Παρασκευή 31 Μαρτίου 2023

Μουσική ανασκόπηση του 2022

Η τελευταία μουσική ανασκόπηση που δημοσιεύθηκε στο παρόν μπλογκ είναι εκείνη για το έτος 2019. Το 2020 ήταν ούτως ή άλλως περίεργη χρονιά (βλ. COVID-19), και είχε το επιπλέον μείον της αποχώρησής μου, μαζί με άλλους, από το Avopolis Music Network, το site όπου κατέθεσα πολλή δουλειά επί πολλά χρόνια. Το 2021, πάλι, ενώ συμμετείχα στις ψηφοφορίες των ιστοσελίδων που με φιλοξενούσαν (Mix Grill, MiC Music Portal), κι ενώ σχεδίαζα να γράψω κάτι κι εδώ, τελικά δεν το έκανα. Βρισκόμουν, βλέπετε, ήδη από καιρό σε μια εσωτερική πάλη -που συνεχίζεται-, για το αν -και για λογαριασμό ποιων- αξίζει να συνεχίσω να γράφω για μουσική.

Εκείνο που οπωσδήποτε ισχύει για μένα τα τελευταία χρόνια είναι η απόφαση να ρίξω το βάρος της όποιας προσπάθειάς μου στην εγχώρια παραγωγή. Για τους καλλιτέχνες της αλλοδαπής υπάρχει ένα δυνητικό κοινό εκατοντάδων εκατομμυρίων ακροατών, και το ανάλογο δημοσιογραφικό δυναμικό, για να αποτιμήσει τα επιτεύγματά τους. Για τους Έλληνες δημιουργούς, αντίθετα, υπάρχει έλλειμμα δημοσιογραφικής και κριτικής κάλυψης. Αυτά, όμως, δεν σημαίνουν πως αγνοώ τις διεθνείς εξελίξεις, αφού εξακολουθώ να ξεφυλλίζω πολλά ξένα περιοδικά, σε μηνιαία βάση, και να ακούω ό,τι με ενδιαφέρει.

Η παρούσα ανασκόπηση, λοιπόν, αφορά μόνο στην ελληνική δισκογραφική παραγωγή -στην ευρύτερη έννοιά της, και στο μέτρο που κατάφερα να την παρακολουθήσω. Αλλά όχι μόνο, όπως θα διαπιστώσετε παρακάτω.

Οι δίσκοι και τα τραγούδια -οι καλλιτέχνες

Το 2022 ήταν, νομίζω, μια χρονιά με πλούσια σοδειά, ποσοτικά και ποιοτικά. Μπορεί οι αριθμοί των χειροπιαστών εκδόσεων να λένε άλλα, όμως στο ψηφιακό πεδίο, όπου παίζεται πραγματικά πια το παιχνίδι, υπάρχει μια άγρια και αχαρτογράφητη δημιουργικότητα, η οποία είναι δύσκολο να τακτοποιηθεί προκειμένου να μελετηθεί. Όλο αυτό, σε συνδυασμό με την ουσιαστική δημοσιογραφική δουλειά, που ακολουθεί την αντίθετη, τη φθίνουσα καμπύλη, δημιουργεί ένα φαινομενικό χάος, μια θολή εικόνα. Σε τι αξίζει να σταθεί κανείς, και τι να προσπεράσει; Κάποτε ήταν κυρίως τα χρήματα που έπρεπε να λογαριάσεις, αν ήθελες να παρακολουθήσεις τη μουσική παραγωγή· τώρα ο κρίσιμος παράγοντας είναι ο χρόνος. Ο ρόλος των κριτικών φωνών παραμένει κρίσιμος.

Από τις συνολικά 104 κυκλοφορίες που είχα στη λίστα μου, ξεχωρίζω δύο ως δίσκους της χρονιάς: ANIME του Φοίβου Δεληβοριά, Pillow Shifter της Demetria. Για τον πρώτο γράφτηκαν πάρα πολλά, για τον δεύτερο όχι όσα θα έπρεπε. Βάζοντάς τους δίπλα δίπλα, πολλές ομοιότητες και πολλές διαφορές μπορεί να εντοπίσει κανείς. Ξεκινώντας από τα εξώφυλλα, που μοιάζουν σε ύποπτα μεγάλο βαθμό, και περνώντας στις παραδοσιακές αξίες του τραγουδιού, στις οποίες υπακούν και οι δύο, μπορούμε ακόμα να βρούμε αντιστίξεις, όχι μόνο στα φύλα και τις ηλικίες των δημιουργών (49/22), αλλά και στη γλώσσα που χρησιμοποιούν (ελληνικά/αγγλικά), στην ποσότητα δημιουργικής τρέλας που εντοπίζεται εντός των πονημάτων τους (λελογισμένη/μπόλικη), στον αριθμό συνεργατών (κάμποσοι/σχεδόν κανένας)...

Το ANIME είναι ένας δίσκος μπετόν-αρμέ: στιβαρή τραγουδοποιία, απλή, μελωδική, ρέουσα, χωρίς κανένα άγχος για εντυπωσιασμούς, χωρίς τουπέ, απολύτως προσγειωμένη στις ανάγκες του καλλιτέχνη και του κοινού. Είναι υποτιμημένη αυτή η ικανότητα για έναν δημιουργό: να μπορεί να αφουγκραστεί αυτό που συμβαίνει γύρω του, αυτό που συζητιέται, αλλά και αυτό που υφέρπει. Ο Δεληβοριάς εδώ βρίσκει το mojo του, που σε κάποιες στιγμές της Καλλιθέας φαινόταν, αν όχι ακριβώς να το έχει χάσει, πάντως να το έχει "αναθέσει" στον ήχο και στην παραγωγή. Διαβάστε εδώ τη συνέντευξη-ποταμό που έκανα μαζί του, για λογαριασμό του mic.gr (εδώ η συνολική ανασκόπηση του σάιτ).

Το Pillow Shifter είναι μια επίσης πολύ προσεχτικά δουλεμένη εργασία. Η νεαρή Demetria κάνει εδώ τα πάντα: συνθέτει, ερμηνεύει, παίζει όλα τα όργανα. Τα κάνει όλα καλά, φτιάχνοντας κάτι που έχει κι έναν ξεχωριστό χαρακτήρα, καθώς στέκεται μακριά από τις καλογυαλισμένες επαγγελματικές παραγωγές, αλλά και εκτός της κακώς εννοούμενης ερασιτεχνίας. Διαβάστε εδώ τη συνέντευξη που έκανα μαζί της, για λογαριασμό του Mix Grill.

Το Μετρό του ΛΕΞ ήταν μάλλον καταδικασμένο να μην συζητηθεί όσο το αριστουργηματικό του 2XXX (2018), παρότι είναι ένα έξοχο άλμπουμ. Όμως ο θεσσαλονικιός ράπερ δέσποσε στην επικαιρότητα και με τη συναυλιακή επίδειξη δύναμης που έκανε σε δύο περιπτώσεις (Νέα Σμύρνη, Θεσσαλονίκη). Σε επίπεδο άλμπουμ, πάντως, μάλλον μεγαλύτερου καλλιτεχνικού εκτοπίσματος ήταν το Amazons Of The Concrete της Sara ATH. Τολμώ εδώ να προτείνω, έχοντας φυσικά συναίσθηση ότι τα μεγέθη απέχουν πολύ, και την Αναντικατάσταση των Litho Valeto, περισσότερο ως κυκλοφορία που μοιάζει να κυοφορεί πράγματα για τους κρήτες χιπχοπάδες.

Από την "παραδοσιακή" κοίτη του ελληνικού τραγουδιού, ένας δίσκος που ξεχωρίζω είναι το Κολιμπρί του Γιάννη Χαρούλη. Πρόκειται για πολύ προσεγμένη παραγωγή, με δυνατά τραγούδια, που βρίσκει τον καλλιτέχνη σε ανοδική φάση, με τάσεις ανοίγματος. Ο Χαρούλης προφανώς σκάβει μέσα του, κι εμείς μόνο να κερδίσουμε έχουμε.

Βγήκαν κι άλλοι όμορφοι δίσκοι στον ευρύτερο αυτόν χώρο, όπως τα Δύο Λάθη των Φώτη Σιώτα και Θοδωρή Γκόνη, και η Πρώτη Βόλτα του Γιάννη Διονυσίου (στίχοι Κώστα Φασουλά, μουσικές διαφόρων, ενορχηστρώσεις Σιώτα). Οφείλω να σημειώσω ότι ο Φώτης Σιώτας έχει, αργά αλλά σταθερά, αναδειχθεί σε μουσικό πασπαρτού, που μπολιάζει με τον ήχο και τις ιδέες του διάφορες δουλειές, ενώ προσφέρει ολοένα και περισσότερο και συνθετικά. Ωραία και η Σπίθα, που έφτιαξε ο Θέμης Καραμουρατίδης για τη Μελίνα Κανά, όπως επίσης και ο Άσωτος Καιρός, του Νίκου Ξυδάκη, με τη Βερόνικα Δαβάκη. Τέλος, ο Πάνος Μαλαχιάς, με το Περαστικοί & Ευγνώμονες, κατέθεσε ένα ιδιαίτερα μεστό -και πολυτελές, στη χειροπιαστή του εκδοχή- άλμπουμ, με τη συμμετοχή πολλών στιχουργών και ερμηνευτών· χωρίς, όμως, αυτό το τελευταίο να οδηγεί το αποτέλεσμα σε πολυδιάσπαση.

Στους τραγουδοποιούς, στέκομαι ιδιαίτερα στο Η Άνοιξη Που Θα 'ρθει του Θέμου Σκανδάμη, το οποίο περιέχει μια ιδιαίτερα συνεπή, όσο και απολαυστική, σειρά τραγουδιών. Όμορφo άλμπουμ είναι επίσης το Primavera του Γιώργου Περού, ενώ και ο Αντώνης Λιβιεράτος, με το Οβολός Στο Στόμα, πρόσθεσε  τη δική του, ολίγον λοξή ματιά στο ηχητικό τοπίο της χρονιάς.

Στα συγκροτήματα ξεκινάω από το πιο fun ακρόαμα της χρονιάς, που δεν είναι άλλο από το Ανάστασις Νεκρών των Nurse Of War. Οι τύποι αυτοί βγάζουν ενέργεια, χιούμορ και τρέλα, και εγγυώνται διασκεδαστικές ακροάσεις. Το Νιαούρισμα Της Γάτας, των Καταχνιά, είναι οπωσδήποτε ο δίσκος που φέρει τα περισσότερα παράσημα στον τομέα της κριτικής αποδοχής -και δικαίως. Ωραίος δίσκος, με σαγηνευτικό, μυστηριακό κλίμα, είναι το Libation των Echo Train, ενώ και οι Bazooka κατάφεραν αρκετά πράγματα στο Κάπου Αλλού. Τέλος, αξίζουν οπωσδήποτε ακροάσεων το Arsenal Of Hope των Deaf Radio, και το Wanderlust των Sugar For The Pill.

Στον τζαζ/οργανικό χώρο είχαμε επίσης πολλά αξιόλογα πράγματα. Ξεχώρισα το Quintessence του Billy Pod, το It's About Spirituality (A Tribute To Charlie Haden) των B.Y.S. Trio, και το Live At St. Paul's Anglican Church - Athens του Stavros Lantsias Trio (κυκλοφορία του Δεκεμβρίου του '21 αυτή). Η Μαρία Πανοσιάν επέστρεψε στη δισκογραφία μετά από αρκετό καιρό, και το The Charm Of Darkness έχει όντως μια γοητεία. Το Flamenco Odyssey είναι ένα υπερφιλόδοξο εγχείρημα του Χρίστου Τζιφάκι, που κάθε άλλο παρά κατακρημνίζεται, και το Κρατήρων, των Δημήτρη Τσιρώνη και Βύρωνα Κατρίτση, είναι μια τολμηρή καταβύθιση σε φλέγοντα ηχοχρώματα. Κακώς παραλείπω τόσα χρόνια τους δίσκους του αδερφού μου, του Χρήστου Χριστοδούλου, για λόγους -και καλά- αντικειμενικότητας. Το Risk Of Rain 2: Survivors Of The Void μπορεί να μη βρει ποτέ στην Ελλάδα αντίστοιχο κοινό με εκείνο που απολαμβάνει εκτός συνόρων, όμως αποδεικνύει για πολλοστή φορά, όχι μόνο την ικανότητα, αλλά και την εργατικότητά του.

Για τον Μπάμπη Παπαδόπουλο, ότι και να πούμε πια είναι λίγο. Έδωσε και πάλι ισχυρό στίγμα, καταθέτοντας, μάλιστα, δύο κυκλοφορίες μέσα στη χρονιά: το EP IN[A]HABIT, που περιέχει μουσική για την ομώνυμη παράσταση χορού, και το άλμπουμ Electric Solo, που αποτυπώνει υλικό το οποίο παρουσίαζε για καιρό σε ζωντανές εμφανίσεις του. Αξίζουν και τα δύο, το δεύτερο όμως είναι απλά εξαιρετικό.

Κλείνοντας το κεφάλαιο ετούτο, αναφέρω μερικά τραγούδια που ξεχώρισα· αυτόνομες κυκλοφορίες ή κομμάτια δίσκων που δεν αναφέρθηκαν παραπάνω. Ξεκινώ με "Το Ρήγμα", των Σωκράτη Μάλαμα και Μάνου Τσιλιμίδη, με ερμηνεύτρια τη Μαριάννα Παπαμακάριου, που είναι ένα τεράστιο άσμα. Δημοσιοποιήθηκε στη σειρά "Τα Λαϊκά Παραλειπόμενα", που τρέχει στο YouTube κανάλι του λαοφιλή τραγουδοποιού, και η οποία παρουσιάζει τραγούδια παλαιότερα, που δεν βρήκαν θέση στους δίσκους του. Εύλογα γεννιέται η απορία για το πώς είναι δυνατόν το συγκεκριμένο να έμεινε στο συρτάρι ως σήμερα. Αλλά κάλλιο αργά, παρά ποτέ.

Σε εντελώς άλλο κλίμα, το "Κανείς Δε Θα Καταλάβει" του Pelion Rivers (aka Άγγελος Αϊβάζης) είναι ένα όμορφο φολκ διαμαντάκι, ενώ και η "Ανισόπεδη Ντίσκο" του Pan Pan χτυπάει ευαίσθητες χορδές που συνδέονται με τη νοσταλγία. Βρήκα πολλά υποσχόμενη και την Alkyone, κυρίως εξαιτίας του "Genesis". Το "Τακούνια Για Καρφιά", του Ορέστη Ντάντου, με την Ιουλία Καραπατάκη, είναι ένα ακόμα ωραίο κομμάτι, από τον ομώνυμο δίσκο -που ως σύνολο μού άφησε μια  κάπως στυφή γεύση. Κάπως περισσότερα περίμενα και από τη Yenna της Μαρίνας Σάττι, αλλά ξεχωρίζω κάποια τραγούδια από εκεί, κυρίως το "Πόνος Κρυφός". 

Στον κόσμο των μοναχικών τραγουδιών υπάρχουν, βεβαίως, και οι Σκιαδαρέσες. Τα δύο κορίτσια εκπέμπουν μέσω του YouTube τα αυτοσχέδια σήματά τους (πλέον υπάρχουν και στο Spotify), και έχουν πολύ ενδιαφέρον -και ως φαινόμενο της εποχής. Έχουν πολλά απολαυστικά τραγούδια, αλλά "Το Τραγούδι Του Μαλάκα" είναι ένα κομψοτέχνημα -τελεία και παύλα.

Εταιρείες, ανεξαρτησίες

Είναι συντριπτικό το ποσοστό των παραπάνω κυκλοφοριών που εκδόθηκαν είτε από τις λεγόμενες μικρές εταιρείες, είτε εντελώς αυτόνομα, από τους ίδιους τους δημιουργούς. Οι κάποτε κραταιές πολυεθνικές φαίνεται πως κινούνται πια μόνο από την όποια κεκτημένη ταχύτητα, έχοντας ολοένα και πιο σπάνια να προτείνουν κάτι ουσιαστικό. Δεν είναι λίγες, πάντως, και οι ανεξάρτητες που πηγαίνουν με μπούσουλα εκείνο το παλιό και φθαρμένο manual, που γράφτηκε τον περασμένο αιώνα.

Οφείλω εδώ να αναφέρω κάποια label, και ξεκινώ από την Puzzlemusik. Η οποία δείχνει αξιοθαύμαστη συνέπεια, για περισσότερα από 15 χρόνια πια, και στις επιλογές που κάνει ως προς το ρεπερτόριο, αλλά και επειδή συνεχίζει να στέλνει χειροπιαστά promo -κάτι που εμείς οι παραδοσιακοί μουσικόφιλοι εκτιμούμε ιδιαιτέρως. Πολύ καλά στη συνέπεια τα πηγαίνει και η Inner Ear, ενώ και το Όγδοο έχει μια φροντισμένη παρουσία.

Βρισκόμαστε, πάντως, στην εποχή του Spotify και του Bandcamp, και οι δημιουργοί έχουν εδώ και χρόνια στα χέρια τους όλα τα εργαλεία για να πάρουν τις τύχες τους στα χέρια τους. Δεν είναι σε καμιά περίπτωση εύκολο κάτι τέτοιο, καθώς απαιτεί συγκέντρωση, αυτοπειθαρχία, μεγάλες δόσεις πίστης και μακρόχρονη δέσμευση, πριν προκύψουν τα όποια ορατά αποτελέσματα. Η πληθώρα προσφοράς δυσχεραίνει τη μετάδοση του σήματος του ανεξάρτητου δημιουργού -εξ ου και οι εταιρείες που έχουν να προσφέρουν ουσιαστική βοήθεια στο επίπεδο της επικοινωνίας μπορούν και επιβιώνουν.

Οι συναυλίες -ή η απουσία αυτών

Σε τούτη τη γωνιά της Ελλάδας, η συναυλιακή εμπειρία σπανίζει. Δεν ήταν, βέβαια, πάντοτε έτσι. Στα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια είχα την ευκαιρία να δω συναυλίες αξιώσεων, κυρίως στο Σαϊνοπούλειο Αμφιθέατρο, που βρίσκεται λίγο έξω από τη Σπάρτη. Μιλάω για καλλιτέχνες όπως ο Σαββόπουλος, ο Μαρκόπουλος, ο Ξαρχάκος, ο Χατζιδάκις, ο Κηλαηδόνης... Πλέον αυτά έχουν ατονήσει, καθώς έχει επέλθει μια παρακμή που καθρεφτίζεται ταιριαστά στην εικόνα της παρούσας Δημοτικής Αρχής. Αλλά αυτά είναι κομμάτια μιας άλλης συζήτησης...

Το '22 είχα την ευκαιρία να δω κάποιες λίγες συναυλίες από "μεγάλα ονόματα". Στις 3 Ιουλίου είδα τον Ορφέα Περίδη στη Μαγούλα, σε μια δωρεάν για το κοινό συναυλία που διοργάνωσε το ιδιαίτερα δραστήριο Πολιτιστικό και Φιλανθρωπικό Σωματείο "Άγιος Νίκανδρος". Ήταν καλός ο εξαίρετος τραγουδοποιός (για όσο τον είδα, καθότι έφτασα αργοπορημένος), όμως το ύφος και το ήθος της παρουσίας του και των τραγουδιών του δεν ταίριαζε καθόλου με την τσίκνα από τους παρακείμενους πωλητές γρήγορου φαγητού.

Το φθινόπωρο είχαμε την ευκαιρία να δούμε και ένα διάσημο πλέον τηλεοπτικό ζευγάρι, σε ξεχωριστές όμως εμφανίσεις. Την αρχή έκανε η Ρένα Μόρφη, που εμφανίστηκε με τη μπάντα της στην τελετή λήξης του 40ού διεθνή αγώνα υπερμαραθωνοδρόμων Σπάρταθλον, την 1η Οκτωβρίου, κλείνοντας τη βραδιά.
Παρότι δεν είναι απολύτως του γούστου μου το ρεπερτόριο της δημοφιλούς ερμηνεύτριας, οφείλω να καταγράψω ότι επί σκηνής στάθηκε όχι απλώς καλά, αλλά εξαιρετικά, συνεπικουρούμενη και από μια πολύ καλή μπάντα (Λάμπης Κουντουρόγιαννης στην ηλεκτρική κιθάρα, Δημήτρης Μπαλογιάννης στην ακουστική κιθάρα, Βαγγέλης Στεφανόπουλος στα πλήκτρα, Carlos Menendez στα κρουστά, Σπύρος Λιγκώνης στα τύμπανα). Έχοντας στη μνήμη μου την παρουσία της στο τηλεοπτικό Μουσικό Κουτί, όπου ο ρόλος του φωνητικού πασπαρτού (είναι επόμενο να) την αδικεί ενίοτε, ξαφνιάστηκα από την πυγμή και την επικυριαρχία της ερμηνεύτριας στον χώρο που έχει επιλέξει να κινείται. Πείστηκα, εν ολίγοις, από τις προθέσεις της -και από τις εξηγήσεις που έδωσε εκείνο το βράδυ, σχετικά με αυτό που προσπαθεί, το οποίο περιέγραψε ως μία συνέχεια εκείνου που επιχείρησε κάποτε ο Μανώλης Χιώτης. Ήταν επίσης χρήσιμο που είδα με τα μάτια μου τι συμβαίνει στα κοριτσόπουλα όποτε ηχεί το "Όταν Σου Χορεύω". Χάρηκα, τέλος, που είχα την ευκαιρία, έπειτα, να ανταλλάξω δυο κουβέντες, μετά από πολλά χρόνια, με τον υπερταλαντούχο Μπαλογιάννη.

Setlist: 1. Μέχρι Το Πρωί (Mis Sentimientos) 2. Μαχαιριά 3. Ανήμερη Καρδιά 4. Σε Έλεγα Αγάπη Μου 5. Σαν Χουάν 6. Αμάντο Μίο (Amado Mio) 7. Το Φορτίο 8. Θα Ανέβω Να Σε Βρω 9. Χάθηκες (Δεν Έχει Δρόμο Να Διαβώ) 10. Δε Με Ξέρεις 11. Πες Την Αλήθεια 12. Όταν Σου Χορεύω 13. Αργοσβήνεις Μόνη 14. Ξύπνα Αγάπη Μου/Baila Que Rico Mambo? 15. Mourmoura 16. Τα Πιο Ωραία Λαϊκά 17. Σ' Έβλεπα Στα Μάτια 18. Έτσι Είν' Η Ζωή 19. Ταινία 20. Όταν Σου Χορεύω

Τον έτερο πόλο του διδύμου, τον Νίκο Πορτοκάλογλου δηλαδή, τον είδα στη Βαμβακού, και κατέγραψα αναλυτικά τις εντυπώσεις μου από την εντυπωσιακή εμφάνισή του, εδώ.

Πέραν αυτών, είχα την ευκαιρία να χαρώ σε αρκετές περιπτώσεις τις μαθήτριες και τους μαθητές του Μουσικού Σχολείου Σπάρτης, και ήδη ξεχωρίζω κάποια ταλέντα. Πέρασα επίσης και από κάποιες μουσικές βραδιές της Πνευματικής Εστίας Σπάρτης, που αποτελούν πολιτιστική όαση για την πόλη.

Ο μουσικός τύπος

Το γεγονός της χρονιάς στα της μουσικής δημοσιογραφίας ήταν το φιάσκο της ελληνικής έκδοσης του περιοδικού Rolling Stone. Η έκδοση ξεκίνησε με προοπτικές, αφού πέρα από τα εχέγγυα του τίτλου, το πρώτο τεύχος, που κυκλοφόρησε στα τέλη του '21, άφηνε υποσχέσεις: η ομάδα των συνεργατών συνδύαζε άξιους παλιούς (Μάρκος Φράγκος, Νίκος Πετρουλάκης, Σπήλιος Λαμπρόπουλος, Μαρία Μαρκουλή κ.ά.) με ικανούς νεότερους (ανάμεσά τους και ο παλιός συνεργάτης από την εποχή του Avopolis και του Sonik Άγγελος Κλειτσίκας), το εξώφυλλο έβαζε δίπλα δίπλα τον Παύλο Παυλίδη και τον ΛΕΞ, η έκδοση ήταν πολυτελής... Αρκετοί ελπίσαμε ότι θα είχαμε ξανά σοβαρό λόγο για να πηγαίνουμε στο περίπτερο.

Όμως, σταδιακά η ποιότητα και η σπιρτάδα υποχώρησαν, οι σελίδες άρχισαν να λιγοστεύουν, οι φήμες για παρασκηνιακές κόντρες φούντωναν, κάποια στιγμή έγινε και μια μεγάλη αλλαγή στο προσωπικό. Ώσπου, εντελώς απροειδοποίητα, δεν ακολούθησε άλλο τεύχος, έπειτα από εκείνο του Ιουλίου· ήταν μόλις το 8ο.

Για πολλούς μήνες οι αγοραστές/αναγνώστες μείναμε στο σκοτάδι σχετικά με το τι είχε συμβεί. Ούτε η People Media (η ιδιοκτήτρια εταιρεία), ούτε Η Εφημερίδα Των Συντακτών (με την οποία κυκλοφορούσε το περιοδικό), φρόντισαν να βγάλουν κάποια ανακοίνωση. Χρειάστηκε να φτάσουμε στον Μάρτιο του 2023, για να δούμε ένα άρθρο του Δημήτρη Κανελλόπουλου (εκ των συνεργατών του περιοδικού, αλλά και της εφημερίδας), το οποίο επιχείρησε να εξηγήσει κάποια πράγματα. Πάντως και πάλι πολλά ερωτήματα μένουν αναπάντητα. Αληθεύει ότι μετά την κυκλοφορία του τεύχους 8 η People Media ήρθε σε ρήξη με την εφημερίδα, και αποφάσισε στο εξής να κυκλοφορεί το περιοδικό ανεξάρτητα; Έχει υπόσταση ο ισχυρισμός ότι τα "κεντρικά" του τίτλου, οι Αμερικανοί δηλαδή, τελικά πήραν πίσω τα δικαιώματα για την έκδοση, δίνοντας οι ίδιοι τέλος στην όλη ιστορία; Η εξήγηση ότι η κυκλοφορία σταμάτησε επειδή δεν υπήρχαν διαφημιστικά έσοδα μοιάζει να μη στέκει: πώς να πιστέψουμε ότι μια εταιρεία που αναλαμβάνει μεγάλες διεθνείς παραγωγές στον χώρο του θεάματος δεν είχε κάνει οικονομικό πλάνο για ένα σεβαστό βάθος χρόνου;

Εκείνο που ισχύει σίγουρα είναι ότι, ενώ κάποιοι συνεργάτες του περιοδικού εισέπραξαν κάποια στιγμή τα καθυστερούμενα, υπάρχουν άλλοι που παραμένουν απλήρωτοι, και συναντούν τοίχο στις προσπάθειές τους να διεκδικήσουν τα δεδουλευμένα τους. Η εταιρία βέβαια συνεχίζει ανενόχλητη τη δουλειά της, αναλαμβάνοντας υπερπαραγωγές όπως το The Phantom Of The Opera. Κι αν μια τέτοια συμπεριφορά δεν μάς εκπλήσσει ακριβώς, εκείνο που απογοητεύει είναι η στάση της Εφημερίδας Των Συντακτών· η οποία έχει, θεωρώ, την ηθική υποχρέωση, έστω και τώρα, να αναφέρει -και να στηλιτεύσει- το γεγονός. Εκτός αν η στάση της στα εργασιακά θέματα και η ανησυχία της για την ποιότητα της ενημέρωσης είναι α λα καρτ.

Σε άλλα νέα, μέσα στο 2022 είδαμε να συνεχίζεται η κατρακύλα στην ποιότητα, αλλά και στον αριθμό, των κειμένων που διαβάζουμε -μιλάω κυρίως για τον ηλεκτρονικό τύπο εδώ. Οι κριτικές έχουν αντικατασταθεί είτε από δελτία τύπου και υπερφίαλες παρουσιάσεις είτε -σπανιότερα- από συκοφαντικά και ψευδή κείμενα· οι συνεντεύξεις είναι γεμάτες χαϊδέματα· τα άρθρα και τα αφιερώματα βρίθουν λαθών και ανακριβειών. Η απουσία ουσιαστικής αρχισυνταξίας και επιμέλειας κειμένων, ακόμα και σε σάιτ που είναι -υποτίθεται- επαγγελματικά, βγάζει μάτι: κακά ελληνικά, τυπογραφικά, ορθογραφικά και εκφραστικά λάθη με τη σέσουλα. Σπανίζουν πια οι εμπνευστικές παρουσίες, και οι πένες που γνωρίζουν -ή υποψιάζονται έστω- τον ρόλο και την ευθύνης τους.

Ευτυχώς υπάρχουν και πλευρές του πράγματος που επιτρέπουν την αισιοδοξία. Οι γυναικείες υπογραφές, για παράδειγμα, είναι πλέον περισσότερες και καλύτερες από ποτέ. Θα αναφέρω κάποια ονόματα -κι ας κινδυνεύω να ξεχάσω κάποια: Χριστίνα Κουτρουλού, Μαρία Παππά, Τάνια Σκραπαλιώρη, Μαριάννα Βασιλείου, Ελένη Φουντή. Τις διαβάζω, και μαθαίνω, και χαίρομαι, γιατί έχουν ταλέντο, και συναίσθηση του τι είναι αυτό που κάνουν. Αλλά διαβάζω και τον Κώστα Σακκαλή, και τον Δημήτρη Όρλη, και τον Αντώνη Κωνσταντάρα... Υπάρχουν κι άλλες, κι άλλοι· αλλά χρειάζονται -όλοι χρειαζόμαστε- σωστά πλαίσια, συνθήκες, καθοδήγηση, για να μπορέσουν να ανθίσουν. Και βέβαια χρειάζονται -χρειαζόμαστε- τριβή: γράφοντας ένα κείμενο τον μήνα, δουλειά δεν γίνεται.

Πέρα από φερέλπιδες περιπτώσεις, υπάρχουν φυσικά και οι φάροι. Αν κανείς θέλει να γράψει μια μέρα καλά κριτικά κείμενα, θα πρέπει π.χ. να διαβάζει ανελλιπώς Χάρη Συμβουλίδη. Αν θέλει να μάθει ιστορικές λεπτομέρειες ή να ενημερωθεί για νέες κυκλοφορίες, ας παρακολουθεί τον Φώντα Τρούσα. Αν θέλει να κάνει καλές συνεντεύξεις, ας αναζητήσει εκείνες του Αντώνη Μποσκοΐτη. Θα ήταν ευτυχές αν διαβάζαμε πιο συχνά κείμενα του Στυλιανού Τζιρίτα και του Αντώνη Ξαγά· και αν μπορούσαμε να βρούμε νέα γραπτά του Βαγγέλη Πούλιου και του Διονύση Κοτταρίδη.

Όσο για την ξερολίαση, τη χαιρεκακία, τη διαστρέβλωση, τον εξυπνακισμό, την προσωπική οπτική που δεν αφήνει χώρο στην αμφιβολία, όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που υπονομεύουν τη δημόσια συζήτηση γύρω από τη μουσική και υποβιβάζουν ακόμα περισσότερο την υπόληψη των κριτικών, δεν πρόκειται να πάψουμε να τα συναντάμε, ακόμα και στα κείμενα εκείνων που ενίοτε επαινούμε. Το ερώτημα είναι αν προκρίνουμε τη συγκαταβατικότητα ή τη σύγκρουση. Σε κάθε περίπτωση, οι καιροί αλλάζουν, και καλό θα είναι οι κριτικοί να μη ζητούν μόνο την εξέλιξη των καλλιτεχνών, αλλά να φροντίζουν και για τη δική τους πρόοδο.

Επίλογος με ένα αντίο

Το δεύτερο μισό του '22 βίωσα πολύ δύσκολες καταστάσεις, που ευτυχώς είχαν ένα αίσιο τέλος. Λίγο πριν την εκπνοή της χρονιάς, όμως, ήρθε ο ξαφνικός χαμός ενός παλιού γνώριμου. Ο Δημήτρης Παναγιωταράκος, ο Μήτσος, με τον οποίο μοιράστηκα πολλές μουσικές στιγμές στα μαθητικά χρόνια, πέθανε στις 17 Δεκεμβρίου. Έμαθα το νέο από τον τοίχο της Μαρίας Θανασούλια, και το αρχικό σοκ διαδέχτηκε η βουτιά στις εικόνες της μνήμης: το υπόγειο που μοιραζόμασταν για τις πρόβες μας, οι συναυλίες, οι έντονες συζητήσεις και διαφωνίες... Μετά οι δρόμοι μας χώρισαν, κι ο Μήτσος έκανε πολλά, πάντα γύρω από τη μουσική: έπαιξε σε συγκροτήματα (The Darkstar), δούλεψε ως DJ (Sin & Soul), έδρασε ως θιασώτης του αθηναϊκού σκληρού ήχου. Τον αποχαιρετίσαμε με μαυρισμένες καρδιές, σύσσωμη η μουσική οικογένεια της Σπάρτης, αλλά και οι σύντροφοί του από την πρωτεύουσα, στις 21 του Δεκέμβρη. Κάποια στιγμή πρέπει να γραφτεί η ιστορία του...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Οι... "300" ηρωικοί αναγνώστες