Οι Storyville Ragtimers είναι μια επταμελής μπάντα από την Αθήνα, που δρα από το 2015, έχοντας ως οδηγό την dixieland/ragtime/blues παράδοση. Την αποτελούν οι Γιάννης Καραγιαννάκης (κορνέτα), Κωστής Βαζούρας (σοπράνο σαξόφωνο, κλαρινέτο), Βασίλης Παναγιωτόπουλος (τρομπόνι), Μελέτης Πόγκας (κιθάρα, μπάντζο, φωνή), Μάνος Λούτας (κοντραμπάσο), Βασίλης Τζαβάρας (πιάνο, φωνή) και Θεόδωρος Χριστοδούλου (τύμπανα). Κάποια από τα μέλη έχουν και πρότερη κοινή δράση, μέσα από τους Black Jack και τους Take The Money And Run.
Η πρώτη δισκογραφική δουλειά των Storyville Ragtimers κυκλοφόρησε τον περασμένο Μάιο, έχει τον τίτλο The Storyville Ragtimers Live At Almagesti, και περιέχει 12 ζωντανά ηχογραφημένα κομμάτια. Είναι με αφορμή αυτή την κυκλοφορία, αλλά και λόγω του live τους στην Αλμαγέστη (Πλαταιών 44, Κεραμεικός), την Κυριακή 15 Οκτωβρίου, που τους υποδεχόμαστε σήμερα στο Gimme 10, για να μας κάνουν μια περιδιάβαση των βασικότερων επιρροών τους.
-----
Οι κοινές αναφορές μας είναι η αγάπη για τη Νέα Ορλεάνη, το Storyville (τη συνοικία της Νέας Ορλεάνης όπου γεννήθηκε η jazz), τα «sporting houses» της Basin’ Street, η «Lulu White» και οι «professors» που έπαιζαν εκεί, οι μπάντες των «parades» με τους «second liners» και οι μπάντες των ποταμόπλοιων του Mississippi. Επίσης, μας αρέσουν οι βωβές ταινίες, το κλασικό σινεμά, ο Woody Allen, o Hopper, τα blues, ο Fats Waller και ο Django Reinhardt.
Από τους πρωτεργάτες της τζαζ μας έχουν επηρεάσει ο Louis Armstrong, o Sidney Bechet, o Jelly Roll Morton, o King Oliver, o Bix Beiderbecke, o W.C. Handy.
Ο Jelly Roll Morton και ο King Oliver είναι οι μουσικοί με τη μεγαλύτεροι επίδραση στην πορεία της παραδοσιακής τζαζ και όχι μόνο, δύο πρωτοπόροι, γέννημα-θρέμμα της Νέας Ορλεάνης, που πρόλαβαν να ζήσουν τους Κυριακάτικους χορούς στην Congo Square -μια παράδοση από την εποχή των σκλάβων-, τη γέννηση αλλά και το κλείσιμο του Storyville, και να μορφοποιήσουν αυτό που από τα τέλη της δεκαετίας του '10 ονομάστηκε τζαζ. Ο Louis Armstrong έλεγε για τον μέντορα και δάσκαλό του King Oliver ότι ήταν ο εφευρέτης της τζαζ τρομπέτας, και όταν μια τέτοια κουβέντα βγαίνει από τα χείλη του Pops αντιλαμβανόμαστε το μέγεθος του ανδρός. Όσο για τον Morton, ο ίδιος έλεγε ότι αυτός εφηύρε την τζαζ. Σίγουρα υπερέβαλε αλλά δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι μέσα από το το πιανιστικό του στυλ έγινε η μετάβαση από το ragtime στο stride, ενώ ταυτόχρονα ενσωμάτωσε στις συνθέσεις του όλα τα διαφορετικά μουσικά ιδιώματα που άκουγε στο λιμάνι της Νέας Ορλεάνης και στα ατελείωτα ταξίδια του στον αμερικανικό νότο, εμπλουτίζοντας έτσι αυτό το μουσικό μωσαϊκό που λέγεται τζαζ.
Μια από τις μεγαλύτερες επίσης επιρροές για εμάς είναι ο W.C Handy. Ο W.C Handy θεωρείται ο πατέρας του blues, και όχι τυχαία. Όταν ήταν νεαρός κορνετίστας γύρισε όλο τον αμερικανικό νότο σαν μέλος μιας ορχήστρας τσίρκου και ταυτόχρονα κατέγραψε όλες τις μουσικές φόρμες που άκουγε, από τραγούδια εργασίας στα βαμβακοχώραφα μέχρι τα θρησκευτικά χορωδιακά τραγούδια στης εκκλησίες, και από τα barrelhouse blues στα κακόφημα καμπαρέ και μπορντέλα μέχρι τα τραγούδια των ζητιάνων στις γωνίες των δρόμων. Χωρίς αυτήν την καταγραφή ένα τεράστιο κομμάτι της αφροαμερικάνικης μουσικής παράδοσης δεν θα είχε διαδοθεί.
Δύο καλλιτέχνες που επίσης μας επηρέασαν είναι ο Louis Armstrong και ο Sidney Bechet. Ο Louis και ο Sidney γεννήθηκαν στην ίδια πόλη, στη Νέα Ορλεάνη, περίπου την ίδια εποχή. Έζησαν ως παιδιά τη χρυσή εποχή του Storyville και άκουσαν όλους εκείνους τους πρωτοπόρους μουσικούς που έθεσαν τα θεμέλια της τζαζ, όπως ο Buddy Bolden. Έπαιξαν και ηχογράφησαν σε κάποιες στιγμές της καριέρας τους μαζί, αλλά συνάμα έζησαν βίους παράλληλους. Ο μεν Bechet εγκατέλειψε τη χώρα πολύ νωρίς -κάποιοι λένε λόγω προβλημάτων που είχε με τον νόμο και κάποιοι επειδή δεν άντεχε τις φυλετικές διακρίσεις- και έκανε τεράστια καριέρα στην Ευρώπη. Ο δε Armstrong παρέμεινε και εδραιώθηκε ως ο κορυφαίος αντιπρόσωπος της αφροαμερικάνικης μουσικής και ένας πραγματικά μεγάλος entertainer, κάτι για το οποίο καμάρωνε. Ο Duke Ellington είχε χαρακτηρίσει τον Louis ως τον "Mr. Jazz" και τον Sidney ως τον "jazz innovator". Δεν νομίζουμε ότι υπάρχει πιο κατάλληλη περιγραφή για αυτούς τους δύο μουσικούς, που "με το όργανο στο χέρι" σφράγισαν τη μουσική του περασμένου αιώνα.
Τέλος, ένας άλλος πρωτοπόρος κα ταυτόχρονα μια μεγάλη πηγή έμπνευσης για εμάς είναι ο Bix Beiderbecke. Ο Bix ήταν πρωτοπόρος σε πολλούς τομείς, έζησε γρήγορα και πέθανε νέος, στερώντας από την τέχνη τα μελλοντικά του αριστούργημα. Αλλά ταυτόχρονα έμεινε άφθαρτος στη μνήμη μας, σαν ένας άλλος James Dean της τζαζ κουλτούρας. Αλλά η πραγματικά μεγάλη πρωτοπορία του Bix ήταν ότι τη δεκαετία του '20, την περίφημη "jazz age", όταν όλη η Αμερική καίγονταν στην κυριολεξία από την hot jazz, εμφανίστηκε από το πουθενά ένας λευκός νεαρός κορνετίστας, γόνος μεσοαστικής οικογένειας από την Indiana, που έπαιζε τα στάνταρντ της εποχής με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο. Ο ήχος του και οι σολιστικές του επιλογές διακρίνονταν από έναν λυρισμό πρωτόγνωρο για εκείνον τον καιρό και σύντομα τον έκανε να ξεχωρίσει και να γίνει σολίστας στα αναλόγια της ορχήστρας του Paul Whiteman, όπου τα σόλο του απογείωσαν τον ήχο της ορχήστρας και άλλαξαν ριζικά την ενορχηστρωτική προσέγγιση του Whiteman. Πολλοί ισχυρίζονται ότι τότε έγινε η γέννηση του cool, είκοσι χρόνια πριν την επίσημη καταγραφή του από τον Chet Baker -άποψη την οποία συμμερίζομαι απόλυτα. Ο Bix, με συνδετικό κρίκο τον Bobby Hackett, έδωσε τη σκυτάλη στον Chet Baker, ο οποίος σίγουρα είχε ακούσει τη δουλειά τους και είχε επηρεαστεί από αυτούς -ο ήχος του και η αυτοσχεδιαστική του προσέγγιση το αποδεικνύουν άλλωστε. Ο Bix ήταν λάτρης του Ravel και του Debussy, και πολλές φορές αναρωτιέμαι αν ο γαλλικός ιμπρεσιονισμός, μέσα από το λυρικό του παίξιμο, ενσωματώθηκε στο αφροαμερικάνικο ιδίωμα. Μάλλον δεν θα το μάθουμε ποτέ, αλλά σίγουρα πάντα τα σόλι του θα μας καθηλώνουν όπως την πρώτη φορά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου