διασκευάζω: αλλάζω κάτι έτσι ώστε να είναι κατάλληλο για ορισμένη άλλη χρήση ή να ικανοποιεί ορισμένες ανάγκες […] [λόγ. <ελνστ. διασκευάζω ‘επεξεργάζομαι για δημοσίευση’ <αρχ. διασκευάζομαι ‘εξοπλίζομαι, τακτοποιούμαι’ σημδ. γαλλ. arranger]
Πύλη Για Την Ελληνική Γλώσσα (www.greek-language.gr)
Δεν χρειάζεται απαραίτητα να ταυτίζεσαι με τη συντηρητική ελληνική κοινωνία προκειμένου να βλέπεις το ένδοξο μουσικό μας παρελθόν ως κάτι που χρειάζεται να διαφυλαχτεί ως κόρη οφθαλμού. Οι παλιές ηχογραφήσεις, ειδικά εκείνες που σε βρήκαν από εκατό μεριές, με εκατό διαφορετικές αφορμές και σε εκατό διαφορετικές περιστάσεις, είναι ανίκητες. Στέκουν αναλλοίωτες και αγέρωχες, ανεπιστρεπτί συσσωματωμένες με τις προσωπικές αναμνήσεις σου, με το ίδιο το είναι σου, και με τη σκιά τους έτοιμη να σκεπάσει στοργικά κάθε συλλογικό αφήγημα.
Επόμενο ήταν οι συζητήσεις για το άλμπουμ Πέρα Από Τη Θάλασσα, στο οποίο ο Παύλος Παυλίδης διασκευάζει τραγούδια του Γιάννη Μαρκόπουλου, να εκκινήσουν όχι από το αν προκύπτει κάτι ενδιαφέρον από την όλη απόπειρα του τραγουδοποιού, αλλά από το αν αυτός έπρεπε -αν είχε το δικαίωμα- να το διανοηθεί καν. «Πώς τόλμησε να αγγίξει…» ήταν η ιαχή του μέσου χρήστη κοινωνικών δικτύων -«…τα προσωπικά μου ιερά και όσια» είναι η σωστή συνέχεια της φράσης· αυτή που αποκαλύπτει τους πραγματικούς λόγους για τη φοβική διάθεση που έρχεται ως αυτοματισμός σε τέτοιες περιπτώσεις.
Η ιστορία για το πώς προέκυψε αυτός ο νέος δίσκος είναι πια λίγο πολύ γνωστή, και παρ’ όλα αυτά, κάποιους μήνες μετά την ανακοίνωση του εγχειρήματος, παραμένει σοκαριστικά αναπάντεχη: τις διαδικασίες κίνησε ο ίδιος ο Μαρκόπουλος, όταν, μέσω της κόρης του Λένγκας, πρότεινε στον Παυλίδη να αποπειραθεί να προσεγγίσει οτιδήποτε ο τελευταίος επέλεγε από το έργο του, εν λευκώ. Ο τραγουδοποιός είπε το ναι, και χρειάστηκε σχεδόν τέσσερα χρόνια -on and off- για να φτάσει στο αποτέλεσμα που όλοι πλέον μπορούμε να ακούσουμε.
Κάτι που παραδόξως δεν έχει σχολιαστεί όσο πρέπει είναι αυτή ακριβώς η απόφαση του μεγάλου μας συνθέτη. Ο Μαρκόπουλος είναι μια φυσιογνωμία με τεράστιας αξίας και επιρροής έργο, την οποία όμως συνοδεύει και μια φήμη περί αυστηρότητας -χαρακτηριστικό που μπορεί κανείς να υποψιαστεί και από την ακρόαση των έργων του. Οφείλουμε, λοιπόν, να του δώσουμε ta εύσημα, γιατί δεν είναι ιδιαίτερα σύνηθες στα μουσικά μας πράγματα το θάρρος που επέδειξε, δεδομένου και του στάτους που απολαμβάνει. Ήταν τολμηρό και μόνο που το σκέφτηκε, να εμπιστευτεί έναν κατά 25 χρόνια νεότερό του δημιουργό, πόσο μάλλον το να επιλέξει τον συγκεκριμένο.
Ο Παυλίδης, σύμφωνα με δηλώσεις του, δεν χρειάστηκε πολύ για να αποδεχτεί την πρόταση. Κι εδώ που τα λέμε θα ήταν παλαβός αν αρνιόταν: είπαμε, το παρελθόν είναι ανίκητο, όπως είναι και ακαταμάχητο. Κι αν μια μορφή από εκείνον τον κόσμο σού ζητήσει κάτι, δέχεσαι χωρίς πολλή σκέψη τη μεγάλη τιμή. Δεν τίθεται θέμα βέβαια για το αν ο καλλιτέχνης ήξερε πού έμπλεκε. Μια χαρά γνώριζε, και το σώμα δουλειάς που του... πάσαραν, και τα αντανακλαστικά του κοινού στο οποίο θα απευθυνόταν το αποτέλεσμα των κόπων του. Οπότε κι άλλος πόντος για την τόλμη.
Βέβαια, από το να πεις «θα διασκευάσω Γιάννη Μαρκόπουλο», μέχρι το να πάρεις μερικά από τα πιο αναγνωρίσιμα και εμβληματικά τραγούδια που γράφτηκαν ποτέ στην ελληνική γλώσσα και να κάνεις αυτό που έκανε ο Παυλίδης, η απόσταση είναι πολύ μεγάλη. Γιατί εδώ ο τραγουδοποιός, με τη συνεργασία του Χρήστου Λαϊνά στην παραγωγή, δεν επέθεσε απλώς τις δικές του ενορχηστρώσεις και τον δικό του ήχο, αλλά έκανε επεμβάσεις στο ίδιο το σώμα των κομματιών: στις μελωδίες, στις αρμονίες, στους ρυθμούς, στα τέμπο, στους στίχους. Με λίγα λόγια, έκανε πραγματικές, ριζικές διασκευές.
Η όλη προσέγγιση του Παυλίδη ακολουθεί τα νέα, για τον ίδιο, μονοπάτια που αποκαλύφθηκαν σε εμάς μέσω του άλμπουμ Το Μαύρο Κουτί (United We Fly, 12/2021). Ήταν ένα δυνατό άλμπουμ εκείνο, που έδειξε ότι ο καλλιτέχνης δεν είχε σκοπό να αναπαυθεί (άλλο) στην πεπατημένη της ακουστικής/ηλεκτρικής παράδοσης, κι ότι ήθελε να ξανοιχτεί στο αχανές πεδίο των ηλεκτρονικών ήχων -να κάτι ακόμα που δεν συναντάμε συχνά σε περιπτώσεις (σχεδόν) εξηντάχρονων δημιουργών.Πλήκτρα και virtual όργανα, λοιπόν, σε πρώτο ρόλο, συμπλέκονται με κουαρτέτο εγχόρδων, μπάσο, κιθάρα, τύμπανα και χορωδιακά φωνητικά.
Με το προαναφερθέν οπλοστάσιο, και με τη δεδομένων (στενών) ορίων φωνή του, ο Παύλος Παυλίδης πετυχαίνει ουκ ολίγα στο Πέρα Από Τη Θάλασσα. Φέρνει κατ’ αρχάς όλα τα τραγούδια μέσα σε ένα ενιαίο κλίμα, φτιάχνοντας ένα σύνολο που μπορούμε να αντιμετωπίσουμε ως ένα θεματοκεντρικό άλμπουμ. Έπειτα, επιτυγχάνει κάποιες ιδιαίτερα υποβλητικές προσεγγίσεις: “Όχι Δεν Πρέπει”, ”Η Ρόζα Η Ναζιάρα”, ”Γκρεμισμένα Σπίτια”, “Μιλώ Για Τα Παιδιά Μου”, “Γεννήθηκα”... Ακόμα και εκείνα τα κομμάτια που δέχονται τη σφοδρότερη κριτική, λόγω της σύγκρισης με τις επικές πρώτες ηχογραφήσεις (“Χίλια Μύρια Κύματα”, “Τα Λόγια Και Τα Χρόνια”, “Μαλαματένια Λόγια”), κάθε άλλο παρά αδέξια ή δυσλειτουργικά προκύπτουν. Ειδικά στην κορώνα του «κι όλο θαρρώ», ο Παυλίδης επιχειρεί, και φέρνει σε πέρας, μια προσωπική του φωνητική υπέρβαση.
Στην όλη κριτική που γίνεται στο άλμπουμ, διαβάζουμε μεταξύ άλλων ότι τελικά οι ηχογραφήσεις ετούτες δεν πρόκειται να περάσουν στη νεότερη γενιά, επειδή, λέει, ο Παυλίδης δεν είναι νέος, κι επειδή, τάχα, ο ήχος του δεν είναι ο ήχος του τώρα. Βέβαια, το… τωρινό τώρα, όπως και το κάθε τώρα, δεν είναι ένα πράγμα, αλλά πολλά. Δεν είναι μόνο ο ΛΕΞ ο ήχος του σήμερα -ούτε μόνο η τραπ, ή μόνο η ποπ, ή οτιδήποτε άλλο… μόνο. Κι ούτε η περιβόητη «νεολαία» ακούει αποκλειστικά καλλιτέχνες των 30 και κάτω. Ας μην περιφράσσουν οι συνάδελφοι τους συλλογισμούς τους μέσα στα όποια στερεότυπα. Οι νέοι, σήμερα όπως και πάντα, ακούν και το νέο, και το παλιό, και όλα τα ενδιάμεσα. Κι αν στις βραδιές που ο δίσκος παρουσιάστηκε στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στο κοινό υπήρχε κοινό με ανεβασμένο ηλικιακό μέσο όρο, αυτό είναι κάτι αναμενόμενο: οι χώροι, σε αντίθεση με τους ήχους, έχουν όντως άλλους κώδικες και άλλους περιορισμούς προσβασιμότητας.
Όντως, λοιπόν, ο Παυλίδης καταφέρνει να πάρει το συγκεκριμένο σώμα δουλειάς, το οποίο μάς συστήθηκε μέσα από έναν αυστηρά ορισμένο ηχητικό κόσμο, σε μια εποχή που οι διαχωριστικές γραμμές ήταν σαφείς και οι χειρονομίες μεγάλες, και να το φέρει στον σημερινό, πιο ρευστό και αδιασαφήνιστο κόσμο· όπου οι ήχοι ρέουν και δεν αντιστοιχούν απαραίτητα σε κάτι απτό, όπου κυριαρχούν η ενδεχομενικότητα και η στοχαστικότητα (έτσι όπως αυτή ορίζεται ως μαθηματικός όρος). Οπωσδήποτε, αυτός ο σημερινός κόσμος είναι κυρίως ο κόσμος του ίδιου του Παυλίδη -δεν θα γινόταν αλλιώς. Τέμνεται, όμως, αυτός ο κόσμος με τους κόσμους πολλών άλλων σημερινών ανθρώπων, όλων των ηλικιακών κατηγοριών.
Το κλειδί για την κατανόηση και την αντικειμενική προσέγγιση κάθε αντίστοιχης απόπειρας δεν βρίσκεται στη σύγκριση με το «αυθεντικό», προς αναζήτηση του «καλύτερου», αλλά στην εμβάθυνση, προς αναζήτηση του διαφορετικά λειτουργικού. Όχι ότι δεν θα μπορούσε κάποιος να επιχειρήσει μια διασκευή προκειμένου να βελτιώσει το πρωτότυπο· έχει συμβεί πολλές φορές να αγαπηθούν τραγούδια από επόμενες της πρώτης εκτελέσεις. Κι εδώ που τα λέμε, κάποια από ετούτα τα τραγούδια αποτυπώθηκαν αρχικά σε ιδιαίτερα ανοιχτές βερσιόν, που είναι σαν να σε προσκαλούν να τις πειράξεις. Όμως εδώ το ζητούμενο ήταν να μπουν τα τραγούδια αυτά σε ένα άλλο πλαίσιο, που θα άπτεται των σημερινών δεδομένων και ζητούμενων. Γιατί τα τραγούδια πεθαίνουν πραγματικά μόνο όταν θα πάψουν να είναι χρήσιμα, και απλά θα υπάρχουν ως μάρτυρες της εποχής τους. Ναι, ίσως αποτελεί σοκ για κάποιους, αλλά τα καλλιτεχνικά έργα δεν έρχονται στον κόσμο με σκοπό να αποτιμηθούν, αλλά πρώτιστα για να ικανοποιήσουν κάποιες πολύ απτές ανάγκες των δημιουργών και των ακροατών.
Δυο λόγια και για το εξώφυλλο του άλμπουμ –όχι μόνο για το πολύ ταιριαστό, ρευστό εικαστικό του Στέφανου Ρόκου, αλλά και για όσα αναγράφονται σε αυτό. Ο δίσκος, λοιπόν, αποδίδεται από κοινού στους Παυλίδη και Μαρκόπουλο, ενώ θα μπορούσε να είχε επιλεγεί κάποια λεζάντα του τύπου «ο Παύλος Παυλίδης διασκευάζει Γιάννη Μαρκόπουλο». Σημειολογικά είναι πολύ ισχυρή η διατύπωση που προτιμήθηκε, καθώς επισφραγίζει με κάθε επισημότητα ότι εδώ δεν έχουμε μόνο το νέο άλμπουμ του δημοφιλούς τραγουδοποιού, αλλά ταυτόχρονα το νέο άλμπουμ του θρυλικού συνθέτη. Είναι κάτι που επιβεβαιώνεται και στο Spotify, π.χ., όπου ο ακροατής θα βρει την καταχώρηση στους δισκογραφικούς καταλόγους και των δύο. Μπορεί ο Μαρκόπουλος να μην έχει αγγίξει πουθενά στο ηχητικό αποτέλεσμα, όμως αυτό δεν θα είχε υπάρξει καν αν δεν είχε προκύψει ως ιδέα στο δικό του μυαλό, κι αν δεν είχε εκείνος βάλει την τελική υπογραφή για την κυκλοφορία. Είναι ο απόλυτος ηθικός αυτουργός, και κάθε κριτική, θετική και αρνητική, απευθύνεται και σε αυτόν.
Είθισται, για λόγους που δεν αντιλαμβάνομαι, στο κλείσιμο κειμένων σαν και τούτο να κατατίθενται προβλέψεις για το αν το υπό συζήτηση πόνημα θα αντέξει ή όχι στον χρόνο. Έχει φαίνεται μια μυστήρια αίγλη για τους κριτικούς ο ρόλος του μέντιουμ, όπως κι εκείνος του «κόουτς από τον καναπέ»· ξέρετε, προτάσεις του στιλ «θα ήταν καλύτερο αν...». Είναι σημεία των καιρών αυτά: ανέξοδες απόπειρες, που βαυκαλίζονται ότι μπορεί να προκαταλάβουν εξελίξεις –και που προσφέρουν κάποιο γέλιο, εδώ που τα λέμε. Η μόνη αλήθεια είναι ότι η περίφημη αντοχή των έργων τέχνης στον χρόνο προκύπτει από μια πολυπαραγοντική εξίσωση, που σπάνια έχει να κάνει με την καλλιτεχνική αξία που εντοπίζει (ή όχι) ο εκάστοτε αποτιμών στο εκάστοτε έργο, σε πρώτο χρόνο.
Η δισκογραφία του σήμερα μοιάζει με μια θάλασσα που απλώνεται γαλήνια ως εκεί που βλέπει το μάτι. Όποιος δηλώσει ότι μπορεί να εξετάσει επισταμένως όλη αυτή την απέραντη έκταση, και να εντοπίσει όλες τις μικρές ή μεγαλύτερες διακυμάνσεις της, θα πει ψέματα. Το βέβαιο είναι ότι Παυλίδης, Μαρκόπουλος, και Σία, κατάφεραν να φτάσουν κάπου πέρα από αυτόν τον στάσιμο όγκο, ανακαλύπτοντας μια άγρια φορτούνα.
Άσχετα αν το καράβι τους θα επιπλεύσει τελικά, οι κυματισμοί από τη μάχη τους με τα πυρηνικά στοιχεία της ελληνικής μουσικής έκφρασης ήδη φτάνουν προς τα εδώ.
Ελπίζουμε σε γόνιμες αναταράξεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου