Μια συναυλία ενός κοσμαγάπητου ερμηνευτή, με δωρεάν είσοδο; Αυτό μάλιστα: ήταν μια καθωσπρέπει έναρξη για το πολιτιστικό καλοκαίρι του Σαϊνοπούλειου Ιδρύματος, που πραγματοποιείται και φέτος, για 36η χρονιά παρακαλώ, στον χώρο-όαση του ομώνυμου αμφιθεάτρου, που βρίσκεται 5 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Σπάρτης. Η εκδήλωση διαφημίστηκε όπως της άρμοζε, με τετρασέλιδο φυλλάδιο που διανεμήθηκε από πόρτα σε πόρτα. Άλλο τώρα αν ο ανώνυμος συντάκτης των κειμένων αποδείχθηκε κατώτερος των περιστάσεων, αναγράφοντας λανθασμένα το όνομα του Χατζιδάκι (αυτό μάλλον δεν θα πάψει ποτέ να συμβαίνει...), και αποδίδοντας το “Αγάπη Που ‘Γινες Δίκοπο Μαχαίρι” αποκλειστικά στον Τσιτσάνη, και το “Αυτά Τα Χέρια” στον Θεοδωράκη...
Εκείνο το «δωρεάν», πάντως, σήμαινε πως η εμφάνιση του σπουδαίου Μανώλη Μητσιά επί λακωνικού εδάφους θα γινόταν υπό κάποιους συγκεκριμένους όρους. Πρώτον, πέρα από τους δύο «δικούς του» μουσικούς που τον συνόδευσαν (Αχιλλέας Γουάστωρ στα πλήκτρα, Ηρακλής Ζάκκας στο μπουζούκι), η βασική μπάντα της βραδιάς θα ήταν η Φιλαρμονική Ορχήστρα του Δήμου Σπάρτης. Δεύτερον, ένα σεβαστό ποσοστό (περί το 30%) του ρεπερτορίου θα έπεφτε στις πλάτες ντόπιων ερμηνευτών. Μιλάμε δηλαδή γαι επιλογές που σαφώς μείωσαν το οικονομικό κόστος της συναυλίας, επιτρέποντας την ελεύθερη είσοδο για το κοινό. Μήπως, όμως, αποτέλεσαν και παράγοντες που «νέρωσαν» το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα;
Για τον ρόλο της Φιλαρμονικής, δεν μπορεί κανείς παρά να παραδεχτεί, ακόμα κι αν εκείνο το βράδυ Τετάρτης –εξ αναβολής, λόγω της βροχής την προηγούμενη, που ήταν η αρχικά προγραμματισμένη ημέρα- την παρακολούθησε για πρώτη φορά, ότι πρόκειται για εξαιρετικό σύνολο. Η έναρξη της ιστορίας του πάει, άλλωστε, πίσω στα 1895, ενώ υπό τη στιβαρή μπαγκέτα του Σαράντου Κανελλάκου, που μετρά πια 33 χρόνια στη θέση του Αρχιμουσικού, επιδεικνύει μια ποιοτική σταθερότητα αξιοθαύμαστη. Οι απόλυτα λειτουργικές ενορχηστρώσεις, και ο τρόπος που αυτές αποδόθηκαν, έπιασαν ως επί το πλείστον πολύ υψηλά στάνταρ, καταφέρνοντας έναν διττό στόχο: να παρέχουν όλα όσα είναι συνυφασμένα με το πώς ακούγονται αυτά τα τραγούδια στις πρώτες τους εκτελέσεις, και ταυτόχρονα να μην κλέβουν την παράσταση από το κυρίως σώμα αυτών. Όσο για τις δύο ή τρεις περιπτώσεις όπου υπήρξε εμφανής ασυνεννοησία ανάμεσα στον ερμηνευτή και τον μαέστρο, αυτές προφανώς οφείλονταν στην έλλειψη από κοινού προβών.
Στους νεότερους ερμηνευτές τώρα. Πρώτος βγήκε, ανοίγοντας τη βραδιά, ο Τάσος Σκιαδάς, καλλιτέχνης με γερό υπόβαθρο σπουδών και με παρουσία στα μουσικά πράγματα της περιοχής από τα μαθητικά του χρόνια ακόμα, στα ‘90s. Υπήρξε άψογος τεχνικά, και όσο θα έπρεπε μετρημένος. Μάς χάρισε τις ωραίες χαμηλές του στο “Το Παλιό Ρολόι”, αλλά μάλλον κινήθηκε υπερβολικά κοντά στον Μάριο Φραγκούλη στο “Αχ Χελιδόνι Μου”. Η νεαρή Έλενα Φουντά, γνωστή και από το πέρασμά της από το The Voice Of Greece, που πήρε έπειτα τη σκυτάλη, ήταν ακόμα πιο συγκρατημένη στις ερμηνείες της, αρκούμενη σε τεχνικά ολόσωστες αποδόσεις, αν και με κάποια ζητήματα στην άρθρωση που έκαναν δυσδιάκριτες κάποιες συλλαβές. Υπήρξε η μόνη που επέστρεψε στη σκηνή, για να πει τρία ακόμα τραγούδια (συνολικά έξι). Όσο για τον Νίκο Βορίλα, που στάθηκε στο μικρόφωνο κάπου στο μέσο της setlist, στάθηκε νομίζω σαφώς καλύτερα ως μπουζουξής, αφού τα νταλαρικά τραγούδια που επέλεξε αποκάλυψαν κάποια ντεζαβαντάζ της φωνής και του τρόπου του: υπερβολικά πολλά λαϊκά «τσακίσματα», και ψηλές που "τρύπαγαν" τα αφτιά.
Νομίζω ότι οι τρεις φωνές στάθηκαν συνολικά αξιοπρεπώς: δεν εκτέθηκαν, αλλά ούτε και εξέπληξαν. Ερμηνεύοντας κοσμαγάπητα τραγούδια, γέμισαν το πρόγραμμα, χωρίς να αφήσουν προσωπικό στίγμα, και προδίδοντας ότι κάποιες φορές δεν είχαν απόλυτη επαφή με το περιεχόμενο των κομματιών.
Ο Μανώλης Μητσιάς, από την άλλη, είναι ένας ερμηνευτής από μια εντελώς άλλη εποχή -κι έτσι δεν τίθεται θέμα συγκρίσεων. Βγήκε απ’ τα παρασκήνια με τη γνωστή ταπεινή κίνησή του, κι έπειτα από ένα «να σας πω μια καλησπέρα, όχι τίποτα άλλο» έδωσε το σήμα για την εκκίνηση.
Ο Μητσιάς είναι σήμερα 77 ετών, σε μια ηλικία, δηλαδή, που οι περισσότεροι ερμηνευτές της κλάσης του έχουν ήδη αποσυρθεί. Με αυτό το δεδομένο, ομολογώ ότι δεν περίμενα πολλά από τη μεριά του: περισσότερο παρευρέθηκα γιατί δεν είχα ποτέ την ευκαιρία -απ’ όσο θυμάμαι- να τον δω ζωντανά επί σκηνής σε δική του συναυλία. Δεν ξέρω, λοιπόν, αν φταίνε οι χαμηλές προσδοκίες μου, πάντως ένιωσα ιδιαίτερα ευχάριστη έκπληξη, από τους πρώτους κιόλας φθόγγους -«απ’ το πρωί μες στη βροχή/ και μέσα στο λιοπύρι/ για μια μπουκιά κι ένα ποτήρι/ και δόξα τω Θεώ»- που ακούστηκαν απ’ τα χείλη του.
Δεν τίθεται τόσο θέμα για το αν ο χρόνος έχει κάνει τη ζημιά του -κανείς δεν ξεφεύγει από αυτή τη μαύρη τρύπα- όσο για το ότι ο Μητσιάς διατηρεί το σθένος της φωνής του, καθώς και έναν αξιοθαύμαστο έλεγχο των πνευμόνων του: οι ανάσες του εκείνο το βράδυ μάς άφησαν σέκους. Το πώς το καταφέρνει αυτό είναι μια συζήτηση που θα έπρεπε να επιδιώκουμε να κάνουμε μαζί του, όπως και με κάθε βετεράνο που διατηρείται σε τόσο καλή φόρμα Στα συν αναφέρω και τη σχεδόν παντελή απουσία εκείνου του ενοχλητικού, «γεροντίστικου» βιμπράτο από τις ερμηνείες του.
Με λίγα λόγια, δόθηκε ρεσιτάλ εκείνο το βράδυ στο Σαϊνοπούλειο: ένας σπουδαίος, δωρικός ερμηνευτής περιδιάβηκε τους σημαντικότερους σταθμούς της πορείας του, με κάμποσους από αυτούς να τυχαίνει(;) να αποτελούν και ορόσημα του ελληνικού δισκογραφημένου τραγουδιού των τελευταίων 30 χρόνων του περασμένου αιώνα. Το κοινό το καταχάρηκε, και τραγούδησε μαζί του τα περισσότερα ρεφρέν, αν και, προς τιμήν του, ο πρωταγωνιστής ελάχιστα κατέφυγε στη συνήθη τακτική της οικονομίας δυνάμεων• αντίθετα, υπήρξαν ελάχιστες οι στιγμές που απομακρύνθηκε από το μικρόφωνο, αφήνοντας τη δουλειά στη μεγάλη χορωδία των κερκίδων.
Κάποια στιγμή, εντελώς αναπάντεχα -ή ίσως όχι και τόσο-, κι ενώ σύμφωνα με το πρόγραμμα που είχε διανεμηθεί απέμεναν μόλις επτά τραγούδια για το τέλος, επιλέχθηκε να πραγματοποιηθεί ένα αψυχολόγητο διάλειμμα. Ο λόγος ήταν ότι ο Δήμαρχος της πόλης, Πέτρος Δούκας, ήθελε να εκφωνήσει ένα ακόμα λογύδριο, από εκείνα που συνηθίζει σε κάθε εκδήλωση όπου παρευρίσκεται, και να βραβεύσει τον Μητσιά, τον Κανελλάκο και την Ορχήστρα. Όμως κάποια στιγμή οι διάφοροι τοπικοί άρχοντες θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι είναι ενοχλητικοί, κι ότι μάλλον τέτοιες κινήσεις -ή, καλύτερα, η χρονική στιγμή που επιλέγουν για αυτές- τούς γυρνάει μπούμερανγκ.
Ευτυχώς, κανείς από τους πραγματικούς πρωταγωνιστές δεν φάνηκε να αποσυντονίζεται από το άχαρο της όλης υπόθεσης, και το υπόλοιπο της βραδιάς κύλησε εξίσου όμορφα και συγκινητικά. Εκεί ακούστηκε, άλλωστε, και το συγκλονιστικό “Αυτά Τα Χέρια”, πλάι σε κάποια ακόμα εμβληματικά άσματα (Θεοδωράκης, Χατζιδάκις, και δεν συμμαζεύεται…), ενώ ικανοποιήθηκαν και όσοι στο τέλος ζητούσαν επίμονα το “Ερωτικό” των Μικρούτσικου/Αλκαίου («την πιρόγα, την πιρόγα!») -ήταν το μόνο από τα τραγούδια που δεν είχαν προβαριστεί με την Ορχήστρα, και παίχτηκαν συνοδεία μόνο των Γουάστωρ/Ζάκκα.
Δεκαεπτά τραγούδια μάς χάρισε εκείνη τη βραδιά ο Μανώλης Μητσιάς, κλείνοντας, έπειτα από έντονο μπιζάρισμα, όπως είχε αρχίσει, με το “Δόξα Τω Θεώ”. Αποδεικνύοντας πέρα από κάθε αμφιβολία ότι είναι ένας ερμηνευτής φτιαγμένος από υλικά μιας άλλης εποχής, τα οποία μοιάζουν να μην επηρεάζονται από τα χούγια της τωρινής: κανένα cancel, καμιά οχλοβοή της ψηφιακής σφαίρας δεν φαίνεται ικανή να αλλοιώσει το μέταλλο εκείνων που ζυμώθηκαν και στέριωσαν τη ζωή και το έργο τους στον χειροπιαστό κόσμο.
Setlist:
1. Φθινοπωρινός Δρόμος
2. Αυτόν Τον Κόσμο Τον Καλό
3. Το Παλιό Ρολόι
4. Αχ Χελιδόνι Μου
5. Η Ενδεκάτη Εντολή
6. Έλα Πάρε Μου Τη Λύπη
7. Πες Μου Μια Λέξη
8. Δόξα Τω Θεώ
9. Ο Γιάννης Ο Φονιάς
10. Τι Να Πούμε Τι
11. Μη Χτυπάς Σ' Ένα Σπίτι Κλειστό
12. Πού Θα Πάει Πού Θα Βγει
13. Όσο Αγαπιόμαστε Τα Δυο
14. Στην Ελευσίνα Μια Φορά
15. Άσπρο Περιστέρι
16. Ο Ουρανός Φεύγει Βαρύς
17. Κάθε Λιμάνι Και Καημός
18. Αγάπη Που 'Γινες Δίκοπο Μαχαίρι
19. Δώσε Μου Το Στόμα Σου
20. Πρώτη Φορά
21. Γεια Σου Χαρά Σου Βενετιά
Διάλειμμα
22. Επειδή Σ' Αγαπώ
23. Κυκλαδίτικο
24. Αυτά Τα Χέρια
25. Φεγγάρι Μάγια Μου 'Κανες
26. Βρέχει Στη Φτωχογειτονιά
27. Τσάμικος
28. Μήλο Μου Κόκκινο
Encore
29. Ερωτικό
30. Δόξα Τω Θεώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου