Το απόγευμα στο κέντρο, χωρίς καθόλου μετρητά πάνω μου. Κατεβαίνω στον σταθμό μετρό Πανεπιστημίου, για να αγοράσω εισιτήριο για το λεωφορείο από τα αυτόματα μηχανήματα.
Δίπλα στον αυτόματο πωλητή πιτσιρίκος Ρομά, μουτράκι, 5-6 χρονών, με το πλαστικό ποτηράκι του για ψιλά στο χέρι. Ξεκινώ τη διαδικασία, και βάζω τη χρεωστική κάρτα μου στη σχισμή.
- Τι θέλετε να κάνετε;
- Να αγοράσω εισιτήριο.
- Πρέπει να βάλετε χρήματα εδώ.
- Το ξέρω, αλλά θέλω να πληρώσω με κάρτα.
Αλλά η κάρτα έχει ξεμείνει κι αυτή, δεν φτάνει το υπόλοιπο για τα δύο εισιτήρια που ζήτησα, μου την απορρίπτει το σύστημα. Ξεκινώ ξανά τη διαδικασία.
- Να, πατάς αυτό για να βάλεις χρήματα.
Πατάει στην οθόνη το κατάλληλο κουμπί.
- Το ξέρω, αλλά δεν έχω λεφτά πάνω μου. Θα ξαναδοκιμάσω.
Επιλέγω "επιστροφή", ζητάω ένα εισιτήριο, αυτή τη φορά το υπόλοιπο της κάρτας επαρκεί, η διαδικασία προχωρά. Βγαίνει το εισιτήριο, γυρνάω και του σκάω χαμόγελο, με κοιτάει με θαυμασμό. Μάλλον δεν έχει ξαναδεί την εφαρμογή της συγκεκριμένης επιλογής. Γυρνάω να φύγω.
- Γεια σου φίλε.
- Περιμένετε! Η απόδειξή σας!
Επιστρέφω και την παίρνω από τη θυρίδα. Τον ευχαριστώ και προχωράω.
- Έχει κι άλλη!
Αυτή τη φορά τη βγάζει εκείνος και μου τη δίνει. Τον ευχαριστώ και πάλι και τον χαιρετώ με ένα ακόμα χαμόγελο.
Φεύγοντας, χαμογελώντας ακόμα, σκέφτομαι ότι θα ήθελα να είναι γιος μου. Ή έστω να τον έχω μαθητή σε μερικά χρόνια.
Και ότι η ζωή, ό,τι και να γίνει, θα νικήσει.
* Φωτογραφία από εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου