Ο Παλαβός είναι ένας νέος άνθρωπος, που γράφει "ξερά", και αφηγείται κάπως σκοτεινές ιστορίες από την παιδική του ηλικία και τον τόπο καταγωγής του, το Βελβεντό Κοζάνης. Από πολλές απόψεις, μου θύμισε τον αγαπημένο μου διηγηματογράφο Δημήτρη Πετσετίδη -χωρίς να προσπαθώ να πω ότι ο Παλαβός δεν έχει τον δικό του μύθο και κόσμο. Οι ιστορίες του και ο τρόπος του έχουν οπωσδήποτε κάτι που σε τραβάει εντός τους, και σε κάνει να θες να αναζητήσεις και τα υπόλοιπα γραπτά του.
Όσο προχωρούσε η ώρα, στα γύρω στενά η κίνηση αύξανε. Τελευταίες αγορές πριν τη γιορτή. Καφέδες, μηχανάκια. Τα αρώματα των λουλουδιών υποχωρούσαν μαζί με τον ήλιο. Η σκιά του καμπαναριού μάκραινε. Δεκαοχτούρες στις σκεπές. Την περισσότερη ώρα δεν λέγαμε τίποτα. Περιμέναμε.
-----
Ο Καραλιός κλοτσούσε και χτυπούσε. Κάπου κάπου βλέπαμε αίματα στις ρωγμές, στα χόρτα που φύτρωναν πλάι στις μυρμηγκοφωλιές. Ώσπου είδαμε τον μικρό απ' τον Συνοικισμό με μια κοτρόνα στα χέρια, την είχε πάρει απ' το παρτέρι. Πήγε πίσω απ' τον Καραλιό και με μια παράδοξη ησυχία, σαν να έκοβε λουλούδια, σαν να χάιδευε τα μαλλιά νεογέννητου, την κατέβασε στο κεφάλι του. Ο Καραλιός γύρισε ζαλισμένος, παραπάτησε κι ύστερα ο μικρός την κατέβασε άλλη μια, αυτή τη φορά στο πρόσωπο, έπειτα μια φορά ακόμα. Ο Καραλιός ξαπλώθηκε.
-----
Την πομπή, ακριβώς πίσω απ' τον παπά, οδηγούσε ο μικρός. Ανέκφραστος παρά το πλήθος στην πλατεία, ατάραχος ακόμα κι όταν μεσάνυχτα άστραψαν πάνω μας γαλαζοπράσινα τα πυροτεχνήματα - λες και δεν ήταν Πάσχα, λες κι ήταν μια Τρίτη βράδυ, Ιούλιος με τις ζέστες κι όλος ο Συνοικισμός στις αυλές, στις πλαστικές καρέκλες, να πίνει μπύρες σιωπηλός.
[...] κανένας -ακόμα κι οι λίγοι που τον έπαιρναν στο ψιλό, που τον έλεγαν σαλεμένο-, κανένας δεν τον αποστρεφόταν. Απεναντίας: τον καλούσαν σε τσιμπούσια και συλλείτουργα, τον πότιζαν ρακί κι αυτός κούρδιζε το λαούτο κι άρχιζε τις ιστορίες. Ήταν λατέρνα ζωντανή, αλλά δεν ήταν ξένο σώμα. Δεν ήταν περίγελος. Ο Γιάννης ήταν ο αφηγητής, εστία με φωτιά, ο κόσμος ζέσταινε τα χέρια του.
-----
Η Γεωργία προχωρά κι απασχολεί το μυαλό της με χίλια δυο: με μια χελώνα που λιάζεται στη χλόη, με τους μαιάνδρους των μίσχων, με το σφύριγμα των μπεκ που βρέχουν τους γύρω αγρούς. Όμως, καθώς πιάνει τον ανήφορο προς ναΐσκο -ασβεστωμένο και λαμπρό μέσα στα καραγάτσια-, νιώθει σαν σήτα που πάνω της κολλούν μύγες. Δεν ανεβαίνει αυτή το ύψωμα, έτσι νιώθει· είναι αλλού, ένα χιλιόμετρο πέρα κι από αγνάντι βλέπει μια κουκκίδα να ροκανίζει τα σκαλιά, να τραβά τον σύρτη της περίφραξης. Μπαίνει στην αυλή κι απλώνει τα πρησμένα της πόδια στο πεζούλι. Κάθε μέρα η ίδια σκέψη: πρώτα δεν ήθελε κανέναν, μετά δεν έβρισκε κανέναν.Γιάννης Παλαβός, Το Παιδί, εκδόσεις Νεφέλη, 2019
* Φωτογραφία από εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου