Η Σκοτοδίνη είναι βιβλίο που είχε η Σάντη· το είχε διαβάσει δύο φορές και επέμενε πολύ να το διαβάσω κι εγώ. Το έκανα το 2017 και δεν δυσκολεύτηκα να παραδεχτώ ότι είχε δίκιο. Οι σημειώσεις που κρατούσα τότε, χάθηκαν στο ολικό κρασάρισμα που υπέστη το πρώτο μου iPad. Θέλοντας να τις ξαναβρώ και να τις καταγράψω εδώ, έπιασα το βιβλίο για δεύτερη φορά.
Στο εξώφυλλο το έργο τούτο κατηγοριοποιείται ως μυθιστόρημα, όμως πρόκειται ουσιαστικά για νουβέλα. Στην οποία ο Γάλλος συγγραφέας και σεναριογράφος Joël Egloff σκιαγραφεί έναν μελλοντικό(;) κόσμο, μουχρωμένο και τοξικό. Οι ωμές περιγραφές και το πικρό χιούμορ συγκατοικούν με μια ταπεινή ποιητικότητα, συνθέτοντας ένα θεσπέσιο ανάγνωσμα.
Παρ' όλ' αυτά, τη μέρα που θα φύγω, θα νιώσω ένα σφίξιμο στην καρδιά, είμαι βέβαιος. Τα μάτια μου θα μουσκέψουν, είναι σίγουρο. Όπως και να 'χει, οι ρίζες μου είναι εδώ. Έχω καταπιεί όλα τα βαριά μέταλλα, στις φλέβες μου τρέχει υδράργυρος, ο εγκέφαλος έχει χορτάσει μολύβι. Στραφταλίζω μες στο σκοτάδι, κατουράω χρώμα μπλε, τα πνευμόνια μου είναι γεμάτα σαν σακούλες ηλεκτρικής σκούπας, όμως, παρ' όλα αυτά, είμαι βέβαιος ότι τη μέρα που θα φύγω, θα δακρύσω, είναι σίγουρο. Άλλωστε είναι φυσικό, γεννήθηκα και μεγάλωσα εδώ. Ακόμα ξαναβλέπω τον εαυτό μου, μικρό παιδάκι, να πηδάει χωρίς κανένα δισταγμό μέσα σε λιμνούλες από λάδια, να κυλιέται στα νοσοκομειακά απόβλητα. Ακόμα την ακούω, τη γιαγιά, να βάζει τις αγριοφωνάρες για να προσέχω τα πράγματά μου. Και οι φέτες με το γράσο που μου ετοίμαζε για κολατσιό... Και η μαρμελάδα από σαμπρέλα που η γεύση της θύμιζε λιγάκι νεράντζι, στο πιο πικρό...Έπαιξα εκεί, δίπλα στις σιδηροδρομικές γραμμές, σκαρφάλωσα στους πυλώνες, έκανα μπάνιο στις δεξαμενές όπου γίνεται η καθίζηση. Και αργότερα γνώρισα τον έρωτα μέσα στη μάντρα με τα σαράβαλα, πάνω στα ξεκοιλιασμένα του καθίσματα. Έχω αναμνήσεις που είναι σαν πουλιά μαυρισμένα από μαζούτ, αλλά που ωστόσο είναι αναμνήσεις. Κολλάμε ακόμα και στους πιο άσχημους τόπους. Έτσι συμβαίνει. Σαν την οσμή του καμένου λίπους στον πάτο των τηγανιών.
-----
Δεν μας ενοχλεί τόσο το βουητό των αντιδραστήρων - είμαστε μισόκουφοι, συνεπώς είναι υποφερτό. Δεν είναι ούτε οι δονήσεις, οι τοίχοι που τρέμουν, εκείνο που μας ανησυχεί πάνω απ' όλα είναι τα κομμάτια που χάνουν στη διάρκεια των πτήσεων. Δεν βρισκόμαστε μέσα στο αεροπλάνο, σύμφωνοι, βρισκόμαστε όμως από κάτω. Συνήθως δεν είναι τίποτα σοβαρό, κάποιο μικρό παξιμάδι, μια βίδα, ένα μπουλόνι, πράγματα ακίνδυνα, όμως την περασμένη φορά κάτι σαν ολόκληρη καταπακτή έπεσε από τον ουρανό διαπερνώντας την οροφή και το ταβάνι του δωματίου μου με τρομερό πάταγο.
Από τότε κοιμόμαστε φορώντας κάσκες εργοταξίου, δεν είναι καθόλου άνετο, αλλά μπορώ, από το κρεβάτι μου, να κοιτάζω τον ουρανό, περιμένοντας να με πάρει ο ύπνος. Δεν βλέπω ποτέ αστέρια, ούτε καν φεγγάρι, παρά μόνο τα μικρά άσπρα και κόκκινα φώτα που αναβοσβήνουν και που συχνά τα κοιτάζω για ώρες ολόκληρες.
Δεν βιάζομαι ν' αποκοιμηθώ γιατί ξέρω πως μέσα στον ύπνο μου υπάρχουν σφαχτάρια ακέφαλα που καταφθάνουν, κοπάδια-κοπάδια για να μου ζητήσουνε το λόγο. Κι εγώ, όσο και να τους εξηγώ ότι δεν φταίω σε τίποτα, ότι στη ζωή δεν κάνουμε πάντα εκείνο που θέλουμε, ότι δεν το διάλεξα, χαμένος κόπος, βλέπω καθαρά ότι μου κρατάνε κακία.
Τελικά η νύχτα ξεψυχάει. Αλλά μόλις γλιτώνω από τους εφιάλτες, πρέπει κιόλας να ξαναγυρίσω σ' αυτούς.
-----
Διακοπές πηγαίναμε με τα πόδια, ήταν πιο βολικά. "Τι θα πάμε να κάνουμε στο Πεταουτσνόκ" έλεγε η γιαγιά μου "αφού υπάρχουν τόσα όμορφα πράγματα να δούμε, ακριβώς δίπλα μας;"
Ένα ωραίο πρωί σηκωνόμαστε τα χαράματα, κόβαμε νερό και ηλεκτρικό, σφαλίζαμε το σπίτι, κρύβαμε το κλειδί, και φεύγαμε για να ξεκαλοκαιριάσουμε προς τη μεριά της μονάδας βιολογικού καθαρισμού.
Εκεί πέρα, όπως κάθε χρόνο, ξαναβρίσκαμε τους παλιούς θαμώνες. Μονάχα ανθρώπους της γύρω περιοχής, γείτονες που έρχονταν να κατασκηνώσουν για ν' απολαύσουν λίγο τις χαρές της ζωής. Και εγώ συναντούσα πάλι τους φίλους που είχα αποχωριστεί την παραμονή. Μόλις φτάναμε, γινόμαστε καπνός, εξαφανιζόμαστε μες στα ψηλά χορτάρια, μες στα δασάκια, στα σύδεντρα, και όλη τη μέρα δεν μας ξαναβλέπανε.
Θάλασσα δεν υπήρχε, όμως είχαμε τους ασημόγλαρους. Και από τη στιγμή που αυτά εδώ τα πουλιά προτιμούσαν τη χωματερή από τον ωκεανό, τούτο αποδείκνυε, δίχως άλλο, πως δεν ήμαστε τόσο πολύ άσχημα στα μέρη μας και πως δεν έπρεπε να είναι τόσο πολύ ωραία εκεί κάτω.
-----
Στο δρόμο της επιστροφής ήμουνα φορτωμένος σαν γάιδαρος. Κουβαλούσα την καρέκλα της και την παγωνιέρα, την μπάλα μου, τα βατραχοπέδιλα και τον αναπνευστήρα, ήμουνα γεμάτος τικ, ρουθούνιζα, μυξόκλαιγα, συνάμα μου ξέφευγαν γέλια, μάλιστα τσινούσα κιόλας. Μου τραβούσε ακόμα μια σφαλιάρα για να ηρεμήσω, με απειλούσε πως δεν θα ξαναρχόμαστε αύριο.
"Να ποιο είναι το πλεονέκτημα να πηγαίνεις διακοπές κοντά στο σπίτι σου" έλεγε. "Το βράδυ, τουλάχιστον, μπορείς να κοιμάσαι στο κρεβάτι σου."
Την επομένη, ευτυχώς, ξανασηκωνόμαστε τα χαράματα. Ακόμα μια φορά, κόβαμε νερό και ηλεκτρικό, σφαλίζαμε το σπίτι, κρύβαμε το κλειδί, και πάλι φτου κι απ' την αρχή.
Όταν της μιλάω γι' αυτό σήμερα, όποτε το ξαναθυμάμαι, δεν της λέει και πολλά.
"Πάντως, ήταν ωραίες οι διακοπές στη μονάδα" της κάνω.
"Για τι πράγμα μιλάς;" με ρωτάει.
"Οι διακοπές... ξέρεις καλά τι λέω... στη μονάδα..."
"Πού λες;"
"Στη μονάδα..." επαναλαμβάνω.
Σμίγει τα φρύδια.
"Μα και βέβαια ξέρεις... όταν ήμουνα πιτσιρικάς..."
"Δεν θυμάμαι" κάνει.
Και είναι σαν μια πέτρα που πέφτει μέσα σ' ένα πηγάδι χωρίς πάτο.
Γνωρίζω κάποιους που πηγαίνουνε για ψάρεμα, την Κυριακή με το χάραμα, προς τη μεριά του ποταμού που αφρίζει. Ανάμεσα σ' αυτούς είναι και ο Μπορτς. Εκεί πέρα τσιμπάει γερά, λένε. Λίγη σημασία έχουν ο καιρός, το φεγγάρι, δεν χρειάζεται καν δόλωμα, τα ψάρια δεν κάνουνε νάζια, δεν είναι δύσκολα, μπορείς μάλιστα να ξεφωνίζεις ή να και να χοροπηδάς πάνω στην όχθη, αν σου αρέσει, αυτό δεν τα ενοχλεί, το αντίθετο. Και αν κανείς δεν έχει τίποτα να καρφώσει στην άκρη του αγκιστριού του, πάλι δεν πειράζει, περιττό να στενοχωριέται. Αρκεί να ρίξει την πετονιά στο νερό και μέχρι να περάσουν λίγα δευτερόλεπτα, ο φελλός βουλιάζει στα σίγουρα. Εδώ τα ψάρια δεν είναι πιο κουτά από αλλού, δεν πρόκειται γι' αυτό, το μόνο που θέλουνε είναι να τα βγάλεις από το νερό, να τα πάρεις από κει μέσα.
-----
Το ψάρεμα, εμένα, δεν μου λέει τίποτα. Ο Μπορτς προτείνει συχνά να με πάρει μαζί του, όμως εγώ δεν μπορώ. Όχι τόσο για την όψη των ψαριών, αυτό από μόνο του δεν είναι σοβαρό, πάντα θα έβρισκα κάποιον στον οποίο θα τα έδινα και που από πάνω θα ήτανε πολύ ευχαριστημένος, όχι, δεν φταίει αυτό, η αιτία είναι μάλλον το ουρλιαχτό των σκουληκιών όταν τα καρφώνουν στο αγκίστρι, αυτό μου παγώνει το αίμα. Η ακοή μου είναι πολύ ευαίσθητη για τέτοια πράγματα.
-----
Τότε ο νους μου ξαναπηγαίνει σ' αυτό που λέει η γιαγιά, η οποία δεν βρίσκει καθόλου λογικό να μην έχω πάρει αύξηση μετά από τόσα χρόνια. Σκέφτομαι πως αν είχα προνοήσει, σίγουρα θα μπορούσα σήμερα να ήμουν επιστάτης, επιστάτης μεγαλύτερος κι από τον "Δεν πα' να λες", ίσως και υποδιευθυντής ακόμα. Πάντως εκείνο που με παρηγορεί, είναι η σκέψη ότι με ένα μεγάλης αξίας χαρτονόμισμα στην τσέπη, αντί για τα ψιλά μου, δεν θα φαινόμουνα που ξύπνιος μπροστά στο μηχάνημα του καφέ.
-----
Επειδή σκαρφιζόμουνα συνεχώς αναμνήσεις όπου ήμουν μαζί της, κατέληγα να πιστεύω στην ιστορία μας, όμως αυτό δεν με ενθάρρυνε να της μιλήσω, πράγμα περίεργο. Αντίθετα, γινόμουν όλο και περισσότερο αναποφάσιστος. Ήμαστε ευτυχισμένοι έτσι, καλά προφυλαγμένοι μες στο κεφάλι μου. Δεν θα μπορούσαμε να ήμαστε καλύτερα. Ποιος λοιπόν ο λόγος;
-----
Όσο για τα υπόλοιπα, όπως δηλαδή το θέμα της ανθρώπινης ζεστασιάς, σήμερα τα βολεύω με μια κοπέλα από το τεμάχισμα που, επίσης, υποφέρει από έλλειψη δυνατών συγκινήσεων, και την οποία, από καιρό σε καιρό, συνοδεύω όταν επιστρέφει στο σπίτι της, στο τέλος της δουλειάς, μέχρι μέσα και σ' αυτή την ίδια.
Έπειτα, υπάρχουν και τα κορίτσια στην αίθουσα των διαλειμμάτων, στα οποία μπορούμε να βασιζόμαστε για να μας ανυψώνουν το ηθικό και που πότε-πότε πηγαίνω και τα βλέπω για να τα διατηρώ στη μνήμη.
Τη νύχτα μου κρατούν ζεστασιά, χωμένος καθώς είμαι στο κρεβάτι μου, το στοιχειωμένο από πτώματα.
-----
"Ήταν πραγματικά ένας ωραίος τύπος, ε;" κάνω στον Μπορτς θέλοντας λίγο να δω τη γνώμη του
για κείνον.
"Σίγουρα" μου απαντάει "τέτοια παλληκάρια δεν βγαίνουνε πια."
Όμως δεν υπάρχει αληθινός ενθουσιασμός στα εγκώμιά μας. Απουσιάζει ο απαραίτητος τόνος. Λείπει η πεποίθηση, κι αυτό φαίνεται.
Και τούτο είναι ο λόγος που, σιγά-σιγά, ξανοιγόμαστε κάπως και αναγκαζόμαστε να παραδεχτούμε πως αν κάποιος πεθάνει, δεν γίνεται αυτομάτως περισσότερο συμπαθητικός, ενώ φτάνουμε στο σημείο να ομολογήσουμε ότι πραγματικά δεν τον εκτιμούσαμε και τόσο πολύ, ούτε ο ένας ούτε ο άλλος. Και πάλι λίγα λέω, τον σιχαινόμαστε κυριολεκτικά, γιατί σίγουρα ήτανε μια μεγάλη λέρα. Στην μπαμπεσιά ο πρώτος. Ένας κάλπικος παράς πρώτης γραμμής.
-----
Υπάρχει πάντα μια ώρα που δεν λέει ποτέ να τελειώσει. Μοιάζει τόσο με όλες τις άλλες, ώστε δεν φυλαγόμαστε απ' αυτήν. Κι έπειτα παγιδευόμαστε μέσα της και βουλιάζουμε αργά. Βλέπουμε την όχθη τής απέναντι πλευράς, όμως μας φαίνεται ότι ποτέ δεν θα φτάσουμε εκεί. Μάταια κοπιάζουμε, θα έλεγε κανείς μάλιστα πως όλο κι απομακρυνόμαστε, όσο ο χρόνος περνάει.
Καθώς τα δευτερόλεπτα κολλάνε στα πόδια μας, καθώς σέρνουμε το κάθε λεπτό σαν σιδερένια μπάλα, φανταζόμαστε ότι έξω οι μέρες και οι νύχτες παρελαύνουν, ότι οι εποχές φεύγουν και ξανάρχονται κι ότι, εμάς, μας έχουνε ξεχάσει εδώ.
-----
Το πρωί δεν μοιάζει με την ιδέα που έχουμε για το πρωί. Αν δεν είμαστε εξασκημένοι, δεν το ξεχωρίζουμε καν. Η διαφορά με τη νύχτα είναι ανεπαίσθητη, πρέπει κανείς να είναι πολύ παρατηρητικός. Είναι μόλις έναν τόνο πιο φωτεινό. Ακόμα και οι γέρικοι κόκκορες δεν μπορούν πια να το ξεχωρίσουν.
Κάποιες μέρες, ο φωτισμός της πόλης δεν σβήνει. Ο ήλιος ωστόσο έχει αναγκαστικά ανατείλει, είναι εκεί, κάπου πάνω από τον ορίζοντα, πίσω από τις ομίχλες, τους καπνούς, τα βαριά σύννεφα και τις σκόνες που αιωρούνται.
Φαντάσου μια πολική νύχτα με βρομόκαιρο. Οι ωραίες μας μέρες μοιάζουν με τούτο δω.
- Joël Egloff, Η Σκοτοδίνη, μετάφραση Βλάση Καμάρα, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον Της Εστίας, 2008 (πρώτη έκδοση 2005)
* Φωτογραφία από εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου