Ο Józef Teodor Konrad Korzeniowski (1857-1924) ανήκει στις πολύ σπάνιες εκείνες περιπτώσεις δημιουργών που διέπρεψαν γράφοντας σε γλώσσα διαφορετική της μητρικής τους. Γεννημένος στη σημερινή Ουκρανία (τότε Ρωσία), Πολωνοβρετανός στην καταγωγή, μίλησε επαρκώς αγγλικά μετά τα είκοσι χρόνια του, κι όμως κατάφερε να θεωρείται ότι μπόλιασε τη γλώσσα με νέα στοιχεία.
Από τα έργα του Conrad έχω σημειώσει να διαβάσω οπωσδήποτε το Η Καρδιά Του Σκότους. Όμως ανακάλυψα πρόσφατα ότι είχα στη βιβλιοθήκη μου το Η Γραμμή Σκιάς, το οποίο είναι, μάλιστα, ιδιαίτερα σύντομο ανάγνωσμα -προτέρημα που εκτιμώ ιδιαιτέρως, όπως έχω αφήσει να εννοηθεί εδώ κι εδώ. Ξεκίνησα, λοιπόν, να διαβάζω, αλλά τελικά δεν ήταν τόσο απλό. Βλέπετε, εδώ έχουμε να κάνουμε με μια ναυτική ιστορία -από τις κάμποσες που έγραψε ο εν λόγω συγγραφέας-, κι όπως ξέρουν όσοι έχουν μελετήσει Νίκο Καββαδία, π.χ., χρειάζεσαι λεξικό για να καταλάβεις τα όσα περιγράφονται. Ευτυχώς, η έκδοση που έπιασα στα χέρια μου -σε πολυτονικό, παρακαλώ!- περιλαμβάνει ένα γλωσσάρι στο τέλος, καθώς και κάποιες ακόμα χρήσιμες σημειώσεις. Όμως, αυτό το μπρος-πίσω στις σελίδες κάπως κουράζει, και καθυστερεί την ανάγνωση.
Στην τελική, πάντως, το περιεχόμενο υπήρξε αρκετά δυνατό ώστε να υπερνικήσει τη βαρεμάρα. Ο Conrad είναι πολύ ικανός στις περιγραφές, και στις διεισδυτικές ματιές στην ψυχοσύνθεση και στη σκέψη του ήρωά του, ενός νεαρού που αναλαμβάνει να κυβερνήσει ένα ουρανοκατέβατο καράβι, και να αντιμετωπίσει τις κατάρες που το συνοδεύουν. Με την πολύ καλή μετάφραση ένα έξτρα ατού, η απόλαυση για τον αναγνώστη είναι εγγυημένη.
Ο κόσμος των ζώντων, όπως είναι, περιέχει ήδη αρκετά θαύματα και μυστήρια -θαύματα και μυστήρια που ενεργούν πάνω στα αισθήματα και τη διάνοιά μας με τρόπους τόσο ανεξήγητους που θα 'χαμε κάθε λόγο να θεωρούμε τη ζωή μια μαγική κατάσταση. Όχι, έχω τόση απαρασάλευτη συνείδηση του θαυμαστού, που δεν θα μπορούσε να με γοητεύσει το αμιγώς υπερφυσικό, το οποίο (μπορείτε να το πάρετε όπως θέλετε) δεν είναι παρά ένα μηχανευμένο προϊόν, μια επινόηση μυαλών ελάχιστα ευαίσθητων στις μύχιες εκείνες λεπτότητες της σχέσης μας με τ' αναρίθμητα πλήθη των νεκρών και των ζώντων· μια βεβήλωση των πιο τρυφερών μας αναμνήσεων· μια ύβρις στην αξιοπρέπειά μας.-----
Μόνον οι νέοι έχουν τέτοιες στιγμές. Δεν εννοώ οι πολύ νέοι. Όχι. Οι πολύ νέοι, για ν' ακριβολογούμε, δεν έχουν στιγμές. Είναι το προνόμιο της πρώιμης νιότης να ζει μπροστά από τις μέρες της στο εξαίσιο εκείνο ανέκλειπτο της ελπίδας που δεν γνωρίζει μήτε ανάπαυλες μήτε ενδοσκόπηση.
Κλείνει κανείς πίσω του τη μικρή θύρα της παιδικότητας -και μπαίνει σ' έναν μαγεμένο κήπο. Ακόμη και οι σκιές του φέγγουν με υποσχέσεις. Κάθε καμπή στο μονοπάτι έχει και τη σαγήνη του. Κι όχι γιατί πρόκειται για παρθένα χώρα. Το ξέρεις καλά, όλη η ανθρωπότητα έχει κυλήσει από εκεί τα νερά της. Πρόκειται για τη γοητεία της καθολικής εμπειρίας από την οποία προσδοκάς μια σπάνια ή προσωπική αίσθηση -κάτι, έστω και τοσοδά καταδικό σου.
Προχωράς αναγνωρίζοντας τα σημάδια των προγενέστερων συνεπαρμένος, διασκεδάζοντας, παίρνοντας όπως έρχονται μαζί τις αναποδιές και τις καλοτυχίες -όπως τα φέρνει η τύχη ή ο διάβολος, καθώς λένε-, τη γραφική κοινή μοίρα που κρύβει τόσες πολλές δυνατότητες για τους άξιους ή ίσως για τους τυχερούς. Ναι, προχωρά κανείς. Και μαζί προχωρά κι ο καιρός -ώσπου πέρα μπροστά διακρίνεις μια γραμμή σκιάς που σε προειδοποιεί ότι και ο τόπος της πρώιμης νιότης πρέπει να μείνει πίσω.
-----
Το Σπίτι Αξιωματικών ήταν μια ευρύχωρη καμπάνα με μεγάλη βεράντα κι έναν παραδόξως προαστιακού τύπου κηπάκο που τον χώριζαν από τον δρόμο θάμνοι και λίγα δένδρα. Το ίδρυμα αυτό είχε κάπως τα χαρακτηριστικά της διαμονητήριας λέσχης, αλλά με κατιτίς το κυβερνητικό στην ατμόσφαιρα, γιατί το διαχειριζόταν το Λιμεναρχείο. Ο διαχειριστής του είχε τον επίσημο τίτλο του Αρχιθαλαμηπόλου. Ήταν ένα δυστυχισμένο, σταφιδιασμένο ανθρωπάκι που αν τον έντυνες με τη φορεσιά ενός τζόκεϋ θα ήταν άψογος στον ρόλο του. Ήταν όμως προφανές ότι είχε κάνει ένα φεγγάρι στη θάλασσα υπό τη μία ή την άλλη ιδιότητα. Πιθανόν υπό την ευρεία ιδιότητα του αποτυχημένου.
-----
Εδώ ήταν που με εγκατέλειψε η αέρινη ελαφράδα μου. Η δημοσιοϋπαλληλική ατμόσφαιρα θα μπορούσε να σκοτώσει οτιδήποτε αναπνέει τον αέρα της ανθρώπινης προσπάθειας, θα μπορούσε να σβήσει εξίσου την ελπίδα και τον φόβο μέσα στην απόλυτη κυριαρχία του χαρτιού και της μελάνης.
-----
Η εύνοια του ισχυρού περιβάλλει μ' ένα φωτοστέφανο τον τυχερό εκλεκτό της. Ο εξαιρετικός εκείνος άνθρωπος ρώτησε αν μπορούσε να κάνει κάτι για μένα. Με γνώριζε μόνο εξ όψεως και ήξερε πολύ καλά πως δεν θα με ξανάβλεπε ποτέ· όπως και οι άλλοι ναυτικοί στο λιμάνι, δεν ήμουν γι' αυτόν παρά ένα θέμα για να μουντζουρώνει και να συμπληρώνει υπηρεσιακά χαρτιά και έντυπα με την επιτηδευμένη εκείνη ανωτερότητα του καλαμαρά απέναντι σε ανθρώπους που παλεύουν με την πραγματικότητα έξω από τους καθαγιασμένους τοίχους των υπηρεσιακών κτιρίων. Τι φαντάσματα θα πρέπει να ήμασταν γι' αυτόν! Απλά σύμβολα για να τα μαγειρεύει σε βιβλία και βαριά κατάστιχα, σύμβολα δίχως μυαλό, σάρκα και οστά, δίχως προβλήματα και σκοτούρες· κάτι ελάχιστα χρήσιμο και οπωσδήποτε παρακατιανό.
-----
Τα επόμενα δέκα λεπτά θα μπορούσαν να είναι δέκα δευτερόλεπτα ή δέκα αιώνες· τόσο ελάχιστη ήταν η επίγνωση του περιβάλλοντος που είχα. Θα μπορούσαν να σωριάζονται γύρω μου άνθρωποι, να γκρεμίζονται σπίτια, να εκπυρσοκροτούν όπλα, εγώ δεν θα έπαιρνα μυρωδιά. Σκεφτόμουν: "Το πήρα, Θεέ μου, το πήρα". Με "το", βέβαια, εννοούσα το καπετανίκι. Μου είχε έρθει με τρόπο που δεν θα μπορούσαν ποτέ να προβλέψουν τα σεμνά ονειροπολήματά μου.
Αντιλήφθηκα πως η φαντασία μου έτρεχε μέχρι τώρα μέσα σε συμβατικά κανάλια κι ότι οι ελπίδες μου ήσαν πάντα μουντές και αγέλαστες. Έβλεπα την προοπτική μιας πλοιαρχίας ως αποτέλεσμα μιας αργής προαγωγικής σταδιοδρομίας σε κάποια εταιρεία με πολύ καλό όνομα στην κοινωνία. Ως ανταμοιβή ευσυνείδητων υπηρεσιών. Είναι καλό να είσαι ευσυνείδητος στη δουλειά σου, αυτό να λέγεται. Φυσικά όμως προσφέρεις τις υπηρεσίες σου για τον ίδιο τον εαυτό σου, για το καράβι, από αγάπη για τη ζωή που διάλεξες εσύ ο ίδιος, όχι για χάρη της ανταμοιβής.
Υπάρχει κάτι το αντιπαθητικό στην ιδέα της ανταμοιβής.
Κι εδώ τώρα, είχα το καπετανίκι σίγουρο στο τσεπάκι μου, μ' έναν αδιαμφισβήτητο, βέβαια, μα και εντελώς αναπάντεχο τρόπο· πέρα από κάθε φαντασία, πέρα από κάθε λογική προσδοκία και σε πείσμα κάποιας σκοτεινής δολοπλοκίας για να μου το πάρουν μέσα από τα χέρια μου. Η αλήθεια είναι, βέβαια, ότι η δολοπλοκία δεν έστεκε και πολύ καλά στα πόδια της, συνέβαλλε ωστόσο στο αίσθημα απορίας και θαυμασμού -λες και ήμουν ειδικά προορισμένος γι' αυτό το άγνωστό μου καράβι από κάποια δύναμη που ξεπερνούσε τους πεζούς παράγοντες του εμπορικού κόσμου.
Μια παράξενη αίσθηση ευφορίας άρχισε να σέρνεται κρυφά μέσα μου. Αν είχα δουλέψει δέκα χρόνια ή περισσότερο γι' αυτή την πλοιαρχία δεν θα συνέβαινε τίποτε παρόμοιο. Φοβήθηκα λιγάκι.
-----
Ήταν η πρώτη φορά που είχαν προσπαθήσει να μου κάνουν κακό -η πρώτη φορά τουλάχιστον που μυρίστηκα κάτι τέτοιο. Κι ήμουν ακόμη πολύ νέος, πολύ δώθε ακόμη από τη γραμμή σκιάς, για να μην εκπλήσσομαι και για να μην αγανακτώ με τέτοια πράγματα.
-----
Ένα Καράβι! Το Καράβι μου! Ήταν δικό μου, τόσο απόλυτα στην κατοχή και την φροντίδα μου όσο τίποτε άλλο στον κόσμο· ένα αντικείμενο ευθύνης και αφοσίωσης. Ήταν εκεί και με περίμενε, δεμένο στα μάγια, ανίκανο να σαλέψει, να ζήσει, να βγει έξω και να πάει στον κόσμο (μέχρι τον ερχομό μου) σαν μια μαγεμένη πριγκιποπούλα. Το κάλεσμά του είχε φθάσει ως εμένα, θαρρείς, από τα σύννεφα. Δεν γνώριζα την όψη του. Μήτε καλά-καλά είχα ακουστά το όνομά του, κι όμως για μια περίοδο του μέλλοντός μας ήμασταν πια αχώριστα ενωμένοι να καταποντιστούμε ή να αρμενίζουμε μαζί.
Μια ξαφνική αδημονία, γεμάτη πάθος κι αγωνία, χύθηκε ορμητικά μέσα στις φλέβες μου και μού έδωσε μια τέτοια αίσθηση υπαρξιακής έντασης που παρόμοιά της δεν είχα μετανιώσει ποτέ, μήτε ξανάνιωσα έκτοτε. Ανακάλυψα πόσο θαλασσινός ήμουν στην καρδιά, στον νου, στη σάρκα μου την ίδια, θα έλεγα -ήμουν ένα με τη θάλασσα και τα καράβια· η θάλασσα, ο μόνος κόσμος που άξιζε, και τα καράβια, η δοκιμασία του άντρα, του χαρακτήρα, του θάρρους, της πίστης -και της αγάπης.
-----
Ο δρόμος θα ήταν μακρύς. Όλοι οι δρόμοι που οδηγούν εκεί που λαχταρά η καρδιά μας είναι μακριοί. Τον δρόμο όμως αυτόν ο νους μου μπορούσε να τον δει σ' έναν χάρτη, με το μάτι του επαγγελματία, και παρ' όλες τις περιπλοκές και δυσκολίες του ήταν απλός κατά κάποιον τρόπο. Ή είναι κανείς θαλασσινός ή δεν είναι. Κι εγώ δεν είχα καμιά αμφιβολία ότι ήμουν.
-----
Θα με διασκέδαζε, αν είχα διάθεση για διασκέδαση. Δεν είχα όμως καμία. Ήμουν σαν εραστής που περιμένει με ανυπομονησία μια συνάντηση. Μου ήταν εντελώς αδιάφορη η ανθρώπινη εχθρότητα. Σκεφτόμουν το άγνωστό μου καράβι. Δεν είχα καιρό για τέτοια, μου έφθανε η δική μου διασκέδαση, το δικό μου μαρτύριο.
Μια φωνή πίσω μου είπε μ' έναν κακεντρεχή διφορούμενο τόνο: "Ελπίζω να σας ικανοποίησε, καπετάνιο". Ούτε που γύρισα το κεφάλι. Ήταν ο καπετάνιος του ατμόπλοιου, και ανεξάρτητα από το τι εννοούσε και τι σκεφτόταν για το καράβι, εγώ ήξερα πως αυτό ήταν ένα από εκείνα τα πλάσματα που, σαν μια σπάνια γυναίκα, έφθανε και μόνον η ύπαρξή του για να ξυπνήσει μιαν ανιδιοτελή απόλαυση. Ένιωθες ότι είναι καλό να μοιράζεσαι τον ίδιο κόσμο με το "είναι" του.
-----
Ακόμη και το συνεργείο αυτό των κίτρινων κούληδων που δούλευαν γύρω απ' το καπάκι του μεγάλου κουβουσιού ήταν πιο ανυπόστατο κι από το υλικό που είναι φτιαγμένα τα όνειρα. Γιατί, πού ακούστηκε στον κόσμο να ονειρεύεται κανείς Κινέζους;...
-----
Μια σειρά άνδρες είχαν διαδεχθεί ο ένας τον άλλον σε τούτη την καρέκλα. Συνειδητοποίησα τη σκέψη αυτή ξαφνικά, ζωηρά, σάμπως ο καθένας τους να είχα αφήσει μια στάλα του εαυτού του ανάμεσα στους τέσσερεις τοίχους των κατάκοσμων αυτών μπουλμέδων· σάμπως ένα είδος σύνθετης ψυχής, η ψυχή της πλοιαρχίας, να είχε μιλήσει ψιθυριστά στη δικιά μου για μέρες αργόσυρτες στη θάλασσα και για στιγμές αγωνίας.
"Κι εσύ!" έμοιαζε να λέει, "κι εσύ θα γευτείς αυτή την ειρήνη και την ανησυχία σε μια ακοίμητη, μύχια κοινωνία με τον ίδιο τον εαυτό σου -αφανής, όπως σταθήκαμε κι εμείς, μα και το ίδιο μέγας μπροστά σε όλους τους καιρούς κι όλες τις θάλασσες, σε μια απεραντοσύνη που σβήνει όλα τα ίχνη, δεν σώζει μνήμες και δεν κρατά λογαριασμό για τις ζωές".
Βαθιά μες στην κορνίζα με τα μαυρισμένα ψευδόχρυσα ποικίλματα, στο ζεστό μισόφωτο που άφηνε να περάσει η τέντα, είδα το πρόσωπό μου στηριγμένο στα δυο μου χέρια. Και ανταπέδωσα το βλέμμα στον εαυτό μου με την απόλυτη αμεροληψία της απόστασης, με περιέργεια, μάλλον, παρά με οποιοδήποτε άλλο συναίσθημα, εκτός από λίγη συμπάθεια για τον τελευταίο τούτον εκπρόσωπο αυτού, που είτε το ήθελε κανείς είτε όχι αποτελούσε μια δυναστεία· μια δυναστεία που η συνέχειά της δεν βρισκόταν στο αίμα βέβαια, αλλά στην πείρα, στη μαθητεία, στην αντίληψη του καθήκοντος και στην ευλογημένη απλότητα του παραδοσιακού της τρόπου να βλέπει τη ζωή.
Σκέφτηκα ξάφνου πως τούτος ο άνδρας που τον παρακολουθούσα να κοιτάζει με το ήσυχο ατενές του βλέμμα, σαν να 'ταν ο εαυτός μου και ταυτόχρονα κάποιος άλλος, δεν ήταν ακριβώς μια φιγούρα μοναχική. Είχε τη θέση του σε μια σειρά ανδρών που δεν γνώριζε, που δεν είχε ακούσει τίποτε ποτέ γι' αυτούς· μα που ήσαν διαπλασμένοι από τις ίδιες επιρροές, και που οι ψυχές τους, σε ό,τι είχε σχέση με την εργασία της ταπεινής ζωής τους, δεν είχε μυστικά γι' αυτόν.
-----
Η νιότη είναι έξοχο πράγμα, μια δύναμη πανίσχυρη -όσο κανείς δεν τη σκέφτεται.
-----
Θα χαμογελούσα αν δεν ήμουν απασχολημένος με τα δικά μου αισθήματα που δεν ήσαν εκείνα του κ. Μπερνς. Εγώ είχα ήδη αναλάβει την πλοιαρχία. Τα αισθήματά μου δεν μπορούσαν να είναι σαν κι εκείνα οποιουδήποτε άλλου ανθρώπου στο καράβι. Μέσα στην κοινότητα αυτή, όπως ένας βασιλιάς στη χώρα του, έστεκα σε μια τάξη που δεν τη μοιραζόμουν με κανένα. Εννοώ τον κληρονομικό βασιλιά, όχι ένα απλώς εκλεγμένο αρχηγό κράτους. Με είχε φέρει εδώ να κυβερνήσω μια μεσιτεία τόσο απρόσιτη και τόσο σχεδόν ανεξιχνίαστη για τον λαό όσο κι η Θεία Χάρις.
Και ως μέλος μιας δυναστείας, νιώθοντας έναν σχεδόν μυστικό δεσμό με τους νεκρούς, είχα βαθιά συγκλονιστεί από τον άμεσα προκάτοχό μου.
Ο άνθρωπος αυτός, σε όλα τα ουσιώδη εκτός από την ηλικία, υπήρξε ακριβώς ένας άλλος τέτοιος άνθρωπος σαν κι εμένα. Το τέλος, όμως, της ζωής του ήταν μια πράξη σωστής προδοσίας, απιστία απέναντι σε μια παράδοση που φαινόταν σε μένα τόσο επιβεβλημένη όσο θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε άλλος οδηγός στη γη. Καθώς φαίνεται, ακόμη και στη θάλασσα ένας άνθρωπος μπορούσε να πέσει θύμα κακών πνευμάτων. Ένιωσα στο πρόσωπό μου την ανάσα άγνωστων δυνάμεων που διαπλάθουν τη μοίρα μας.
-----
Οι άνθρωποι έχουν περί πολλού τις αρετές της εμπειρίας. Εν προκειμένω, όμως, εμπειρία σημαίνει πάντα κάτι δυσάρεστο, σε αντίθεση με τη γοητεία και την αθωότητα των ψευδαισθήσεων.
-----
Χάρηκα [...] που το μάτι μου έπιανε στην κουβέρτα λίγα χαμόγελα στα πρόσωπα των ναυτών που δεν μου είχε μείνει μέχρι τώρα καιρός ούτε να τα καλοκοιτάξω καν. Έχοντας πετάξει από πάνω μου τη θανατερή τύρβη των στεριανών υποθέσεων, ένιωθα οικείος μαζί τους κι ωστόσο λιγάκι ξένος, σαν ένας πλάνης χαμένος για καιρό ανάμεσα στους δικούς του ανθρώπους.
-----
Ο άνθρωπος είχε χάρη, πάει και τελείωσε. Μόνος αυτός απ' όλο το πλήρωμα δεν είχε αρρωστήσει ούτε μια μέρα στο πόρτο. Γνωρίζοντας όμως για κείνη τη στενάχωρη καρδιά που κουβαλούσε στα στήθη του, διέκρινα τον περιορισμό που επέβαλλε στη φυσική ναυτική σβελτάδα των κινήσεών του. Λες και κουβαλούσε πάνω του κάτι εύθραυστο ή εκρηκτικό κι η σκέψη αυτή δεν έφευγε από τον νου του στιγμή.
-----
Μετά το ηλιοβασίλεμα ανέβηκα πάλι στην κουβέρτα για να συναντήσω μονάχα ένα γαλήνιο κενό. Ήταν αδύνατο να ξεχωρίσεις τη λεπτή μονότονη κρούστα της ακτής. Το σκοτάδι είχε αναδυθεί γύρω από το καράβι σαν μια μυστηριώδης ανάδυση μέσα από τα βουβά και μοναχικά νερά. Ακούμπησα στα ρέλια και αφουγκράστηκα τους ίσκιους της νύχτας. Δεν ακουγόταν τίποτα. Το καράβι που κυβερνούσα θα μπορούσε να ήταν ένας πλανήτης που ταξίδευε με ιλιγγιώδη ταχύτητα στην ταγμένη του τροχιά μέσα στο άπειρο της σιωπής ενός διαστήματος. Γραπώθηκα στα ρέλια, λες και μ' εγκατέλειπε για πάντα η αίσθηση της ισορροπίας μου.
-----
Συνεπαρμένος από τον ενθουσιασμό της πρώτης πλοιαρχίας μου που μού είχε έρθει ουρανοκατέβατη με τη μεσιτεία του καπετάν Τζάιλς, είχα παρ' όλα αυτά μέσα μου την ανησυχία ότι για μια τύχη σαν κι αυτήν θα έπρεπε ίσως να πληρώσω κάποιο τίμημα. Είχα αναμετρήσει από επαγγελματική σκοπιά της πιθανότητες. Ήμουν αρκετά ικανός γι' αυτό. Τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Γενικά ένιωθα μέσα μου έτοιμος, όπως μπορεί να το ξέρει μονάχα ένας άνθρωπος που ακολουθεί το επάγγελμα που αγαπά. Το αίσθημα αυτό μού φαινόταν το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου. Τόσο φυσικό όπως το ν' ανασαίνεις. Δεν φανταζόμουν πως θα μπορούσα να ζήσω δίχως αυτό.
Δεν ξέρω τι περίμενα. Τίποτε άλλο, ίσως, από την ιδιαίτερη εκείνη ένταση της ύπαρξης που αποτελεί την πεμπτουσία των νεανικών προσδοκιών.
-----
Έδειχνε πολύ χολωμένος και μουρμούρισε θυμωμένα: "Δηλαδή, τι θαρρεί, πως μού έχει στρίψει;"
"Δεν το νομίζω, κ. Μπερνς", είπα. Για μένα εκείνη τη στιγμή ήταν το υπόδειγμα της αυτοκυριαρχίας. Και μάλιστα σ' αυτό το θέμα ένιωσα και κάποιο είδος θαυμασμού γι' αυτό τον άνθρωπο που (αν εξαιρέσεις την έντονη υλικότητα του υπολείμματος της γενειάδας του) είχε πλησιάσει στην κατάσταση του εξαϋλωμένου πνεύματος, όσο κοντά είναι ανθρωπίνως δυνατό να το κάνει κανείς και να ζήσει. Πρόσεξα την αφύσικα αιχμηρή γραμμή της μύτης του, τα βαθιά βαθουλώματα των κροτάφων του και τον ζήλεψα. Είχε τόσο στραγγίξει από την αδυναμία, που πιθανόν και να πέθαινε σύντομα. Αξιοζήλευτος άνθρωπος! Λίγο ακόμη και θα 'σβηνε -ενώ εγώ ήμουν υποχρεωμένος να υποφέρω μέσα μου τον σάλο μιας τυραννισμένης ζωτικότητας, αμφιβολίες, σύγχυση, αυτοκατάκριση και μια ακαθόριστη απροθυμία να αντιμετωπίσω τη φρικτή λογική των πραγμάτων. Μού ξέφυγε μέσα από τα δόντια μου: "Νιώθω σαν να χάνω κι εγώ τα λογικά μου".
-----
Υποθέτω πως την περίοδο εκείνη διατηρούμουν στη ζωή με την τροφή, όπως όλοι οι άνθρωποι· αυτό όμως που έχει μείνει σε μένα από τις μέρες εκείνες είναι ότι η ζωή τρεφόταν από ακαταμάχητη αγωνία, ένα είδος σατανικού διεγερτικού που σε κέντριζε και σ' έτρωγε την ίδια στιγμή.
-----
Η αλήθεια είναι ότι στη ζωή δεν πρέπει να αποδίδει κανείς υπερβολική σημασία σε οτιδήποτε, καλό ή κακό.
-----
"[...] ο άνθρωπος πρέπει να σηκώνει κεφάλι στις κακοτυχίες, στα λάθη του, στη συνείδησή του και σ' όλα αυτά. Κι εδώ που τα λέμε -απέναντι σε τι άλλο θα μπορούσε ν' αγωνιστεί;"
-----
"Ο άνθρωπος πρέπει να τα μαθαίνει όλα -κι αυτό είναι που δεν καταλαβαίνουν τόσο πολλοί νεαροί".
-----
"Σ' αυτή τη ζωή δεν βρίσκει κανείς ούτε λεπτό ησυχία. Καλύτερα να μην το σκέφτεσαι".
Joseph Conrad, Η Γραμμή Σκιάς, μετάφραση Ξενοφώντα Κομνηνού, εκδόσεις Το Βήμα Βιβλιοθήκη, 2007 (πρώτη έκδοση 1917)
* Φωτογραφία από εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου