Πέμπτη 10 Αυγούστου 2023

Για την Άλκηστη Πρωτοψάλτη, που τραγούδησε στη Σπάρτη

Έχει άραγε κάποια αξία η αποτύπωση σκέψεων και συναισθημάτων που γεννήθηκαν εξαιτίας μιας συναυλίας, σχεδόν έναν μήνα μετά την πραγματοποίησή της; Και, για να ‘χουμε καλό ρώτημα, τα live reviews -έτσι δεν τα λένε και στο δικό σας το χωριό;- εν γένει, τι σημασία έχουν, από τη στιγμή που το γεγονός με το οποίο καταπιάνονται δεν πρόκειται να βιωθεί ξανά; ΟΚ, την κριτική δίσκου να τη δεχτούμε: κάποιος μπορεί να παρακινηθεί να ακούσει το άλμπουμ. Η κριτική όμως μιας εμφάνισης ενός οσοδήποτε σπουδαίου καλλιτέχνη σε ένα επαρχιακό θέατρο τι κέρδος μπορεί να έχει για τη μεγάλη πλειοψηφία;

Καθόλου ρητορικό δεν είναι το παραπάνω ερώτημα, να το ξέρετε. Και η απάντηση είναι ότι φυσικά και έχει αξία η οποιαδήποτε καταγραφή, οποιουδήποτε γεγονότος. Μιλάμε για την Ιστορία εδώ, η οποία δεν στοιχειοθετείται μόνο από τα μείζονα γεγονότα και τις κοσμοϊστορικές διεργασίες, αλλά, αντίθετα, την  αφορούν και οι μικρότερου βεληνεκούς αφηγήσεις, τα μικρότερης εμβέλειας βιώματα. Και, τέλος πάντων, όταν πρόκειται περί τέχνης, δεν συμφωνείτε ότι είναι κομματάκι οξύμωρο να αναζητούμε μονάχα «τη μεγάλη εικόνα»; Ας προχωρήσουμε όμως, υπάρχουν και παρακάτω απαντήσεις…

Παρότι είναι πολύ αγαπημένη μου καλλιτέχνις, και λόγω φωνής και (πολύ περισσότερο) λόγω ρεπερτορίου, είχα σχεδόν 10 χρόνια να τη δω επί σκηνής την Άλκηστη Πρωτοψάλτη. Από εκείνη τη σύμπραξή της με την Ελευθερία Αρβανιτάκη, επί σκηνής Διογένης Studio, είχα μείνει με τις καλύτερες εντυπώσεις, κι έτσι η προγραμματισμένη για τις 10 Ιουλίου εμφάνισή της στο Σαϊνοπούλειο Αμφιθέατρο της Σπάρτης μπήκε από νωρίς στην οικογενειακή ατζέντα.

Η παράσταση με την οποία η ερμηνεύτρια περιοδεύει φέτος ανά την Ελλάδα έχει τον τίτλο «Έξω καρδιά», και φιλοδοξεί να αποτελέσει ακριβώς αυτό: ένα πανηγύρι θετικών συναισθημάτων, ένα απλωμένο χέρι προς τα φιλόμουσα πλήθη. Κάτι που, φυσικά, σημαίνει διάφορα (εύκολα συναγόμενα) πράγματα, και σε ό,τι αφορά τα τραγούδια από τα ρεπερτόριό της που βρίσκουν θέση στη setlist, και σε ό,τι έχει να κάνει με το πώς αυτά τα τραγούδια παρουσιάζονται επί σκηνής.

Πριν από αυτά, όμως, υπάρχει ένα άλλο ερώτημα, που πάντοτε τρυπώνει σε σκέψεις και συζητήσεις γύρω από καλλιτέχνες που μετράνε πολλές δεκαετίες καριέρας. Τουτέστιν, πόσο καλά «κρατιέται» η Άλκηστις Πρωτοψάλτη αυτόν τον καιρό; Η προ διετίας αυτοψία μου επί της κατάστασης της φωνής της Αρβανιτάκη, για παράδειγμα, έβ(γ)αλε ζητήματα φθοράς. Ήμουν όμως σχεδόν σίγουρος ότι με την Πρωτοψάλτη δεν θα ήταν έτσι: κάτι η σχέση της με τον (πρωτ)αθλητισμό (τον κανονικό αλλά και εκείνον του τραγουδιού), κάτι οι απίστευτες επιδόσεις της την προηγούμενη φορά, ήθελα να πιστεύω ότι μπροστά μας είχαμε μια βραδιά ονειρική.

Το ξεκίνημα, όμως, με το “Ο Άγγελός Μου”, με έκανε να νιώσω ένα μούδιασμα: το τραγούδι παρουσιάστηκε κάπως απονευρωμένο, και η Πρωτοψάλτη το είπε σχεδόν όλο μια οκτάβα κάτω σε σχέση με την ηχογράφηση. Δηλαδή έτσι θα το πήγαινε όλο το βράδυ; Κι εκείνες οι ρωγμές στη φωνή της; Μήπως σχετίζονταν με κάποιο σοβαρό ρήγμα;
Ε λοιπόν, όχι! Το συγκρατημένο -αλλά καθ’ όλα συγκροτημένο- μπάσιμο ήταν προφανώς απαραίτητο για να ζεσταθεί η φωνή -αλλά και να εξασφαλιστεί μια πρώτη -διά της μειλιχειότητας- σύνδεση με τον καθένα και την καθεμιά στις κερκίδες. Γενικά, τα πρώτα τραγούδια , όλα μπαλάντες, είχαν στόχο να ζεσταθεί σιγά σιγά το κοινό -να επιτευχθεί μια σταδιακή συσσώρευση της ενέργειας στον χώρο. Οι ρυθμοί όμως ολοένα και ανέβαιναν, το ίδιο και οι (εν)τάσεις. Άσε που, από το τρίτο κιόλας κομμάτι, το (ούτως ή άλλως εξαιρετικό) “Διθέσιο”, η στόχευση της μπάντας για όχι ακριβώς αναμενόμενα πράγματα φάνηκε από το εκλεπτυσμένο παιχνίδι της με τις άρσεις και τις θέσεις –παιχνίδι που συνεχίστηκε όλο το βράδυ. Ευτυχές το γεγονός: μπορεί το παιγνιώδες της μουσικής εμπειρίας να θεωρείται εξ ορισμού αυτονόητο κομμάτι της -«παίζω μουσική» δεν λέμε;-, όμως τελικά έχουμε υποφέρει από υπερβολικά πολλές άχαρες και δήθεν «σοβαρές» προσεγγίσεις της…

Υπήρξαν παιχνιδιάρηδες αλλά ταυτόχρονα… άπαιχτοι, λοιπόν, οι πέντε μουσικοί συνεργάτες της Πρωτοψάλτη. Ο πιανίστας Θωμάς Κοντογεώργης είχε πρόχειρα σωρό ευρήματα, ο μπασίστας Πέτρος Βαρθακούρης («της γνωστής οικογενείας των Βαρθακουρέων», όπως μας ενημέρωσε λίγο πριν το τέλος η ερμηνεύτρια) έχτιζε πάντα στιβαρές ρυθμικές και αρμονικές βάσεις, ο Ανδρέας Λάσος λύγιζε επιδέξια τις χορδές των κιθάρων του, και ο Κώστας Μυλωνάς έκανε αριστοτεχνικές ασκήσεις ισορροπίας επί των χρονικών συμβάσεων πάνω στα δέρματα των τυμπάνων του. Ειδική μνεία χρειάζεται να γίνει στον Κώστα Καρακατσάνη, που υπήρξε πολυεργαλείο (σε βιολί, κιθάρα και φυσαρμόνικα). Απίστευτο που για χρόνια ένας τέτοιος μουσικός «κρύφτηκε» στα μετόπισθεν των Ονιράμα… Πολύτιμη αποδείχθηκε και η συμβολή του τελευταίου, καθώς και των Κοντογεώργη, Βαρθακούρη, στα δεύτερα φωνητικά.

Τα είχε, λοιπόν, όλα καλά στρωμένα η Άλκηστις Πρωτοψάλτη, αλλά πάνω απ’ όλα είχε τη δική της, κατακτημένη επικυριαρχία επί όσων ξέρει να κάνει καλά. Ερμήνευσε -με το φουλ της σημασίας του χρησιμοποιείται εδώ ο όρος- πολλές από τις μεγάλες της επιτυχίες, αλλά και κάποια από τα νεότερα τραγούδια που μάς έχει προτείνει τα τελευταία χρόνια, δίνοντας σεμινάριο για το πώς μπορεί να στέκεται εν έτει 2023 μια τραγουδίστρια με πολλές δεκαετίες στην πλάτη της, με απόλυτο σεβασμό στον παρελθόν, στον μύθο της, αλλά και στο κοινό που έχει απέναντί της. Αν και, θα γίνει εύκολα σαφές σε όποιον/α την παρακολουθήσει φέτος το καλοκαίρι, ότι αν χρησιμοποιήσουμε την περίπτωσή της ως μέτρο για τις live εμφανίσεις, το πιθανότερο είναι ότι η πλειοψηφία των καλλιτεχνών της γενιάς της θα βρεθεί να υπολείπεται κατά πολύ.
Η Πρωτοψάλτη είναι σήμερα σχεδόν 69 ετών -μια νέα της εποχής, όπως θα έλεγε ο Ζαμπέτας. Και τι δεν έκανε αυτή η γυναίκα εκείνο το βράδυ του Ιουλίου στη Σπάρτη: χόρεψε, έπαιξε ηλεκτρική κιθάρα (στο “Όλα Αυτά Που Φοβάμαι”), έπιασε μπαγκέτες και κοπάνησε μανιασμένα τα τύμπανα (στο “Να ‘ταν Η Χαρά Οικόπεδο”), έριξε αβέρτα χιουμοριστικές ατάκες κι έπαιξε απίστευτα παιχνίδια με το κοινό. Το οποίο κοινό κυριολεκτικά την προσκύνησε: την αποθέωσε πολλάκις, με ουρλιαχτά κι επευφημίες, ενώ προς το τέλος τραγουδούσε και χειροκροτούσε όρθιο. Στο κλείσιμο δε, με το reprise του “Θα Στο Λέω” (μια μεταγλώττιση του “Bamboléo” των Gypsy Kings που αποτελεί το πιο πρόσφατο σινγκλ της), κατέβηκε μαζικά απ’ τις κερκίδες μετά από πρόσκλησή της, και ξεβιδώθηκε στον χορό.
Πέρασε ένας μήνας από τότε, αλλά οι μνήμες επιμένουν και ζητούν διέξοδο. Κι αυτό έχει να κάνει κυρίως με τη στάση και τη χειρονομία της Πρωτοψάλτη όλο εκείνο το δίωρο που βρέθηκε ενώπιόν μας. Ντυμένη στα μπλε, με τα άσπρα αθλητικά παπούτσια της να συμπληρώνουν το γαλανόλευκο ενδυματολογικό concept, η μεγάλη αυτή κυρία του τραγουδιού μας όντως υλοποίησε τον «έξω καρδιά» χαρακτήρα των φετινών της εμφανίσεων. Πήρε τις καρδιές μας –της τις δώσαμε, δηλαδή, χωρίς κανέναν δισταγμό- και μας τις μάλαξε με την αστείρευτη προσφορά της, με το δώσιμο της δικής της καρδιάς -και με το… χώσιμο της αστείρευτης ενέργειάς της.
Υπάρχει κάτι το ιερό και μυστηριακό στην αίσθηση ότι άνθρωποι σαν κι αυτήν μοιάζει να προσέχουν υπερβολικά τον εαυτό τους, να διαφυλάττουν πάση θυσία την ψυχική και σωματική τους υγεία, όχι λόγω κάποιας ματαιόδοξης πρόθεσης να ξεγελάσουν τον χρόνο, αλλά απλώς για να μπορούν να είναι αυτοί που πρέπει, απολύτως παρόντες και δοτικοί, τότε που εμείς θα τους χρειαστούμε.

Ίσως περνάει ως αφέλεια, ως φαυλότητα ή τεμενάς αυτό που προσπαθώ να πω εδώ· όμως, τότε, εκεί, έτσι το ένιωσα. Κι έτσι ακόμα το νιώθω.

Setlist:
1. Ο Άγγελός Μου
2. Post-Love
3. Διθέσιο
4. Η Δουλειά
5. Αλεξάνδρεια
6. Ανθρώπων Έργα
7. Ζήτα Μου Ό,τι Θες
8. Εφήμερες Αγάπες
9. Άδωνις/Willkomen
10. Θα Στο Λέω (Bamboléo)
11. Σ’ Αγαπώ
12. Μάμπο Μπραζιλέιρο
13. Πάμε Χαβάη (Its A Pity)
14. Τα Ήσυχα Βράδια
15. Η Σωτηρία Της Ψυχής
16. Θεός Αν Είναι
17. Τρίτο Στεφάνι
18. Να Ζήσω Ή Να Πεθάνω (Flamenco)
19. Βενζινάδικο
20. Να ‘ταν Η Χαρά Οικόπεδο (Borino Oro)
21. Τράβα Σκανδάλη
22. Όλα Αυτά Που Φοβάμαι
23. Σε Όλα Τα Νησιά (Κρίνα Του Γιαλού)
24. Τα Πιο Ωραία Λαϊκά
25. Παρουσίαση ορχήστρας
Encore
26. Το Χειροκρότημα
27. Κάθε Φορά Που Με Κοιτάζεις
28. Θα Στο Λέω (Bamboléo)

* Φωτογραφίες συναυλίας: Κυριακή Ήμελλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Οι... "300" ηρωικοί αναγνώστες