Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2022

Υπογραμμίσεις XLI: Πάνος Καρνέζης

Το πρώτο μυθιστόρημα του Πάνου Καρνέζη μού το δώρισε η ξαδέρφη μου η Ντίνα, για τα γενέθλιά μου, το 2007. Πάντα μού έκανε κλικ το ονοματεπώνυμο του συγγραφέα -είναι κατάλληλο για καριέρα, ας πούμε- κι όλο έλεγα να το πιάσω, αλλά ποτέ δεν "τύχαινε". Φέτος, το αποφάσισα· το σκηνικό του βιβλίου είναι η μικρασιατική καταστροφή και η επέτειος των 100 χρόνων σίγουρα βοήθησε.

Ο Καρνέζης είναι ενδιαφέρουσα περίπτωση συγγραφέα, εξ αρχής, από την άποψη ότι είναι ένας Έλληνας που γράφει στα αγγλικά, κι έπειτα μεταφράζει ο ίδιος τα βιβλία του για την ελληνική αγορά. Το γεγονός αυτό "χτυπάει" σε αρκετά σημεία του Λαβύρινθου -μιλάω για την αρχική έκδοση, από τα Ελληνικά Γράμματα, που έχω στα χέρια μου. Χωρίς, δηλαδή, να γνωρίζω την προαναφερθείσα ιδιαιτερότητα, βρήκα στο βιβλίο διάσπαρτα μικροπροβλήματα στην έκφραση και στη σύνταξη, τα οποία έμοιαζαν αδικαιολόγητα. Ενδεχομένως σε μετέπειτα εκδόσεις -πλέον το βιβλίο κυκλοφορεί από τον Πατάκη- αυτά να έχουν διορθωθεί.

Πέρα από αυτό, πάντως, ο Καρνέζης αναδεικνύεται, από το ντεμπούτο του κιόλας, σε ικανότατο μυθιστοριογράφο: όχι μόνο στήνει μια πολυπρόσωπη ιστορία με ενδιαφέρουσα πλοκή και ανατροπές, όχι μόνο καταφέρνει να προσδώσει βάθος στους χαρακτήρες του, αλλά μεταφέρει και πλήθος εικόνων με παραστατικότητα και τεχνική δεινότητα, ενώ καταφέρνει να εισάγει -από την πίσω πόρτα- πλήθος φιλοσοφικών προβληματισμών και παρατηρήσεων. Οι 450 σελίδες του έργου μπορεί να μην κύλησαν εξίσου ομαλά, όμως η τελική αίσθηση είναι σαφώς θετική.
Του έκανε εντύπωση το πώς στο μέσο αυτής της πιο δύσκολης στιγμής οι άνδρες του σκέφτονταν τη μαύρη αγορά.

"Όταν βουλιάζει το καράβι", βρήκε την εξήγηση, "τα ποντίκια βγαίνουν στο κατάστρωμα".
-----
"Αν τα σκυλιά μιλούσαν [...] θα μας μάθαιναν ταπεινοφροσύνη".

Ο σκύλος χτύπησε το χώμα με την ουρά του μερικές φορές. Ο ταγματάρχης Πορφύριος γύρισε το κεφάλι και κοίταξε το ζώο με δυσπιστία. Δεν μπορούσε να το φανταστεί σαν ένα ον ηθικά ανώτερο. Αλλά σεβόταν το ένστικτό του να αντιμετωπίζει το κακό απλώς σαν ένα φυσικό συμβάν - σαν κάτι που δεν μπορούσε να αποτρέψει, αλλά μπορούσε να ξεφύγει απ' αυτό. Ένας σκύλος είναι σαν ένας ξένοιαστος τρελός, σκέφτηκε. Έσπρωξε το πηλίκιό του πιο πάνω κι ετοιμάστηκε να παρακολουθήσει τη δύση σαν να ήταν μια θεατρική παράσταση.
-----
"Δεν πρέπει να αφήνουμε τα προσωπικά μας πάθη να επηρεάζουν τη μεγαλοψυχία μας."
-----
"Αυτός ο πόλεμος..."

"Όλοι κάποιο σταυρό κουβαλάμε", αποκρίθηκε ο ιερέας, όπως συνήθιζε να λέει σε ανάλογες περιπτώσεις.

"Ένα σταυρό", επανέλαβε ο μέραρχος και επιστράτευσε όσο χιούμορ είχε απομείνει στην καρδιά του. "Στην ηλικία μου δε θα 'πρεπε να σηκώνω βάρη, πάτερ".

"Η ανηφόρα του Γολγοθά είναι απότομη".

Ο μέραρχος χασκογέλασε.

"Δεν είναι η ανηφόρα που με ανησυχεί, πάτερ, αλλά η σταύρωση μετά".

Ο δούλος του Θεού μπορούσε να προσφέρει μόνο ένα χαμόγελο.

"Φυσικό είναι να φοβάστε. Αλλά η σωτηρία μπορεί να περιμένει στην επόμενη γωνία".

"Αυτός ο Κρανίου Τόπος δεν έχει γωνίες".
-----
"Και με τον πόλεμο, κύριε καθηγητά;"

"Τον πόλεμο; Εσύ πρέπει ν' ανακαλύψεις το εμβόλιο γι' αυτό".

Ο ανθυπίατρος γέλασε πικρόχολα.

"Δεν υπάρχει εμβόλιο κατά της ανοησίας, κύριε καθηγητά".

Ο γέρος σήκωσε τους ώμους και θύμισε στον νεαρό μία απ' τις πιο διάσημες επιτυχίες του.

"Α, ναι. Αυτό είχαν πει και για τη λύσσα".
-----
"Το αποκαλούν το θέατρο του πολέμου [...] αλλά μού φαίνεται πως μάλλον μοιάζει με τσίρκο".
-----
Ο ήλιος δεν είχε ακόμα φανεί. Μια γραμμή από γαλάζιο φως απλωνόταν αργά στον ορίζοντα, όπου ένας πορφυρός ουρανός άνοιγε σαν βαριά αυλαία. Τα όρνια δεν είχαν φτάσει ακόμα, ο αέρας είχε ησυχάσει, το χώμα ήταν ακόμα δροσερό - μια σύντομη στιγμή ηρεμίας που δινόταν σαν φάρμακο μόνο μια φορά την ημέρα.
-----
Ο μέραρχος παρακολούθησε από την καρότσα να μουλάρια να περνούν, χώνοντας τα κεφάλια τους στις ταΐστρες από λινάτσα που είχαν περασμένες στο λαιμό. Με τα χαλινάρια τους έδιναν την εντύπωση μιας παράταξης αθώων στην εξέδρα της αγχόνης, φορώντας κουκούλες και θηλιές. Η ζωή, όπως έδειχναν τα πράγματα, ήταν ένα τεράστιο προνόμιο που είχε παραχωρήσει κάποιος ηγεμόνας, ο οποίος ήθελε να το ανακαλέσει όταν αντιλήφθηκε την υπερβολή της δωρεάς του.
-----
"Η λωποδυσία είναι μια ενασχόληση για περιόδους ειρήνης".
-----
Ήταν σχεδόν μεσημέρι κι η ζέστη στεκόταν στον αέρα σαν βαριά κουρτίνα. Στα λίγα δέντρα, τα τζιτζίκια εξέπεμπαν ένα βόμβο σαν απελπισμένο ραδιοτηλεγραφικό μήνυμα. Ο ηλικιωμένος αξιωματικός έβαλε το χέρι αφήλιο κι αγνάντεψε το ήσυχο τοπίο. Πέρα από τις καμπούρες μιας λοφοσειράς διέκρινε κάτι ερείπια - ένας αρχαίος ναός; Πολύ πιθανόν. Η Μικρασία ήταν διάσπαρτη από αυτούς. Ήταν οι σκόρπιες σελίδες ενός βιβλίου που κανένας δεν ήθελε να διαβάσει.
-----
Οι δύο άνδρες στέκονταν στον ήλιο σαν αριθμοί σε μια εξίσωση που δεν είχε λύση. Ήταν μεγαλοφυής ιδέα να θεμελιωθεί μια θρησκεία στην πλήρη αποδοχή της εγκόσμιας δυστυχίας: καμιά υπόσχεση δε χρειάζεται έτσι να εκπληρωθεί σε τούτη τη ζωή.
-----
"Θα 'ρθει μια μέρα που ο κόσμος θα αρρωσταίνει μόνο όταν εμείς οι γιατροί τού λέμε. Μέχρι τότε, είμαστε ανοιχτά όλο το εικοσιτετράωρο".
-----
Έσπασε ένα κομμάτι γαλέτα, το βούτηξε στη φασολάδα και μάσησε αργά. Όλα στον τρόπο που έτρωγε έδειχναν άνθρωπο που είχε ήσυχη τη συνείδηση. Δεν ήταν φαρισαίος - γνώριζε ακριβώς τους περιορισμούς του χαρακτήρα του και τις ικανότητές του. Αλλά ήξερε επίσης πως έκανε ό,τι μπορούσε κάτω απ' τις παρούσες συνθήκες. Ήταν αυτό το σπάνιο είδος ανθρώπου που δεν είναι υπεύθυνος για την ασχήμια του κόσμου κι έτσι μπορεί να κοιμάται ήσυχος ακόμα και μες στο πιο καυτό καζάνι της Κόλασης - ότι θα κατέληγε ποτέ εκεί αυτός. Μόνο που ίσως η θεϊκή καρδιά του, άσπιλη κι άψογη σε πρώτη ματιά σαν κρύσταλλο Βοημίας, μπορούσε να κρύβει το ελάττωμα της αναλγησίας που μερικές φορές σχετίζεται με την τελειότητα, σκέφτηκε ο συνταγματάρχης Νέστωρ. Αλλά ποιος μπορούσε να πει πως ο ηλικιωμένος αξιωματικός αυτή τη στιγμή δε φθονούσε απλώς τον κατώτερό του εξαιτίας των δικών του αδυναμιών;
-----
"Για κοίτα", αναρωτήθηκε. "Προς στιγμήν νόμισα πως φορούσα τη στολή κάποιου άλλου".

Ο ανθυπίατρος σήκωσε τα μάτια απ' την καραβάνα.

"Θα μπορούσε να 'ταν χειρότερα. Να νομίζετε πως είστε κάποιος άλλος που φορά τη στολή σας".
-----
[...] πίστευε ανέκαθεν πως το ανθρώπινο ον και το περιβάλλον του χωρίζονται μονάχα από μια λεπτή, διαπερατή μεμβράνη, μέσα απ' την οποία οι συμφορές περνούν απ' τη μια στην άλλη κατεύθυνση. Πώς μπορούσε να διατηρήσεις κάποιος υγιές το πνεύμα όταν τα πάντα γύρω του γίνονταν κομμάτια; Ήταν η επιστημονική αρχή της όσμωσης.
-----
"Δεν υπάρχει έλλειψη από προσφορές όταν κάποιος θέλει να πεθάνει. Είναι η επιθυμία να συνεχίσει να ζει κανείς που βάζει τον κόσμο σε μεγάλους μπελάδες".
-----
Η ζωή ήταν σαν βράχος στις πλάτες κάποιου που επιχειρεί να περάσει κολυμπώντας ένα χείμαρρο - τι θα γινόταν αν αφηνόταν απλώς στο ρεύμα; Κοίταξε στον ορίζοντα: δεν υπήρχε τίποτα. Η λήθη - ήταν, έπρεπε να παραδεχτεί, μια τρομαχτική σκέψη. Το άλογο τέντωσε το λαιμό του και μάσησε μερικά φύλλα, αλλά ο δεκανέας τράβηξε απότομα τα ηνία με κακεντρέχεια. Ο ταγματάρχης σκυθρώπιασε.

"Μην το κάνεις αυτό. Τα άλογα είναι ένα ευγενές είδος. Δυστυχώς, όμως, όποιος εφηύρε τη μοτοσικλέτα τής έδωσε μουλαρίσιο κεφάλι".
-----
Ήρθε με το κουτί πρώτων βοηθειών, που δεν περιείχε τίποτα περισσότερο από ένα μπουκάλι αιθέρα κι ένα μπουκάλι καθαρό οινόπνευμα, ένα κομμάτι βρόμικο βαμβάκι και κάμποσους παλιούς, λεκιασμένους επιδέσμους που είχαν πλυθεί άπειρες φορές. Το κουτί ήταν σαν τα φορητά ιερά σκεύη ενός ιεραποστόλου: αντικείμενα που είχαν περισσότερο συμβολική παρά θεραπευτική αξία. Δεν ήταν μόνο η πίστη στη θρησκεία, αλλά κι εκείνη στην επιστήμη που μπορούσε να θεραπεύσει, είχε ανακαλύψει ο ανθυπίατρος στη διάρκεια της παρατεταμένης μαθητείας του στο μέτωπο.
Μετά το θάνατό του, το σπίτι θα περνούσε στην αδελφή του. Χαιρόταν που θα υπήρχε κάποιος απ' την οικογένεια που θα ζούσε όταν αυτός θα είχε πια φύγει, αλλά δεν μπορούσε να μην αναρωτηθεί: η αδελφή του τον θεωρούσε ήδη νεκρό; Μια αίσθηση ναυτίας τον κυρίευσε όταν σκέφτηκε την πιθανότητα να διαγραφεί απ' τη μνήμη ενός αγαπημένου προσώπου. Για να εξαγνίσει τη δυσάρεστη σκέψη, παραδέχτηκε πως είναι ματαιοδοξία να θεωρεί κανείς τον εαυτό του κρίσιμο γρανάζι σε μια κολοσσιαία και πολύπλοκη μηχανή που θα έπαυε να λειτουργεί αν αυτό αφαιρούνταν.

Σκέφτηκε κι άλλο την πατρίδα. Σύγκρινε την αντοχή της παλιάς του εκκλησίας με την προχειρότητα του αυτοσχέδιου παρεκκλησιού που είχε φτιάξει εδώ στην Ανατολία και για πρώτη φορά από την απόβαση κατάλαβε πόσο ανέφικτο ήταν το εγχείρημα που είχε αναλάβει το εκστρατευτικό σώμα: ήταν εισβολείς. Ακόμα κι αυτός ήξερε πως η μία μετά την άλλη οι αυτοκρατορίες διαλύονταν, αργά αλλά αδυσώπητα: οι Γάλλοι, οι Αψβούργοι, οι Οθωμανοί... Κι όμως ήταν τώρα που η πατρίδα είχε πάει στον πόλεμο, κοιτώντας με λαχτάρα πίσω στο δικό της, πολύ παλιό αλλά αξέχαστο, αυτοκρατορικό παρελθόν.
-----
Ο καταυλισμός δεν έμοιαζε πιο αληθινός από δυσδιάστατα σκηνικά σε σκηνή θεάτρου. Ο ταγματάρχης σκέφτηκε πως ήταν μια ταιριαστή παρομοίωση: κι εκείνος ήταν ηθοποιός σε μια παράσταση που είχε κατέβει άρον άρον, παρά τη δική του γενναία ηθοποιία. Κι αυτή η στολή... Έβαλε τα χέρια του στις τσέπες - αγαπούσε το στρατό, αλλά η εκστρατεία τον είχε κάνει να νιώθει πως φορούσε ένα φτηνιάρικο θεατρικό κοστούμι.
-----
Ήταν νέος για ταγματάρχης κι ακόμα περισσότερο για επιτελάρχης, αλλά η μαχαιριά από μια ξιφολόγχη που είχε δεχτεί στο πρόσωπο, στην αρχή της εκστρατείας, του έδινε ένα αυστηρό ύφος. Η καρδιά του έκρυβε μια ακόμα πιο βαθιά πληγή: από την αρχή πίστευε πως αυτός ο πόλεμος ήταν άσκοπος. Αλλά ήταν στρατιώτης κι είχε συμμορφωθεί με τις διαταγές - σαν παιδί που ο αυστηρός πατέρας το διατάζει να φάει όλο το φαγητό του. Άδειασε το ποτήρι του κι αμέσως το ξαναγέμισε. Η κίτρινη σκόνη που τον σκέπαζε απ' την κορυφή ως τα νύχια τον έκανε να μοιάζει σαν σέπια φιγούρα σε παλιά φωτογραφία.
-----
Όταν ο ηρωισμός, η θρησκευτική πίστη κι ο πατριωτισμός αποτύγχαναν, ήταν η πειθαρχία που πρόσφερε μια κάποια παρηγοριά: η απόδειξη πως υπήρχε ακόμα τάξη στο σύμπαν. Πόσο μάλλον όταν αυτή η τάξη μπορούσε να επιτευχθεί με τόσο μικρό κόστος: γυάλισε ένα ζευγάρι λασπωμένες αρβύλες, αντικατάστησε μερικά κουμπιά που έχουν φύγει, ράψε μια σκισμένη επωμίδα.
-----
Η εξαφάνιση του ευνουχισμένου αλόγου είχε βαθιά επίδραση πάνω του. Δεν ήταν μόνο το γεγονός ότι τώρα ήταν πεζός - αν κι αυτό σίγουρα συνεισέφερε στη δυστυχία του. Η αλήθεια ήταν πως ένιωθε και μοναξιά. Μόνο τώρα κατάλαβε πως το ζώο τού πρόσφερε μια ανεκτίμητη, κάτω απ' τις παρούσες συνθήκες, αίσθηση συντροφικότητας - κάποιος μπορούσε να προσφέρει σε εκείνο λίγη απ' τη στοργή που απαγορεύει το πρωτόκολλο του ανδρισμού. Ακόμα κι ο ιερέας είχε σκύλο, σκέφτηκε ο δεκανέας, και τι να πει για το μάγειρα που σκόρπιζε τα αποφάγια μετά το συσσίτιο και καθόταν να χαζέψει με τις ώρες τα ποντίκια που έρχονταν να φάνε; Ένιωσε ντροπή που είχε μεταχειριστεί το άλογο με περιφρόνηση και σκληρότητα - ήταν ένα δώρο που το είχαν πάρει πίσω από ένα αχάριστο παιδί.
-----
Η μυρωδιά του λίπους και του κρεμμυδιού έκανε το στόμα του υγρό. Ένιωθε ευτυχισμένος. Ήταν ένας άνθρωπος με απλά γούστα και βρισκόταν στην ευτυχή θέση να μπορεί να τα ικανοποιήσει ακόμα κι εκεί στον ερημότοπο. Είχε τη συνετή άποψη πως εκείνοι που επιμένουν να βγάζουν το λίπος και τη βρόμα στον αφρό της ζωής αναπόφευκτα θα πεινάσουν - αυτός, απ' την άλλη, έπαιρνε ό,τι εκείνη είχε να του προσφέρει με ευγνωμοσύνη.
-----
Πότε θα τελειώσει αυτό το μαρτύριο; ρώτησε ο ταγματάρχης Πορφύριος το είδωλό του στον καθρέφτη - ένα κοφτερό κομμάτι γυαλί βαμμένο απ' τη μια πλευρά με ασημί μπογιά που είχε αρχίσει να ξεφλουδίζει. Μπροστά του έβλεπε μια έκφραση αδιάλλακτης δυσαρέσκειας: τα ζαρωμένα φρύδια, η βαθιά ρυτίδα στη ράχη της μύτης, το επίμονο χείλος που στράβωνε στο άκρο του. Όπως όλοι οι άνδρες που εξουσιάζουν, είχε κι αυτός σμιλέψει το πρόσωπό του ολομόναχος, υπομονετικά και σχολαστικά, τα πρώτα χρόνια του ως αξιωματικός. Αλλά αυτή εδώ η στρυφνή έκφραση δεν του άρεσε κι άρχισε να τρίβει το πρόσωπό του με τα γεμάτα κάλους χέρια του, σαν κάποιος που προσπαθεί να σβήσει ένα σκίτσο που δεν πέτυχε.
-----
Πότε θα ξαναδώ την πατρίδα; αναρωτήθηκε άξαφνα. Είχε κάνει το καθήκον του, ακόμα κι αν διαφωνούσε με την εκστρατεία - ήταν το χρέος του στους άνδρες του που τον έκανε να παραμένει στο πόστο του. Αλλά τώρα ο πόλεμος είχε χαθεί και ενώ οι στρατηγοί ήταν στα σπίτια τους, αυτός βρισκόταν ακόμα σ' αυτή την αφιλόξενη χώρα. Αυτή η μοίρα δεν του άξιζε. Ο ταγματάρχης Πορφύριος ένιωσε σαν κάποιον που πάει νωρίς στο σταθμό, αλλά το τρένο του έχει ήδη φύγει.
-----
"Ακόμα κι οι αξιωματικοί είναι καμιά φορά άνθρωποι, υπολοχαγέ".

Αλλά η πανοπλία του αεροπόρου ήταν άτρωτη στα ξύλινα βέλη τέτοιου σαρκασμού.

"Η εμπειρία μου μ' έχει πείσει για το αντίθετο", απάντησε.

Η θρασύτητά του κατάφερε μόνο να εντείνει το θυμό του ταγματάρχη. Μέχρι εκείνη τη στιγμή η περιφρόνησή του για την αριστοκρατία ήταν κάτι όχι παραπάνω από μια αφηρημένη έννοια: η μπουρζουαζία, το κράτος, οι ξένες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Τώρα, επιτέλους, αποκτούσε πρόσωπο. Να ένας άνθρωπος να εκφράσει ο ταγματάρχης όλη του την αγανάκτηση. Στους μεγάλους επαναστατικούς ηγέτες έδειχνε εδώ κι αρκετό καιρό τη λατρεία του - αλλά ένα δόγμα χρειάζεται και θεούς και δαίμονες. Είχε νυχτώσει τώρα ολόγυρα στον καταυλισμό. Οι αστερισμοί ήταν μερικές φωτεινές κουκίδες στις ίριδες των δύο ανδρών: δεν ήταν αρκετές να φανερώσουν τα συναισθήματα που κρύβονταν πίσω από τα μάτια τους, αλλά έφταναν να γίνουν ένας ξεκάθαρος στόχος για να εξασκηθεί ο καθένας στη σκοποβολή. Ο ταγματάρχης Πορφύριος σημάδεψε κι έριξε άλλη μια προσβολή.

"Οι πόλεμοι", δήλωσε, "έχουν καταντήσει κυνηγετικές εξορμήσεις για την αναψυχή της άρχουσας τάξης".
-----
Ακίνητος και πεσμένος μπρούμυτα όπως ήταν και κάτω από τα στρώματα του ατμού, έδινε την εντύπωση ενός πτώματος τυλιγμένου σε σάβανο. Έπειτα από μια στιγμή αδράνειας ανακάθισε κι άρχισε να ψαχουλεύει τα σημάδια της ωριμότητας πάνω στο σώμα του. Υπήρχαν κάποια δώρα που τα χρόνια τού είχαν προσφέρει απλόχερα: τρίχες στα ρουθούνια, πλαδαρό δέρμα κάτω από κάθε μπράτσο, ένα τεράστιο ακορντεόν σε αντάλλαγμα της κάποτε επίπεδης κοιλιάς του. Το μόνο πράγμα με το οποίο η ζωή δεν είναι σφιχτοχέρα, συλλογίστηκε, είναι το ξίγκι.
-----
"Δεν έχω περάσει ακόμη από χωριό που να μην έχει γίνει κάποτε ένα θαύμα", είπε.

Ο ξενοδόχος ξεκούμπωσε τις μανσέτες και σήκωσε τα μανίκια του.

"Στην περίπτωσή μας υπάρχει αδιάσειστη απόδειξη. Το αποτύπωμα των σανδαλιών του αγίου φαίνεται ακόμα σ' ένα βράχο δίπλα στο δρόμο - πρέπει να γράψεις γι' αυτό".

Ο πολεμικός ανταποκριτής έβαλε τα χέρια στις τσέπες. Το όνειρο να γίνει διάσημος είχε τελικά παραχωρήσει τη θέση του στο γνωστό εφιάλτη τού να μείνει για πάντα ένας ασήμαντος ρεπόρτερ που θα πληρώνεται με το κομμάτι.

"Αναρωτιέμαι πώς στην ευχή, αν και κάθε μέρα κάπου γίνεται κι ένα θαύμα, το έθνος πάει απ' το κακό στο χειρότερο", είπε.

"Ο Θεός μάς δοκιμάζει, γιατί μας αγαπά περισσότερο απ' τους άλλους".
-----
Η γυναίκα ζάρωσε το μέτωπο σε μια έκφραση συμπόνοιας. Σκεφτόταν συχνά πως ο κόσμος ήταν ένα ρολόι όπου άνθρωποι σαν αυτήν και τον Γιουσούφ ήταν μικρά γρανάζια κάτω απ' τους δείκτες. Έδειξε στην κατεύθυνση του μπροστινού κήπου.

"Τα τριαντάφυλλα μυρίζουν τώρα υπέροχα. Μπορείς να αναστήσεις και νεκρούς, Γιουσούφ".

Ο κηπουρός ανασήκωσε τους ώμους.

"Το μυστικό είναι η κοπριά των βουβαλιών - όσο περισσότερο το σκατό τόσο περισσότερο και το άρωμα".
-----
Έπρεπε να περάσουν περισσότερα από τρία χρόνια στη Μικρασία για να πέσουν οι εθνικιστές και θρησκευτικές του παρωπίδες και να προσέξει τη φτώχεια και την απελπισία εκείνου του άλλου μέρους του πληθυσμού - θα ένιωθε λιγότερη έκπληξη αν είχε ανακαλύψει μια καινούργια ήπειρο. Κατάλαβε πως οι αιτίες που οδήγησαν στις ανείπωτες πράξεις βίας του εχθρού ήταν ο φόβος κι η αγανάκτηση που αναδίδονταν απ' το τέλμα αυτής εδώ της ασύμμετρης κοινωνίας. Λες και δεν έχουμε διαπράξει κι εμείς αρκετά εγκλήματα, σκέφτηκε, ξαναφέρνοντας στο νου με σύγκρυο τις εκτελέσεις των αμάχων. Πράγματι, συμπέρανε, ο εχθρός ήταν τελικά τόσο ανθρώπινος -ή απάνθρωπος- όσο κι αυτοί οι ίδιοι.

"Όχι μόνο το δεξί", είπε κουνώντας το κεφάλι, "αλλά και τα δυο μου τα μάτια πρέπει να 'ναι γυάλινα, για να μην το 'βλεπα ως τώρα".

Συνέχισε να παρακολουθεί το πλήθος των μουσουλμάνων να ασχολείται με το στοιχειωμένο επάγγελμά του. Του θύμιζαν σχόλιο γραμμένο με ανεξίτηλο μελάνι στο περιθώριο μιας σελίδας: μια απείθαρχη σημείωση δίπλα στην τελετουργική παράταξη του τυπωμένου κειμένου, μερικές φορές χρήσιμη μα πιο συχνά ενοχλητική κι αδύνατον να σβηστεί. Χρειάστηκε μόνο άλλη μια στιγμή για να πειστεί απόλυτα: αυτό ήταν το απολωλός ποίμνιό του. Μπορούσε, επιτέλους, να γίνει ο ιεραπόστολος του μάταιου ονείρου της νιότης του. Πρόβαρε τις λέξεις χαμηλόφωνα: "Απόστολος πάσης Ανατολίας". Ακούστηκε μεγαλοπρεπές.
-----
"Η δημοκρατία δεν θα κρατήσει για πολύ", είπε. "Ποιος θέλει να χάνει τον καιρό του γεμίζοντας μια κάλπη χαρτιά, όταν μια σφαίρα μπορεί να πετύχει το ίδιο αποτέλεσμα;"
-----
"Η Κόλαση είναι για πλούσιους και φονιάδες".
-----
Ήταν σαν δυο άνθρωποι που κοιτάζουν το ίδιο κέντημα από αντίθετες όμως πλευρές: εκείνη την εντυπωσίαζε ο ρομαντισμός της ανθρώπινης παρόρμησης, ενώ το μόνο που μπορούσε να δει εκείνος ήταν χαλαρές κλωστές κι άσχημοι κόμποι.
-----
"Η αγάπη είναι τραγούδι που βγαίνει από μέσα σου".
-----
"Η αρετή", είπε ο παπα-Συμεών. "Τι ποντίκι κι αυτό. Προσπάθησε να το πιάσεις και θα σου ξεφύγει. Άσ' το να φύγει και κάθε νύχτα θα 'ρχεται να σου ροκανίζει τ' αυτιά".
-----
"Οι μύθοι είναι σαν άγρια θηρία", είπε ο συνταγματάρχης Νέστωρ. "Το φυσικό τους περιβάλλον είναι οι εξωτικές ερημιές, αλλά όλοι εμείς οι μορφωμένοι τούς αντικρίζουμε μονάχα μες στο κλουβί".
-----
"Να μη σ' αγαπάει κανένας, να τι είναι κόλαση, αγαπητοί μου συμπολίτες!"
-----
Ο υπολοχαγός Κίμων έφτυσε τα απομεινάρια της πικρής ουσίας που είχε στο στόμα. Πίστευε πως σε κανέναν δεν άξιζε να πεθάνει για τα πιστεύω του - όσο αφελή κι αν ήταν αυτά. Γιατί περισσότερο αφελή τα νόμιζε παρά επικίνδυνα. Πράγματι, η λέξη "μπολσεβίκος" δεν προκαλούσε σε αυτόν το φόβο που προκαλούσε σε άλλους. Πίστευε με σιγουριά πως ήταν ευκολότερο να γυρίσει κανείς ανάποδα τις πυραμίδες της Αιγύπτου παρά να καταργήσει τις κοινωνικές τάξεις - κι ήταν αρκετά πλούσιος για να μπορεί να αγοράσει ένα εισιτήριο πρώτης θέσης έξω απ' τη χώρα, αν τα πράγματα έφταναν ποτέ εκεί. Βέβαια, υπήρχε η πρόσφατη κατάσταση στη Ρωσία, αλλά αυτό σίγουρα δε θα κρατούσε πολύ.
-----
"Είναι συχνά πιο υγιές για την ψυχή να πιστεύει ένα ψέμα απ' το να ψάχνει την αλήθεια".

Πάνος Καρνέζης, Ο Λαβύρινθος, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 2004

* Φωτογραφία από εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Οι... "300" ηρωικοί αναγνώστες