Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2022

Υπογραμμίσεις XL: Harper Lee

Το Όταν Σκοτώνουν Τα Κοτσύφια μού το έκαναν δώρο η Σάντη και η Ελένη, το 2015, για τη γιορτή μου. Με περίμενε υπομονετικά στο ράφι όλα αυτά τα χρόνια.

Μου φαίνεται πολύ ενδιαφέρον το γεγονός ότι η Harper Lee ήταν, για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της, η συγγραφέας του ενός βιβλίου. Αλλά τι βιβλίου, ε; Όχι μόνο της απέφερε το βραβείο Πούλιτζερ, αλλά έκτοτε καταχωρήθηκε στις κλασικές στιγμές της νεότερης αμερικανικής λογοτεχνίας· ήταν κι αυτό σε εκείνη τη λίστα που ανέφερα σε προηγούμενο ποστ. Αλλά, ακόμα και το δεύτερο βιβλίο της, το Βάλε Ένα Φύλακα, που κυκλοφόρησε λίγο πριν τον θάνατό της, ουσιαστικά αποτελεί ένα πρώτο ντραφτ του πρώτου. Άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία για τη συγγραφέα και το έργο της: υπήρξε παιδική φίλη και συνεργάτις του Truman Capote, έδωσε ελάχιστες συνεντεύξεις στη ζωή της, οι The Boo Radleys πήραν το όνομά τους από έναν εκ των (αφανών) ηρώων του διάσημου πονήματός της.

Η ανάγνωση -ως συνήθως...- υπήρξε κάπως περιπετειώδης και τράβηξε σε χρόνο. Όχι τόσο -ή μόνο- επειδή μεγάλο μέρος της πραγματοποιήθηκε και πάλι σε νοσοκομειακές βάρδιες, αλλά κυρίως γιατί στο πρώτο του μισό το βιβλίο κυλάει κάπως ανιαρά, με περιγραφές της καθημερινότητας στον αμερικανικό νότο των 1930s. Είναι, όμως, τελικά απαραίτητο όλο αυτό, ώστε να μπορέσει ο αναγνώστης να μπει στο κλίμα του δεύτερου μέρους, και να εκπλαγεί ευχάριστα από την ένταση και τη συγκίνηση όσων περιγράφονται. Νομίζω είναι ετούτο ένα βιβλίο που αξίζει να προτείνεται σε νέους και εφήβους: το χιούμορ και η ευαισθησία του τρόπου της Lee κάνει τα θέματά του πιο απτά και ενδιαφέροντα από οποιοδήποτε κήρυγμα περί ανοχής στη διαφορετικότητα.
Η κάθε μέρα βαστούσε είκοσι τέσσερις ώρες, μα έμοιαζε να βαστάει περισσότερο. Δεν υπήρχε βιάση, γιατί δεν είχες πουθενά να πας, τίποτα ν' αγοράσεις, κι ούτε και χρήματα για να τ' αγοράσεις, τίποτε να δεις πέρα από τα σύνορα της κομητείας Μέικομπ. Αλλά ήταν και εποχή μιας κάποιας αισιοδοξίας για μερικούς από τους κατοίκους της κομητείας Μέικομπ: τους είχαν μάθει τελευταία πως δεν είχαν να φοβούνται τίποτε πέρα από τον ίδιο το φόβο.
-----
Αυτή τη στιγμή την περίμενα με μια λαχτάρα που δεν την είχα ξανανιώσει για τίποτε άλλο στη ζωή μου. Τους προηγούμενους χειμώνες περνούσα ατέλειωτες ώρες σκαρφαλωμένη στο σπιτάκι του δέντρου να κοιτάζω τον περίβολο του σχολείου, κατασκοπεύοντας τα σμήνη των παιδιών με ένα τηλεσκόπιο που μου είχε δώσει ο Τζεμ, μαθαίνοντας τα παιχνίδια τους, παίρνοντας κρυφά μέρος στις μικροατυχίες και στους μικροθριάμβους τους. Πώς και πώς έκανα να μπω κι εγώ στον κόσμο τους.
-----
Μετά πήγε στο μαυροπίνακα κι αφού έγραψε το αλφάβητο με τεράστια κεφαλαία γράμματα γύρισε σ' εμάς και ρώτησε: "Ξέρει κανένας σας τι είναι αυτά εδώ;"

Όλοι ξέραμε· οι περισσότεροι από τους μαθητές της πρώτης είχαν μείνει από την προηγούμενη χρονιά.
-----
Δεν το 'χα κάνει σκόπιμα που είχα μάθει να διαβάζω, μα κάπως είχε γίνει και είχα φτάσει να κυλιέμαι παρανόμως στο βούρκο των εφημερίδων. Τις ατέλειωτες ώρες που είχα περάσει στην εκκλησία -να 'ταν τότε που είχα μάθει; Δε θυμόμουν εποχή που να μην μπορούσα να διαβάσω τους ύμνους. Τώρα που με είχαν αναγκάσει να το σκεφτώ, το διάβασμα ήταν κάτι που μου είχε έρθει έτσι, από μόνο του, όπως είχα μάθει να δένω τις τιράντες της φόρμας μου δίχως να κοιτάζω πίσω ή να δένω τα κορδόνια των παπουτσιών μου σε φιόγκους. Δεν μπορούσα να θυμηθώ πότε ήταν που χωρίστηκαν οι γραμμές πάνω από το κινούμενο δάχτυλο του Άτικους σε λέξεις τα βράδια που κουλουριαζόμουν στην αγκαλιά του ενώ εκείνος διάβαζε φωναχτά το οτιδήποτε... από τα νέα της ημέρας μέχρι νομοσχέδια ή τα ημερολόγια του Λορέντζο Ντόου. Το διάβασμα δεν το αγάπησα παρά μόνο όταν άρχισα να φοβάμαι μην το χάσω.
-----
Τα κληρονομικά και οι φόροι αποτελούσαν μια από τις πολλές σκοτούρες του κυρίου Κάνινγκαμ. Πέρα από την κληροδοτημένη του γη, η υπόλοιπη ήταν υποθηκευμένη και ό,τι μετρητά έβγαζε πήγαιναν στους τόκους. Αν κρατούσε το στόμα του καταπώς έπρεπε κλειστό, ο κύριος Κάνινγκαμ θα μπορούσε να προσληφθεί στα δημόσια έργα, όμως η γη του θα ερημωνόταν αν την άφηνε και προτιμούσε να πεινάσει προκειμένου να κρατήσει τα κτήματά του και να ρίχνει την ψήφο του εκεί όπου αυτός ήθελε. Ο κύριος Κάνινγκαμ, έλεγε ο Άτικους, ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος και αποφασισμένος να μη σκύψει το κεφάλι του σε κανέναν.
-----
"Δεν μπορείς ποτέ να καταλάβεις πραγματικά τον άλλο αν δεν κάτσεις πρώτα να σκεφτείς τα πράγματα από τη δική του σκοπιά... [...] αν δεν μπεις πρώτα στο πετσί του να δεις πώς σκέφτεται".
-----
"Σκάουτ, είναι τέτοια η φύση της δουλειάς μας, που ο κάθε δικηγόρος αναλαμβάνει τουλάχιστον μια υπόθεση στη ζωή του που τον επηρεάζει προσωπικά. Κι αυτή εδώ θαρρώ πως για μένα είναι τέτοιου είδους υπόθεση. Ίσως ν' ακούσεις μερικά άσχημα λόγια στο σχολείο γύρω απ' αυτή την ιστορία, μα θέλω να σου ζητήσω να μου κάνεις μια χάρη, αν μπορείς: να κρατάς μοναχά ψηλά το κεφάλι σου και χαμηλωμένες τις γροθιές σου. Ό,τι και να 'ρθουν να σου πουν, μην τους αφήσεις να σε παρασύρουν σε καβγά. Προσπάθησε να τους αντιμετωπίσεις και με το μυαλό σου για μια φορά... είναι καλό μυαλό, έστω κι αν κλοτσάει στο σχολείο".

"Άτικους, θα την κερδίσουμε την υπόθεση;"

"Όχι, γλυκιά μου".

"Τότε, γιατί..."

"Το γεγονός και μόνο πως είμαστε από την αρχή σχεδόν σίγουροι ότι θα τη χάσουμε δε θα μας εμποδίσει να κάνουμε μια προσπάθεια", είπε ο Άτικους.
-----
"Είναι διαφορετικά τώρα", μου είπε. "Τώρα δεν πολεμάμε τους Γιάνκηδες, πολεμάμε τους φίλους μας. Όμως να το θυμάσαι, όσο άσχημη τροπή κι αν πάρουν τα πράγματα, οι φίλοι μας συνεχίζουν να 'ναι φίλοι μας και ο τόπος ετούτος συνεχίζει να 'ναι τόπος μας".
-----
"Πριν και πάνω απ' όλα, ο πατέρας σας είναι άνθρωπος μ' ευγενική ψυχή. Το να 'σαι καλός στο σημάδι είναι ένα δώρο του Θεού, ένα ταλέντο -ναι, σύμφωνοι, χρειάζεται εξάσκηση για να το τελειοποιήσεις, αλλά πάντως είναι ταλέντο. Και ταλέντο διαφορετικό από το να παίζεις καλά πιάνο, ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Πιστεύω πως ίσως να πέταξε πέρα το όπλο του όταν συναισθάνθηκε πως αυτό το ταλέντο του μπορούσε να προκαλέσει και κακό. Και πιστεύω ακόμα πως θα αποφάσισε ότι δε θα τραβούσε άλλη φορά τη σκανδάλη εκτός κι αν τον ανάγκαζαν τα πράγματα να το κάνει, όπως έγινε σήμερα".

"Κανονικά θα 'πρεπε να το χαίρεται και να 'ναι περήφανος..." είπα.

"Κανένας άνθρωπος με μυαλό δε νιώθει ποτέ περήφανος για τις ικανότητές του", μου αντιγύρισε η δεσποινίς Μόντι.
-----
"Κοίτα, το μόνο που μπορώ να πω είναι πως, άμα μεγαλώσετε εσύ κι ο Τζεμ, ίσως να καταλάβετε τι γίνεται σήμερα, ίσως να νιώσετε πως έπραξα σωστά. Η υπόθεση τούτη, η υπόθεση του Τομ Ρόμπινσον, έχει να κάνει με την ανθρώπινη συνείδηση... Σκάουτ, δε θα μπορούσα να πηγαίνω στην εκκλησία και να προσεύχομαι στο Θεό αν δεν έκανα μια προσπάθεια να βοηθήσω αυτό τον άνθρωπο".

"Άτικους, δε γίνεται, πρέπει να 'σαι λάθος..."

"Για εξήγησέ μου το, σε παρακαλώ".

"Να, ο πιο πολύς κόσμος φαίνεται να πιστεύει πως έχει δίκιο και πως εσύ είσαι λάθος..."

"Είναι δικαίωμά τους να το πιστεύουν αυτό που λες, όμως για να 'μαι καλά με τον άλλο κόσμο πρέπει να τα 'χω πρώτα καλά τον εαυτό μου, Σκάουτ. Αν υπάρχει κάτι για το οποίο δεν ισχύει η αρχή της πλειοψηφίας, είναι η συνείδηση του ανθρώπου".
-----
"Σκάουτ", με διέκοψε ο Άτικους, "το "αραπάκιας" είναι μια από τις λέξεις που δε σημαίνουν τίποτε απολύτως -σαν και το "μυξιάρης". Είναι δύσκολο να σου εξηγήσω· το 'βγαλαν κάποιοι αμόρφωτοι, ανάξιοι λόγου άνθρωποι για να θίγουν όποιον τους φαίνεται ότι βάζει τους μαύρους πάνω από τους λευκούς. Κι έπειτα το πήρε κι άλλος κόσμος, κόσμος σαν κι εμάς, και διαδόθηκε πια σαν μια ανόητη βρισιά που την πετάς στον άλλο για να του κολλήσεις, υποτίθεται, τη ρετσινιά".

"Τότε, δεν είσαι στ' αλήθεια αραπάκιας, ε;"

"Με την έννοια πως αγαπάω τους μαύρους, και βέβαια είμαι. Κάνω το κατά δύναμη ν' αγαπάω όλο τον κόσμο, πράγμα που δεν είναι πάντα εύκολο. Κοίτα, μωρό μου, ό,τι και να σε πει ο άλλος για να σε πληγώσει, στην ουσία δε θίγει εσένα. Το μόνο που πετυχαίνει είναι να δείξει πόσο φτωχός είναι ο ίδιος μέσα του. Γι' αυτό μην κάθεσαι και σκας με την κυρία Ντιμπόζ. Άσ' την, έχει κι αυτή τα δικά της, η άμοιρη".
-----
"Αυτή η γυναίκα διέθετε κάτι που ήθελα να το δεις... ήθελα να δεις τι είναι αληθινό κουράγιο, που δεν είναι να κρατάς ένα όπλο στο χέρι και να κάνεις τον άντρα. Κουράγιο είναι να ξέρεις να ξεκινάς έναν αγώνα καταδικασμένο απ' την αρχή, κι ωστόσο να τον ξεκινάς και να τον φτάνεις ως το τέλος, ό,τι κι αν συμβεί. Πολύ σπάνια νικάς, όμως μερικές φορές γίνεται κι αυτό. Η κυρία Ντιμπόζ νίκησε, και ήταν ολοκληρωτική η νίκη της. Σύμφωνα με τα "πιστεύω" της, πέθανε δίχως να είναι υποχρεωμένη για οτιδήποτε σε κανέναν και σε τίποτα. Ήταν ο πιο θαρραλέος άνθρωπος που 'χω γνωρίσει στη ζωή μου".
-----
Το γεγονός πως είχα ένα μόνιμο αρραβωνιάρη με αποζημίωνε κάπως για την απουσία του: δεν είχα καθίσει ποτέ να το σκεφτώ, αλλά καλοκαίρι ήταν ο Ντιλ, να καπνίζει τσιγάρα με σπάγκο πλάι στη λιμνούλα· καλοκαίρι ήταν τα γρήγορα φιλιά που μου 'δινε ο Ντιλ στα πεταχτά όποτε δεν έβλεπε ο Τζεμ. Κοντά του, η ζωή ήταν μια ρουτίνα, δίχως αυτόν γινόταν αβάσταχτη. Παρέμεινα δυστυχής για δύο μέρες.
-----
Στο κοιμητήριο, μερικοί τάφοι είχαν πάνω παλιές, ετοιμόρροπες ταφόπετρες· οι πιο καινούριοι περιβάλλονταν από ζωηρόχρωμα γυαλιά και σπασμένα μπουκάλια Κόκα Κόλας. Κάποιοι άλλοι προστατεύονταν από αλεξικέραυνα, που υποδήλωναν ότι οι νεκροί που κείτονταν εκεί δεν αναπαύονταν εν ειρήνη. Υπολείμματα καμένων κεριών έστεκαν στους σταυρούς των παιδικών τάφων. Ήταν ένα χαρούμενο νεκροταφείο.
-----
Το κήρυγμά του ήταν μια έντονη καταγγελία της αμαρτίας, μια αυστηρή επανάληψη του αποφθέγματος που ήταν αναρτημένο πίσω του: προειδοποίησε το ποίμνιό του για τα κακά του ποτού, της χαρτοπαιξίας και της συνεύρεσης με ξένες γυναίκες. Οι λαθρέμποροι οινοπνευματωδών προκαλούσαν αρκετά προβλήματα στο συνοικισμό, μα οι γυναίκες ήταν χειρότερες. Για μια ακόμα φορά, όπως μου είχε συμβεί συχνά και στη δική μου εκκλησία, βρέθηκα να μου εκθέτουν το δόγμα περί του πόσο υποδεέστερα ηθικώς πλάσματα ήταν οι γυναίκες, πράγμα που φαινόταν να απασχολεί όλους τους κληρικούς.
-----
[...] μερικές φορές πρέπει να ψεύδεται κανείς, και ιδιαίτερα αν πρόκειται για κάτι για το οποίο δεν περνάει από το χέρι του να κάνει τίποτα.
-----
Η θεία έλεγε ότι ήξερε πάντα πολύ καλά ποιο ήταν το καλό της οικογένειας και υπέθετα πως ο ερχομός της στο σπίτι μας σήμαινε ότι εμείς δεν ξέραμε ποιο ήταν το καλό μας.
-----
Την εποχή που πήγαινε η θεία Αλεξάνδρα στο σχολείο, σε κανένα σχολικό βιβλίο δεν αναφερόταν η περίπτωση του να αμφιβάλεις κάποια στιγμή για τον εαυτό σου, κι έτσι η θεία δεν την είχε διόλου υπόψη της. Δε βαριόταν ποτέ και, με το που θα της δινόταν η παραμικρή ευκαιρία, άρχιζε να κάνει χρήση των βασιλικών της προνομίων: να οργανώνει, να συμβουλεύει, να φοβερίζει και να προειδοποιεί.

Έψαχνε επί τούτου να βρει να πει τον κακό λόγο για όλα τα άλλα σόγια της πόλης, υποδηλώνοντας έτσι την ανωτερότητα του δικού μας σογιού, συνήθεια που τον Τζεμ τον διασκέδαζε περισσότερο παρά τον ενοχλούσε: "Θα 'πρεπε να προσέχει λιγάκι η θείτσα μας πώς μιλάει -άμα πιάσεις τους κατοίκους του Μέικομπ έναν έναν, οι περισσότεροι θα βγουν να 'χουν συγγένεια μαζί μας".
-----
Ποτέ δεν καταλάβαμε την ενασχόλησή της με την κληρονομικότητα. Δεν ξέρω από πού μου είχε δημιουργηθεί η εντύπωση πως σωστοί άνθρωποι ήταν εκείνοι που έκαναν στη ζωή τους ό,τι καλύτερο μπορούσαν σύμφωνα με το μυαλό που κουβάλαγαν, αλλά η θεία Αλεξάνδρα ήταν της άποψης, που την εξέφραζε πλαγίως πάντα, πως όσο περισσότερα χρόνια νεμόταν κάποιος ένα συγκεκριμένο κομμάτι γης τόσο σωστότερος γινόταν.
-----
Ο Ντιλ είχε ακούσει για κάποιον που είχε μια βάρκα και πήγαινε μ' αυτή σ' ένα νησί που το τύλιγε πάντα η καταχνιά και που ήταν γεμάτο μωράκια -παράγγελνες όποιο ήθελες...

"Δεν είναι αλήθεια. Η θεία μου 'πε πως τα μωράκια τα ρίχνει ο Θεός από την καμινάδα. Ή, τουλάχιστον, κάτι τέτοιο κατάλαβα". Για μια φορά στη ζωή της, η εξήγηση της θείας Αλεξάνδρας δεν ήταν ιδιαίτερα σαφής.

"Σε πληροφορώ πως δεν είναι διόλου έτσι. Τα μωρά τα φτιάχνουν οι άνθρωποι, ο ένας με τον άλλο. Όμως είναι κι αυτός ο κύριος που σου λέω -έχει ένα σωρό μωράκια, που τον περιμένουν όλα να τους δώσει ζωή. Τα ξυπνάει φυσώντας τα μια φορά στο πρόσωπο..."

Ο Ντιλ ταξίδευε ξανά. Πράγματα πανώρια στροβιλίζονταν στο ονειροπόλο του μυαλό. Όσο να διαβάσω εγώ ένα βιβλίο, εκείνος μπορούσε να έχει τελειώσει δύο, μα προτιμούσε τη μαγεία των δικών του επινοημάτων -την ενασχόληση με το δικό του, απαλά φωτισμένο κόσμο, έναν κόσμο όπου τα μωρά κοιμούνταν προσμένοντας να 'ρθει η ώρα τους να τα μαζέψουν όπως μαζέυει κανείς τα κρινάκια στους αγρούς. Ήταν σαν να έλεγε αργά στον εαυτό του ένα παραμύθι για να τον πάρει ο ύπνος και να παρέσερνε κι εμένα μαζί του, αλλά μέσα στη γαλήνη του νησιού του υψώθηκε ξάφνου η ξέθωρη εικόνα ενός γκρίζου σπιτιού με λυπημένες καφετιές πόρτες.

"Ντιλ;"

"Μμ;..."

"Γιατί λες να μην το 'σκασε ποτέ από το σπίτι του ο Μπου Ράντλεϊ;"

Ο Ντιλ στέναξε βαθιά και γύρισε από την άλλη.

"Μπορεί να μην είχε ποτέ πού να πάει..."
[...] έφτασε ένα οχτάχρονο παιδί για να τους ξαναφέρει στα συγκαλά τους, έτσι δεν είναι;" συνέχισε ο Άτικους. "Κι αυτό αποδεικνύει κάτι -ότι μπορεί να σταματήσει τελικά μια αγέλη από ξέφρενα κτήνη, για τον απλό λόγο πως παραμένουν κατά βάθος άνθρωποι. Χμ... ίσως να χρειαζόμαστε ένα σώμα αστυνομίας φτιαγμένο από παιδιά... γιατί εσείς τα παιδιά ήσαστε που κάνατε χτες βράδυ τον Γουόλτερ Κάνινγκαμ να μπει στη θέση μου για ένα λεπτό. Πράγμα που στάθηκε αρκετό".
-----
"Ο Τόμας Τζέφερσον είπε κάποτε πως όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ίσοι, θεωρία που δεν παύουν να την επαναλαμβάνουν οι Γιάνκηδες και οι αξιωματούχοι της Ουάσινγκτον. Υπάρχει στις μέρες μας, και κυρίως φέτος, στα 1935, μια τάση να γίνεται αλόγιστη χρήση της θεωρίας αυτής από μερικούς ανθρώπους που κρίνουν πως μπορεί να έχει εφαρμογή σε οποιονδήποτε τομέα και οποιοδήποτε ζήτημα. Το πιο γελοίο παράδειγμα που μου έρχεται στο νου είναι το ότι οι υπεύθυνοι της παιδείας στη χώρα μας επιμένουν να προωθούν τα καθυστερημένα ή τεμπέλικα παιδιά μαζί με τους επιμελείς μαθητές. Καθώς όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ίσοι, μας λένε οι εκπαιδευτικοί μας, τα παιδιά που μένουν πίσω υποφέρουν από φρικτά αισθήματα κατωτερότητας. Όμως το ξέρουμε πως δε γεννιούνται ίσοι όλοι οι άνθρωποι, τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που θέλουν μερικοί να μας κάνουν να πιστέψουμε. Υπάρχουν άνθρωποι περισσότερο και λιγότερο έξυπνοι, άνθρωποι που ξεκινάνε στη ζωή με ευκαιρίες που δεν τις έχουν όλοι, γυναίκες που φτιάχνουν καλύτερα γλυκίσματα από τις γειτόνισσές τους -άνθρωποι χαρισματικοί, με ξεχωριστά ταλέντα.

Μα υπάρχει και κάτι σ' αυτή τη χώρα σε σχέση προς το οποίο όλοι οι άνθρωποι έχουν γεννηθεί ίσοι -υπάρχει ένας ανθρώπινος θεσμός που κάνει τον φτωχό ίσο με τον Ροκφέλερ, τον ανόητο ίσο με τον Αϊνστάιν και τον αμόρφωτο ίσο με κάθε πρύτανη του πανεπιστημίου. Ο θεσμός αυτός, κύριοι, είναι το δικαστήριο. Μπορεί να είναι το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών ή το ταπεινότερο ειρηνοδικείο του κράτους ή αυτό εδώ το αξιότιμο δικαστήριο που υπηρετείτε τούτη τη στιγμή. Τα δικαστήριά μας έχουν τις ατέλειές τους, όπως και ο κάθε ανθρώπινος θεσμός, όμως στην πατρίδα μας τα δικαστήρια προσπαθούν να εκδικάζουν αντικειμενικά τις υποθέσεις και για τα δικαστήριά μας όλοι οι άνθρωποι έχουν γεννηθεί ίσοι.

Δεν είμαι τόσο ιδεαλιστής, ώστε να πιστεύω ακράδαντα στην ακεραιότητα του συστήματος των ορκωτών δικαστηρίων -δεν τα βλέπω ως το ιδανικό μου, ως τα μόνα που μπορούν να απονέμουν δικαιοσύνη τα βλέπω".
-----
[...] υπάρχουν στον κόσμο μερικοί άνθρωπο που είναι γεννημένοι για να επωμίζονται όλα τα δύσκολα φορτία που εμείς οι άλλοι αποφεύγουμε".
-----
[...] το να κρατάς όπλο είναι σαν να προκαλείς τον άλλο να σου ρίξει".
-----
Όσο μεγαλώνεις τόσο περισσότερα θα βλέπουν τα μάτια σου. Το μόνο μέρος όπου θα 'πρεπε να βρίσκει ο άνθρωπος ακριβοδίκαιη αντιμετώπιση, οποιοδήποτε χρώμα του ουράνιου τόξου κι αν έχει το κορμί του, είναι το δικαστήριο. Όμως, δυστυχώς, οι ένορκοι έχουν το συνήθειο να κουβαλάνε τις προκαταλήψεις τους και μέσα στα δικαστήρια. Όσο θα μεγαλώνεις, θα βλέπεις λευκούς ν' αδικούν νέγρους κάθε μέρα της ζωής σου, μα θα σου πω κάτι, και να μην το ξεχάσεις ποτέ -όποτε κάνει ένας λευκός αδικία σ' έναν μαύρο, όποιος και να είναι, όσα λεφτά και να 'χει, απ' όσο καλή οικογένεια και να κατάγεται, ο λευκός αυτός είναι ένα χαμένο κορμί".

Ο Άτικους μιλούσε ήσυχα, αλλά οι δυο τελευταίες λέξεις του ήχησαν βροντερά στ' αυτιά μας. Σήκωσα το κεφάλι και τον είδα να έχει μια έκφραση παθιασμένη. "Για μένα, δεν υπάρχει τίποτα πιο αισχρό από έναν αχρείο λευκό που κοιτάζει να εκμεταλλευτεί την αμορφωσιά των μαύρων. Ας μην κοροϊδευόμαστε -τα όσα γίνονται συσσωρεύονται ολοένα και κάποια μέρα θα τα πληρώσουμε όλα μαζί. Ελπίζω μόνο να μη γίνει αυτό στις μέρες των παιδιών σας".
-----
"Αν υπάρχει ένα μόνο είδος ανθρώπων, γιατί δεν μπορούν να τα βρουν μεταξύ τους; Αν είναι ίσοι όλοι, γιατί δε χωνεύουν ο ένας τον άλλο; Σκάουτ, νομίζω ότι αρχίζω να καταλαβαίνω κάτι. Θαρρώ ότι αρχίζω να καταλαβαίνω γιατί έμεινε ο Μπου Ράντλεϊ κλεισμένος σπίτι του τόσο καιρό... Είναι επειδή θέλει να κάθεται μέσα".
-----
Μου φαινόταν ότι οι γυναίκες σαν να ζούσαν κάπως με το φόβο των αντρών, σαν να μην τους πολυαποδέχονταν κι ούτε να τους ενέκριναν. Όμως εμένα μ' άρεσαν οι άντρες. Όσο και να 'βριζαν και να 'πιναν και να χαρτόπαιζαν και να μύριζαν καπνό, όσο αγροίκοι και να 'ταν, είχαν κάτι που ενστικτωδώς μου άρεσε... Δεν ήταν...

"Υποκριτές, κυρία Πέρκινς, τρομερά υποκριτές", έλεγε η κυρία Μεριγουέδερ.
-----
"Δεν μπορώ να πω ότι τα εγκρίνω όλα όσα κάνει, Μόντι, μα είναι αδερφός μου και θέλω απλώς να μάθω πότε θα τελειώσει τούτη η ιστορία, αν είναι να τελειώσει ποτέ". Η φωνή της δυνάμωσε: "Τον έχει διαλύσει. Δεν το πολυδείχνει, αλλά τον έχει διαλύσει. Τον έχω δει να... Τι άλλο θέλουν απ' αυτόν, Μόντι, τι άλλο θέλουν;"

"Τι θέλει ποιος, Αλεξάνδρα;" ρώτησε η δεσποινίς Μόντι.

"Ποιος; Το Μέικομπ. Όλοι εδώ πέρα· τον αφήνουν μετά χαράς μα φορτώνεται μονάχος του ό,τι φοβούνται οι ίδιοι να επωμισθούν, μήπως και χαλάσουν τη βολή τους. Τον αφήνουν να καταστρέφει την υγεία του κι εκείνοι το μόνο που κάνουν είναι να κρατάνε απέξω την ουρίτσα τους".

"Πάψε, θα σ' ακούσουν", είπε η δεσποινίς Μόντι. "Το σκέφτηκες ποτέ αλλιώς, Αλεξάνδρα; Είτε το ξέρει το Μέικομπ είτε όχι, τον σεβόμαστε περισσότερο από κάθε άλλον. Τον εμπιστευόμαστε ότι θα κάνει το σωστό".

"Ποιοι;" Η θεία Αλεξάνδρα δε θα το φανταζόταν ποτέ πως επαναλάμβανε ένα ερώτημα που το είχε θέσει επί λέξει και ο δωδεκάχρονος ανιψιός της.

"Οι μετρημένοι στα δάχτυλα κάτοικοι του Μέικομπ που πιστεύουν πως το δίκαιο δεν γράφει πάνω Μόνο Για Λευκούς· οι μετρημένοι στα δάχτυλα κάτοικοι του Μέικομπ που πιστεύουν πως η απονομή της δικαιοσύνης είναι για όλους, όχι μονάχα για μας. Οι μετρημένοι στα δάχτυλα κάτοικοι του Μέικομπ που έχουν την ταπεινοφροσύνη να σκέφτονται όποτε βλέπουν ένα νέγρο: "Θα μπορούσα να 'μαι εγώ στη θέση του"". Η φωνή της δεσποινίδας Μόντι ξανάπαιρνε το γνώριμο, κοφτό της τόνο. "Οι μετρημένοι στα δάχτυλα κάτοικοι του Μέικομπ που βαστάνε από σόι -αυτοί!"
-----
Η θεία Αλεξάνδρα με κοίταξε από την άλλη άκρη του δωματίου και μου χαμογέλασε. Μου έδειξε με τα μάτια ένα δίσκο με μπισκότα πάνω στο τραπέζι και μου έκανε κρυφά νόημα. Πήρα με προσοχή το δίσκο στα χέρια και πλησίασα την κυρία Μεριγουέδερ. Με το πιο ευγενικό μου ύφος, τη ρώτησα αν ήθελε κανένα μπισκοτάκι. Στο τέλος τέλος, αν μπορούσε η θεία να σταθεί σαν κυρία μια τέτοια στιγμή, το ίδιο μπορούσα κι εγώ.
-----
Ο Άτικους είχε χρησιμοποιήσει ό,τι όπλο είχε και δεν είχε στα χέρια του, μέσα στα πλαίσια του ελεύθερου πολιτεύματός μας, για να σώσει τον Τομ Ρόμπινσον, όμως στα κρυφά δικαστήρια της ανθρώπινης καρδιάς δεν υπήρχε θέμα εκδίκασης. Ο Τομ ήταν ξεγραμμένος από τη στιγμή που είχε ανοίξει η Μαγιέλα Γιούελ το στόμα της κι είχε βάλει τις φωνές.
-----
Ένας μανιακός από τη μια και εκατομμύρια Γερμανοί από την άλλη. Εγώ το 'βλεπα πως θα ήταν πολύ απλό να πιάσουν οι πολλοί τον Χίτλερ και να τον κλείσουν μέσα, αντί να τον αφήνουν να τους μαντρώνει εκείνους. Κάτι άλλο θα συνέβαινε -θα ρωτούσα τον πατέρα μου να μου πει.

Τον ρώτησα και μου αποκρίθηκε πως δεν μπορούσε να μου απαντήσει γιατί δεν την ήξερε την απάντηση.

"Σύμφωνοι, αλλά τον Χίτλερ κάνει να τον μισούμε;"

"Όχι, κανέναν δεν κάνει να μισούμε".

"Άτικους", του είπα, "ειλικρινά, δεν το καταλαβαίνω. Η δεσποινίς Γκέιτς μας έδωσε να καταλάβουμε με τον τρόπο της πως αυτά που κάνει ο Χίτλερ είναι τρομερά".

"Και με το δίκιο της η γυναίκα".

"Ναι, όμως..."

"Τι;"

"Τίποτα". Τον άφησα κι έφυγα. Δεν ήμουν διόλου σίγουρη αν θα μπορούσα να του εκφράσω με λόγια το αόριστο αίσθημα που με πλημμύριζε.
-----
"Τζεμ, πώς γίνεται να μισούν τον Χίτλερ κι από την άλλη να 'ναι τόσο κακοί με τους δικούς μας ανθρώπους, εδώ, στον ίδιο μας τον τόπο;..."
-----
Ο άνθρωπος το συνηθίζει να έχει αντιδράσεις της καθημερινότητας ακόμα και κάτω από τις πιο παράξενες συνθήκες.
-----
Εκεί που γύριζα στο σπίτι, έκανα τη σκέψη: ο Τζεμ κι εγώ θα μεγαλώναμε, όμως δε μας είχαν μείνει και πολλά να μάθουμε, πέρα ίσως από την άλγεβρα.
-----
"Και τον κυνηγούσαν και δεν μπορούσαν ποτέ να τον πιάσουν, γιατί δεν τον ήξεραν στην όψη και, Άτικους, όταν τον γνώρισαν τελικά και τον είδαν πώς ήταν, φάνηκε πως δεν τους είχε κάνει τίποτε απ' όλ΄αυτά που νόμιζαν... Τίποτα δεν είχε κάνει, Άτικους, ήταν καλός..."

Ο Άτικους με σκέπαζε χαμογελώντας μου.

"Οι πιο πολλοί άνθρωποι καλοί αποδεικνύονται, Σκάουτ -όταν τελικά τους γνωρίζεις και τους βλέπεις πώς είναι".


Harper Lee, Όταν Σκοτώνουν Τα Κοτσύφια, μετάφραση Βικτωρίας Τράπαλη, εκδόσεις Bell, 2018? (πρώτη έκδοση 1960)

* Φωτογραφία από εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Οι... "300" ηρωικοί αναγνώστες