ήταν κομμουνιστής. Δε θέλησε όμως να πει περισσότερα για την όσφρησή του, κι όταν ο Μπλόρνα του ζήτησε εξηγήσεις, και τον ρώτησε συγκεκριμένα πώς μυρίζει ο κομμουνιστής, σα να λέμε, τι λογής μυρωδιά βγάζει, ο πάστορας -δυστυχώς, πρέπει να το αναφέρουμε- του φέρθηκε πολύ απότομα, και τον ρώτησε με τη σειρά του αν είναι καθολικός, κι όταν ο Μπλόρνα του απάντησε ναι, ο πάστορας του υπενθύμισε το Χρέος της Υπακοής, κι ο Μπλόρνα δεν κατάλαβε τίποτα. Φυσικά, και όλες οι επόμενες έρευνές του σκόνταψαν σε δυσκολίες, γιατί οι Μπλουμ δεν ήταν ιδιαίτερα αγαπητοί: άκουσε πολλά κακά για τη νεκρή μητέρα της Κατερίνας, που είχε πράγματι αδειάσει ένα μπουκάλι κρασί της Θείας Ευχαριστίας μέσα στο ιεροφυλάκιο, παρέα με τον νεωκόρο, που εντωμεταξύ είχε απολυθεί, άκουσε και για τον αδερφό της Κατερίνας, που ήταν πληγή για όλη την περιοχή, αλλά η μόνη φράση που πρόδιδε τον κομμουνισμό του πατέρα Μπλουμ ήταν μια κουβέντα που είχε πει το 1949 στο συχωριανό του τον Σόυμελ, καθώς τα 'πιναν σε μια απ' τις εφτά ταβέρνες του χωριού, και συγκεκριμένα η εξής: "Υπάρχουν και χειρότερα απ' τον σοσιαλισμό!" Ο Μπλόρνα δεν κατάφερε ν' αποσπάσει περισσότερες πληροφορίες, και το μόνο κέρδος του, όταν τέλειωσαν οι άκαρπες έρευνές του στο χωριό, ήταν να χαρακτηριστεί κομμουνιστής -ευτυχώς, χωρίς προπηλακισμούς- πράγμα που τον πόνεσε πολύ, γιατί ο χαρακτηρισμός προερχόταν από ένα πρόσωπο που ως εκείνη τη στιγμή τον είχε βοηθήσει αρκετά, και μάλιστα του είχε δείξει κάποια συμπάθεια: την Έλμα Τσουμπρίνγκερ, συνταξιούχο δημοδιδασκάλισσα, που καθώς τον αποχαιρετούσε, γέλασε πειραχτικά, του 'κλεισε το μάτι, και είπε: "Γιατί δεν το λέτε καθαρά πως είσαστε κι εσείς δικός τους -και πρώτη απ' όλους η γυναίκας σας;"
-----
[...] η ακεραιότητα, συνδυασμένη μάλιστα με την οργανωτική ευφυΐα, δεν είναι πουθενά ευπρόσδεκτη -ούτε στις φυλακές, ούτε καν από τη διοίκηση των φυλακών.

Heinrich Böll, Η Χαμένη Τιμή Της Κατερίνας Μπλουμ, μετάφραση Χάρη Γιαννόπουλου, εκδόσεις Το Βήμα Βιβλιοθήκη, 2007 (πρώτη έκδοση 1974)

* Φωτογραφία από εδώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Οι... "300" ηρωικοί αναγνώστες