Πέμπτη 21 Απριλίου 2022

Υπογραμμίσεις XXXII: Stephen King (X)

Αν δεν με γελά η μνήμη μου, η Νυχτερινή Βάρδια, η πρώτη συλλογή διηγημάτων του Stephen King (στην παλιά έκδοσή της, του 1992, από Το Κλειδί), είναι το πρώτο βιβλίο του που διάβασα. Κι είμαι σχεδόν βέβαιος ότι αρχικά αντιστάθηκα σθεναρά σε αυτό. Βλέπετε, εκείνος που το πρότεινε επίμονα ήταν ο Κωστής Χριστοδούλου (aka Το Πράγμα), ο μικρότερος της παρέας, τον οποίο εμείς οι μεγάλοι βλέπαμε -κι αυτόν και τα γούστα του- αφ' υψηλού. Τελικά, όλοι ψηθήκαμε, όλοι διαβάσαμε, όλοι κολλήσαμε.

Σίγουρα, τότε, εκτός του ότι μαγεύτηκα, τρόμαξα κιόλας. Τρόμαξα άσχημα, σε βαθμό που έχω την εντύπωση ότι δεν το τελείωσα ποτέ το βιβλίο. Είχα από τότε κι εκείνο το κόλλημα ό,τι διαβάζω να μου ανήκει κιόλας, οπότε το επέστρεψα γρήγορα στον Κωστή. Γενικά, ο King με τρόμαζε πολύ -συνέβη με ό,τι δικό του διάβασα εκείνα τα χρόνια, στο μεταίχμιο των δύο αιώνων, και λίγο αργότερα. Τώρα πια ο τρόμος έχει δώσει τη θέση του σε άλλες... παρενέργειες.

Δεν θα με παραξένευε αν κάποιος, κάποτε, ανακάλυπτε ότι ο Μεγάλος Αμερικανός Συγγραφέας είχε εξ αρχής κάποια άγνωστη πρόσβαση σε πραγματικά συμβάντα της αμερικανικής ενδοχώρας, κι ότι μάς πάσαρε έτοιμα πράγματα ως δικά του. Δεν θα έχανα δράμι από τον θαυμασμό και το δέος μου απέναντί του. Οι ιστορίες του είναι βαθιά... -πώς να το πω;- ανησυχητικές. Μοιάζει όντως να προσπαθεί να αφηγηθεί τα χειρότερα δυνατά ενδεχόμενα, ώστε να τα ξορκίσει. Ο ίδιος το έχει υποστηρίξει πολλάκις· και τον πιστεύω.

Στο εν λόγω βιβλίο -στη νέα του έκδοση από τον Κλειδάριθμο- επανήλθα Αύγουστο και Σεπτέμβριο του '21, στα πλαίσια του υπερφιλόδοξου (και εγκαταλελειμμένου πια -περισσότερα γι' αυτό προσεχώς) εγχειρήματός μου να συμπληρώνω τα κενά που έχω ως προς το έργο του με -κατά το δυνατό- χρονολογική σειρά. Τούτη τη φορά όχι μόνο δεν τρόμαξα, αλλά αρχικά ξενέρωσα κιόλας. Είναι κάτι που μου συμβαίνει σχεδόν με κάθε βιβλίο του King πια... Μετά τις πρώτες σελίδες, όμως, βυθίστηκα στις ιστορίες και στον απίστευτα εθιστικό τρόπο με τον οποίο έχουν αποτυπωθεί.

Είναι, πάντως, αξιοσημείωτο ότι οι περισσότερες από τις πιο ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις του King εντοπίζονται παρακάτω στα αποσπάσματα εκείνα που πήρα από τον πρόλογο του βιβλίου. Αυτό, νομίζω, συμβαίνει γιατί στην πρώτη περίοδό του ο συγγραφέας δεν είχε βρει ακόμα τον τρόπο -ή ίσως δεν ενδιαφερόταν τόσο, ακόμα- να εμπλουτίζει τη ροή της αφήγησής του με τις φιλοσοφικές απόψεις και σκέψεις του.

Ομολογουμένως, ετούτη η ανάρτηση άργησε χαρακτηριστικά· έπρεπε να έρθει αμέσως μετά από εκείνη για τον Thomas Mann. Αλλά, όπως λένε, ένα μυαλό χειμώνα-καλοκαίρι, θα κλατάρει κάποτε κι αυτό...
Φαίνεται πως έχουμε όλοι μια έμφυτη τάση να σκαλίζουμε τη γλίνα που μαζεύεται στο φίλτρο του μυαλού μας κι αυτό που βρίσκουμε εκεί συνήθως εξελίσσεται σε κάποιου είδους πάρεργο. Ο λογιστής μπορεί να είναι και φωτογράφος. Ο αστρονόμος μπορεί να συλλέγει νομίσματα. Ο δάσκαλος μπορεί να ξεπατικώνει με κάρβουνο σε ρυζόχαρτο ταφικά επιγράμματα. Η γλίνα που μαζεύεται στο φίλτρο του μυαλού μας, το υλικό που αρνείται να περάσει από το πλέγμα, συχνά καταλήγει να γίνει η προσωπική εμμονή του καθενός μας. Στην πολιτισμένη κοινωνία μας υπάρχει η σιωπηρή συμφωνία να αποκαλούμε τις εμμονές μας "χόμπι".

Μερικές φορές το χόμπι γίνεται δουλειά πλήρους απασχόλησης. Ο λογιστής διαπιστώνει ότι μπορεί να ζήσει την οικογένειά του τραβώντας φωτογραφίες· ο δάσκαλος μπορεί να γίνει τόσο ειδικός στα ταφικά επιγράμματα, ώστε να περιοδεύει δίνοντας διαλέξεις. Και μάλιστα υπάρχουν μερικά επαγγέλματα που ξεκινούν σαν χόμπι και παραμένουν χόμπι, ακόμα κι όταν αυτοί που τα ασκούν εξασφαλίζουν τα προς το ζην αποκλειστικά από το χόμπι τους. Αλλά επειδή το "χόμπι" είναι λίγο αστεία και πολύ μπανάλ λεξούλα, έχουμε κάνει άλλη μία σιωπηρή συμφωνία, ότι θα αποκαλούμε τα επαγγελματικά μας χόμπι "τέχνες".

Ζωγραφική. Γλυπτική. Σύνθεση. Τραγούδι. Ηθοποιία. Γνώση ενός μουσικού οργάνου. Συγγραφή. Έχουν γραφτεί τόσο πολλά βιβλία πάνω σ' αυτά τα εφτά θέματα, που αρκούν να βυθίσουν ολόκληρο στόλο από κρουαζιερόπλοια. Και το μόνο πράγμα στο οποίο φαίνεται να συμφωνούμε όλοι είναι το εξής: όσοι ασκούν αυτές τις τέχνες με ειλικρίνεια θα συνεχίσουν να το κάνουν ακόμη κι αν δεν πληρώνονται· ακόμη και αν οι προσπάθειές τους επικρίνονται ή και στηλιτεύονται· ακόμη κι αν απειλούνται με φυλακή ή θάνατο. Για μένα, αυτός είναι ένας ακριβής ορισμός της μονομανίας.
-----
Οι τέχνες είναι ψυχαναγκασμός και ο ψυχαναγκασμός είναι επικίνδυνο πράγμα. Είναι σαν μαχαίρι μέσα στο μυαλό σου. Σε μερικές περιπτώσεις -μου έρχονται στον νου οι Ντίλαν Τόμας, Ρος Λόκριτζ, Χαρτ Κρέιν, Σύλβια Πλαθ- το μαχαίρι μπορεί να στραφεί βίαια εναντίον εκείνου που το κρατάει. Η τέχνη είναι τοπικό καρκίνωμα, συνήθως καλόηθες -οι δημιουργικοί άνθρωποι γενικά ζουν πολλά χρόνια- αλλά και τρομερά κακόηθες μερικές φορές. Χρησιμοποιείς το μαχαίρι προσεκτικά, γιατί ξέρεις ότι αδιαφορεί ποιον θα κόψει. Κι αν είσαι συνετός άνθρωπος, κοσκινίζεις προσεκτικά τη λάσπη... γιατί αυτή η λάσπη μπορεί να μην είναι παντού πεθαμένη.
-----
Η ζωή είναι γεμάτη τρόμους, μικρούς και μεγάλους. Και επειδή τους μικρούς τρόμους τούς χωράει ο νους μας, τις πιο δυνατές σφαλιάρες, που μας θυμίζουν ότι είμαστε θνητοί, τις τρώμε απ' αυτούς.

Το ενδιαφέρον μας για τους μικρούς τρόμους είναι αδιαμφισβήτητο, το ίδιο και η αποστροφή μας. Αυτά τα δύο δημιουργούν ένα περίεργο μείγμα και το υποπροϊόν της μείξης τους μοιάζει να είναι η ενοχή... μια ενοχή που δεν διαφέρει και πολύ από εκείνη που συνοδεύει την αφύπνιση της σεξουαλικότητάς μας.

Δεν είναι δική μου δουλειά να σας πω να μην έχετε ενοχές και επίσης δεν είναι δική μου δουλειά να δικαιώσω τα μυθιστορήματά μου ή τα παρακάτω διηγήματα. Ωστόσο μπορεί να γίνει ένας ενδιαφέρων παραλληλισμός μεταξύ σεξ και φόβου. Καθώς μεγαλώνουμε και γινόμαστε ικανοί για σεξουαλικές σχέσεις, το ενδιαφέρον μας γι' αυτές αφυπνίζεται· και το ενδιαφέρον μας για το σεξ, εάν δεν διαστραφεί με κάποιον τρόπο, φυσιολογικά τείνει προς τη συνουσία και τη διαιώνιση του είδους. Επίσης, όσο συνειδητοποιούμε μεγαλώνοντας ότι αναπόφευκτα θα πεθάνουμε κάποτε, συνειδητοποιούμε και το συναίσθημα του φόβου. Και νομίζω ότι, όπως η συνουσία τείνει προς την αυτοσυντήρηση, κάθε φόβος μας τείνει προς μια κατανόηση της τελικής κατάληξης.
-----
Το είδος ποτέ δεν έχαιρε μεγάλης εκτίμησης· για πολλά χρόνια οι μόνοι φίλοι του Πόε και του Λάβκραφτ ήταν οι Γάλλοι, που κατά κάποιον τρόπο τα είχαν βρει και με τον έρωτα και με τον θάνατο, ενώ οι συμπατριώτες των Πόε και Λάβκραφτ δεν ήθελαν ούτε να τα ξέρουν. Οι Αμερικανοί είχαν σοβαρές ασχολίες τότε, κατασκεύαζαν σιδηρόδρομους, και ο Πόε και ο Λάβκραφτ πέθαναν στην ψάθα. Οι φανταστικές ιστορίες του Τόλκιν από τη Μέση Γη σέρνονταν επί είκοσι χρόνια προτού γνωρίσουν τη μεγάλη επιτυχία, και ο Κουρτ Βόνεγκατ, που τα βιβλία του συχνά πραγματεύονται την ιδέα της πρόβας του θανάτου, αντιμετώπιζε διαρκώς θυελλώδεις επικρίσεις και μάλιστα πολλές από αυτές έφταναν σε βαθμό υστερίας.

Ίσως συμβαίνει επειδή ο συγγραφέας ιστοριών τρόμου φέρνει πάντα άσχημα νέα. Θα πεθάνεις, σου λέει. Μην ακούς, σου λέει, το Όραλ Ρόμπερτς ότι "Κάτι καλό θα συμβεί ειδικά σ' εσένα" γιατί κάτι κακό θα συμβεί επίσης ειδικά σ' εσένα, μπορεί να είναι καρκίνος, μπορεί εγκεφαλικό, μπορεί αυτοκινητικό δυστύχημα, αλλά θα συμβεί οπωσδήποτε. Και σε πιάνει από το χέρι, το κρατάει σφιχτά, σε μπάζει στο δωμάτιο και σε βάζει να ακουμπήσεις με τα χέρια σου αυτό που είναι κάτω από το σεντόνι... σου λέει να το αγγίξεις εδώ... κι εδώ... κι εδώ...
-----
[...] το πιο φυσικό περιβάλλον για μια ιστορία τρόμου βρίσκεται στο σημείο τομής του συνειδητού με το υποσυνείδητο, εκεί όπου η εικόνα και η αλληγορία έχουν τη μεγαλύτερη φυσικότητα και την πιο καταλυτική επίδραση. [...]

Η σημαντική μυθοπλασία τρόμου είναι σχεδόν πάντα αλληγορική: μερικές φορές η αλληγορία είναι εσκεμμένη, όπως στη Φάρμα Των Ζώων και στο 1984, και άλλες φορές απλώς προκύπτει -ο Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν ορκιζόταν σε θεούς και δαίμονες ότι ο Σκοτεινός Άρχοντας της Μόρντορ δεν ήταν ο Χίτλερ με τον μανδύα της φαντασίας, αλλά οι διδακτορικές διατριβές και οι πτυχιακές εργασίες που υποστηρίζουν αυτή τη θέση συνεχίζουν και θα συνεχίζουν να γράφονται... ίσως επειδή, όπως λέει και ο Μπομπ Ντίλαν, όταν έχεις πολλά μαχαίρια και πιρούνια, κάτι πρέπει να κόψεις.
"Μπορεί να είμαστε οι τελευταίοι άνθρωποι στη γη, Μπέρνι. Το έχεις σκεφτεί ποτέ;" Στο αχνό φως του φεγγαριού, φαινόταν ήδη μισοπεθαμένος, με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια του και κίτρινα αλύγιστα δάχτυλα, σαν μολύβια.

Κατέβηκα μέχρι την άκρη του νερού και κοίταξα πέρα μακριά τον ορίζοντα. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο να δω, εκτός από συνεχόμενα κύματα, στεφανωμένα από λεπτές μπούκλες αφρού. Ο βαρύς αχός των κυμάτων ήταν τρομερός εδώ κάτω, μεγαλύτερος από τον κόσμο. Ήταν σαν να στεκόσουν μέσα σε καταιγίδα με κεραυνούς και βροντές. Έκλεισα τα μάτια και τραμπαλίστηκα αργά πάνω στις γυμνές πατούσες μου. Η άμμος ήταν κρύα, υγρή και πατικωμένη. Κι αν ήμασταν οι τελευταίοι πάνω στη γη, και τι με αυτό; Το κύμα θα συνεχιζόταν όσο υπήρχε σελήνη να έλκει τα νερά.
-----
"Σε μισώ!" μου φώναξε η Σούζι. Το στόμα της ήταν ένα σκοτεινό ανοιχτό μισοφέγγαρο. Έμοιαζε με είσοδο σε σπίτι του τρόμου σε λούνα παρκ.
-----
Έτσι γίνεται πάντα -το ανθρώπινο ζώο έχει την έμφυτη τάση να θέλει να δει τα λείψανα.
-----
Ο Χένρι δεν έχει πολλή δουλειά -βασικά, εφοδιάζει τα κολεγιόπαιδα με κρασί και μπίρα-, αλλά τα φέρνει βόλτα και το μαγαζί του είναι για μας τους άχρηστους γέρους συνταξιούχους της Πρόνοιας ένα στέκι για να μαζευόμαστε και να συζητάμε για το ποιος πέθανε τώρα τελευταία και πώς ο κόσμος πάει κατά διαόλου.
-----
"[...] είμαι βέβαιος πως θα συμφωνήσουμε όλοι ότι η διδασκαλία είναι απαιτητικό επάγγελμα, ιδίως στη βαθμίδα του λυκείου. Βρίσκεσαι επί σκηνής πέντε μέρες την εβδομάδα και παίζεις για το δυσκολότερο κοινό του κόσμου. Γι' αυτό και οι καθηγητές", κατέληξε με κάποια περηφάνια, "παρουσιάζουν τα μεγαλύτερα ποσοστά έλκους στομάχου από κάθε άλλον επαγγελματικό κλάδο, με εξαίρεση τους ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας."
-----
Νεκρός; Στα δεκαπέντε; Η σκέψη ότι κι αυτός θα πέθαινε μια μέρα πέρασε ψιθυρίζοντας από όλα του τα κόκαλα σαν κρύο ρεύμα αέρα που μπαίνει από το κάτω μέρος μιας πόρτας.
-----
Τα περιστέρια στην πόλη τα συνηθίζει κανείς· είναι τόσο κοινά όσο οι ταξιτζήδες που δεν έχουν να σου δώσουν ρέστα από δεκαδόλαρο. Δεν τους αρέσει να πετούν και παραμερίζουν απρόθυμα, λες και τα πεζοδρόμια τούς ανήκουν λόγω χρησικτησίας. Ω, ναι, και αφήνουν την επαγγελματική τους κάρτα στην οροφή του αυτοκινήτου σου. Παρ' όλα αυτά, ποτέ δεν δίνεις πολλή σημασία στα περιστέρια. Μπορεί να σε εκνευρίζουν μερικές φορές, αλλά γενικά είναι απλώς παρείσακτα στον κόσμο μας.
-----
Η αγάπη είναι το πιο καταστροφικό ναρκωτικό. Άσε τους ρομαντικούς να κάνουν συζητήσεις περί της ύπαρξής της. Οι ρεαλιστές τη θεωρούν δεδομένη και τη χρησιμοποιούν.
-----
Όταν ένας ρομαντικός προσπαθεί να κάνει το καλό και αποτυγχάνει, τον παρασημοφορούν. Όταν ένας ρεαλιστής το πετυχαίνει, τον διαολοστέλνουν.
-----
Μετά από λίγο ο Μπερτ τη ρώτησε: "Πρόσεξες τίποτα περίεργο σ' αυτό το ραδιοφωνικό κήρυγμα;"

"Όχι. Έχω ακούσει τόσα κηρύγματα όταν ήμουν μικρή, που μου φτάνουν για μια ζωή. Σου το έχω πει."

"Δεν σου φάνηκε πολύ νεαρός; Ο ιεροκήρυκας;"

Η Βίκι κάγχασε, το γέλιο της ήταν κοφτό και πικρό. "Ίσως και έφηβος. Και λοιπόν; Αυτό είναι το πιο τερατώδες με το όλο τριπάκι. Παίρνουν τα παιδιά από μικρά, όταν το μυαλό τους είναι ακόμα ζυμάρι. Έχουν τον τρόπο να σου γεμίζουν το κεφάλι με συναισθηματικούς μηχανισμούς ελέγχου. Έπρεπε να σε είχα σε καμιά από τις τέντες των ιεραποστόλων όπου με έσερναν η μάνα μου κι ο πατέρας μου... για να βρω τη "σωτηρία".
-----
Τότε ήμουν δέκα χρονών και λιγνός σαν καλικαντζαράκι, σαράντα πέντε κιλά. Η Κίτι ήταν οχτώ χρονών και δέκα κιλά ελαφρύτερη. Η σκάλα μάς είχε κρατήσει όλες τις προηγούμενες φορές, θα μας κρατούσε και τώρα, αυτή ήταν η φιλοσοφία μας, μια φιλοσοφία που έχει βάλει κατ' επανάληψη σε μπελάδες ανθρώπους και λαούς.
-----
Φορούσε κοστούμι, ανοιχτόχρωμο γκρίζο, η γραβάτα του ήταν λίγο χαλαρωμένη, το πρώτο κουμπί του πουκάμισού του ανοιχτό. Είχε σκούρα μαλλιά, κουρεμένα κοντά. Λευκή επιδερμίδα, γαλάζια μάτια. Τίποτα το ξεχωριστό, αλλά εκείνο το γλυκό ανοιξιάτικο βράδυ, σ' εκείνη τη λεωφόρο, τον Μάιο του 1963, ο νεαρός ήταν όμορφος και η γριά κυρία κατέληξε να σκεφτεί, με μια στιγμιαία γλυκιά νοσταλγία, πως την άνοιξη κάθε άνθρωπος μπορεί να φανεί όμορφος... αν τρέχει να συναντήσει τη γυναίκα ή τον άντρα των ονείρων του για δείπνο, ίσως και για χορό μετά. Σκέφτηκε ακόμη ότι η άνοιξη είναι η μόνη εποχή του χρόνου που η νοσταλγία δεν γίνεται πικρή και συνέχισε τον δρόμο της ευχαριστημένη που είχε μιλήσει στον νεαρό και που εκείνος είχε ανταποδώσει το κομπλιμέντο κουνώντας της διακριτικά το χέρι του.
-----
Το ραδιόφωνο σέρβιρε κακές ειδήσεις που δεν τις άκουγε κανένας [...]. Τίποτε από όλα αυτά δεν έμοιαζε πραγματικό, τίποτα δεν φαινόταν να έχει σημασία. Ο αέρας ήταν γλυκός και απαλός. Έξω από ένα αρτοποιείο δύο άντρες με κοιλιές πρησμένες από την πολλή μπίρα, έπαιζαν κορόνα γράμματα και πείραζαν ο ένας τον άλλο. Η άνοιξη ριγούσε πάνω στο χείλος του καλοκαιριού και στην πόλη το καλοκαίρι είναι η εποχή των ονείρων.
-----
"Κανένας δεν αγοράζει λουλούδια για τον εαυτό του τον Μάιο. Είναι κάτι σαν νόμος του κράτους."
-----
"Εσείς τι λέτε να κάνω;"

"Θα σου πω. Στο κάτω κάτω της γραφής, οι συμβουλές δίνονται ακόμα δωρεάν, έτσι δεν είναι;"

Ο νεαρός άντρας χαμογέλασε και είπε: "Νομίζω ότι είναι το μόνο πράγμα που δεν κοστίζει τίποτα πια."
-----
Άρχισε να χαμογελάει. Το βήμα του έγινε ζωηρό καθώς άρχισε να κατεβαίνει την 73η Στριτ. Ένα μεσόκοπο ζευγάρι, ένας άντρας και μια γυναίκα που κάθονταν στα σκαλοπάτια του σπιτιού τους, τον παρακολούθησε καθώς περνούσε από μπροστά τους με το κεφάλι ελαφρά γερμένο στο πλάι, με βλέμμα χαμένο κάπου πολύ μακριά και μ' ένα μισό χαμόγελο στα χείλη του. Αφού πέρασε, η γυναίκα είπε: "Εσύ γιατί δεν είσαι πια ποτέ έτσι;"

"Ε;"

"Τίποτα", είπε η γυναίκα, αλλά συνέχισε να κοιτάζει τον νεαρό με το γκρίζο κοστούμι ώσπου εξαφανίστηκε στο μισοσκόταδο του δειλινού και σκέφτηκε πως αν υπήρχε κάτι πιο όμορφο από την άνοιξη, αυτό ήταν ο νεανικός έρωτας.
-----
Κοιταχτήκαμε λίγο ακόμη κι ύστερα άπλωσε το χέρι του και έσφιξε τον ώμο μου. "Είσαι καλός άνθρωπος, Μπουθ." Κι αυτό ήταν αρκετό για να πάρω λίγο τα πάνω μου. Όπως φαίνεται, όταν περάσεις τα εβδομήντα, οι άλλοι αρχίζουν να ξεχνούν ότι είσαι άνθρωπος ή ότι ήσουν κάποτε.

Stephen King, Νυχτερινή Βάρδια, μετάφραση Γωγώς Αρβανίτη, εκδόσεις Κλειδάριθμος, 2019 (πρώτη έκδοση 1978)

*Φωτογραφία από εδώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Οι... "300" ηρωικοί αναγνώστες