Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2022

Υπογραμμίσεις XXXIX: F. Scott Fitzgerald

Ξεφυλλίζοντας κάποιο από τα πρόσφατα ένθετα του Σαββατοκύριακου κάποιας αγγλόφωνης εφημερίδας -ο Guardian να ΄τανε; Μήπως οι New York Times; Αδυνατώ να εντοπίσω το pdf στο αρχείο μου...- έπεσα πάνω σε μια λίστα με τα 40 σημαντικότερα μυθιστορήματα στην αγγλική, από την έκδοση του Οδυσσέα του Joyce (1922) και δώθε. Ο Μεγάλος Γκάτσμπυ ήταν στην κορυφή.

Είχα ούτως ή άλλως ακούσει και διαβάσει πολλά για το έργο αυτό, θετικά και αρνητικά, και το είχα στα υπόψη -κι άλλωστε έχω πάντα το άγχος ότι δεν έχω διαβάσει τίποτα από τη λεγόμενη "κλασική" λογοτεχνία. Όταν χρειάστηκα κάτι να με βοηθήσει κατά τις μακρές ώρες που πέρναγα στο Αιγινήτειο Νοσοκομείο, δίπλα στη μητέρα μου, το αναζήτησα και το ξεκίνησα.

Ως... αδιάβαστος, δεν μπορώ να πω αν Ο Μεγάλος Γκάτσμπυ όντως αξίζει την κορυφή της προαναφερθείσας λίστας, πάντως το ότι έχει πάντα μια θέση σε αντίστοιχες καταγραφές σίγουρα δεν είναι τυχαίο, και νομίζω κατάλαβα γιατί. Ο Fitzgerald είχε έναν τρόπο να μεταφέρει πολύ γλαφυρά τον ηδονισμό της τρυφηλής ζωής που ζούσε εκείνη την εποχή, βλέποντας όμως ταυτόχρονα τη ματαιότητα όλης αυτής της κατάστασης. Κάποιες μόνο από τις εξαιρετικά διαυγείς και ταυτόχρονα ποιητικές περιγραφές του έχω "σώσει" παρακάτω.

Κλείνοντας, η έκδοση που αγόρασα (Άγρα) έχει μια πολύ καλή μετάφραση από τον Άρη Μπερλή, καθώς και δύο σημειώματα του ιδίου (εισαγωγή και εκτενές βιογραφικό του συγγραφέα) που βοηθούν τον αναγνώστη να τοποθετήσει το έργο στην εποχή που το γέννησε.
"Όποτε είσαι έτοιμος να κατακρίνεις κάποιον, να θυμάσαι ότι δεν είχαν όλοι τα δικά σου πλεονεκτήματα."
-----
[...] η αίσθηση της ευπρέπειας μοιράζεται άνισα στους ανθρώπους κατά τη γέννησή του.
-----
[...] τη ζωή τη βλέπεις καλύτερα όταν τη βλέπεις σφαιρικά.
-----
Γύρισα τα μάτια στην ξαδέλφη μου, που άρχισε να με ρωτάει διάφορα με τη χαμηλή, συναρπαστική φωνής της. Ήταν το είδος της φωνής που το αφτί την ακολουθεί στις διακυμάνσεις της, σαν οι προτάσεις να είναι σειρές από νότες που δεν θα ξαναπαιχτούν ποτέ. Το πρόσωπό της, λυπημένο και όμορφο, είχε πάνω του πράγματα φωτεινά, φωτεινά μάτια και φωτεινό φλογερό στόμα, αλλά υπήρχε μια έξαψη στη φωνή της που δεν ήταν εύκολο στους άντρες να την ξεχάσουν· μια μελωδική παρόρμηση, ένα ψιθυριστό "Άκου", μια διαβεβαίωση ότι μόλις είχε κάνει συναρπαστικά πράγματα και ότι εξίσου συναρπαστικά πράγματα αναμένονται από στιγμή σε στιγμή.
-----
Για μια στιγμή οι τελευταίες αχτίδες του ήλιου έπεσαν με ρομαντική τρυφερότητα πάνω στο λαμπερό πρόσωπό της· η φωνή της με έκανε να γείρω μπροστά και να την ακούω με κομμένη την ανάσα - ύστερα η λάμψη έσβησε, καθώς οι αχτίδες την εγκατέλειπαν μία μία με λύπη, σαν παιδιά που παρατούν το παιχνίδι τους σε έναν όμορφο δρόμο το σούρουπο.
-----
"Δεν είχε περάσει ούτε μια ώρα που είχε γεννηθεί και ο Τομ βρισκόταν Κύριος οίδε πού. Ξύπνησα από τον αιθέρα με μια αίσθηση πλήρους εγκατάλειψης και ρώτησα αμέσως τη νοσοκόμα αν είναι αγόρι ή κορίτσι. Μου είπε ότι είναι κορίτσι κι εγώ γύρισα από την άλλη μεριά το κεφάλι μου και έκλαψα. "Εντάξει", είπα, "χαίρομαι που είναι κορίτσι και ελπίζω να γίνει χαζή - αυτό είναι το καλύτερο για ένα κορίτσι σε αυτόν τον κόσμο, μια όμορφη χαζούλα"".
-----
Ήθελα να βγω έξω και να περπατήσω προς τα ανατολικά, στο πάρκο, απολαμβάνοντας το απαλό σούρουπο, αλλά όποτε έκανα να σηκωθώ, μπλεκόμουν σε ένα θυελλώδες και θορυβώδες επιχείρημα το οποίο με έδενε, σαν με σχοινιά, στην καρέκλα μου. Κι ωστόσο, πάνω από την πόλη, τα κίτρινα παράθυρά μας θα πρέπει να είχαν συμβάλει στη μυστικότητα της ιδιωτικής ζωής των ανθρώπων που παρατηρούσε ο περιπατητής στους μουχρωμένους δρόμους και κοίταζε ψηλά κι αναρωτιόταν. Ήμουν και μέσα και έξω, η ανεξάντλητη ποικιλία της ζωής με γοήτευε και ταυτόχρονα με απωθούσε.
-----
Χαμογέλασε με κατανόηση - κάτι περισσότερο από κατανόηση. Ήταν ένα από εκείνα τα σπάνια χαμόγελα που έχουν μια χροιά παντοτινής διαβεβαίωσης, ένα χαμόγελο που το συναντάς τέσσερις-πέντε φορές στη ζωή σου. Αντίκριζε -ή φαινόταν να αντικρίζει- ολόκληρο τον αιώνιο κόσμο για μια στιγμή, κι έπειτα εστιαζόταν πάνω σου δείχνοντας για σένα μια ακαταμάχητη εύνοια. Σε καταλάβαινε τόσο όσο ήθελες να σε καταλάβουν, πίστευε σε σένα όσο εσύ θα ήθελες να πιστεύεις στον εαυτό σου, και σε διαβεβαίωνε ότι είχε σχηματίσει για σένα ακριβώς την εντύπωση που εσύ έλπιζες να δώσεις.
-----
Άρχισε να μου αρέσει η Νέα Υόρκη, η τολμηρή, ριψοκίνδυνη νυχτερινή της ατμόσφαιρα, η ικανοποίηση που δίνουν στο αεικίνητο μάτι η αέναη κίνηση αντρών, γυναικών και μηχανών. Μου άρεσε να ανεβαίνω την Πέμπτη Λεωφόρο, να ξεχωρίζω ρομαντικές γυναίκες στο πλήθος και να φαντάζομαι ότι σε δυο λεπτά θα μπω στη ζωή τους και κανείς δεν θα το μάθει ποτέ, κανείς δεν θα το αποδοκιμάσει. Μερικές φορές, στη φαντασία μου, τις ακολουθούσα ως την κατοικία τους σε γωνιές ασύχναστων δρόμων, κι εκείνες γύριζαν και μου χαμογελούσαν, προτού χαθούν μέσα από μια πόρτα στο ζεστό σκοτάδι. Στο μαγεμένο λυκόφως της μεγαλούπολης ένιωθα κάποτε μια έμμονη μοναξιά· την ένιωθα και σε άλλους - σε φτωχούς νεαρούς υπαλλήλους που χάζευαν τις βιτρίνες ωσότου έρθει η ώρα να δειπνήσουν σε ένα μοναχικό εστιατόριο - σε νεαρούς υπαλλήλους το σούρουπο, που σπαταλούν τις δριμύτερες στιγμές της νύχτας και της ζωής.
-----
[...] οι περισσότερες προσποιήσεις κρύβουν τελικά κάτι, αν και όχι στην αρχή [...].
-----
Η ανεντιμότητα σε μια γυναίκα δεν είναι βαρύ παράπτωμα [...].
-----
"Χρειάζονται δύο για να γίνει δυστύχημα".
-----
Ο καθένας μας υποψιάζεται ότι διαθέτει τουλάχιστον μία θεμελιώδη αρετή. Η δική μου είναι η εξής: Είμαι ένας από τους ελάχιστους έντιμους ανθρώπους που γνώρισα ποτέ στη ζωή μου.
-----
Είναι μεγάλο πλεονέκτημα να μην πίνεις όταν η παρέα σου είναι γερά ποτήρια. Μπορείς να κρατάς τη γλώσσα σου και, συνάμα, μπορείς να κανονίσεις τις μικροαταξίες σου έτσι ώστε οι άλλοι να είναι τόσο τύφλα που να μη βλέπουν ή να μην ενδιαφέρονται.
-----
"Υπάρχουν μόνο οι κυνηγημένοι, οι κυνηγοί, οι πολυάσχολοι και οι κουρασμένοι".
-----
Οι Αμερικανοί, ενώ δεν έχουν καμία αντίρρηση να είναι σκλάβοι, δεν θέλουν με κανέναν τρόπο να είναι χωριάτες.
-----
Δεν υπάρχει φωτιά ή παγωνιά που μπορεί να αντιμετρηθεί με αυτό που φωλιάζει στην άγρια καρδιά ενός άντρα.
-----
Είναι λυπηρό πάντα να κοιτάζεις με νέα μάτια πράγματα στα οποία έχεις εξαντλήσει τις προσαρμοστικές σου δυνάμεις.
Ήσαν ακόμη κάτω από τη δαμασκηνιά και τα πρόσωπά τους σχεδόν αγγίζονταν με μόνο μια λεπτή, χλομή φεγγαραχτίδα ανάμεσά τους. Φαντάστηκα ότι όλο το βράδυ έσκυβε σιγά σιγά προς το κεφάλι της για να φτάσει σε αυτή τη μηδενική απόσταση και, ενώ τους παρατηρούσα, τον είδα να ολοκληρώνει το τελευταίο χιλιοστό και να τη φιλάει στο μάγουλο.
-----
Το Ουέστ Εγκ, αυτή την πρωτόφαντη "περιοχή" την οποία δημιούργησε το Μπρόντγουεϋ από ένα ψαροχώρι του Λονγκ Άιλαντ, το έβρισκε φρικτό - απεχθανόταν αυτή την ωμή ζωτικότητα που ασφυκτιούσε κάτω από τους παλιούς ευφημισμούς, αυτό το αναπόδραστο πεπρωμένο που οδηγούσε σαν κοπάδι τους κατοίκους του, δείχνοντάς τους πώς να κόψουν δρόμο από το τίποτα στο τίποτα. Έβλεπε κάτι απαίσιο στην ίδια την απλότητα που δεν μπορούσε να καταλάβει.
-----
Η Νταίζυ άρχισε να τραγουδάει συνοδεύοντας τη μουσική με ένα βραχνό, ρυθμικό μουρμούρισμα, αναδεικνύοντας σε κάθε λέξη ένα νόημα που ποτέ δεν είχε και ποτέ ξανά δεν θα 'χει. Όταν η μελωδία δυνάμωσε, η φωνή της έσπασε γλυκά, ακολουθώντας τη με τον τρόπο που έχουν οι φωνές κοντράλτο, και κάθε αλλαγή απελευθέρωνε λίγη από τη ζεστή ανθρώπινη μαγεία της στον αέρα.
-----
"Της ζητάς πολλά" είπα. "Δεν μπορείς να επαναλάβεις το παρελθόν".

"Τι έκανε λέει;" φώναξε σαν να μην πίστευε στ' αυτιά του. "Και βέβαια μπορείς!"

Κοίταξε γύρω του με άγριο μάτι, σαν να καραδοκούσε εκεί το παρελθόν, στη σκιά του σπιτιού του - έτσι να 'κανε θα το έπιανε.

"Θα τα φτιάξω όλα όπως ήταν πριν" είπε, κουνώντας αποφασιστικά το κεφάλι του. "Θα δει".

Μιλούσε συνέχεια για το παρελθόν και κατάλαβα ότι ήθελε να ανακτήσει κάτι, κάποια εικόνα για τον εαυτό του ίσως, που εξηγούσε τον έρωτά του για την Νταίζυ. Από τότε η ζωή του ήταν σε σύγχυση και ταραχή, αλλά αν μπορούσε να γυρίσει στην αφετηρία και από εκεί να προχωρήσει αργά, θα μπορούσε να βρει τι ήταν αυτό...

...Μια φθινοπωρινή βραδιά, πριν από πέντε χρόνια, περπατούσαν στον δρόμο με τα φύλλα που έπεφταν και βρέθηκαν σε ένα μέρος όπου δεν υπήρχαν δέντρα και το πεζοδρόμιο ήταν λευκό από το σεληνόφως. Σταμάτησαν εκεί και γύρισαν ο ένας προς τον άλλο. Η νύχτα ήταν ψυχρούτσικη και είχε εκείνη τη μυστηριώδη αναστάτωση που εμφανίζεται στις δύο αλλαγές του χρόνου. Τα γαλήνια φώτα των σπιτιών βούιζαν στο σκοτάδι και ψηλά ανάμεσα στ' αστέρια επικρατούσε σάλος και αντάρα. Με την άκρη του ματιού του ο Γκάτσμπυ είδε πως τα μπλόκια του πεζοδρομίου σχημάτιζαν βαθμίδες που οδηγούσαν σε ένα μυστικό μέρος πάνω από τα δέντρα - θα μπορούσε να σκαρφαλώσει εκεί, αν σκαρφάλωνε μόνος του, και εκεί να θηλάσει τη θηλή της ζωής, να ρουφήσει το ασύγκριτο γάλα του θαύματος.
-----
"Η φωνή της έχει μια αναίδεια" είπα. "Είναι γεμάτη - " Δίστασα.

"Η φωνή της είναι γεμάτη λεφτά" είπε απότομα.

Ναι, αυτό ήταν. Δεν το είχα καταλάβει μέχρι τότε. Ήταν γεμάτη λεφτά - αυτή ήταν η ανεξάντλητη γοητεία της κυματιστής φωνής της, αυτό το ανεβοκατέβασμα, το κουδούνισμα... Ψηλά σε ένα λευκό παλάτι, η θυγατέρα του βασιλιά, το χρυσό κορίτσι...
-----
[...] σκέφτηκα ότι δεν υπάρχει τόσο βαθιά διαφορά μεταξύ των αντρών, ως προς τη φυλή ή την ευφυΐα, όσο μεταξύ του άρρωστου και του υγιούς. Ο Ουίλσον ήταν τόσο άρρωστος που έμοιαζε ένοχος, ασυγχώρητα ένοχος - σαν να είχε γκαστρώσει ένα φτωχό κορίτσι.
-----
Δεν υπάρχει σύγχυση μεγαλύτερη από τη σύγχυση ανθρώπου αφελούς [...].
-----
"Μου αρέσει η Νέα Υόρκη τα απογεύματα το καλοκαίρι όταν λείπουν όλοι. Έχει κάτι το αισθησιακό - κάτι το υπερώριμο, σαν να είναι να πέσουν στα χέρια σου κάθε είδους παράξενα φρούτα".
-----
[...] ο Γκάτσμπυ μιλούσε τώρα με έξαψη στην Νταίζυ, αρνούμενος τα πάντα, υπεραμυνόμενος της υπόληψής του έναντι κατηγοριών που δεν είχαν καν διατυπωθεί. Αλλά με κάθε του λέξη εκείνη κλεινόταν όλο και πιο πολύ στον εαυτό της και τελικά εκείνος τα παράτησε, και μόνο το νεκρό όνειρο συνέχισε να μάχεται καθώς το απόγευμα έσβηνε σιγά σιγά, προσπαθώντας να αγγίξει αυτό που δεν ήταν πια απτό, παλεύοντας να φτάσει, χωρίς χαρά, χωρίς απόγνωση, εκείνη τη χαμένη φωνή στην άλλη άκρη του δωματίου.
-----
Τριάντα - η υπόσχεση μιας δεκαετίας μοναξιάς, όλο και λιγότεροι εργένηδες στον κύκλο των γνωριμιών σου, όλο και πιο αραιοί οι ενθουσιασμοί, όλο και πιο αραιά μαλλιά. Αλλά δίπλα μου ήταν η Τζόρνταν, που ήταν σοφότερη από την Νταίζυ και δεν κουβαλούσε ξεχασμένα όνειρα από τη μια ηλικία στην άλλη. Καθώς περνούσαμε από τη σκοτεινή γέφυρα, το ωχρό πρόσωπό της έγειρε νωχελικά στον ώμο του σακακιού μου και ο φοβερός χτύπος των τριάντα έσβησε με το καθησυχαστικό σφίξιμο του χεριού της.

Κι έτσι τρέχαμε προς τον θάνατο στη δροσιά του σούρουπου.
-----
[...] συνειδητοποίησε πόσο τα πλούτη φυλακίζουν και διαφυλάσσουν τα νιάτα και το μυστήριο, και ένιωσε τη δροσιά των πολλών φορεμάτων, και την Νταίζυ να λάμπει σαν το ασήμι, ασφαλής και υπερήφανη πάνω από τους τραχείς αγώνες των φτωχών.
-----
"Για ποιο λόγο να κάνω μεγάλα πράγματα όταν μπορούσα να περνάω καλύτερα λέγοντάς της τι θα κάνω;"
-----
"Ας μάθουμε να δείχνουμε τη φιλία μας σε έναν άνθρωπο όσο είναι ζωντανός, όχι όταν έχει πεθάνει" είπε. "Από κει και πέρα κανόνας μου είναι μην επεμβαίνεις - άσε τα πράγματα όπως είναι".
-----
Οι περισσότερες από τις μεγάλες παραθαλάσσιες επαύλεις ήταν τώρα κλειστές και δεν έβλεπες φώτα παρά μόνο το θαμπό, κινούμενο φως ενός φέρρυμποουτ στο Σάουντ. Και καθώς το φεγγάρι ανέβηκε ψηλότερα, τα ασήμαντα σπίτια άρχισαν να σβήνουν, ωσότου τελικά έφτιαξα την εικόνα του παλιού νησιού που άνοιξε εδώ κάποτε σαν λουλούδι στα μάτια των Ολλανδών ναυτικών - ένας δροσερός, πράσινος κόρφος του Νέου Κόσμου. Τα χαμένα του δέντρα, τα δέντρα που παραμέρισαν για το σπίτι του Γκάτσμπυ, κάποτε υπέθαλψαν με ψιθύρους το τελευταίο και μεγαλύτερο απ' όλα τα ανθρώπινα όνειρα· για μια φευγαλέα μαγεμένη στιγμή ο άνθρωπος θα πρέπει να κράτησε την ανάσα του μπροστά σε αυτή την ήπειρο, και να εξαναγκάστηκε σε μια αισθητική θεώρηση την οποία ούτε καταλάβαινε ούτε ήθελε, αντιμέτωπος για τελευταία φορά στην ιστορία με κάτι που μπορούσε να του προκαλέσει δέος.
-----
Ο Γκάτσμπυ πίστευε στο πράσινο, στο οργασμικό μέλλον που χρόνο με τον χρόνο ξεμακραίνει από μας. Μάς ξέφυγε τότε, αλλά αυτό δεν έχει μεγάλη σημασία - αύριο θα τρέξουμε πιο γρήγορα, θα απλώσουμε πιο μακριά τα χέρια μας. Και ένα ωραίο πρωινό -

Κι έτσι συνεχίζουμε, βάρκες ενάντια στο ρεύμα, που ακατάπαυστα μάς ρίχνει πίσω στο παρελθόν. -

F. Scott Fitzgerald, Ο Μεγάλος Γκάτσμπυ, μετάφραση Άρη Μπερλή, εκδόσεις Άγρα, 2012 (πρώτη έκδοση 1925)

* Φωτογραφία από εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Οι... "300" ηρωικοί αναγνώστες