Φωτογραφίες: Δημήτρης Μακρής
Η πρώτη φορά που συνάντησα τον Φοίβο Δεληβοριά από κοντά -ο ίδιος αποκλείεται να το θυμάται- ήταν τον Ιούνιο του 2007, μετά τη μεγάλη –για τα τότε δεδομένα του- αθηναϊκή του συναυλία στο Θέατρο Βράχων του Βύρωνα. Με τον φίλο μου τον Γιάννη περιμέναμε υπομονετικά στην ουρά για να μπούμε στο καμαρίνι του, ανταλλάξαμε δυο-τρεις μάλλον τυπικές κουβέντες με τον καλλιτέχνη, και μάς υπόγραψε ό,τι κρατάγαμε.
Την περασμένη Δευτέρα, 16 (και κάτι) χρόνια μετά, βρέθηκα πάλι μπροστά του, στο ίδιο θέατρο, στο ίδιο καμαρίνι. Τούτη τη φορά δεν χρειαζόταν να βιαστώ (η συναυλία θα ξεκινούσε σε καμιά ώρα), κι έτσι είπα να του πιάσω κουβέντα, ρωτώντας τον αν έχει άγχος πριν από τα live. Μου απάντησε ότι ναι, έχει· κυρίως όταν έχει περάσει καιρός από τo προηγούμενo, αλλά και σε περιπτώσεις όπως η συγκεκριμένη, όπου τα μεγέθη είναι μεγάλα, και τα βλέμματα επάνω του χιλιάδες. Τη νευρικότητά του ενέτεινε και το γεγονός ότι βρισκόταν εκεί και το κινηματογραφικό συνεργείο του Αριστοτέλη Παπακωνσταντίνου, με σκοπό να απαθανατίσει τη βραδιά -με 11 κάμερες, παρακαλώ.
Το άγχος αυτό, πάντως, έγινε εμφανές μόνο σε ένα λαχάνιασμά του, την ώρα που έλεγε το πρώτο τραγούδι, το “Γκόσπελ”. Εδώ που τα λέμε, δεν είναι αμελητέο το ρίσκο να ανοίγεις τη μεγάλη σου εμφάνιση με ένα κομμάτι που δεν έχει κυκλοφορήσει επισήμως. Το πράγμα, μάλιστα, έγινε ακόμα πιο... risky, όταν ο Δεληβοριάς αποφάσισε να το ακολουθήσει με ένα πολιτικά φορτισμένο λογύδριο: «Να αποδείξουμε ότι δεν είμαστε ίσκιοι, ότι είμαστε άνθρωποι» ήταν μια από τις φράσεις που χρησιμοποίησε, καθώς αναφερόταν στο κάλεσμα που έκανε τις προηγούμενες ημέρες για συγκέντρωση ειδών πρώτης ανάγκης για τους πληγέντες από τις καταστροφικές πλημμύρες στη Θεσσαλία. Η ανταπόκριση των προσερχομένων υπήρξε συγκινητική και δικαίωσε την επιλογή του να μην αναβάλει τη συναυλία.
Η βραδιά έμελλε να περιλάβει μερικές ακόμα ιδιαίτερα αιχμηρές επιθέσεις του Δεληβοριά: στους εξουσιαστές (μας), στους δημοσιογράφους, στους δημοσιολογούντες που επιλέγουν να επιτεθούν στον αδύναμο ή στον ξένο, και όχι στους ισχυρούς. Την ίδια ώρα, λίγα χιλιόμετρα ανατολικότερα, στην Τεχνόπολη, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης έκανε κάτι αντίστοιχο στη δική του εμφάνιση, συμβάλλοντας στην άτυπη ομοβροντία εναντίον των κακώς κειμένων. Φυσικά, τα λογύδρια του Δεληβοριά δεν περιορίστηκαν στην πολιτικοκοινωνική μαύρη επικαιρότητα, αλλά είχαν και ποικίλες άλλες υφές, από ιστορίες για τα τραγούδια του μέχρι σχόλια για τις ερωτικές σχέσεις και αυθόρμητα γκάλοπ διά βοής, όλα διανθισμένα με γενναίες δόσεις του απολαυστικού χιούμορ του.
Με αυτά και μ’ εκείνα, η ροή της βραδιάς εξελίχθηκε μέσα σε μια σχεδόν πηχτή ένταση, σε μια αδιάκοπη πάλη για την έκβαση της κάθε στιγμής. Ή έτσι, τέλος πάντων, το εισέπραξα εγώ. Γιατί οφείλω να ομολογήσω ότι το πλήθος γύρω μου έμοιαζε να το ζει εντελώς αλλιώς. Αλλά πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά; Ήμουν ένας σαρανταπεντάρης ανάμεσα σε (πολύ) νεότερά μου άτομα, και το βλέμμα μου, παρότι έψαχνε απεγνωσμένα όλο το βράδυ να συναντήσει εκείνο κάποιου συνομηλίκου, δεν τα κατάφερε τελικά: ζευγάρια στα είκοσι και στα τριάντα, παρέες φοιτητών, νέες μαμάδες με τις δωδεκάχρονες κόρες τους, ως εκεί που έφτανε το μάτι... Ακόμα και όταν επιχείρησα, προς το τέλος, να διασχίσω το πυκνό πλήθος, όλο νεαρόκοσμο διέκοπτα -από τον χορό, από τις αγκαλιές και τα φιλιά ή το λογής λογής πιώμα...
Είχα χρόνια να δω τον Δεληβοριά σε live, και η προηγούμενη φορά, το 2019, ήταν σε πολύ πιο ελεγχόμενες συνθήκες -για τη Σπάρτη μιλάμε άλλωστε... Έτσι ομολογώ ότι σοκαρίστηκα όταν, με το που ήχησε “Ο Μπάσταρδος Γιος”, το πλήθος εκστασιάστηκε κι άρχισε να τραγουδά δυνατά όλους τους στίχους. Το ίδιο ακριβώς συνέβη και με άλλα τραγούδια: με το “Μόνο Ψέματα”, που στη ζωντανή εκδοχή του διατήρησε σχεδόν ανέπαφη τη σπαραξικάρδια αστική μελαγχολία του, με το “Χάλια”, που πια ανήκει στον Δεληβοριά τόσο όσο ανήκει και στον Waits, με τον “Καθρέφτη”, που παραμένει τραγουδάρα, παρά τα όσα θέλουν να πιστεύουν διάφοροι όψιμοι επικριτές χωρίς αιτία. Αυτό το πέρασμα του Δεληβοριά σε ανθρώπους είκοσι και τριάντα χρόνια νεότερούς του είναι κάτι που αξίζει να μελετηθεί, κι ας το έχουμε ξαναδεί στο παρελθόν. Δεν είναι όλες οι περιπτώσεις ίδιες, αλίμονο.
Πάντως, αν είναι να δοθεί μια εξήγηση για το γεγονός, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και το ότι η δημοφιλία του Δεληβοριά έχει απογειωθεί, την ίδια στιγμή που εκείνος επιμένει εδώ και πάνω από μια δεκαετία πια να ασελγεί βάναυσα, να ξεγυμνώνει και να μαστιγώνει δημοσίως, τα παλιά -και πλέον αγαπημένα στο πυρηνικό κοινό του- τραγούδια του. Είναι κάτι που πια δεν εκπλήσσει, που το κοινό το έχει αποδεχτεί και το αναμένει -πράγμα που εκτός των άλλων αποδεικνύει ότι ο καλλιτέχνης μπορεί, αν το θέλει, να εκπαιδεύσει καταλλήλως το κοινό του. Τώρα, το ότι όλη αυτή η... βαναυσότητα περνάει από τα χέρια της ικανότατης μπάντας του (Κωστής Χριστοδούλου, Κώστας Παντέλης, Yoel Soto, Χρήστος Λαϊνάς, Σωτήρης Ντούβας) δεν είμαι σίγουρος αν την κάνει πιο ευκολοχώνευτη ή πιο συντριπτική...
Πολλές ακόμα στιγμές αξίζει να κρατήσει κανείς από εκείνη τη βραδιά. Κάμποσες από αυτές εμπλέκουν τη Νεφέλη Φασούλη, που βγήκε στη σκηνή κάπου στο μέσο, είπε τρία τραγούδια από το ντεμπούτο της (Ο Κόσμος Σου, 2021), κι έπειτα έμεινε για να προσθέσει τη φωνή της στο ηχητικό τείχος της μπάντας. Η Φασούλη είναι παρουσία εντυπωσιακή, από κάθε άποψη, και νομίζω ότι, παρά την κριτική που της έχει ασκηθεί (όχι πάντα αδίκως) και παρά το ότι η δυσυπόστατη φύση της δεν βοηθά τις εξελίξεις να τρέξουν με μεγάλη ταχύτητα υπέρ της, θα βρει τελικά έναν δικό της δρόμο στο ελληνικό τραγούδι των επόμενων χρόνων. Άλλη στιγμή με συγκίνηση ήταν όταν, στο “Και Του Χρόνου”, ο Δεληβοριάς κάλεσε επί σκηνής τους συνεργάτες του από τα τηλεοπτικά Νούμερα (αναμένονται ανακοινώσεις για την τύχη της σειράς), αλλά και όταν έδωσε βήμα στον ταλαντούχο Pablo Soto, γιο του Yoel, να βγει για πρώτη φορά σε μεγάλη σκηνή. Ο μικρός φάνηκε να το διαχειρίζεται μια χαρά, και μάλιστα τόλμησε να παίξει ένα δικό του τραγούδι που αφορούσε σε όλα εκείνα που τον ενοχλούν κατά τη μετακίνησή του με τα αστικά λεωφορεία.
Σε εκείνο το σημείο η συναυλία βρισκόταν προς το τέλος της, κι ο Δεληβοριάς αναφέρθηκε στο γεγονός ότι οσονούπω κλείνει τα 50 του χρόνια. Είναι αυτό ένα συνήθως δυσάρεστο ορόσημο στη ζωή του καθενός, μα ο τραγουδοποιός φαίνεται να το έχει πάρει ψύχραιμα: διέκρινα στο βλέμμα του μια ζεστασιά και μια αποδοχή, καθώς συνόδευε, αμέσως μετά, τη Φασούλη στο υπέροχο “Ο Κόσμος Σου”. Κι έπειτα έκλεισε με τη “Μπαλάντα”, κάνοντας μια αναφορά στους τροβαδούρους του παρελθόντος, αλλά και σε εκείνους που θα ακολουθήσουν. Όταν οι στίχοι τελείωσαν, αποχαιρέτισε τους φίλους του και άφησε τους μουσικούς του να επιδοθούν σε έναν τελευταίο γύρο ξεσαλώματος: η μπλε-άσπρη Fender Squire του Λαϊνά πέρασε τα πάνδεινα, τόσο στα χέρια του όσο και συγκρουόμενη με διάφορες σκληρές επιφάνειες. Τα ουρλιαχτά της ακόμα ηχούν στα αφτιά μου...
Πίσω στα καμαρίνια, και πάλι ο τραγουδοποιός υποδέχεται τους φίλους του, γνωστούς και αγνώστους, που κι αυτοί υπομονετικά περιμένουν· για μια φωτογραφία, ένα αυτόγραφο, μια αγκαλιά. Παρότι έχει πίσω του σχεδόν τρεις ώρες επί σκηνής (και ποιος ξέρει πόσες ακόμα για soundcheck και λοιπές ετοιμασίες), φοράει το καλύτερο χαμόγελό του, το πιο ζεστό βλέμμα του. Λίγο αργότερα, η Βάσω Καβαλιεράτου μού μιλάει για το πόσο εισπράττει και η ίδια το άγχος του συντρόφου της, καθώς οι μέρες για τη συναυλία λιγοστεύουν. «Το διαπιστώνω όταν τελειώνει, πόσο σφιγμένη είμαι στη διάρκειά της». Μου διηγείται και διάφορα ξεκαρδιστικά που λέει ο Φοίβος, που πότε φοβάται ότι θα τα κάνει θάλασσα, και πότε ότι θα βγει στη σκηνή και το θέατρο θα είναι άδειο.
Φορώντας ένα πάσο Access All Areas (μου το παραχώρησε η αξιαγάπητη Ιόλη Δεληβοριά, που όλοι την ξέρουν κι έτσι δεν της χρειαζόταν) είχα την ευκαιρία να παρατηρήσω και να γυροφέρω, να βρεθώ καταμεσής του πλήθους αλλά και backstage. Πολλά είδα και άκουσα, πολλά έμαθα -μεταξύ αυτών και ότι αν έχεις το εν λόγω καρτελάκι περασμένο στον λαιμό όλοι θα νιώσουν ότι οπωσδήποτε ξέρεις κατά πού πέφτουν οι τουαλέτες...
Κάπου, κάποτε, αξίζει, θαρρώ, να καταγραφούν περισσότερα, από τη συγκεκριμένη βραδιά κι από άλλες. Ο Φοίβος Δεληβοριάς, άλλωστε, άσχετα αν μέσα από τα έργα του διαγράφεται ως κανονικός άνθρωπος κι όχι ως ακαθόριστος ίσκιος, είναι μια προσωπικότητα που αξίζει να «σκαλίσει» κανείς περαιτέρω. Ελπίζοντας ότι κάτι θα αποκαλύψει από την αύρα εκείνη που διαπνέει μερικά από τα πιο ξύπνια και περπατημένα τραγούδια που γράφτηκαν ποτέ στην ελληνική γλώσσα.
Setlist:
1. Γκόσπελ
2. Απόψε Είμαι Κοντά Σου
3. Ο Μπάσταρδος Γιος
4. Μόνο Ψέματα
5. Κάποια Παιδάκια
7. Ελεφαντάκι/Κροκοδειλάκι
8. Ο Λωτοφάγος
9. Ένας Σκύλος Στο Κολωνάκι
10. Χάλια
11. Bolero
12. Ο Ξένος
13. Βόλτα
14. Για Ένα Καλοκαίρι
15. Στην Αχερουσία
16. Το Περίπτερο
17. Η Υβρεοπομπή
18. Άγρια Ορχιδέα
19. Ελένη Τοπαλούδη
20. Ο Καθρέφτης
21. Και Του Χρόνου
22. Αυτή Που Περνάει
23. Θέλω Να Σε Ξεπεράσω
24. Εκείνη
Encore
25. Λεωφορείο
26. Ο Κόσμος Σου
27. Η Κική Κάθε Βράδυ
28. Μπαλάντα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου