Φωτογραφίες: Δημήτρης Μακρής
Μπαίνοντας στον καθησυχαστικά απαράλλαχτο χώρο του Κυττάρου, βράδυ Σαββάτου, βρίσκεις αρκετό κόσμο να έχει ήδη γεμίσει τα περισσότερα τραπέζια. Στον χώρο των ορθίων, κάποιοι αναζητούν την καλύτερη γωνιά για να σταθούν, άλλοι περιμένουν να αφήσουν το παλτό τους στην υποδοχή, κι άλλοι κουβεντιάζουν ήδη με την παρέα που είχαν δώσει ραντεβού, με το πρώτο ποτό της βραδιάς στο χέρι.
Κοιτώντας προς τη μεριά της ακόμα άδειας από ανθρώπινη παρουσία σκηνής, έρχεσαι αντιμέτωπος με μία οπτική ρετροσπεκτίβα στη μέχρι τούδε δισκογραφική πορεία του Φοίβου Δεληβοριά: επί της μεγάλης τετράγωνης επιφάνειας στο πίσω μέρος παρελαύνουν τα εξώφυλλα των άλμπουμ, σελίδες από τα ένθετα, φωτογραφίες και στίχοι. Μέχρι και τη σχεδόν ξεχασμένη πια ταινία γνησιότητας πήρε κάπου το μάτι μου -ξέρετε, εκείνη που αν επιχειρούσες να την αφαιρέσεις από το CD, άφηνε διά παντός το αποτύπωμά της επάνω του.
Σε αντίστοιχα ανεξίτηλα αποτυπώματα επιχειρεί να αναφερθεί και με το περιεχόμενο των φετινών παραστάσεών του ο Δεληβοριάς, ανατρέχοντας, με χρονολογική σειρά, στα οχτώ προσωπικά άλμπουμ που έχει κυκλοφορήσει μέχρι σήμερα. Αν και οι στάμπες που τον ενδιαφέρουν δεν είναι χειροπιαστές: αφορούν στη δική του σχέση με τα τραγούδια όπως αυτά ηχογραφήθηκαν σε κάθε εποχή, αλλά και στη σύνδεση με τους ακροατές του μέσω αυτών.
Η έναρξη έρχεται λίγο μετά τις 22:30: τα φώτα χαμηλώνουν, οι μουσικοί ανεβαίνουν στη σκηνή, και οι πρώτοι ήχοι που ακούγονται συνθέτουν ένα κάπως χαοτικό κολάζ θραυσμάτων από τους δίσκους. Ο πρωταγωνιστής βγαίνει τελευταίος, κάθεται στο σκαμπό του, και πιάνει την κιθάρα, για να ξεπηδήσει μέσα από το χάος η τάξη: "Απόψε φεύγει απ’ την Αθήνα το κορίτσι που αγαπώ..." Είναι η μόνη παρασπονδία στη χρονολογική ροή της παράστασης, κι ένας συγκινητικός φόρος τιμής στον άνθρωπο -κάποιον Μάνο Χατζιδάκι...- που έδωσε στον Δεληβοριά το διαβατήριο για τη δισκογραφία, στην τρυφερή ηλικία των 16 ετών.
Το κοινό δεν αργεί να ζεσταθεί. Μπορεί τα τραγούδια από την Παρέλαση να τα ξέρουν καλά λίγοι, όμως το "να να να..." ρεφρέν του "Με Φλάουτα Και Κιθάρες" διευκολύνει ένα πρώτο, δειλό έστω, τραγούδισμα εν χορώ. Λίγο μετά, με το που ξεκινά "Η Μπόσα Νόβα Του Ησαΐα", οι ευοίωνες προοπτικές της βραδιάς γίνονται πασιφανείς• και δεν διαψεύδονται ποτέ στη συνέχεια.
Ο Δεληβοριάς είναι σε μεγάλη φόρμα. Πότε καθισμένος, πότε όρθιος, με την κιθάρα ή χωρίς, ερμηνεύει άψογα και με καρδιά. Είναι προφανές ότι στη σκηνή του Κυττάρου νιώθει σαν στο σπίτι του, και γρήγορα μετατρέπεται σε κουλ οικοδεσπότη, που αποπνέει καλοσύνη και σιγουριά. Κάποιες φορές εντοπίζει ανάμεσα στο κοινό φίλους του, και τους απευθύνεται με το όνομά τους• άλλες πάλι εγκαταλείπει το κέντρο της σκηνής για να πλησιάσει στα άκρα, και να τραγουδήσει απευθυνόμενους στους «αδικημένους» που βρίσκονται εκεί.
Σε φόρμα, όμως, είναι και η ομάδα που χρόνια τώρα τον πλαισιώνει -και την οποία εκείνος δεν αμελεί ποτέ να εκθειάσει. Ο Κωστής Χριστοδούλου (πλήκτρα), ο Σωτήρης Ντούβας (τύμπανα), ο Yoel Soto Gonzalez (μπάσο), ο Κώστας Παντέλης (κιθάρα) και ο Χρήστος Λαϊνάς (πλήκτρα, λάπτοπ, κιθάρα, κρουστά, μπουζούκι, φωνή), αριστοτέχνες όλοι τους, στήνουν έναν ήχο ανάγλυφο, βοηθούμενοι και από τον επίσης παλιό συνεργάτη, έμπειρο ηχολήπτη και παραγωγό, Γιάννη Πετρόλια.
Η προσέγγιση σε ό,τι αφορά τις ενορχηστρώσεις των τραγουδιών είναι η αληθινή έκπληξη της παράστασης. Κι αυτό γιατί έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με τη "γραμμή Dylan" που ακολουθούσε μέχρι πρότινος, και για πολύ παραπάνω από μία δεκαετία, ο Δεληβοριάς. Τότε προτεραιότητα είχαν η λαχτάρα για το άγνωστο, το πείραμα και το παιχνίδι, με τους μουσικούς να έχουν το πάνω χέρι, και τα τραγούδια να προσαρμόζονται στις εκάστοτε διαθέσεις τους, καταλήγοντας συχνά αγνώριστα. Είχε ομολογουμένως πολύ ενδιαφέρον εκείνη η αρτίστικη διάθεση, που υπέσκαπτε και την κάπως θρησκόληπτη αντίληψη ότι οι στουντιακές ηχογραφήσεις είναι κάτι σαν τις πλάκες που κατέβασε ο Μωυσής από το Όρος Σινά.
Όμως έρχεται κάποτε η στιγμή που λες "νισάφι"· που θες να ξαναφωνάξεις δυνατά τους στίχους από τα αγαπημένα σου τραγούδια, με τις μελωδίες και τους ρυθμούς που ήξερες. Ο Δεληβοριάς, λοιπόν, μάς κάνει φέτος αυτή τη χάρη: τα τραγούδια αποκτούν ξανά τη μορφή με την οποία τα πρωτογνωρίσαμε, χωρίς όμως να έχει εξαλειφθεί εντελώς η συμβολή της φαντασίας των μουσικών· η λέξει-κλειδί τώρα είναι "ισορροπία". Η ατακαριστή γκρούβα του "Το ‘πα - Το ‘κανα", το ζωηρό παιχνίδισμα του "Ένας Σκύλος Στο Κολωνάκι", το παιδικό πιάνο στο "Καταφύγιο", κι ένα σωρό άλλες ηχητικές λεπτομέρειες από τους δίσκους, μετατρέπουν τη συναυλία σε πάρτι της μνήμης: μάς εκτοξεύουν πίσω, στις στιγμές εκείνες που σφυρηλάτησαν τη σχέση μας μαζί τους, και με τον δημιουργό τους.
Δεν πέφτουν, πάντως, όλοι αμαχητί στο δίχτυ που τόσο επιτήδεια έχουν υφάνει ο Δεληβοριάς και οι φίλοι του. Απέναντι ακριβώς από εκεί που κάθομαι στέκει ένα νεαρό κορίτσι, παρακολουθώντας με την παρέα της τη συναυλία, με μια απάθεια που μου κάνει εντύπωση. Μέχρι το διάλειμμα, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, δεν έχει τραγουδήσει έστω δυο λέξεις, δεν έχει κουνηθεί με τον ρυθμό... Κοιτάζει απλώς προς τη σκηνή, με μια στωικότητα, με κάτι σαν υπομειδίαμα στην έκφραση του προσώπου της -σαν να απορεί προς τι όλος αυτός ο σαματάς. Είναι προφανέστατα η πιο δύσκολη ακροάτρια απόψε. Αλλά λίγο πριν το τέλος έχει κι εκείνη παραδοθεί στο ευφορικό κλίμα που τυλίγει ολόκληρη την αίθουσα.
Να έχει συμβάλει άραγε στην παράδοσή της το encore της βραδιάς, όπου ο Δεληβοριάς επιλέγει να πει, μόνος με την κιθάρα του, τις -κατά δήλωσή του- τρεις μεγαλύτερες επιτυχίες του; Ίσως... Πρόκειται, βέβαια, για "Το Ελεφαντάκι" του Γιώργου Χατζηπιερή ("γονείς με σταματάνε στον δρόμο και μου λένε
"όχι άλλο "Ελεφαντάκι", ρε πούστη""), για το "Όταν Σου Χορεύω", που ο τραγουδοποιός έγραψε για τη Ρένα Μόρφη, και για το "Ο Κόσμος Σου", που πρωτοακούσαμε από τη Νεφέλη Φασούλη. Δεν ξέρω για τα άλλα δύο, πάντως το τελευταίο είναι ένα τραγούδι που θα άκουγα ευχαρίστως στο κλείσιμο κάθε συναυλίας -του Δεληβοριά, ή όποιου άλλου.
"όχι άλλο "Ελεφαντάκι", ρε πούστη""), για το "Όταν Σου Χορεύω", που ο τραγουδοποιός έγραψε για τη Ρένα Μόρφη, και για το "Ο Κόσμος Σου", που πρωτοακούσαμε από τη Νεφέλη Φασούλη. Δεν ξέρω για τα άλλα δύο, πάντως το τελευταίο είναι ένα τραγούδι που θα άκουγα ευχαρίστως στο κλείσιμο κάθε συναυλίας -του Δεληβοριά, ή όποιου άλλου.
Όταν η μουσική σταματά, θέλεις κι άλλο. Ναι, παίχτηκαν 38 τραγούδια, αλλά υπάρχουν πολλά ακόμα, από τα αγαπημένα, που δεν χώρεσαν. Κι ας ακούστηκαν τόσες ιστορίες, γνωστές ή άγνωστες, κι ας γέλασες τρανταχτά με τον τρόπο που τις αφηγήθηκε ο πρωταγωνιστής, κι ας κύλησαν τρεις ώρες και βάλε· δεν θα πείραζε αν ήταν άλλες τόσες.
Η φετινή σειρά εμφανίσεων του δημοφιλούς καλλιτέχνη μπορεί να ιδωθεί ως μία από καρδιάς κατάφαση στο δισκογραφημένο παρελθόν του. Στο παρελθόν του οποίου πολλές πλευρές ο ίδιος στηλίτευσε κατά καιρούς δημοσίως· και καλώς έκανε, αν έτσι ένιωσε τότε. Ίσως ο χρόνος, που όλα τα λειαίνει, να άφησε να κατασταλλάξουν αλλιώς τα πράγματα μέσα του. Στο κάτω κάτω, τα τραγούδια του Δεληβοριά δεν είναι πια ακριβώς δικά του· είμαστε κι εμείς εδώ, μίστερ. Κι αν τελικά οι βραδιές του Κυττάρου δεν μαρτυρούν απαραίτητα την πλήρη αποδοχή από μέρους του της όλης ιστορίας, σίγουρα αποτελούν ένα μεγάλο «ναι» στη δική μας θέληση να την ξαναδούμε να ξετυλίγεται εμπρός μας· είτε όντως τη ζήσαμε τότε μαζί του, είτε απλώς θα θέλαμε να ‘μασταν εκεί.
Setlist:
1. Ο Ταχυδρόμος
2. Με Φλάουτα Και Κιθάρες
3. Η Επέτειος
4. Ερωτικό Για Δυο Αγγέλους
5. Η Μπόσα Νόβα Του Ησαΐα
6. Το ‘πα - Το ‘κανα
7. Πατήρ Φοίβος Ολομόναχος
8. Αφού Δε Μ’ Αγαπάς...
9. Η Κική Κάθε Βράδυ
10. Εκείνη
11. Ένας Σκύλος Στο Κολωνάκι
12. Χάλια
13. Φώτης (Ένα Τραγούδι Για Τον Πατέρα Μου)
14. Θέλω Να Σε Ξεπεράσω
15. Δεν Ξέρω Τι Είναι
16. Αυτή Που Περνάει
17. Ο Καθρέφτης
18. Η Υβρεοπομπή
19. Η Όμορφη Πόρτα
Διάλειμμα
20. Η Πέρα Χώρα
21. Αδιάκοπα
22. Το Καλοκαίρι Θα ‘ρθει
23. Bolero
24. Θα ‘θελα Να ‘μουνα Εκεί
25. Χωρίς
26. Το Καταφύγιο
27. Ερημιά Στην Καλλιθέα
28. Ο Μπάσταρδος Γιος
29. Ο Ξένος
30. Κουνελάκι
31. Μόνο Ψέματα
32. Κάποια Παιδάκια
33. Ο Λωτοφάγος
34. Άγρια Ορχιδέα
35. Μπαλάντα
Encore
36. Το Ελεφαντάκι
37. Όταν Σου Χορεύω
38. Ο Κόσμος Σου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου