Παρασκευή 13 Ιουλίου 2018

Υπογραμμίσεις XII: Δημήτρης Πετσετίδης (II)

Ο Δημήτρης Πετσετίδης, το έχω ξαναγράψει, είναι ένας από τους συγγραφείς που αγαπώ ιδιαιτέρως -ένας από τους ανθρώπους που αγαπώ και με καθόρισαν, καλύτερα. Πέθανε ξαφνικά πέρυσι κι από τότε ήθελα να επιστρέψω στα βιβλία του -είχα ήδη διαβάσει τα περισσότερα.

Κατάφερα πριν λίγες μέρες να το κάνω, ξεκινώντας, μάλλον τυχαία, από το Εν Οίκω, ένα από τα τελευταία του και μάλλον από εκείνα που δεν είχα προσέξει τόσο. Το χάρηκα που το ξαναδιάβασα, απόλαυσα τη στεγνή και κάπως κυνική αφήγηση, τις σουρεαλιστικές στιγμές και τους πολλούς τρόπους με τους οποίους η γραφή του πλέκει τη μνήμη με τη φαντασία. Νιώθω ότι διαβάζοντας τα διηγήματά του, βιώνω κάτι από την ιστορία του τόπου στον οποίο και οι δυο μεγαλώσαμε -σε εντελώς διαφορετικές εποχές, βέβαια.

Τότε στην Κατοχή, στη μεγάλη πείνα, ήρθε μια μέρα η γιαγιά Κλειώ, η πεθερά της γιαγιάς μου. Είπε μόνο δυο λέξεις:
- Με θέλετε;
Και η γιαγιά απάντησε με μία:
- Κάτσε.
-----
Και μια μέρα που ο μπαρμπα-Χρίστος καυχιόταν ότι έκανε τρία παιδιά που κατουράνε όρθια, πετάχτηκα κι εγώ και είπα: Και η γιαγιά μου κατουράει όρθια, καθώς πράγματι έτσι γινόταν.
-----
[...] τα βράδια βρίσκαμε έξω από την πόρτα μας προκηρύξεις που μιλούσαν εναντίον των μοναρχοφασιστών, πράγμα που σήμαινε ότι περνούσαν από τη γειτονιά και άτομα με άλλες ιδέες, αλλά με παρόμοια όπλα.
-----
Στην καμαρούλα εκείνη πέρασα πολλές ώρες παίζοντας μόνος διάφορα παιχνίδια, των οποίων σεμνύνομαι να λέω ότι ήμουν ο εφευρέτης. Αίφνης, είχα ένα μεγάλο τετράδιο, όπου είχα καταγράψει έξι ποδοσφαιρικές ομάδες: ΘΡΙΑΜΒΟΣ, ΔΟΞΑ, ΛΕΩΝΙΔΑΣ κ.ά.τ. με ποδοσφαιριστές, ονόματα της εποχής και έκανα πρωταθλήματα. Τα όργανα που χρησιμοποιούσα ήταν δυο ζάρια και στρογγυλές τάπες, σαν μικρά κέρματα, που είχε ο πατέρας μου, μανιώδης κυνηγός, για το γέμισμα των φυσιγγιών του. Για τις ανωτέρω ομάδες, τους αγώνες, τις μετεγγραφές κ.λπ. έβγαζα και μια αθλητική εφημερίδα γραμμένη στο χέρι, της οποίας ήμουν και ο μοναδικός αναγνώστης.
-----
Ανάμεσα στις φωτογραφίες υπήρχαν και αρνητικά φιλμ. Δεν πρέπει να σώθηκαν πολλά τέτοια, γιατί ανακάλυψα πόσο ωραία φωσφόριζαν όταν καίγονταν.
-----
[...] μόνο στον Παράδεισο δεν υπάρχουν δωμάτια και όλοι οι κάτοικοί του αιωρούνται μετέωροι, έτσι όπως τους βλέπουμε στις ζωγραφιές. Και μόνο οι άγγελοι δεν έχουν πια την ανάγκη να ονειρευτούν μέσα στους τέσσερις τοίχους ενός δωματίου, ούτε να αγναντέψουν από τα παράθυρά του ούτε να ξαπλώσουν στο κρεβάτι του.
-----
Η θεία Αγγελική, χρυσοχέρα μοδίστρα, ήταν γραμμένη και προγραμμένη στους καταλόγους που είχαν συντάξει μυστικά και είχαν αποστείλει στην Ένωση Εθνικοφρόνων του νομού οι επικεφαλής της εν λόγω οργάνωσης στο χωριό της. Οι κατάλογοι αυτοί είχαν προωθηθεί, εν συνεχεία, και σε κάθε αρμόδια κρατική υπηρεσία.
-----
Τι είχε κάνει η καημένη η θεία Αγγελική; Είχε ράψει δωρεάν τις στολές ανταρτών, όταν της είπαν ότι παίρνουν τα όπλα για να πολεμήσουν τους Γερμανοϊταλούς κατακτητές. Η πράξη της θεωρήθηκε βαρύ αμάρτημα από ικανή μερίδα συγχωριανών της. Η ίδια ήταν πεπεισμένη ότι η μικρή της προσφορά δεν είχε τίποτε το επιλήψιμο και μίλησε άσχημα στον Πότη Κοψάκο, όταν μια μέρα την κατηγόρησε ότι είχε προσχωρήσει με αυτή της την ενέργεια στις τάξεις των απάτριδων.
-----
Δεν είχα προλάβει καλά καλά να τελειώσω την ανάγνωση της επιστολής, όταν η μητέρα μου την άρπαξε από τα χέρια μου και την πέταξε στη φωτιά που έκαιγε στο τζάκι. Ύστερα με έσπρωξε προς την κουζίνα του σπιτιού μας, όπου υπήρχε κρεμασμένη μια τσίγκινη νιπτήρα και μου έπλυνε με το σαπούνι τα χέρια φωνάζοντας: Είναι φυματική, είναι και κουμμουνίστρια.
-----
Ένα βράδυ με μια φίλη της, την Αθηνά, και εγώ με τον Σπύρο, βγήκαμε παρέα και πήγαμε στον κινηματογράφο. Εγώ κάθισα δίπλα στη Μάρω, την αγκάλιασα και μου είπε κλαίγοντας ότι μοιάζω με τον Ερμή. Τη ρώτησα γιατί έκλαιγε και μου είπε: Έτσι, δεν ξέρω γιατί. Και τον Ερμή πού τον είδες; Να, επάνω στο σαπούνι, είπε. Ο Σπύρος δεν έκανε τίποτε με την Αθηνά. Κοιμήθηκε στο κάθισμά του και φύγαμε άρον άρον, ροχαλίζει απαίσια ο μπαγάσας...
-----
Έκανα να τρέξω πίσω της, αλλά βλέποντας τις στρατιές των μυρμηγκιών που είχαν κατακλύσει το δωμάτιο, σταμάτησα και γύρισα να συνεχίσω τη μάχη μαζί τους. Μπορεί και να προτίμησα τη μάχη εκείνη από την ερωτική, για την οποία δεν ήμουν και τόσο ετοιμοπόλεμος, παιδί δεκαεφτά χρόνων.

Την παραξενεύουν, την τρομάζουν ίσως τα λόγια που της λέω καμιά φορά για μερικούς άξεστους καραβανάδες, για την ανόητη έπαρση και την κουφότητα ανθρώπων που καμαρώνουν για τα γαλόνια τους και για την εξουσία που κατέχουν. Τώρα στην Κυβέρνηση της χώρας έχει εγκατασταθεί εκείνη η θλιβερή τριμελής παρέα.
-----
Το τραγούδι τελειώνει, πριν από λίγους μήνες ο Δημήτρης θα έβαζε κατόπιν το "Έεερχεται! Το καμάρι της Ελλάδος", τώρα αυτοί που κυβερνούν δεν επιτρέπουν τέτοια άσματα, καλά τον Θεοδωράκη, αλλά και τον δικό μας, ρε καρντάσια; Ποιος σας προώθησε, ποιος σας έδωσε τα γαλόνια, ρε αγνώμονες;
-----
Τότε, σε όλα τα μέσα, κυριαρχούσε το σύνθημα της χούντας: "Χριστός ανέστη, η Ελλάς ανέστη!" και εμείς κρυφά λέγαμε με τον Δημήτρη: "Η Ελλάς εχέστη!".
-----
Καθώς είχαμε ξαπλώσει ολόγυμνοι στην άμμο και λέγαμε διάφορα για γυναίκες, όντας και οι τρεις εν διεγέρσει με γενναίες στύσεις, ο Τάσος μάς ρώτησε:
- Τι θα κάναμε; Θα πηγαίναμε με τη μάνα μας αν τύχαινε να μείνουμε μόνοι στον Κόσμο με αυτή;
Εγώ είπα ναι και τότε ο Κυριάκος έσπευσε να μου πει:
- Καλά, για σένα δεν θα ήταν και αμάρτημα, αφού η κυρα-Τασία δεν είναι η πραγματική σου μάνα.
-----
[...] με έπιανε εκείνη η δυσάρεστη διάθεση ότι εμείς οι ασφαλισμένοι στο ΙΚΑ δεν είμαστε παρά δευτέρας διαλογής πολίτες. Βέβαια, η πεθερά μου ισχυριζόταν ότι ο γιατρός που είχε σύμβαση με το ΙΚΑ και της έγραφε τα φάρμακά της φερόταν με απέραντη ευγένεια και πάντα την εξυπηρετούσε. Και όλα αυτά, έλεγε η πεθερά μου, με ένα εικοσάρικο που του βάζω κάθε φορά μέσα στο βιβλιάριο.
-----
Είχα το γαλακτοπωλείο, ο πατέρας μου έφτιαχνε το καλύτερο γιαούρτι, όμως δεν πατούσε πόδι ανθρώπου. Ούτε φαντάροι στις εξόδους τους, που γέμιζαν ο δρόμος και η πλατεία στο χακί, άσε τους δικούς μας χαφιέδες. Ένας έφεδρος αξιωματικός, συγγενής της γυναίκας μου, μου είπε ότι τους είχαν δώσει καταλόγους με μαγαζιά στα οποία δεν έπρεπε να ψωνίζουν. Πρώτο και καλύτερο το δικό μου. Αυτή ήταν η ανταμοιβή μας γιατί πήραμε το όπλο να πολεμήσουμε τον Γερμανό στην Κατοχή.
-----
Η κυρία υπουργός μιλάει από τηλεοράσεως και εκθειάζει το έργο που γίνεται στο Εθνικό Σύστημα Υγείας. Έλα μια μέρα αποδώ και τα λέμε, κυρία μου. Κολονοσκόπηση αύριο, και να πίνεις όλη μέρα εκείνο το νερό με το φάρμακο. Τρέχεις στην τουαλέτα να προλάβεις και υπάρχει μια μοναδική λεκάνη για πενήντα άτομα που είμαστε στην παθολογική. Σκατά, κυρία μου.
-----
Με είχαν βάλει σε έναν θάλαμο με άλλα είκοσι τρία άτομα. Στο βάθος του θαλάμου ήταν εντοιχισμένη μια τεράστια επιγραφή: ΘΑΛΑΜΟΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ. Σκεφτόμουν ότι μάλλον για νεκροθάλαμο τον είχαν άλλοτε, και χωρίς να δώσω σημασία στις προειδοποιήσεις των γιατρών για τον κίνδυνο που διέτρεχε η ζωή μου, ζήτησα και πήρα εξητήριο "οικεία βουλήσει".
-----
Συμπληρώνουμε τα δελτία μας, περιμένοντας ανά πεντάλεπτο μήπως μας χαμογελάσει η τύχη, παρόλο που το ξέρουμε καλά και το διατυμπανίζουμε ότι όλα αυτά είναι στημένα, αλλά παίζουμε, ποιος ξέρει μπορεί καμιά φορά να αφήσουν και κανέναν να κερδίσει. Για διαφημιστικούς σκοπούς.
-----
Κολυμπάμε στα ποτάμια, πιάνουμε τζιτζίκια, κυνηγάμε πουλιά και οι μέρες είναι μεγάλες και χωράνε τα τόσα πολλά που κάνουμε, μαζί με όλα όσα ονειρευόμαστε να κάνουμε. Είχαμε και καναρίνι μέσα στο σπίτι, κι εγώ του έβαζα να τρώει σπόρους από κανναβούρι, ακόμη και κάρδαμου σπόρους. Και τώρα, κάποιες νύχτες, φτάνει μέσα στο μικρό μου δωμάτιο μακρινός ο απόηχος από το γλυκό κελάηδημά του.

Δημήτρης Πετσετίδης, Εν Οίκω, εκδόσεις Μεταίχμιο

1 σχόλιο:

成人影城 είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.

Οι... "300" ηρωικοί αναγνώστες